Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα ότι θα μπορέσει να δει κάποιο φως στη συνέχεια της ανάγνωσης.
Το βιβλίο ξεκινάει εντυπωσιακά απαιτητικά (παρά την λιτή γραφή του), σε σημείο να νιώθω ότι πρέπει να έχω τις κεραίες μου ανοιχτές λες και διαβάζω βιβλία του Γκάντα, ξεκινάει λοιπόν με μία λεξικογραφική διαμάχη, μία λεπτομερή περιήγηση σε μια ιστορική γειτονιά του Μιλάνου, μία καταβύθιση σε ιστορίες του παρελθόντος, μαζί με μια περιγραφή της σκληρής ζωής που ζει ο ήρωας σε μια φτωχή συνοικία της πόλης, και λες μια χαρά το ξεκινάει, τι μπορεί να πάει στραβά; Συνδικαλισμός, ρε φίλε! Μπορεί να χαλάσει την χαρά της λογοτεχνίας πιο γρήγορα από όλα τα αδίστακτα αφεντικά μαζί που καταστρατηγούν τα εργατικά δικαιώματα.
[…] «Δεν ήρθα εδώ πέρα για να βρω στοιχεία για την ηχηροποίηση του μεσοφωνηεντικού οδοντικού συμφώνου ή για τις περιπέτειες των Ιησουιτών, όχι βέβαια. Κι ούτε, ασφαλώς, για να θαυμάσω τα κατορθώματα της Μαρίας Θηρεσίας ή για να ελέγξω αν ο Πιέτρο Βέρι πλένει τακτικά τα γόνατά του. Δεν ήρθα εδώ πέρα για να κοιτάζω το ιερό οστό του Καρλόνε ούτε και για να συζητάω με τον Γκαζάγκα για τον στρατηγό Φράνκο και τους fascistas maricones ή με τη κυρία Ντε Σίο για το πόσο γλυκιά ήταν η ζωή την εποχή του Φραγκίσκου Ιωσήφ∙ ούτε για να μου μάθει ο Φραντς ο Τριεστίνος το τραγούδι με τον πρίγκηπα Ευγένιο και με τους Τούρκους που διασχίζουν τον Δούναβη ούτε για να ακούω τον Ετορίνο και τα κατεβατά του με τους ζωγράφους. Δεν ήρθα εδώ πέρα για να μιμηθώ τον Κεγουάκ. Μα πάνω απ’ όλα δεν ήρθα εδώ πέρα για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον Μαυριτανό. Όχι και πάλι όχι.
Η αποστολή μου ήταν τελείως διαφορετική.»
Και τι ήρθες τελικά να κάνεις εδώ ρε Λουτσάνο; Πες μας, ποιο είναι το όνειρό σου; Το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στη σελίδα 42. Κοντά στην 160 σελίδα ξαναποκτά ένα κάποιο ενδιαφέρον για μένα, μόνο και μόνο επειδή μιλά για την μετάφραση και για βιβλία χωρίς όμως να αλλάζει το τετριμμένο πια ύφος του. Το ωραίο ύφος των πρώτων σελίδων δεν το ξαναβρίσκει ποτέ, και αν υποθέσουμε ότι το έργο του ήταν τόσο συνυφασμένο με την ίδια του τη ζωή, που ήταν βασανισμένη, σκληρή και ταγμένη στην καθημερινή επιβίωση, ίσως δεν είχε την πολυτέλεια ή και το κουράγιο να συνθέσει κάτι συγγραφικά πιο σύνθετο, εξαντλώντας τις λιγοστές δυνάμεις του σε κείμενα που κινούνταν ανάμεσα σε χρονικό, μπητ λογοτεχνία και προγραμματικές δηλώσεις. Πότε άνοιξε αυτό το κανάλι;
Το βιβλίο ξεκινάει εντυπωσιακά απαιτητικά (παρά την λιτή γραφή του), σε σημείο να νιώθω ότι πρέπει να έχω τις κεραίες μου ανοιχτές λες και διαβάζω βιβλία του Γκάντα, ξεκινάει λοιπόν με μία λεξικογραφική διαμάχη, μία λεπτομερή περιήγηση σε μια ιστορική γειτονιά του Μιλάνου, μία καταβύθιση σε ιστορίες του παρελθόντος, μαζί με μια περιγραφή της σκληρής ζωής που ζει ο ήρωας σε μια φτωχή συνοικία της πόλης, και λες μια χαρά το ξεκινάει, τι μπορεί να πάει στραβά; Συνδικαλισμός, ρε φίλε! Μπορεί να χαλάσει την χαρά της λογοτεχνίας πιο γρήγορα από όλα τα αδίστακτα αφεντικά μαζί που καταστρατηγούν τα εργατικά δικαιώματα.
