Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μας κούφανε


 
Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον γράφει το βιβλίο της είναι 60 χρονών και η ηρωίδα της που ζει τις απόλυτα εκκεντρικές περιπέτειές της είναι 92∙ η ίδια η συγγραφέας πέθανε στα 94 της και μέσα από αλλόκοτες και ακατανόητα αποκρυφιστικές διαδρομές, κανείς πλέον δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό μου ότι είναι η ίδια η ηρωίδα της. «Όλα αυτά είναι μια παρέκκλιση και δεν θέλω να νομίζει κανείς ότι τρέχει αλλού το μυαλό μου∙ τρέχει, αλλά ποτέ πιο γρήγορα απ’ όσο θέλω εγώ». Η ταύτιση ενός δημιουργού με το έργο του, σε καλλιτέχνες τόσο απύθμενου καλλιτεχνικού βάθους, δεν είναι σχεδόν ποτέ αβάσιμη. Το βιβλίο της είναι ένα φεμινιστικό μανιφέστο και ένα από τα ομορφότερα που έχουν γραφτεί σχετικά, και τα όποια προγραμματικά στοιχεία φαίνεται να αναδύονται μπροστά σε έντρομες αρσενικές αναγνώσεις, εξαλείφονται αμέσως από την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα. Εξάλλου, η σπουδαία λογοτεχνία είναι ερμαφρόδιτη. «Το Ακουστικό Κέρας διαφεύγει κάθε κατηγοριοποίηση. Από την πρώτη του κιόλας πρόταση παρουσιάζει έναν κόσμο με εσωτερική συνοχή, τον οποίο διέπουν κανόνες που ο ίδιος αυτός ο κόσμος δημιουργεί. Με αυτόν τον τρόπο αντιπαρέρχεται τον σχολιασμό ζητημάτων που μας φαίνονται ενοχλητικά, αλλά που δεν παύουν ποτέ να μας κάνουν ν’ αναρωτιόμαστε».
 
Πρώτα απ’ όλα, η Κάρινγκτον υπήρξε μια σουρεαλίστρια δημιουργός και στο βιβλίο της φαίνεται πώς πρέπει να γράφεται ένα σοβαρό σουρεαλιστικό κείμενο – κάθε φορά που φτάνω σε αυτό το ζήτημα θα κοινοποιώ μια ανάρτηση για ένα βιβλίο του Πύντσον όπου εκεί μέσα αναλύεται πώς πρέπει να εκπυρσοκροτεί το πιστόλι του σουρεαλισμού ώστε να μην είναι μόνο άσφαιρη επίδειξη και κυρίως να μην υπάρξουν θύματα-αναγνώστες – και σταματάω εδώ γιατί φοβάμαι μην έρθει ο Δον Υπαστυνόμος και μου ζητήσει πιστοποιητικό λογοτεχνικών φρονημάτων. Το πρώτο μισό του βιβλίου της Κάρινγκτον είναι οι περιπέτειες της Θεοπούλας – ή αν ήταν άντρας ο κεντρικός χαρακτήρας, του Αριστείδη από τα Εγκλήματα. Δεν ξέρω τι γνώμη έχετε εσείς, εγώ πάντως το λέω για καλό. Η ηρωίδα του βιβλίου, Μάριαν Λέδερμπι είναι σε τόσο προχωρημένη ηλικία που το μόνο που έχει πια είναι η εκκεντρικότητά της και εκείνο που μπορεί να ξανά διεκδικήσει πλέον είναι η ελευθερία που μάλλον απώλεσε κάπου στα παιδικά της χρόνια, εκεί που την χάνουμε όλοι μας. «Όσοι είναι κάτω των εβδομήντα και άνω των επτά είναι πολύ αναξιόπιστοι, εκτός αν είναι γάτες». Αυτό που θέλει να πει νομίζω η Κάρινγκτον (που λάτρευε τις γάτες) με την παραπάνω φράση, είναι ότι οι γάτες ως τα κατεξοχήν εκκεντρικά και ελεύθερα πλάσματα ετούτου του τόπου, μας δείχνουν τον τρόπο που θα μπορούσαμε αν θέλαμε να ζήσουμε και οι άνθρωποι. Μέχρι τα επτά η εκκεντρικότητα διεκδικείται και η ελευθερία (θα έπρεπε να) είναι δεδομένη, ενώ μετά τα εβδομήντα η εκκεντρικότητα είναι δεδομένη και η όποια ελευθερία διεκδικείται με τις λιγοστές δυνάμεις που απομένουν σαν να επρόκειτο για το Ιερό Δισκοπότηρο, σαν το ελιξίριο της ακροτελεύτιας ζωής. Το ενδιάμεσο είναι γεμάτο συμβάσεις, υποχωρήσεις και εξουσία που επικρεμάται πάνω από το κεφάλι σου. Και αν τυχαίνει να είσαι γυναίκα, που μοιραία απώλεσες και τα τελευταία ψήγματα ομορφιάς που σου έδιναν ανάσες αυτοδιάθεσης και αυθυπαρξίας, τότε καταντάς διπλά εκκεντρική, όπως διατείνεται η Κάρινγκτον και συνυπογράφει η Όλγα Τοκάρτσουκ στο επίμετρό της. 
 
https://arthistoryproject.com/artists/leonora-carrington/

[…] «Είναι εντυπωσιακό πόσο φιλικοί γίνονται οι άνθρωποι αν έχεις χρήματα», είπε σκεπτική η Καρμέλα. «Ο αστρονόμος ήθελε να με παντρευτεί, όμως επειδή ήταν μόλις είκοσι δύο χρονών, σκέφτηκα ότι κάτι τέτοιο θα ήταν σκέτη απερισκεψία. Έτσι κι αλλιώς, δεν θέλω να ξαναπαντρευτώ».
 
