Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον γράφει το βιβλίο της είναι 60 χρονών και η ηρωίδα της που ζει τις απόλυτα εκκεντρικές περιπέτειές της είναι 92∙ η ίδια η συγγραφέας πέθανε στα 94 της και μέσα από αλλόκοτες και ακατανόητα αποκρυφιστικές διαδρομές, κανείς πλέον δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό μου ότι είναι η ίδια η ηρωίδα της. «Όλα αυτά είναι μια παρέκκλιση και δεν θέλω να νομίζει κανείς ότι τρέχει αλλού το μυαλό μου∙ τρέχει, αλλά ποτέ πιο γρήγορα απ’ όσο θέλω εγώ». Η ταύτιση ενός δημιουργού με το έργο του, σε καλλιτέχνες τόσο απύθμενου καλλιτεχνικού βάθους, δεν είναι σχεδόν ποτέ αβάσιμη. Το βιβλίο της είναι ένα φεμινιστικό μανιφέστο και ένα από τα ομορφότερα που έχουν γραφτεί σχετικά, και τα όποια προγραμματικά στοιχεία φαίνεται να αναδύονται μπροστά σε έντρομες αρσενικές αναγνώσεις, εξαλείφονται αμέσως από την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα. Εξάλλου, η σπουδαία λογοτεχνία είναι ερμαφρόδιτη. «Το Ακουστικό Κέρας διαφεύγει κάθε κατηγοριοποίηση. Από την πρώτη του κιόλας πρόταση παρουσιάζει έναν κόσμο με εσωτερική συνοχή, τον οποίο διέπουν κανόνες που ο ίδιος αυτός ο κόσμος δημιουργεί. Με αυτόν τον τρόπο αντιπαρέρχεται τον σχολιασμό ζητημάτων που μας φαίνονται ενοχλητικά, αλλά που δεν παύουν ποτέ να μας κάνουν ν’ αναρωτιόμαστε».
Πρώτα απ’ όλα, η Κάρινγκτον υπήρξε μια σουρεαλίστρια δημιουργός και στο βιβλίο της φαίνεται πώς πρέπει να γράφεται ένα σοβαρό σουρεαλιστικό κείμενο – κάθε φορά που φτάνω σε αυτό το ζήτημα θα κοινοποιώ μια ανάρτηση για ένα βιβλίο του Πύντσον όπου εκεί μέσα αναλύεται πώς πρέπει να εκπυρσοκροτεί το πιστόλι του σουρεαλισμού ώστε να μην είναι μόνο άσφαιρη επίδειξη και κυρίως να μην υπάρξουν θύματα-αναγνώστες – και σταματάω εδώ γιατί φοβάμαι μην έρθει ο Δον Υπαστυνόμος και μου ζητήσει πιστοποιητικό λογοτεχνικών φρονημάτων. Το πρώτο μισό του βιβλίου της Κάρινγκτον είναι οι περιπέτειες της Θεοπούλας – ή αν ήταν άντρας ο κεντρικός χαρακτήρας, του Αριστείδη από τα Εγκλήματα. Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε εσείς, εγώ πάντως το λέω για καλό. Η ηρωίδα του βιβλίου, Μάριαν Λέδερμπι είναι σε τόσο προχωρημένη ηλικία που το μόνο που έχει πια είναι η εκκεντρικότητά της και εκείνο που μπορεί να ξανά διεκδικήσει πλέον είναι η ελευθερία που μάλλον απώλεσε κάπου στα παιδικά της χρόνια, εκεί που την χάνουμε όλοι μας. «Όσοι είναι κάτω των εβδομήντα και άνω των επτά είναι πολύ αναξιόπιστοι, εκτός αν είναι γάτες». Αυτό που θέλει να πει νομίζω η Κάρινγκτον (που λάτρευε τις γάτες) με την παραπάνω φράση, είναι ότι οι γάτες ως τα κατεξοχήν εκκεντρικά και ελεύθερα πλάσματα ετούτου του τόπου, μας δείχνουν τον τρόπο που θα μπορούσαμε αν θέλαμε να ζήσουμε και οι άνθρωποι. Μέχρι τα επτά η εκκεντρικότητα διεκδικείται και η ελευθερία (θα έπρεπε να) είναι δεδομένη, ενώ μετά τα εβδομήντα η εκκεντρικότητα είναι δεδομένη και η όποια ελευθερία διεκδικείται με τις λιγοστές δυνάμεις που απομένουν σαν να επρόκειτο για το Ιερό Δισκοπότηρο, σαν το ελιξίριο της ακροτελεύτιας ζωής. Το ενδιάμεσο είναι γεμάτο συμβάσεις, υποχωρήσεις και εξουσία που επικρεμάται πάνω από το κεφάλι σου. Και αν τυχαίνει να είσαι γυναίκα, που μοιραία απώλεσες και τα τελευταία ψήγματα ομορφιάς που σου έδιναν ανάσες αυτοδιάθεσης και αυθυπαρξίας, τότε καταντάς διπλά εκκεντρική, όπως διατείνεται η Κάρινγκτον και συνυπογράφει η Όλγα Τοκάρτσουκ στο επίμετρό της.
https://arthistoryproject.com/artists/leonora-carrington/ |
[…] «Είναι εντυπωσιακό πόσο φιλικοί γίνονται οι άνθρωποι αν έχεις χρήματα», είπε σκεπτική η Καρμέλα. «Ο αστρονόμος ήθελε να με παντρευτεί, όμως επειδή ήταν μόλις είκοσι δύο χρονών, σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν σκέτη απερισκεψία. Έτσι κι αλλιώς, δεν θέλω να ξαναπαντρευτώ».
