Στο τελευταίο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που είδαμε στις αίθουσες, είχα παρακολουθήσει ένα ντοκιμαντέρ για την Ούρσουλα Λε Γκεν και το έργο της. Πριν από αυτό, προβλήθηκε σφήνα ένα 15λεπτό ντοκιμαντέρ που κατέληξα να το θυμάμαι περισσότερο από εκείνο της Λε Γκεν και ίσως να είναι αυτό που μπορώ να ανακαλέσω πρώτο και με ευκολία από εκείνο το Φεστιβάλ. Λεγόταν Gloria’s call και μεταξύ άλλων αλλά πρωτίστως μιλούσε για την καλλιτεχνική μορφή της Λεονόρα Κάρινγκτον. Γνώριζα και εκτιμούσα την ζωγραφική της αλλά ήξερα ελάχιστα για την ζωή της και την συγγραφική της δουλειά. Ιρλανδή στην καταγωγή, από νωρίς πάλεψε να ξεφύγει από τα δίχτυα της οικογένειας, της θρησκείας και της πατρίδας, και να αναζητήσει στην εξορία την καλλιτεχνική της απελευθέρωση. «Δεν είχα χρόνο να γίνω η μούσα κανενός… Ήμουν πολύ απασχολημένη με το να επαναστατήσω εναντίον της οικογένειάς μου, και να μάθω τον τρόπο να Υπάρχω ως καλλιτέχνης».
Τα σουρεαλιστικά κείμενα, το έχω διαπιστώσει και μόνος μου αρκετές φορές, μπορούν να γίνουν αλλόκοτα, ανούσια και πομπώδη, και άλλες ελάχιστες φορές καταφέρνουν να μεταμορφωθούν σε υψηλότατη λογοτεχνία. Το δεύτερο συμβαίνει στην περίπτωση της Κάρινγκτον. Ακόμα και αν μένουν σε κάποιο βαθμό ανερμήνευτα («Νομίζω ότι μ’ ερμήνευε αποσπασματικά, κάτι το οποίο είναι χειρότερο απ’ το να μην σ’ ερμηνεύουν καθόλου») δεν παύουν να παραμένουν γοητευτικά, καλλιτεχνικά άρτια και συναισθηματικο-εγκεφαλικά σαρωτικά. Το αφήγημα ετούτο γράφτηκε αρχικά στα αγγλικά από την Κάρινγκτον αλλά χάθηκε. Το αφηγήθηκε η ίδια η συγγραφέας στα γαλλικά, σε μεταγενέστερο χρόνο, σε μια φίλη της και αφού ρετουσαρίστηκε και εγκρίθηκε και από την ίδια την Κάρινγκτον πήρε τον καλλιτεχνικό του δρόμο. Οι συνθήκες που υπαγόρευσαν αυτές τις αφηγήσεις στην Κάρινγκτον είναι η ίδια η ζωή της («Η ζωή είναι πιο θαυμαστή από την τέχνη»). Η Λεονόρα Κάρινγκτον γνώρισε και ερωτεύτηκε τον Μαξ Ερνστ όταν εκείνη ήταν 20 και εκείνος 46 και παντρεμένος. Κόντρα στον τύραννο βιομήχανο πατέρα της, κατάφερε να ζήσει κάποια χρόνια ευτυχίας δίπλα στον Μαξ, πριν ξεσπάσει ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και ο Ερνστ συλληφθεί από την Γκεστάπο. Στην προσπάθειά του να ξεφύγει και να φυγαδευτεί εγκαταλείπει ουσιαστικά την Κάρινγκτον (με ένα ενδιαφέρον plot twist που θα ανακαλύψετε μόνοι σας αν τελικά το διαβάσετε) εν μέσω μίας αγχώδους συναισθηματικής κατάστασης που επιτείνεται από τις κοινωνικοπολιτικές καταστάσεις και την πίεση της οικογένειάς της.
Μέσα σε αυτή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα φυγαδεύεται στην Ισπανία του Φράνκο όπου μετά από κάποιες κρίσεις παραισθήσεων και τρομερού άγχους καταλήγει σε ένα άσυλο για ψυχικά ασθενείς. «Το Αποκάτω προσφέρεται για μια μελέτη των ορίων της δημιουργικής φαντασίας ενός καλλιτέχνη. Φυσικά είναι χρήσιμο και για να δει κανείς πόσο φριχτές ήταν οι τότε συνθήκες αντιμετώπισης ανθρώπων που ορίζονταν ως ψυχασθενείς». Σε αντίθεση με τον Αντονέν Αρτώ, όπως μας πληροφορεί το ένα από τα δύο επίμετρα, που δεν κατάφερε να χρησιμοποιήσει δημιουργικά τις ανάλογες σκληρές καταστάσεις που βίωσε προς όφελος της τέχνης του, με αποτέλεσμα να παραγκωνιστεί και από τους άλλοτε σουρεαλιστές φίλους του, η Λεονόρα Κάρινγκτον με αφετηρία αυτή την οριακή εμπειρία της ζωής της (ήταν μόλις 25 ετών), ξεδίπλωσε την καλλιτεχνική της ταυτότητα σε εύρος και βάθος και έκτοτε δεν σταμάτησε να δημιουργεί ελεύθερη μέχρι τα 94 της χρόνια.
