Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μαύρα μεσάνυχτα


 
Ξημερώματα δίνεις δικαιώματα και όποιος νύχτα περπατεί ξέρουμε καλά τι πατεί, αλλά αν είσαι νυχτοφύλακας δεν μπορείς να κάνεις και πολλά. Το ρίχνεις στο γέλιο λοιπόν, γιατί έτσι κι αλλιώς η κάθε μέρα είναι γεμάτη δράματα, δεν σηκώνει αστεία. «Εμείς οι νυχτοφύλακες και ποιητές πράγματι δεν πολυνοιαζόμαστε για τα πάρε-δώσε των ανθρώπων κατά τη διάρκεια της ημέρας. Καθώς είναι πλέον αναμφισβήτητο γεγονός: Οι άνθρωποι είναι όσο πράττουν εξαιρετικά πεζοί και το πολύ όταν ονειρεύονται παρουσιάζουν κάποιο ενδιαφέρον». Βιβλίο νυχτερινής περιπλάνησης και αποπλάνησης και πλάνης, το βιβλίο του Μποναβεντούρα είναι ένα συμπυκνωμένο, και από τα πιο σκοτεινά, δείγμα του γερμανικού Ρομαντισμού που περιέχει τις βασικότερες πτυχές αυτού του λογοτεχνικού κινήματος και ξεδιπλώνει με πολύ κατανοητό τρόπο η Αλεξάνδρα Ρασιδάκη στο επίμετρο. Αναμφιβόλως έχω μαύρα μεσάνυχτα γύρω από τον γερμανικό Ρομαντισμό, το παραδέχομαι και μόνος μου, αν όχι και για την λογοτεχνία εν γένει, και γι’ αυτό είμαι διατεθειμένος να καλύψω κάποια κενά, ξεκινώντας να βλέπω τα πράγματα υπό ρομαντική οπτική γωνία, καλοκαιράκι γαρ! «Είναι καλό που πολλοί δεν το καταλαβαίνουν, καθώς στη διοπτροφόρα εποχή μας τα πλέον μεγάλα αντικείμενα έχουν απομακρυνθεί τόσο πολύ που μετά βίας τα ξεδιακρίνει κανείς πέρα μακριά, αν κοιτάξει μέσα από κιάλια∙ αντιθέτως, καλλιεργούμε με ιδιαίτερη φροντίδα τα μικρά, επειδή οι μύωπες βλέπουν καλύτερα ό,τι βρίσκεται κοντά τους».
 
Ο Ρομαντισμός είναι ένα κίνημα που τελευταία αρχίζει να με ενδιαφέρει πολύ χάρη στα συναρπαστικά βιβλία του Χόφμαν. Γνωρίζω κάποιους βασικούς εκπροσώπους του κινήματος, κάποιες βασικές θεματικές του και καταλήγω να κρατώ μια αμφίθυμη στάση απέναντί του. Υπάρχουν πράγματα που με κάνουν να βαριέμαι αφόρητα και άλλα που με εντυπωσιάζουν στον υπέρτατο βαθμό. Αγαπώ τον Χόφμαν, τον θεωρώ ασύλληπτη διάνοια και σκοπεύω να διαβάσω όλα τα βιβλία του. Επίσης πιστεύω ότι ο Χόφμαν έκανε την υπέρβαση, ξεπερνώντας το ίδιο το κίνημα που τον γέννησε και βρίσκεται ακόμα να πρωτοπορεί σε μια λογοτεχνία που έχει αλλάξει έκτοτε πολλές μορφές. Αντιθέτως, υπήρξαν άλλοι συγγραφείς που έμειναν πιασμένοι στις λογοτεχνικές τους αγκυλώσεις και ξέφτισαν καλλιτεχνικά πριν προλάβουν να απαγκιστρωθούν. Ο Μποναβεντούρα βρίσκεται κάπου στη μέση. Όσο κρατάει την σατιρική και κυνική του σπίθα αναμμένη είναι καταπληκτικός, μόλις προσπαθεί να διαφωτίσει λίγο τις βασικές αρχές του ρομαντισμού εν είδει προγραμματικής διακήρυξης περισσότερο, παρά λογοτεχνικής αφήγησης, τότε επέρχεται το γλάρωμα και μόνο κάποιες σποραδικές και ενοχλητικές τσιμπιές τρόμου και ειρωνείας έρχονται να διαταράξουν τον ύπνο σου. «(…) αρχικά έχουμε ένα σταθερό Εγώ, που στο ρόλο του νυχτοφύλακα, τρελού, κουκλοπαίχτη, και ποιητή σατιρίζει και καυτηριάζει τον περίγυρό του, ελέγχοντας απόλυτα το υλικό του, στο οποίο ενίοτε και παρεμβαίνει δημιουργώντας καταστάσεις και οργανώνοντας την αφήγηση. Από τη Δωδέκατη νυχτερινή περίπολο και εξής γίνεται εμφανής η κρίση ταυτότητας του νυχτοφύλακα, που χαρακτηρίζεται από ακραία μοναξιά, αγωνία και απόγνωση»
 