[…] «Δεν ήρθα εδώ πέρα για να βρω στοιχεία για την ηχηροποίηση του μεσοφωνηεντικού οδοντικού συμφώνου ή για τις περιπέτειες των Ιησουιτών, όχι βέβαια. Κι ούτε, ασφαλώς, για να θαυμάσω τα κατορθώματα της Μαρίας Θηρεσίας ή για να ελέγξω αν ο Πιέτρο Βέρι πλένει τακτικά τα γόνατά του. Δεν ήρθα εδώ πέρα για να κοιτάζω το ιερό οστό του Καρλόνε ούτε και για να συζητάω με τον Γκαζάγκα για τον στρατηγό Φράνκο και τους fascistas maricones ή με τη κυρία Ντε Σίο για το πόσο γλυκιά ήταν η ζωή την εποχή του Φραγκίσκου Ιωσήφ∙ ούτε για να μου μάθει ο Φραντς ο Τριεστίνος το τραγούδι με τον πρίγκηπα Ευγένιο και με τους Τούρκους που διασχίζουν τον Δούναβη ούτε για να ακούω τον Ετορίνο και τα κατεβατά του με τους ζωγράφους. Δεν ήρθα εδώ πέρα για να μιμηθώ τον Κεγουάκ. Μα πάνω απ’ όλα δεν ήρθα εδώ πέρα για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον Μαυριτανό. Όχι και πάλι όχι.
Η αποστολή μου ήταν τελείως διαφορετική.»
Και τι ήρθες τελικά να κάνεις εδώ ρε Λουτσάνο; Πες μας, ποιο είναι το όνειρό σου; Το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στη σελίδα 42. Κοντά στην 160 σελίδα ξαναποκτά ένα κάποιο ενδιαφέρον για μένα, μόνο και μόνο επειδή μιλά για την μετάφραση και για βιβλία χωρίς όμως να αλλάζει το τετριμμένο πια ύφος του. Το ωραίο ύφος των πρώτων σελίδων δεν το ξαναβρίσκει ποτέ, και αν υποθέσουμε ότι το έργο του ήταν τόσο συνυφασμένο με την ίδια του τη ζωή, που ήταν βασανισμένη, σκληρή και ταγμένη στην καθημερινή επιβίωση, ίσως δεν είχε την πολυτέλεια ή και το κουράγιο να συνθέσει κάτι συγγραφικά πιο σύνθετο, εξαντλώντας τις λιγοστές δυνάμεις του σε κείμενα που κινούνταν ανάμεσα σε χρονικό, μπητ λογοτεχνία και προγραμματικές δηλώσεις. Πότε άνοιξε αυτό το κανάλι;
Το παραδέχομαι, είμαι προκατειλημμένος απέναντι στη στρατευμένη λογοτεχνία, τα κείμενα που γεννά είναι εντελώς παροπλισμένα και γιωτάδες και ό, τι ελάχιστο επιτελούν το κάνουν μόνο από αγγαρεία. Λαμπρότατη και μοναδική εξαίρεση για μένα είναι ο υπέροχος κύριος Τρέιβεν που όσο χαρακτηριστική είναι η πολιτική του στάση, είναι δυο φορές σπουδαιότερη η λογοτεχνική του μεγαλοσύνη. (Ενίοτε συμπεριλαμβάνω και τον Τόμας Πύντσον, ο οποίος χάρη σε αυτή την εντελώς ιδιότυπη λογοτεχνία του, δεν παύει να εκθέτει τα πιστεύω του μέσα από τους συναρπαστικούς ήρωές του, χωρίς να ξεχνά όμως ότι η λογοτεχνία πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή ώστε ο αναγνώστης να έρχεται πάντα πρώτος αντιμέτωπος μαζί της στο αδυσώπητο πεδίο της ανάγνωσης). Όπου αλλού τα συναντώ αυτά βγάζω σπυριά – λυπηθείτε με, μόλις ανάρρωσα από γρίπη. Ο Μπιαντσάρντι στα σημεία που συνδικαλίζεται ξεχνά την λογοτεχνία∙ λέει ωραία και σωστά πράγματα, που έχουμε δει να ταλαιπωρούν τους γονείς μας, εμάς τους ίδιους, έχουμε ακούσει γύρω μας, έχουμε διαβάσει βιβλία ανάλογου ειδικού ενδιαφέροντος, έχουμε περάσει καλά σε συναυλίες, Βασίλη ζούμε για να σε ακούμε, νομίζουμε συχνά ότι μπορούμε και εμείς να γίνουμε μέρος της λύσης αλλά συνεχώς γινόμαστε μέρος του προβλήματος περισσότερο, κλπ, που συνεισφέρουν πολλά στην ιστορία του εργατικού κινήματος μεν, ελάχιστα στην ιστορία της λογοτεχνίας δε.
