Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θα φάτε τα μούτρα σας


 
Πού βαδίζει η λογοτεχνία; Όπου και όπως βάδιζε πάντα, ελεύθερη και ασυμβίβαστη, ασυνόδευτη και ασυνόρευτη, πριν έρθει ο (κακός μας) καιρός με την πρόφαση του υποστηρίγματος/«υποστήριξης» κάποιοι να της προσφέρουν τα δεκανίκια της πολιτικής ορθότητας που θα την καθιστούσαν έκτοτε αδιανόητα στάσιμη. «Αυτό που βλέπουμε το σκεφτόμαστε, κι έτσι τελικά δεν το βλέπουμε, λέει ο Όλερ, ενώ άλλοι βλέπουν αυτό που βλέπουν χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν το σκέφτονται αυτό που βλέπουν. Αυτό που αποκαλούμε αντίληψη είναι για μας κατά βάση στασιμότητα, ακινησία, τίποτα. Τίποτα. Οτιδήποτε έχει συμβεί το έχουμε σκεφτεί, δεν το έχουμε δει, λέει ο Όλερ». Είδα και απόειδα λοιπόν με το… φαινόμενο Φερνάντα Μελτσόρ και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Βαδίζοντας στην εποχή των τυφώνων.
 
Κάθε φορά που κατεβαίνω στα άδυτα της γραφής του Μπέρνχαρντ θυμάμαι τον Αχέροντα. Τις φορές που πάτησα στις πηγές του δεν ένιωθα τα πόδια μου από την γάμπα και κάτω. Κάθε βήμα ήταν επίπονο. Όσο ανέβαινα το ποτάμι όμως ένιωθα παραδόξως όμορφα. Είτε το νερό γινόταν πιο ζεστό είτε εγώ πλέον το είχα συνηθίσει. Ήταν αξεδιάλυτο μέσα μου και μου άρεσε πολύ αυτό το παιχνίδι της αμφισημίας. Όταν ανέβηκα ως ένα σημείο και επέστρεψα ξανά στις πηγές, κατάλαβα ότι η θερμοκρασία του νερού άλλαζε. Αλλά και η δύναμη της συνήθειας υπήρξε έκτοτε αρωγός μου σε μελλοντικές εξορμήσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τα βιβλία του Μπέρνχαρντ∙ οι πρώτες σελίδες του σε παγώνουν ολοκληρωτικά, σκέφτεσαι αμέσως να μην συνεχίσεις παρακάτω. Η ζεστασιά της σκέψης του έρχεται στην πορεία και η ολοένα και πιο σύντομη βύθιση εντός του λογοτεχνικού του κόσμου έρχεται με την συνήθεια να επιμένεις να διαβάζεις περισσότερα βιβλία του. 
 
https://litos.wordpress.com/tag/thomas-bernhard/

Και σε αυτό το βιβλίο του – από τα τρία το καλύτερο, που έβγαλε η «Κριτική» – συναντάμε όλα τα θέματα που τον κάνουν τόσο… αγαπητό. Ενταγμένο εδώ σε μια παράδοση (αν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο) βιβλίων βάδισης από τον Βάλζερ μέχρι και την Διβάνη(!), ο Μπέρνχαρντ κινείται στον χώρο που ξέρει τόσο καλά, στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του μυαλού που οδηγούν δια περιπάτου στην παράνοια, εκεί όπου οδηγήθηκε και ο απών πρωταγωνιστής του βιβλίου, Κάρερ, και όπου ακολουθούμε τα βήματά του και οι υπόλοιποι. Λίγες μόλις μέρες μετά την Bloomsday, ένας ιδιότυπος εξωτερικός/εσωτερικός μονόλογος που γοητεύει και προβληματίζει περισσότερο από άλλοτε, 50 χρόνια μετά την συγγραφή του. Θα ζητήσω όμως συγγνώμη από τον αγαπημένο μου Μπέρνχαρντ για την – αδιαμφισβήτητη, κατά αυτόν – αμβλύνοιά μου, και ενδεχομένως ακόμα αμφισβητούμενη για τους αναγνώστες που με διαβάζουν, αλλά θέλω να μιλήσω για την «Εποχή των τυφώνων» ένα αδιανόητα κακογραμμένο βιβλίο που πρόλαβε να με εκνευρίσει αφάνταστα, πριν έρθει ο Μπέρνχαρντ να με παρηγορήσει αναγνωστικά και με την δηκτική του διαύγεια να με προειδοποιήσει: «Πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε πολύ αργά ότι δεν θα έπρεπε να έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση απροσδόκητα εξευτελιστική»
 
