Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (1 μ.μ.)

 
Αν στο προηγούμενο κεφάλαιο μετά βίας μπαίναμε στο κεφάλι του Μπλουμ, σε ετούτο εδώ μετά βίας βγαίνουμε. Είναι η ώρα του φαγητού. Αυτή είναι η χειρότερη ώρα της ημέρας. Ζωτικότητα. Μουντή, σκυθρωπή: τη μισώ αυτή την ώρα. Αισθάνομαι σαν να με κατάπιαν και με έφτυσαν. Στις «Λαιστρυγόνες» ο μαγνητισμός μεταξύ ύφους και λεξιλογίου για τον οποίον μιλούσαμε τις προάλλες, παίρνει ασύλληπτες διαστάσεις. Ο Τζόυς μας μαγειρεύει, μας σερβίρει, μας μπουκώνει, μας χορταίνει και μας προκαλεί εμετό, με πεντανόστιμες και λιγωτικές μεταφορές του λόγου! Όλα έχουν να κάνουν με το φαγητό. Το κεφάλαιο έιναι γραμμένο με εξαιρετικά θερμιδοφόρες λέξεις.
 
Δε σας κρύβω ότι στις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου κάπως βαρέθηκα, το θεώρησα λίγο υποτονικό, μέτριο, ειδικά έπειτα από την τεχνική πρωτοτυπία και αρτιότητα του «Αίολου». Το διάβαζα άκεφος. Στην πορεία το πράγμα έφτιαξε, σαν κυρίως πιάτο που έσβησε την άνοστη γεύση ενός αδιάφορου ορεκτικού. Όταν μάλιστα διάβασα ότι το κρασί Βουργουνδίας που απολαμβάνει ο Μπλουμ έδιωξε την πρότερη ακεφιά του (Η απαλή φωτιά του κρασιού άναβε τις φλέβες του. Το ήθελα πολύ. Αισθανόμουν τόσο άκεφος), επηρέασμενος και από την δύναμη με την οποία φορτίζει ο Τζόυς τις λέξεις του, πίστεψα ότι οι πρώτες 15 σελίδες ήταν όντως γραμμένες άκεφα για να μπορούν να αντικατοπτρίζουν και την ακεφιά του ήρωά τους! Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αν ίσχυε όμως, δε θα ήταν ωραίο;
 
Διαβάζοντας τον Οδυσσέα είναι εκπληκτικό πόσο εύκολα αιχμαλωτίζεσαι από δύο αντιτιθέμενες σκέψεις: στο βιβλίο αυτό δεν συμβαίνει τίποτα/στο βιβλίο αυτό συμβαίνουν τα πάντα! Ο Μπλουμ θέλει να φάει κάτι στα όρθια πριν πάει στην βιβλιοθήκη να ψάξει σχετικά με την διαφήμιση του Κλειδιά. Αυτό είναι το «τίποτα» του κεφαλαίου. Όσοι θέλετε να μάθετε πώς χωράει το «πάντα» μέσα στο «τίποτα» πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο του Τζόυς. Το «πάντα» του Τζόυς είναι υπεράνω κάθε περιγραφής. Ας το προσπαθήσουμε όμως. Όταν ο Μπλουμ εισέρχεται στο εστιατόριο του Μπάρτον, αφήνεται σε νοερές περιγραφές αηδίας για όσα αντικρίζει εκεί – οι εικόνες που βλέπει, εικόνες συνηθισμένων ανθρώπων να γευματίζουν συνηθισμένα, του προκαλούν αναγούλα (κάτι που αισθάνεσαι μέσω της γραφής) και φθάνουν από τα ψημένα και άνοστα φαγητά πίσω στην διαδικασία παρασκευής ή σφαγής των κάποτε ζωντάνων υλικών τους. 
 
 
 
[...] Οδυνηρό για τα ζώα επίσης. Ξεπουπούλιασμα και αφαίρεση εντοσθίων από τα πουλερικά. Φουκαριάρικα ζωντανά εκεί στην κρεαταγορά να περιμένουν τον πέλεκυ να σχίσει στα δύο το κρανίο τους. Μούου. Κακόμοιρα μοσχάρια που τρέμουν. Μέε. Τρεκλίζοντα μοσχαράκια. Μοσχαρήσιο κρέας και λάχανο τηγανητό. Κουβάδες χασάπηδων με τρεμουλιαστά πνευμόνια. Πιάσε αυτό το στήθος από το τσιγκέλι. Φλαπ. Ωμό κεφάλι και ματωμένα κόκκαλα. Γδαρμένα με γυάλινα μάτια αρνιά κρεμασμένα από τα λαγόνια τους, προβατομουσούδες τυλιγμένες με αίματα στο χαρτί κλαψουρίζοντας πηχτό αίμα από τη μύτη πάνω στο πριονίδι. Τ' απομεινάρια για πέταμα. Μην πιάνεις αυτά τα κομμάτια, νεαρέ.
 
Θυμάστε πώς μας συστήθηκε ο Μπλουμ στο τέταρτο κεφάλαιο; Πάνω από το τηγάνι να αδημονεί για το χοιρινό νεφρό (θα προτιμούσε αρνίσιο αλλά δεν μπόρεσε να βρει στην αγορά) που τσιτσίριζε – σχεδόν νιώθαμε το ρίγος της ηδονής που καταλαμβάνει έναν καλοφαγά όταν οσφραίνεται το έδεσμα του πόθου του! Προς τι λοιπόν η παραπάνω μετραστροφή; Ο Τζόυς ίσως θέλει να μας παρουσιάσει με αυτόν τον τρόπο, ένα ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι, όταν θέλουν αφ' ενός να γευτούν νόστιμες μαγειρεμένες σάρκες χωρίς αφ' ετέρου να γαρνίρονται με τις ματωμένες τύψεις να ουρλιάζουν στο πιάτο τους, από τον άδικο πόνο που προκάλεσαν σε ζωντανά πλάσματα.
 