Οι ελάχιστες αναφορές στη ξεχασμένη σύζυγό του προσφέρουν το όποιο βάθος στον ήρωα και κατ’ επέκταση στο βιβλίο που αμφότερα κινούνται στην επιφάνεια των πραγμάτων και είναι θεμιτό και αναμενόμενο κατά έναν βαθμό, διότι όταν η ζωή προσπαθεί να σε βυθίσει εσύ πασχίζεις να μείνεις γραπωμένος στην επιφάνεια. Την λογοτεχνία όμως την ενδιαφέρουν τα βάθη.
[…] «Όποτε τη σκεφτόμουν, φανταζόμουν αυτή την γκρίζα και, με τον τρόπο της, ηρωική ζωή της, καμωμένη από χίλιες δυο επαναλαμβανόμενες, παραιτημένες κινήσεις, αδιάκοπα αφοσιωμένη στην επιλογή της, στο καθήκον της, στον τόπο της. Έτσι δεν πάει μπροστά ο πολιτισμός; Δεν είναι άραγε αυτός ο διαρκής μόχθος των μυρμηγκιών που κρατάει ακμαία τη ζωή των λαών και υφαίνει τον συνδετικό της ιστό; Ήταν λοιπόν σωστό, εγώ, ο φίλος των ταπεινών, των απόκληρων, σύμμαχος από επιλογή της εργατικής τάξης, εν κρυπτώ καταστροφέας πύργων, να ταπεινώνω και να αποκηρύσσω τούτη τη γυναίκα;»
Οι ελάχιστες αναφορές στη ξεχασμένη σύζυγό του προσφέρουν το όποιο βάθος στον ήρωα και κατ’ επέκταση στο βιβλίο που αμφότερα κινούνται στην επιφάνεια των πραγμάτων και είναι θεμιτό και αναμενόμενο κατά έναν βαθμό, διότι όταν η ζωή προσπαθεί να σε βυθίσει εσύ πασχίζεις να μείνεις γραπωμένος στην επιφάνεια. Την λογοτεχνία όμως την ενδιαφέρουν τα βάθη.
[…] «Όποτε τη σκεφτόμουν, φανταζόμουν αυτή την γκρίζα και, με τον τρόπο της, ηρωική ζωή της, καμωμένη από χίλιες δυο επαναλαμβανόμενες, παραιτημένες κινήσεις, αδιάκοπα αφοσιωμένη στην επιλογή της, στο καθήκον της, στον τόπο της. Έτσι δεν πάει μπροστά ο πολιτισμός; Δεν είναι άραγε αυτός ο διαρκής μόχθος των μυρμηγκιών που κρατάει ακμαία τη ζωή των λαών και υφαίνει τον συνδετικό της ιστό; Ήταν λοιπόν σωστό, εγώ, ο φίλος των ταπεινών, των απόκληρων, σύμμαχος από επιλογή της εργατικής τάξης, εν κρυπτώ καταστροφέας πύργων, να ταπεινώνω και να αποκηρύσσω τούτη τη γυναίκα;»
Σε αυτή την ωραία παράγραφο έχουμε σε συμπύκνωση καμιά 150αριά αδιάφορες σελίδες στις οποίες ο ήρωας, προερχόμενος από την επαρχία, έρχεται στη μεγαλούπολη με σκοπό να εκδικηθεί για τον θάνατο των συγχωριανών του που τον προκάλεσε ένα ατύχημα σε ορυχείο, αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδί, και δίνοντας την εντύπωση ότι προετοιμάζει το έδαφος για να τους φέρει σύντομα στην πόλη. Στο Μιλάνο ξεχνά γρήγορα τον σκοπό του, παρότι μιλά συνεχώς για τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, γνωρίζει την Άννα και συζεί μαζί της, κάνοντας δεκάδες δουλειές του ποδαριού για να ζήσει. Όλα αυτά κάνοντάς τα μας ταλιράκια κυριολεκτικά∙ μετρώντας τις λιρέτες για το ενοίκιο, το φαγητό, τους δοσατζήδες, το ρεύμα, το εφκα, το φυσικό αέριο, κλπ. Ένα ατελείωτο χρονικό… λες και το χρονικό είναι χρήμα, και θα ανακουφίσει η ατέρμονη εξιστόρηση λίγο περισσότερο τον ταλαίπωρο ήρωα. Ή Άννα είναι γλυκιά και υποστηρικτική μαζί του αλλά, μόνο η μαραζωμένη Μάρα και οι λιγοστές σκέψεις μαζί με τα ανάλογα χρήματα που της αφιερώνει ο ήρωας κάνει το βιβλίο να αποκτά μια κάποια λογοτεχνική αχλή που την σβήνει γρήγορα θαρρείς η απόσταση, που χωρίζει εκείνον από την γυναίκα του και εμάς τους αναγνώστες από μια βαθιά και ουσιαστική ανάγνωση. Παρόλα αυτά η γραφή του αποκτάει κατά διαστήματα κάποιες ενδιαφέρουσες εκλάμψεις που σβήνουν γρήγορα και αργούν να επανεμφανιστούν. Νιώθω ότι το βιβλίο έχει ήδη γεράσει ενώ μιλάει για πράγματα που δεν γερνάνε ποτέ – αν σας ενδιαφέρουν μόνο τα πράγματα που δεν γερνάνε τότε διαβάστε το, αν από την άλλη, επιθυμείτε μία γραφή που επιβραδύνει την γήρανσή της είτε μιλάει για πράγματα που δεν γερνάνε είτε για πράγματα που έχουν πεθάνει από καιρό, τότε ίσως πρέπει να το ξανασκεφτείτε.
