Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

 
 
Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης», καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια εκτός του βιβλίου, και ακόμα περισσότερο εντός του.  
 
Κάθε αναφορά στο σκάκι μπορεί να αναβαθμίσει οποιοδήποτε λογοτεχνικό βιβλίο που διαβάζω και κάθε επιμονή στη θεματική του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου μπορεί να το υποβιβάσει με ευκολία. Απίστευτα πολλοί συγγραφείς γράφουν βιβλία με φόντο τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και τα αντιμετωπίζουν με τον τρόπο που οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν το σκάκι: – «Ξέρεις σκάκι;» – «Ξέρω πώς περίπου κινούνται τα κομμάτια, ας παίξουμε». Ενδιαφέρουσα τακτική για το σκάκι, τραγική στρατηγική για τη λογοτεχνία∙ όπως και να ’χει και τα δύο θα καταλήξουν αναμφιβόλως σε ήττα. «Η διαγώνιος Αλιέχιν» του Αρτούρ Λαρού τα συνδυάζει και τα δύο, και αν στα σημεία δεν καταφέρνει την σπουδαία νίκη, φέρνει τουλάχιστον μία αξιοπρεπή ισοπαλία και σώζει τελευταία στιγμή την παρτίδα. Χρησιμοποιώντας τον Αλεξάντρ Αλεξάντροβιτς Αλιέχιν, τέταρτο παγκόσμιο πρωταθλητή στο σκάκι, σαν βασικό μυθιστορηματικό ήρωα, «Νομίζω πως ο Αλιέχιν είναι τόσο διστακτικός στη ζωή όσο αδίκαστος είναι στη σκακιέρα», κομμένο και ραμμένο στα μέτρα της καλής λογοτεχνίας, ανοίγει πολύ εντυπωσιακά το παιχνίδι. Η πολυπλοκότητα και το βάθος του Αλιέχιν φέρνουν στο μυαλό τον ήρωα του Ναμπόκοφ από την «Άμυνα του Λούζιν» ενώ η πολιτική και κοινωνική περιδίνηση του κόσμου της Ευρώπης κατά την διάρκεια του πολέμου την «Σκακιστική νουβέλα» του Τσβάιχ. Ο Λαρού νομίζω υπερβαίνει τον Τσβάιχ αλλά όχι και τον Ναμπόκοφ – το πλεονέκτημα όμως να χρησιμοποιεί την ίδια τη φιγούρα του Αλιέχιν και όχι κάποιον που θα μπορούσε να μοιάζει σε εκείνον, του προσφέρει έξτρα πόντους.  
 
 
Στο σκάκι όπως και στη λογοτεχνία καλό είναι να θυμάσαι και να κοιτάς συνεχώς ολόκληρη την σκακιέρα, ακόμα και όταν δεν μπορείς να προβλέψεις ποιες θα είναι οι επόμενες κινήσεις. Ο Λαρού χωρίς να παγιδεύεται σε κραυγαλέες συνδηλώσεις γύρω από το σκάκι (όπως δεν μπόρεσε να τις αποφύγει ο Τσβάιχ ας πούμε) καταφέρνει να μας δείχνει όλη την σκακιέρα και να προετοιμάζει την μεγάλη ήττα του ήρωά του που συνήθως κρίνεται θετικά από τους υποψιασμένους αναγνώστες∙ ένα χαμένο τέμπο εδώ, μια χρήσιμη θυσία εκεί, ένας τακτικός ελιγμός, μια παρακινδυνευμένη κίνηση, μια προσποιητή οπισθοχώρηση, όλα χρειάζονται για να μας θυμίζουν ότι το παιχνίδι της ζωής πάντα χάνεται στο τέλος και εσένα δεν σου επιτρέπεται να μένεις ακίνητος, το πολύ πολύ να σου δοθεί απειροελάχιστος χρόνος να κάνεις την ανάλυση σου πριν συνεχίσεις παρακάτω – όπως κάνουμε δηλαδή κάθε χρόνο στις 31 Δεκεμβρίου μεταξύ 16:00 και 19:00, μας πέφτει βαρύ εκείνες τις στιγμές!  
[…] «Υπήρξε επίσης η μυϊκή κόπωση στο χέρι του δήμιου, λόγω των επανειλημμένων ανακρούσεων του όπλου του, και η παύση ενός λεπτού ήταν επιβεβλημένη. Ο Πσεπιόρκα είχε χρόνο να ξαναδεί την εξέλιξη της τελευταίας παρτίδας της ζωής του μασουλώντας την άκρη του πούρου του λες και ήταν ένα κομμάτι γλυκόριζας. Όταν η σφαίρα που προοριζόταν για εκείνον διαπέρασε το φαλακρό μέτωπό του, είχε αρχίσει να λέει στον εαυτό του ότι είχε παίξει εξαιρετικά καλά».  
 
Το βιβλίο δεν απαιτεί σκακιστικές γνώσεις αλλά δεν τις στερείται κιόλας. Όποιος θέλει μπορεί να ακολουθήσει πιστότερα τα βήματα του Αλιέχιν και να δει τις αντιφατικές διαδρομές που πήρε μέχρι την οριστική του ματαίωση. Μου άρεσε που είναι διακριτικά ισορροπημένο ανάμεσα στο ιστορικό ντοκουμέντο και τη λογοτεχνία, και αν εξαιρέσεις κάποια υποτονικά κομμάτια, θα έλεγα ότι έπαιξε πολύ καλά ο συγγραφέας του. Η έκδοση του «Μεταίχμιου» πολύ καλή και η μετάφραση της Κάλλιας Ταβουλάρη, επίσης. Τρελάθηκα με το εξώφυλλο πάντως – αν το «Μεταίχμιο» το βγάζει σε αφίσα, παρακαλώ να μου στείλει μία. Πέρα από το θαυμάσιο μοβ φόντο, η σκακιέρα που φυλλορροεί είναι σούπερ∙ μια Ευρώπη που ανακατεύει τα εδάφη της και καταλύει αδίστακτα τα σύνορά της, και ένας ψυχισμός ενός ανθρώπου που χάνει το έδαφος κάτω από τα πόδια του και η τρέλα που προσπαθεί να καταλύσει την όποια λογική τού έχει απομείνει. Αν μη τι άλλο, απέφυγε τα κλισέ γραφιστικά με τα κομμάτια του σκακιού, δε θα άντεχα να ξαναδώ το πιόνι με τη μορφή βασίλισσας στην σκιά του και άλλες τέτοιες συγκαλυμμένες παροτρύνσεις αυτοβελτίωσης.  
 
Ο Αλιέχιν πήγε αδιάβαστος από τους εθισμούς του, τουλάχιστον κατά τις επίσημες αναφορές, δηλαδή από το ποτό και το φαγητό. Τώρα που πλησιάζουν τα γιορτινά οικογενειακά τραπεζώματα προσέξτε μην την δείτε Αλιέχιν και σας κάτσει κανένα κομμάτι κρέας στον λαιμό. Και με ρέγουλα το κρασί. Γιατί, για να τον μιμηθούμε στο σκάκι, δεν παίζει. Θα μας είχε με κλειστά μάτια, φημισμένος καθώς ήταν εξάλλου για τις τυφλές σιμουλτανέ επιδείξεις του. Τι άλλο είναι ο θάνατος, στο φινάλε, παρά μια ήρεμη στάση ανάπαυσης μπροστά σε κάτι που περιμένει να αρχίσει; 
 



Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...