Η βαρήκοη Μάριαν Λέδερμπι με συντροφιά ένα ακουστικό κέρας που ενισχύει την ακοή, που της χαρίζει η φίλη της Καρμέλα (χαρακτήρας που μάλλον βασίστηκε στη φίλη της Κάρινγκτον και επίσης σπουδαία ζωγράφο, Ρεμέντιος Βάρο) κλείνεται σε έναν παράξενο οίκο ευγηρίας μαζί με 7-8 άλλες Θεοπούλες που διοικείται από το φιλοχρήματο ζεύγος Γκάμπιτ που τις υποβάλλει σε κάτι new age παλαβομάρες ενός Εσώτερου Χριστιανισμού που στο όνομα της ευαγγελιζόμενης εσωτερικής απελευθέρωσης τις απονεκρώνει ακόμα περισσότερο. «Η Προσωπικότητα είναι ένας Βρικόλακας και ο Αληθινός Εαυτός δεν μπορεί ποτέ να αναδειχθεί όσο κυριαρχεί η Προσωπικότητα». Η προσωποποίηση της εξουσίας – μία από αυτές – κατά την Κάρινγκτον η οποία τις παρατηρεί όλες με μάτι γάτας και βγάζει νύχια με κάθε ευκαιρία. «Η λέξη «gambit» προέρχεται από την ιταλική λέξη gambetto, στην κυριολεξία το «ποδαράκι», η οποία εμφανίζεται και στη φράση dare il gambetto – βάζω τρικλοποδιά ή συνωμοτώ. Οι Γκάμπιτ συνιστούν τους υποκριτές, επηρμένους εκπροσώπους μιας εξίσου υποκριτικής κοινωνίας, και οι μέθοδοί τους συνοψίζονται στη φράση «για το καλό σας».
Στα μισά του βιβλίου μαθαίνουμε την ιστορία της Ηγουμένης που φαίνεται να μισοκλείνει το μάτι σε ένα πορτραίτο που κρέμεται στην κουζίνα του οίκου ευγηρίας, μια διαβολική ιστορία που θυμίζει έντονα εκείνη που αποτελεί τον θεματικό πυρήνα του έξοχου μυθιστορήματος του Χόφμαν, «Τα ελιξίρια του διαβόλου». Από εκεί και πέρα, φανερώνεται όλο το μπερδεμένο και δυσνόητο πλέγμα αποκρυφιστικών αναφορών που η Κάρινγκτον κατέχει και ξεδιπλώνει ιδανικά (το αποδεικνύει και με τη ζωγραφική της) χωρίς να διολισθαίνει σε γελοιότητες τύπου Νταν Μπράουν και άλλων συγγραφέων που χρησιμοποιούν αυτές τις αναφορές μόνο διακοσμητικά και επιφανειακά. Προς το τέλος, ένας παραμελημένος πύργος θα έρθει στο προσκήνιο, η Θεά θα κάνει την μεγαλόπρεπή της εμφάνιση και θα παίξει με τα νέα απόκοσμα πλάσματά της το νέο παιχνίδι του κόσμου όταν ο παλιός καθεστωτικός σειστεί συθέμελα και παγώσει ολοκληρωτικά – αχ, λίγη δροσούλα ρε παιδιά, σκάσαμε!
Το βιβλίο έρχεται σε ωραία έκδοση από τις εκδόσεις «Αίολος» με οριακά κανονική γραμματοσειρά – μεγαλώνουμε και γινόμαστε κάπως εκκεντρικοί – και σε ευτυχώς καθόλου εκκεντρική μετάφραση της Μαρίας Φακίνου που εγώ τουλάχιστον με το ένστικτό μου και εντελώς αποκρυφιστικά την έκρινα λειτουργική και αξιόλογη. Το εξώφυλλο κοσμεί μέρος ενός (όχι πολύ αγαπημένου μου) πίνακα της Κάρινγκτον που σε πολλούς αναγνώστες η αποσπασματικότητα του ίσως φανεί ενοχλητική. Εγώ πάλι, επειδή κάποτε είχα ίδιο μαλλί με εκείνο της κεντρικής φιγούρας, έδειξα υπομονή και της έκλεισα συνωμοτικά το μάτι όπως και η Ηγουμένη στο δικό της πίνακα. Μήπως έχετε αντιρρήσεις; Δεν σας ακούω.
«Πόσο ευχάριστο θα ήταν να έχεις στη ζωή σου μερικούς ανθρώπους ή έστω κι έναν που να έβρισκε απολύτως συναρπαστικό ό,τι του έλεγες».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.