Κυκλοφορεί από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», ένα συνεργατικό βιβλιοπωλείο-καφέ στη Θεσσαλονίκη που ξεκίνησε και τις δικές του εκδόσεις. Ο προσανατολισμός των εκδόσεων είναι ίδιος με εκείνον που προτάσσει και ο Μπιαντσάρντι και καταλαβαίνω την επιλογή τους, χωρίς να θέλω να πω τίποτα περισσότερο με αυτό. Εξάλλου, το βιβλίο είναι κλασικό πλέον στην ιταλική λογοτεχνία, σύμφωνα με το επίμετρο της μεταφράστριας Δήμητρας Δότση και δεν αμφιβάλλω καθόλου για αυτό. Για το μόνο που στεναχωριέμαι είναι για την μεταφράστρια, που το αγαπάει, το μετέφρασε με χάρη και περίμενε σίγουρα να διαβάσει καλύτερα λόγια από αυτά εδώ τα πικρόχολα. Δήμητρα μην στεναχωριέσαι, κάποιοι αναγνώστες δεν σου αξίζουμε, πίστεψέ με! Ελπίζω τουλάχιστον ο κόπος της μετάφρασής της να ανταμείφθηκε καλύτερα και με λιγότερο άγχος από την εποχή που μετέφραζε ο Μπιαντσάρντι. Η νέα χρονιά να σε περιμένει με νέες ενδιαφέρουσες μεταφράσεις και εδώ είμαστε εμείς οι αναγνώστες, άξιοι και ανάξιοι, θα σε περιμένουμε επίσης.
Υ.Γ. 2023 Καλή χρονιά να έχουμε και μην πικραίνεστε.
Κυκλοφορεί από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», ένα συνεργατικό βιβλιοπωλείο-καφέ στη Θεσσαλονίκη που ξεκίνησε και τις δικές του εκδόσεις. Ο προσανατολισμός των εκδόσεων είναι ίδιος με εκείνον που προτάσσει και ο Μπιαντσάρντι και καταλαβαίνω την επιλογή τους, χωρίς να θέλω να πω τίποτα περισσότερο με αυτό. Εξάλλου, το βιβλίο είναι κλασικό πλέον στην ιταλική λογοτεχνία, σύμφωνα με το επίμετρο της μεταφράστριας Δήμητρας Δότση και δεν αμφιβάλλω καθόλου για αυτό. Για το μόνο που στεναχωριέμαι είναι για την μεταφράστρια, που το αγαπάει, το μετέφρασε με χάρη και περίμενε σίγουρα να διαβάσει καλύτερα λόγια από αυτά εδώ τα πικρόχολα. Δήμητρα μην στεναχωριέσαι, κάποιοι αναγνώστες δεν σου αξίζουμε, πίστεψέ με! Ελπίζω τουλάχιστον ο κόπος της μετάφρασής της να ανταμείφθηκε καλύτερα και με λιγότερο άγχος από την εποχή που μετέφραζε ο Μπιαντσάρντι. Η νέα χρονιά να σε περιμένει με νέες ενδιαφέρουσες μεταφράσεις και εδώ είμαστε εμείς οι αναγνώστες, άξιοι και ανάξιοι, θα σε περιμένουμε επίσης.
Υ.Γ. 2023 Καλή χρονιά να έχουμε και μην πικραίνεστε.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.