Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γεύση πικραμύγδαλου




Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα ότι θα μπορέσει να δει κάποιο φως στη συνέχεια της ανάγνωσης.

Το βιβλίο ξεκινάει εντυπωσιακά απαιτητικά (παρά την λιτή γραφή του), σε σημείο να νιώθω ότι πρέπει να έχω τις κεραίες μου ανοιχτές λες και διαβάζω βιβλία του Γκάντα, ξεκινάει λοιπόν με μία λεξικογραφική διαμάχη, μία λεπτομερή περιήγηση σε μια ιστορική γειτονιά του Μιλάνου, μία καταβύθιση σε ιστορίες του παρελθόντος, μαζί με μια περιγραφή της σκληρής ζωής που ζει ο ήρωας σε μια φτωχή συνοικία της πόλης, και λες μια χαρά το ξεκινάει, τι μπορεί να πάει στραβά; Συνδικαλισμός, ρε φίλε! Μπορεί να χαλάσει την χαρά της λογοτεχνίας πιο γρήγορα από όλα τα αδίστακτα αφεντικά μαζί που καταστρατηγούν τα εργατικά δικαιώματα.

[…] «Δεν ήρθα εδώ πέρα για να βρω στοιχεία για την ηχηροποίηση του μεσοφωνηεντικού οδοντικού συμφώνου ή για τις περιπέτειες των Ιησουιτών, όχι βέβαια. Κι ούτε, ασφαλώς, για να θαυμάσω τα κατορθώματα της Μαρίας Θηρεσίας ή για να ελέγξω αν ο Πιέτρο Βέρι πλένει τακτικά τα γόνατά του. Δεν ήρθα εδώ πέρα για να κοιτάζω το ιερό οστό του Καρλόνε ούτε και για να συζητάω με τον Γκαζάγκα για τον στρατηγό Φράνκο και τους fascistas maricones ή με τη κυρία Ντε Σίο για το πόσο γλυκιά ήταν η ζωή την εποχή του Φραγκίσκου Ιωσήφ∙ ούτε για να μου μάθει ο Φραντς ο Τριεστίνος το τραγούδι με τον πρίγκηπα Ευγένιο και με τους Τούρκους που διασχίζουν τον Δούναβη ούτε για να ακούω τον Ετορίνο και τα κατεβατά του με τους ζωγράφους. Δεν ήρθα εδώ πέρα για να μιμηθώ τον Κεγουάκ. Μα πάνω απ’ όλα δεν ήρθα εδώ πέρα για να προσφέρω τις υπηρεσίες μου στον Μαυριτανό. Όχι και πάλι όχι.
Η αποστολή μου ήταν τελείως διαφορετική.»


Και τι ήρθες τελικά να κάνεις εδώ ρε Λουτσάνο; Πες μας, ποιο είναι το όνειρό σου; Το παραπάνω απόσπασμα βρίσκεται στη σελίδα 42. Κοντά στην 160 σελίδα ξαναποκτά ένα κάποιο ενδιαφέρον για μένα, μόνο και μόνο επειδή μιλά για την μετάφραση και για βιβλία χωρίς όμως να αλλάζει το τετριμμένο πια ύφος του. Το ωραίο ύφος των πρώτων σελίδων δεν το ξαναβρίσκει ποτέ, και αν υποθέσουμε ότι το έργο του ήταν τόσο συνυφασμένο με την ίδια του τη ζωή, που ήταν βασανισμένη, σκληρή και ταγμένη στην καθημερινή επιβίωση, ίσως δεν είχε την πολυτέλεια ή και το κουράγιο να συνθέσει κάτι συγγραφικά πιο σύνθετο, εξαντλώντας τις λιγοστές δυνάμεις του σε κείμενα που κινούνταν ανάμεσα σε χρονικό, μπητ λογοτεχνία και προγραμματικές δηλώσεις. Πότε άνοιξε αυτό το κανάλι;
 