Αυτές οι σκέψεις του Μπλουμ έρχονται σε ελαφρά σύγκλιση με κάποιες άλλες σκέψεις που έκανε πριν μπει στο εστιατόριο, όταν είδε στον δρόμο τον ποιητή Τζωρτζ Γουίλλιαμ Ράσσελ (τον οποίο καθόλου δεν εκτιμούσε ο Τζόυς) να βγαίνει από ένα χορτοφαγικό εστιατόριο και οδηγήθηκε μέσα απο την απροθυμία αυτών των ανθρώπων να γευτούν κρέας, να κάνει μια σύνδεση μεταξύ φαγητού και τέχνης. 
 
Τέτοιοι είναι όλοι αυτοί οι αιθέριοι άνθρωποι της λογοτεχνίας. Ονειροπαρμένοι, νεφελώδεις, συμβολιστές. Είναι εστέτ. Δεν θα με εξέπληττε αν μάθαινα πως είναι αυτό το είδος της τροφής που παράγει τα παρόμοια κύματα του εγκεφάλου τα ποιητικά. Για παράδειγμα από κάποιον από αυτούς τους αστυφύλακες που ιδρώνουν ιρλανδικό στιφάδο στα πουκάμισά τους δεν θα μπορούσες να στείψεις ούτε μια γραμμή ποίησης. Ούτε και που ξέρουν τι είναι ποίηση.
 
Τελικά ο Μπλουμ φεύγει αηδιασμένος από το εστιατόριο του Μπάρτον και καταλήγει να απολαμβάνει ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας και ένα απλό σάντουιτς με μουστάρδα και τυρί, στο μαγαζί του Ντέιβιντ Μπάυρν, εμπόρου οινοπνευματωδών και κρασιών. Ο Μπλουμ για ακόμα μια φορά αναμιγνύει τα υλικά της ιρλανδικής ιστορίας σε μια συνταγή για χύτρα που είναι έτοιμη να εκραγεί! Όταν ο Μπλουμ βλέπει από μακριά στον δρόμο τον αδελφό του σπουδαίου Παρνέλ, σκέφτεται, Αδελφός μεγάλου άνδρα: αδελφός του αδελφού του. Ο μεταφραστής μάς επεξηγεί το νόημα της φράσης. Θεωρείται ότι, αν ο ένας αδελφός είναι πολύ έξυπνος, ο άλλος σε αντιστάθμιση δεν θα είναι. Αμέσως το μυαλό μας πηγαίνει στον αδελφό του Τζόυς, Στανίσλαο, για τον οποίο ο ίδιος ο Τζέημς Τζόυς κρατούσε αμφίθυμη και ελαφρώς υποτιμητική στάση. Μπορεί η λογοτεχνική ιστορία (και όλες οι άλλες, αυτοί οι καταραμένοι εφιάλτες!) να απέδειξε ότι ο Στανίσλαος ήταν απλώς... αδελφός του αδελφού του, όμως ο Ρίτσαρντ Έλμαν, μέσα από αναρίθμητα περιστατικά και γεγονότα, μας πληροφορεί ότι ο Στανίσλαος για αρκετό καιρό και με εξαιρετική διεισδυτικότητα, έκρινε σωστά την σκέψη του... μεγάλου άνδρα και τον βοήθησε ουσιωδώς όταν η εξαιρετική ευφυία του δεύτερου τον έκανε να φέρεται χαζά.
 
Και φυσικά ο Τζόυς, δε θα μπορούσε να ολοκληρώσει κεφάλαιο δίχως να αφήσει μια μικρή αλλά αρκούντως χολερική παρατήρηση για το αγαπημένο του θέμα. Στην αναφορά που γίνεται στον παγανιστή ιρλανδό βασιλιά Κόρμακ ο οποίος πνίγηκε τρώγοντας κάτι, μια ευλογοφανής απάντηση για τον θάνατό του είναι και η ακόλουθη: Ο Άγιος Πατρίκιος τον προσηλύτισε στον χριστιανισμό. Όμως δεν μπόρεσε να το καταπιεί αυτό ολόκληρο. Όλο αυτό το όργιο των λογοτεχνικών γεύσεων βρίσκει την ολοκλήρωση στο σημείο που οι θύλακες της στοματικής κοιλότητας μπλέκονται αρμονικά με τις ερεθισμένες εγκεφαλικές συνάψεις. Ποτέ δεν ξέρεις ποιανού τις σκέψεις μασάς. Αυτή η φράση είναι η συμπύκνωση όλου του Οδυσσέα. Να την θυμάστε σαν μότο σε κάθε σελίδα που διαβάζετε και ειδικότερα στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο, εκεί που ο Σαίξπηρ θα διεκδικήσει μερικές μασημένες σκέψεις.
 
Επιτρέψτε μου για το τέλος να σας σερβίρω και ένα γλυκόπικρο επιδόρπιο αλλά θα σας ζητήσω ο καθένας να το χωνέψει με τις δικές του δυνάμεις. Μπορείτε ακόμα και να μην το φάτε, αν νιώθετε ήδη σκασμένοι.
 
Δαγκώνει περισσότερο απ' όσο μπορεί να μασήσει. Είμαι και εγώ σαν αυτόν; Ας βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!