http://www.artnet.com/artists/lovis-corinth/die-nachtwachen-des-bonaventura-7IYd8oJqB4fI6eBUNSp9Ow2

Αυτή η κρίση ταυτότητας δεν σημαίνει ότι είναι μετέωρη και δεν πατάει σε γερές θεωρητικές βάσεις (που εξηγεί εξάλλου το επίμετρο) αλλά προσωπικά νομίζω ότι βαίνει εναντίον της ίδιας της καλλιτεχνικής αξίας του βιβλίου που αν ήξερε περισσότερο ποιο είναι το πραγματικό Εγώ του θα μας πρόσφερε μια σάτιρα άνευ προηγουμένου. «Όσο πιο δυνατά και σίγουρα κυριαρχεί ο άνθρωπος πάνω στον εαυτό του τόσο πιο ασήμαντο του φαίνεται το καθετί μυστηριακό και θαυμαστό, από τους μασόνους ως τα μυστήρια ενός άλλου κόσμου». Συμφωνώ επί της αρχής αλλά δεν είσαι Χόφμαν ρε Μποναβεντούρα – αν και πολλοί ισχυρίζονται ακόμα ότι μπορεί και να είσαι –, ήθελαν δουλίτσα κάποιες περιπολίες, νύσταζες μάλλον όταν τις έγραφες. Το βιβλίο στο σύνολό του κρίνεται θετικά και σίγουρα σηκώνει τουλάχιστον μία ακόμα ανάγνωση (την οποία εγώ προσωπικά δε θα του προσφέρω), συνδυαστικά ίσως με κάποια μελέτη για το εγχείρημα που προσπάθησε να φέρει εις πέρας. Η έκδοση της «Άγρας» ως συνήθως είναι αξιόλογη, και το ίδιο η μετάφραση και το 30σέλιδο επίμετρο της Αλεξάνδρας Ρασιδάκη. Το κουνούπι του εξωφύλλου πάλι είναι αξιόμαχο, το διακρίνετε, νομίζω. Τέλος πάντων, κάντε ό,τι σας φωτίσει η Παναγία. Δεν επιμένω, έχει και ζέστη. Όπως και να ’χει εγώ δεν είμαι κριτικός, τι θέλω και ανακατεύομαι! Θα βρω κάνα μπελά.
 
[…] «Σοφολογιότατοι! Στέκω μπροστά σας ως κατηγορούμενος για συκοφαντική δυσφήμιση και όλα τα corpora delicti μιλούν εις βάρος μου, μεταξύ των οποίων τείνω να συγκαταλέξω κι εσάς τους ιδίους, καθότι θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει corpora delicti όχι μόνο τα εργαλεία που μαρτυρούν ένα συγκεκριμένο έγκλημα, όπως π.χ. λοστούς, τη σκάλα του διαρρήκτη κλπ. αλλά και τα ίδια τα σώματα στα οποία κατοικεί το έγκλημα. Βέβαια, θα ήταν σκόπιμο να μην έχετε γνώση των εγκλημάτων μόνο ως καλοί θεωρητικοί, αλλά και ως φρόνιμοι πρακτικοί να είστε σε θέση να τα ασκήσετε, όπως άλλωστε διαμαρτύρονται εντόνως και οι ποιητές ότι οι κριτικοί τους δεν είναι σε θέση να συνθέσουν ούτε έναν στίχο και παρ’ όλα αυτά αξιώνουν να κρίνουν τους δικούς τους∙ – και τι θα αποκρινόσασταν εσείς, πάνσοφοι, αν, κατ’ αναλογία κάποιος κλέφτης, μοιχός ή άλλος επιτήδειος του σιναφιού που καλείσθε να δικάσετε, σας έθετε το ίδιο ζήτημα, αμφισβητώντας την καταλληλότητά σας να κρίνετε στο δικό του αντικείμενο, επειδή δεν το γνωρίζετε εξ ιδίας πείρας.» 
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!