Το παραδέχομαι, είμαι προκατειλημμένος απέναντι στη στρατευμένη λογοτεχνία, τα κείμενα που γεννά είναι εντελώς παροπλισμένα και γιωτάδες και ό, τι ελάχιστο επιτελούν το κάνουν μόνο από αγγαρεία. Λαμπρότατη και μοναδική εξαίρεση για μένα είναι ο υπέροχος κύριος Τρέιβεν που όσο χαρακτηριστική είναι η πολιτική του στάση, είναι δυο φορές σπουδαιότερη η λογοτεχνική του μεγαλοσύνη. (Ενίοτε συμπεριλαμβάνω και τον Τόμας Πύντσον, ο οποίος χάρη σε αυτή την εντελώς ιδιότυπη λογοτεχνία του, δεν παύει να εκθέτει τα πιστεύω του μέσα από τους συναρπαστικούς ήρωές του, χωρίς να ξεχνά όμως ότι η λογοτεχνία πρέπει να είναι στην πρώτη γραμμή ώστε ο αναγνώστης να έρχεται πάντα πρώτος αντιμέτωπος μαζί της στο αδυσώπητο πεδίο της ανάγνωσης). Όπου αλλού τα συναντώ αυτά βγάζω σπυριά – λυπηθείτε με, μόλις ανάρρωσα από γρίπη. Ο Μπιαντσάρντι στα σημεία που συνδικαλίζεται ξεχνά την λογοτεχνία∙ λέει ωραία και σωστά πράγματα, που έχουμε δει να ταλαιπωρούν τους γονείς μας, εμάς τους ίδιους, έχουμε ακούσει γύρω μας, έχουμε διαβάσει βιβλία ανάλογου ειδικού ενδιαφέροντος, έχουμε περάσει καλά σε συναυλίες, Βασίλη ζούμε για να σε ακούμε, νομίζουμε συχνά ότι μπορούμε και εμείς να γίνουμε μέρος της λύσης αλλά συνεχώς γινόμαστε μέρος του προβλήματος περισσότερο, κλπ, που συνεισφέρουν πολλά στην ιστορία του εργατικού κινήματος μεν, ελάχιστα στην ιστορία της λογοτεχνίας δε.

Οι ελάχιστες αναφορές στη ξεχασμένη σύζυγό του προσφέρουν το όποιο βάθος στον ήρωα και κατ’ επέκταση στο βιβλίο που αμφότερα κινούνται στην επιφάνεια των πραγμάτων και είναι θεμιτό και αναμενόμενο κατά έναν βαθμό, διότι όταν η ζωή προσπαθεί να σε βυθίσει εσύ πασχίζεις να μείνεις γραπωμένος στην επιφάνεια. Την λογοτεχνία όμως την ενδιαφέρουν τα βάθη.

[…] «Όποτε τη σκεφτόμουν, φανταζόμουν αυτή την γκρίζα και, με τον τρόπο της, ηρωική ζωή της, καμωμένη από χίλιες δυο επαναλαμβανόμενες, παραιτημένες κινήσεις, αδιάκοπα αφοσιωμένη στην επιλογή της, στο καθήκον της, στον τόπο της. Έτσι δεν πάει μπροστά ο πολιτισμός; Δεν είναι άραγε αυτός ο διαρκής μόχθος των μυρμηγκιών που κρατάει ακμαία τη ζωή των λαών και υφαίνει τον συνδετικό της ιστό; Ήταν λοιπόν σωστό, εγώ, ο φίλος των ταπεινών, των απόκληρων, σύμμαχος από επιλογή της εργατικής τάξης, εν κρυπτώ καταστροφέας πύργων, να ταπεινώνω και να αποκηρύσσω τούτη τη γυναίκα;» 
 
