Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τι πιο σύνηθες


 
 
Στο πρόσφατο 63ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης είδα μια ταινία που κινιόταν αρκετά έξω από τα συνηθισμένα∙ λεγόταν «Οι συνηθισμένοι». Ποιο ήταν το ασυνήθιστο στοιχείο της; Δεν πάει το μυαλό σας με τίποτα, γιατί έχει σχεδόν εκλείψει από τα καλλιτεχνικά πράγματα, εκείνα τουλάχιστον που απαιτούν αφήγηση. Λέγεται πλοκή και συνήθως χρησιμοποιούνταν παλιότερα για να κάνει τα έργα ψυχαγωγικά. Πλέον τα έργα βραβεύονται για την άψυχη ομοιομορφία τους και η πλοκή κατάντησε το ζαβό ψυχοπαίδι τους. Όταν ήμουν μικρός και επαναστάτης έλεγα θάνατος στην πλοκή, βίβα λα ρεβελουθιόν, αλλά πλέον έγινα συντηρητικός και πολύ το γουστάρω, σε λίγο θα ψηφίσω και Άδωνι. Ασχοληθείτε και λίγο με την πλοκή ρε σεις, που θέλετε μόνο να σας πλέκουν το εγκώμιο αλλά εσείς από πλέξιμο τίποτα, μόνο μπλέξιμο. Σας μιλάω, ζητώ την προσοχή σας, δείτε με που (κάπως άτονο, δυστυχώς!) σας γράφω. Δεν απαντάτε ρε ατάλαντες ψωνάρες; Καλά, δεν επιμένω. Ε, θα πείτε, τι πιο σύνηθες να συμβεί.

Μου γεννήθηκαν αυτές οι λίγες σκέψεις επειδή τυχαίνει αυτή την περίοδο να διαβάζω και το βιβλίο του Χοντορόφσκι «Η Αλμπίνα και τα αντρόσκυλα» το οποίο είναι εξαιρετικά αλλόκοτο και μειώνει κατά πολύ τους πιθανούς αναγνώστες του, από την άλλη όμως, έχει και μια τέτοια ασύλληπτη πλοκή που το καθιστά απίστευτα ψυχαγωγικό και άρα αξιανάγνωστο – η ψυχαγωγία, όπως η θεά Αλμπίνα, είναι αυτή που κανονικά θα έπρεπε να τιμούμε σε κάθε καλλιτεχνικό έργο. Ξέρω ξέρω, γούστα είναι αυτά και δεν θα μας πεις εσύ τι θα κάνουμε∙ αμ δε, εφόσον μπαίνετε στο μπλογκ μου θα κάνετε τα γούστα μου. «Οι συνηθισμένοι» είναι μια ταινία αποφοίτησης και αυτό καθόλου δεν μειώνει την αξία της, αντιθέτως την εξυψώνει περισσότερο. Είναι μια πανέξυπνη ταινία που κοροιδεύει (με την έννοια του τρυφερού πειράγματος) τον κινηματογράφο με όρους κινηματογραφικούς, και ταυτόχρονα τους θεατές της με όρους ανθρώπινους.

 
Ένα γλυκό παραμύθι που θυμίζει κάπως Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων (χάρη στην εκπληκτική ερμηνεία της πρωταγωνίστριας και κάποιες χαρακτηριστικές σκηνές), με πινελιές επιστημονικής φαντασίας και έντονες αποχρώσεις κοινωνικής κριτικής. Οι άνθρωποι χωρίζονται σε Πρωταγωνιστές, Κομπάρσους και τις Κομμένες Σκηνές (τους Outtakes, τους απόβλητους που ζουν στο περιθώριο, με μια λέξη τους Αποσυνάγωγους αν θέλουμε να είμαστε της μοδός). Όλοι ζουν στο Ινστιτούτο Κινηματογράφου με τους νεαρούς Πρωταγωνιστές να είναι εκείνοι που προορίζονται να συνεχίσουν την άνετη ζωή των Πρωταγωνιστών γονιών τους. Η πρωταγωνίστρια της ταινίας προσπαθεί να καταλάβει γιατί δεν νιώθει… πρωταγωνίστρια της ζωής, όπως όλοι περιμένουν από αυτή και μαζί με τους άλλους και η ίδια. Οι ρόλοι μας είναι καθορισμένοι; Κρύβουν twists; Μπορούμε να τους επανεφεύρουμε; Πόσο σημαντικές είναι οι κομμένες σκηνές στην επιδίωξη της πρωταγωνιστικής μας στιγμής; Οι συμβολισμοί είναι ξεκάθαροι, νομίζω. Η πλοκή όμως έρχεται την κατάλληλη στιγμή για να δώσει κοινωνικό προβληματισμό στην ταινία και να καθηλώσει τους θεατές στη θέση τους, όπως πρέπει να κάνει ο σωστός κινηματογράφος. Οι ελάχιστοι που σηκώθηκαν και έφυγαν από την αίθουσα απλώς δεν έδωσαν λίγο χρόνο για να συνηθίσουν το κινηματογραφικό παιχνίδι.
 

Για να επιστρέψουμε στην πεζότητα, η σκηνοθέτης ήταν πολύ όμορφη (πήγαινε μίλα της, καλός είσαι), μια ακομπλεξάριστη καλλιτέχνιδα που μπορεί να μιλήσει για το έργο της με απλά λόγια και να το απεικονίσει με σύνθετα – ή έστω να προσπαθήσει συνειδητά και με θάρρος για να το πετύχει, όπως οφείλει κάθε καλλιτεχνικό έργο που θέλει να λέγεται έτσι. Θα την παρακολουθώ από δω και μπρος (λίγο κρίπι ακούστηκε αυτό, μεταφορικά εννοώ)! Μετά από αυτό, έτυχε να δω μια σύγχρονη λανθιμική ταινία περασμένης δεκαετίας και να απογοητευτώ. Δε ξέρω τι ακριβώς παίζει με το ελληνικό weird wave (να πεις ότι δεν μου αρέσει και το weird!) και γενικότερα με τις ελληνικές παραγωγές. Καλές προσπάθειες αλλά τους λείπει η ψυχή που πάντα τρυπώνει σε ένα καλοδουλεμένο σενάριο – ας μην καλοδουλευόμαστε, λέω εγώ. Μήπως είναι λίγο απομαγνητισμένα τα πεδία της εγχώριας καλλιτεχνικής δημιουργίας; Δεν χρειάζεται να μιμηθείς τον Lynch. Χρειάζεται να τον αφομοιώσεις. Και αυτό απαιτεί περισσότερη προσπάθεια από το να παρακολουθείς απλώς τις ταινίες του. Το αυτό ισχύει και για την λογοτεχνία.
 



Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!