Το «Αποκάτω» είναι ένα τεκμήριο μιας ταραγμένης εποχής, μιας καλλιτεχνικής αφύπνισης και μιας σπαρακτικής ευαισθησίας. Διάσπαρτο με αποκρυφιστικά σύμβολα, με μυθολογίες, ζωομορφισμό, και άλλα ανάλογα στοιχεία που τόσο αγαπούσε η Κάρινγκτον, αλλά και με έντονη κριτική διάθεση για τον σκληρό και απάνθρωπο κόσμο είναι ένα βιβλίο που σε καταβάλει την ίδια στιγμή που σε ανυψώνει. Αδιανόητα μεστό, αποτελεί ένα λογοτεχνικό κομψοτέχνημα που αχρηστεύει εκατοντάδες «ανάλογα» βιβλία που το ακολούθησαν.
[…] «Το κόκκινο και το μαύρο μηχανικό μου μολύβι (άνευ μολύβδου) αντιπροσώπευσε την Ευφυία. Είχα στην κατοχή μου δύο μπουκάλια Eau de Cologne: το πλακέ ήταν οι Εβραίοι και το άλλο, το κυλινδρικό, οι μη-Εβραίοι. Ένα κουτί πούδρας Tabu μ’ ένα καπάκι το οποίο ήταν μισό γκρίζο και μισό άσπρο, σήμαινε έκλειψη, περιπλοκή, ματαιοδοξία, ταμπού, έρωτα. Δύο βαζάκια κρέμας προσώπου: εκείνο με το μαύρο καπάκι ήταν η νύχτα, η αριστερή πλευρά, η σελήνη, η γυναίκα, η καταστροφή· το άλλο, με το πράσινο καπάκι, ήταν ο άνδρας, ο αδελφός, τα πράσινα μάτια, ο Ήλιος, η οικοδόμηση. Το βερνίκι των νυχιών μου, που είχε το σχήμα καραβιού, με παρακινούσε προς ένα ταξίδι στο Άγνωστο, κι επίσης αποτελούσε φυλαχτό που θα μου παρείχε προστασία σ’ αυτό το ταξίδι: «Το Ιστιοφόρο». Το καθρεφτάκι μου θα υπερίσχυε Όλων. Όσο για το κραγιόν μου, μάρκας Tangee, δεν έχω παρά μια αόριστη ανάμνηση της σημασίας του· πιθανώς αποτελούσε τη συνάντηση με το χρώμα και την ομιλία, τη ζωγραφική και τη λογοτεχνία: Την Τέχνη».
Μία καταπληκτική έκδοση από την «Ars Nocturna» – αυτή η απόχρωση του πράσινου είναι η αγαπημένη μου! – δυο διαφορετικού ύφους και αξιόλογα επίμετρα, του Δημήτρη Βανέλλη και του Κώστα Ξ. Γιαννόπουλου, μία ωραία εισαγωγή του μεταφραστή Νικόλα Γκόγκου που φανερώνει την αγάπη που είχε για την Κάρινγκτον και την προσπάθεια να φέρει αυτό το κείμενο στα ελληνικά, αγάπη που περνάει αυτούσια και στην μετάφρασή του. Αχ, μακάρι, τα περισσότερα βιβλία να μπορούσαν να περικλείσουν τόση ομορφιά σε μόλις 120 σελίδες. Ένα βιβλίο που πλέον έχει διανύσει τον θαρραλέο δρόμο του, τα λέει όλα με το όνομά τους και δεν χρειάζεται πια να αποστρέφει το βλέμμα. Γιατί… αντέχει.
«Ήξερα ότι, κλείνοντας τα μάτια μου, μπορούσα να αποφύγω την έλευση και του πιο αβάσταχτου πόνου: του βλέμματος των άλλων».
Υ.Γ. 2666 Ποια Φρίντα Κάλο ρε παιδιά!! Ο Κοέλιο της ζωγραφικής!
«Η Carrington θα περευρεθεί, μεταξύ άλλων, στον δεύτερο γάμο των Rivera – Khalo (η τελευταία θα περιγράψει τη Leonora και τις φίλες της ως “those European bitches”).
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.