Η βαρήκοη Μάριαν Λέδερμπι με συντροφιά ένα ακουστικό κέρας που ενισχύει την ακοή, που της χαρίζει η φίλη της Καρμέλα (χαρακτήρας που μάλλον βασίστηκε στη φίλη της Κάρινγκτον και επίσης σπουδαία ζωγράφο, Ρεμέντιος Βάρο) κλείνεται σε έναν παράξενο οίκο ευγηρίας μαζί με 7-8 άλλες Θεοπούλες που διοικείται από το φιλοχρήματο ζεύγος Γκάμπιτ που τις υποβάλλει σε κάτι new age παλαβομάρες ενός Εσώτερου Χριστιανισμού που στο όνομα της ευαγγελιζόμενης εσωτερικής απελευθέρωσης τις απονεκρώνει ακόμα περισσότερο. «Η Προσωπικότητα είναι ένας Βρικόλακας και ο Αληθινός Εαυτός δεν μπορεί ποτέ να αναδειχθεί όσο κυριαρχεί η Προσωπικότητα». Η προσωποποίηση της εξουσίας – μία από αυτές – κατά την Κάρινγκτον η οποία τις παρατηρεί όλες με μάτι γάτας και βγάζει νύχια με κάθε ευκαιρία. «Η λέξη «gambit» προέρχεται από την ιταλική λέξη gambetto, στην κυριολεξία το «ποδαράκι», η οποία εμφανίζεται και στη φράση dare il gambetto – βάζω τρικλοποδιά ή συνωμοτώ. Οι Γκάμπιτ συνιστούν τους υποκριτές, επηρμένους εκπροσώπους μιας εξίσου υποκριτικής κοινωνίας, και οι μέθοδοί τους συνοψίζονται στη φράση «για το καλό σας».
 
Στα μισά του βιβλίου μαθαίνουμε την ιστορία της Ηγουμένης που φαίνεται να μισοκλείνει το μάτι σε ένα πορτραίτο που κρέμεται στην κουζίνα του οίκου ευγηρίας, μια διαβολική ιστορία που θυμίζει έντονα εκείνη που αποτελεί τον θεματικό πυρήνα του έξοχου μυθιστορήματος του Χόφμαν, «Τα ελιξίρια του διαβόλου». Από εκεί και πέρα, φανερώνεται όλο το μπερδεμένο και δυσνόητο πλέγμα αποκρυφιστικών αναφορών που η Κάρινγκτον κατέχει και ξεδιπλώνει ιδανικά (το αποδεικνύει και με τη ζωγραφική της) χωρίς να διολισθαίνει σε γελοιότητες τύπου Νταν Μπράουν και άλλων συγγραφέων που χρησιμοποιούν αυτές τις αναφορές μόνο διακοσμητικά και επιφανειακά. Προς το τέλος, ένας παραμελημένος πύργος θα έρθει στο προσκήνιο, η Θεά θα κάνει την μεγαλόπρεπή της εμφάνιση και θα παίξει με τα νέα απόκοσμα πλάσματά της το νέο παιχνίδι του κόσμου όταν ο παλιός καθεστωτικός σειστεί συθέμελα και παγώσει ολοκληρωτικά – αχ, λίγη δροσούλα ρε παιδιά, σκάσαμε! 
 
 
Το βιβλίο έρχεται σε ωραία έκδοση από τις εκδόσεις «Αίολος» με οριακά κανονική γραμματοσειρά – μεγαλώνουμε και γινόμαστε κάπως εκκεντρικοί – και σε ευτυχώς καθόλου εκκεντρική μετάφραση της Μαρίας Φακίνου που εγώ τουλάχιστον με το ένστικτό μου και εντελώς αποκρυφιστικά την έκρινα λειτουργική και αξιόλογη. Το εξώφυλλο κοσμεί μέρος ενός (όχι πολύ αγαπημένου μου) πίνακα της Κάρινγκτον που σε πολλούς αναγνώστες η αποσπασματικότητα του ίσως φανεί ενοχλητική. Εγώ πάλι, επειδή κάποτε είχα ίδιο μαλλί με εκείνο της κεντρικής φιγούρας, έδειξα υπομονή και της έκλεισα συνωμοτικά το μάτι όπως και η Ηγουμένη στο δικό της πίνακα. Μήπως έχετε αντιρρήσεις; Δεν σας ακούω.
 
«Πόσο ευχάριστο θα ήταν να έχεις στη ζωή σου μερικούς ανθρώπους ή έστω κι έναν που να έβρισκε απολύτως συναρπαστικό ό,τι του έλεγες».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!