Σε αυτή την ωραία παράγραφο έχουμε σε συμπύκνωση καμιά 150αριά αδιάφορες σελίδες στις οποίες ο ήρωας, προερχόμενος από την επαρχία, έρχεται στη μεγαλούπολη με σκοπό να εκδικηθεί για τον θάνατο των συγχωριανών του που τον προκάλεσε ένα ατύχημα σε ορυχείο, αφήνοντας πίσω γυναίκα και παιδί, και δίνοντας την εντύπωση ότι προετοιμάζει το έδαφος για να τους φέρει σύντομα στην πόλη. Στο Μιλάνο ξεχνά γρήγορα τον σκοπό του, παρότι μιλά συνεχώς για τις κοινωνικές ανισότητες και αδικίες, γνωρίζει την Άννα και συζεί μαζί της, κάνοντας δεκάδες δουλειές του ποδαριού για να ζήσει. Όλα αυτά κάνοντάς τα μας ταλιράκια κυριολεκτικά∙ μετρώντας τις λιρέτες για το ενοίκιο, το φαγητό, τους δοσατζήδες, το ρεύμα, το εφκα, το φυσικό αέριο, κλπ. Ένα ατελείωτο χρονικό… λες και το χρονικό είναι χρήμα, και θα ανακουφίσει η ατέρμονη εξιστόρηση λίγο περισσότερο τον ταλαίπωρο ήρωα. Ή Άννα είναι γλυκιά και υποστηρικτική μαζί του αλλά, μόνο η μαραζωμένη Μάρα και οι λιγοστές σκέψεις μαζί με τα ανάλογα χρήματα που της αφιερώνει ο ήρωας κάνει το βιβλίο να αποκτά μια κάποια λογοτεχνική αχλή που την σβήνει γρήγορα θαρρείς η απόσταση, που χωρίζει εκείνον από την γυναίκα του και εμάς τους αναγνώστες από μια βαθιά και ουσιαστική ανάγνωση. Παρόλα αυτά η γραφή του αποκτάει κατά διαστήματα κάποιες ενδιαφέρουσες εκλάμψεις που σβήνουν γρήγορα και αργούν να επανεμφανιστούν. Νιώθω ότι το βιβλίο έχει ήδη γεράσει ενώ μιλάει για πράγματα που δεν γερνάνε ποτέ – αν σας ενδιαφέρουν μόνο τα πράγματα που δεν γερνάνε τότε διαβάστε το, αν από την άλλη, επιθυμείτε μία γραφή που επιβραδύνει την γήρανσή της είτε μιλάει για πράγματα που δεν γερνάνε είτε για πράγματα που έχουν πεθάνει από καιρό, τότε ίσως πρέπει να το ξανασκεφτείτε.

Κυκλοφορεί από τις «Ακυβέρνητες πολιτείες», ένα συνεργατικό βιβλιοπωλείο-καφέ στη Θεσσαλονίκη που ξεκίνησε και τις δικές του εκδόσεις. Ο προσανατολισμός των εκδόσεων είναι ίδιος με εκείνον που προτάσσει και ο Μπιαντσάρντι και καταλαβαίνω την επιλογή τους, χωρίς να θέλω να πω τίποτα περισσότερο με αυτό. Εξάλλου, το βιβλίο είναι κλασικό πλέον στην ιταλική λογοτεχνία, σύμφωνα με το επίμετρο της μεταφράστριας Δήμητρας Δότση και δεν αμφιβάλλω καθόλου για αυτό. Για το μόνο που στεναχωριέμαι είναι για την μεταφράστρια, που το αγαπάει, το μετέφρασε με χάρη και περίμενε σίγουρα να διαβάσει καλύτερα λόγια από αυτά εδώ τα πικρόχολα. Δήμητρα μην στεναχωριέσαι, κάποιοι αναγνώστες δεν σου αξίζουμε, πίστεψέ με! Ελπίζω τουλάχιστον ο κόπος της μετάφρασής της να ανταμείφθηκε καλύτερα και με λιγότερο άγχος από την εποχή που μετέφραζε ο Μπιαντσάρντι. Η νέα χρονιά να σε περιμένει με νέες ενδιαφέρουσες μεταφράσεις και εδώ είμαστε εμείς οι αναγνώστες, άξιοι και ανάξιοι, θα σε περιμένουμε επίσης.

Υ.Γ. 2023 Καλή χρονιά να έχουμε και μην πικραίνεστε. 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!