Ας αρχίσουμε από τα απλά ελέω καύσωνα∙ υπάρχει λογοτεχνικό αριστούργημα που κάθε δυο σελίδες πίνουν χλιαρές μπύρες; Υπάρχει, και δεν είναι οι «Τυφώνες». Δεν είναι μύθος (ε, εννοώ είναι και μύθος, μυθιστόρημα, τέλος πάντων). Το οπισθόφυλλο του βιβλίου προειδοποιεί ότι εδώ δεν υπάρχει μελόδραμα αλλά από τις πρώτες σελίδες πέφτεις στο καζάνι με το μελόδραμα της Μάγισσας και δεν ξαναβγαίνεις ποτέ, σαν μύγα σε σούπα. Σούπα; Ναι, λογοτεχνίζουσα, ξινισμένη και άγευστη που ανακατεύονται εντός της ετερόκλητα υλικά, που σίγουρα θα σου χαλάσουν το στομάχι και όχι για τους λόγους που υποθέτεις∙ ως μεταφορά δηλαδή για τον βίαιο και σκληρό κόσμο που νομίζει ότι παρουσιάζει. Να ήξερε τουλάχιστον να τον παρουσιάζει. Εδώ δεν μπορεί να κάνει τους χαρακτήρες της να βρίζουν χωρίς να φαίνονται σαν δεκάχρονα που πρωτομαθαίνουν βρισιές – χίλιες φορές να ακούσουμε Trannos. Όλες αυτές τις κακοτεχνίες όμως θα μπορούσε να τις παρακάμψει κάποιος, παρόλο που είναι τα στοιχεία που κάνουν μια λογοτεχνία ελκυστική, ο τρόπος δηλαδή να τα παρουσιάζεις, αν η συγγραφέας δεν επέλεγε να χτίσει τον μύθο της σε κάτι σαθρότερο. Θέλει να γράψει φεμινιστική λογοτεχνία και φαίνεται (ότι δεν μπορεί). Για την ανεπάρκεια στη λογοτεχνία, τα είπαμε, ανοίξτε μια τυχαία σελίδα. Από εκεί και πέρα, μια δήθεν αρχετυπική Μάγισσα που συνουσιάζεται με τον Σατανά, μια πιο Μικρή Μάγισσα, ξόρκια, μαγγανείες, φιλοσοφίες κατατονικού Κοέλιο, ατελείωτες γυναίκες που αδικούνται από την ανδρική βία και κυριαρχία, φέρνουν στην επιφάνεια ένα κείμενο που μοιάζει με κακοδιασκευασμένο σενάριο που έγραψε η Μάρα Μειμαρίδη για μεξικάνικο σίριαλ με σκοπό να προβληθεί σε prime time zone στις αρχές του 2000 μπας και κλέψει νούμερα από το Big Brother. Και όλα αυτά χωρίς ειρμό, χωρίς περίσκεψη και κυρίως χωρίς αιδώ, γαμώ την τρέλα μου. Θεέ μου πώς αυτός ο αχταρμάς μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με τον Μπολάνιο, ή ακόμα και με τον ΜακΚάρθυ που δεν συμπαθώ και ιδιαίτερα; Αν θέλετε πραγματικά και ουσιωδώς να καταλάβετε το Μεξικό, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα ένα σπουδαίο φεμινιστικό λόγο, διαβάστε το «Αποκάτω» της Λεονόρα Κάρινγκτον και αφήστε τα πάνω πάνω. Πόσες φορές θα σας το πω πια; – προσοχή στις απομιμήσεις. Προτιμήστε μια έμπειρη Αρχάρια και αφήστε την σκόνη του μάρκετινγκ να την σηκώσει ο άνεμος.
 
[…] «γιατί η Γριά – που δεν θα ’ταν τότε πάνω από σαράντα χρονών, μα μ’ όλες εκείνες τις ρυτίδες, τα ψαρά μαλλιά και τα ατίθασα τσουλούφια, την έκανες τουλάχιστον για εξήντα –, η Γριά λοιπόν, είχε αρχίσει να τα χάνει και ξεχνούσε ακόμα και να χρεώνει ή έμενε ικανοποιημένη μ’ ό,τι της έδιναν οι γυναίκες: μια πλάκα μαύρη ζάχαρη, ένα τέταρτο ξερά ρεβίθια, ένα χωνί σάπια λεμόνια ή κάνα σκουληκιασμένο κοτόπουλο∙ μαλακίες δηλαδή, ώσπου η Μικρή Μάγισσα έβαλε τέλος σ’ όλα αυτά, μπήκε μια μέρα στην κουζίνα και με την τραχιά φωνή της, άμαθη όπως ήταν να μιλάει, είπε πως οι προσφορές των γυναικών δεν κάλυπταν την αξία των συνεδριών και πως δεν πήγαινε άλλο το πράγμα, από δω κι μπρος θα έμπαινε ταρίφα ανάλογα με τη δυσκολία του περιστατικού, τη μέθοδο που θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει η μάνα της και το είδος της μαγείας που θ’ απαιτούνταν για να επιτευχθεί το ζητούμενο, γιατί δεν είναι το ίδιο να θεραπεύεις αιμορροϊδες και το ίδιο να κάνεις τον άντρα που σ’ το παίζει δύσκολος να σέρνεται στην κυριολεξία στα πόδια σου, ή να τις βοηθήσει να επικοινωνήσουν με τη νεκρή μητέρα τους για να μάθουν αν τις είχε συγχωρέσει που όσο ζούσε την είχαν τελείως παραμελημένη, έτσι δεν είναι;» 
 
Το μόνο που με παρηγορεί από όλ’ αυτά είναι ότι όλοι μας μπορούμε κάποτε στο μέλλον να γράψουμε τόσο άσχημα και να βγάλουμε και κανένα φράγκο. Επιστρέφοντας στον Τόμας, να πω ότι κυκλοφορεί σε ωραία έκδοση από «Κριτική» και σε αξιόλογη μετάφραση της Μαρίας Γκεγκοπούλου που πολλαπλασιάζει την μαγεία της γραφής του, ενώ «Η εποχή των τυφώνων» από το «Δώμα» σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου που δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να σώσει τα προσχήματα σε ένα τόσο άσχημο πρωτότυπο κείμενο∙ ίσως μόνο με μάγια. Ό,τι μπορεί να ψελλίσει η Μελτσόρ μέσα από ανεμομαζώματα λόγου και διαβολοσκορπίσματα σκέψης, ο Τόμας Μπέρνχαρντ μπορεί να το συνοψίσει σε μια φράση και να αφήσει από κει και ύστερα τις χαλαρωτικά κομψές μουσικές του λεκτικές επαναλήψεις να ευφράνουν το μυαλό και την καρδιά κάθε αναγνώστη. Δεν θέλει βία. Προσέχετε τα αναγνωστικά σας βήματα.
 
«Αν συμψηφίσουμε την ομορφιά αυτής της χώρας με τη μικροπρέπεια αυτής της πολιτείας, λέει ο Όλερ, οδηγούμαστε στην αυτοκτονία».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!