Αν στο προηγούμενο κεφάλαιο μετά βίας μπαίναμε στο κεφάλι του Μπλουμ, σε ετούτο εδώ μετά βίας βγαίνουμε. Είναι η ώρα του φαγητού. Αυτή είναι η χειρότερη ώρα της ημέρας. Ζωτικότητα. Μουντή, σκυθρωπή: τη μισώ αυτή την ώρα. Αισθάνομαι σαν να με κατάπιαν και με έφτυσαν. Στις «Λαιστρυγόνες» ο μαγνητισμός μεταξύ ύφους και λεξιλογίου για τον οποίον μιλούσαμε τις προάλλες, παίρνει ασύλληπτες διαστάσεις. Ο Τζόυς μας μαγειρεύει, μας σερβίρει, μας μπουκώνει, μας χορταίνει και μας προκαλεί εμετό, με πεντανόστιμες και λιγωτικές μεταφορές του λόγου! Όλα έχουν να κάνουν με το φαγητό. Το κεφάλαιο έιναι γραμμένο με εξαιρετικά θερμιδοφόρες λέξεις.
Δε σας κρύβω ότι στις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου κάπως βαρέθηκα, το θεώρησα λίγο υποτονικό, μέτριο, ειδικά έπειτα από την τεχνική πρωτοτυπία και αρτιότητα του «Αίολου». Το διάβαζα άκεφος. Στην πορεία το πράγμα έφτιαξε, σαν κυρίως πιάτο που έσβησε την άνοστη γεύση ενός αδιάφορου ορεκτικού. Όταν μάλιστα διάβασα ότι το κρασί Βουργουνδίας που απολαμβάνει ο Μπλουμ έδιωξε την πρότερη ακεφιά του (Η απαλή φωτιά του κρασιού άναβε τις φλέβες του. Το ήθελα πολύ. Αισθανόμουν τόσο άκεφος), επηρέασμενος και από την δύναμη με την οποία φορτίζει ο Τζόυς τις λέξεις του, πίστεψα ότι οι πρώτες 15 σελίδες ήταν όντως γραμμένες άκεφα για να μπορούν να αντικατοπτρίζουν και την ακεφιά του ήρωά τους! Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αν ίσχυε όμως, δε θα ήταν ωραίο;
Διαβάζοντας τον Οδυσσέα είναι εκπληκτικό πόσο εύκολα αιχμαλωτίζεσαι από δύο αντιτιθέμενες σκέψεις: στο βιβλίο αυτό δεν συμβαίνει τίποτα/στο βιβλίο αυτό συμβαίνουν τα πάντα! Ο Μπλουμ θέλει να φάει κάτι στα όρθια πριν πάει στην βιβλιοθήκη να ψάξει σχετικά με την διαφήμιση του Κλειδιά. Αυτό είναι το «τίποτα» του κεφαλαίου. Όσοι θέλετε να μάθετε πώς χωράει το «πάντα» μέσα στο «τίποτα» πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο του Τζόυς. Το «πάντα» του Τζόυς είναι υπεράνω κάθε περιγραφής. Ας το προσπαθήσουμε όμως. Όταν ο Μπλουμ εισέρχεται στο εστιατόριο του Μπάρτον, αφήνεται σε νοερές περιγραφές αηδίας για όσα αντικρίζει εκεί – οι εικόνες που βλέπει, εικόνες συνηθισμένων ανθρώπων να γευματίζουν συνηθισμένα, του προκαλούν αναγούλα (κάτι που αισθάνεσαι μέσω της γραφής) και φθάνουν από τα ψημένα και άνοστα φαγητά πίσω στην διαδικασία παρασκευής ή σφαγής των κάποτε ζωντάνων υλικών τους.
[...] Οδυνηρό για τα ζώα επίσης. Ξεπουπούλιασμα και αφαίρεση εντοσθίων από τα πουλερικά. Φουκαριάρικα ζωντανά εκεί στην κρεαταγορά να περιμένουν τον πέλεκυ να σχίσει στα δύο το κρανίο τους. Μούου. Κακόμοιρα μοσχάρια που τρέμουν. Μέε. Τρεκλίζοντα μοσχαράκια. Μοσχαρήσιο κρέας και λάχανο τηγανητό. Κουβάδες χασάπηδων με τρεμουλιαστά πνευμόνια. Πιάσε αυτό το στήθος από το τσιγκέλι. Φλαπ. Ωμό κεφάλι και ματωμένα κόκκαλα. Γδαρμένα με γυάλινα μάτια αρνιά κρεμασμένα από τα λαγόνια τους, προβατομουσούδες τυλιγμένες με αίματα στο χαρτί κλαψουρίζοντας πηχτό αίμα από τη μύτη πάνω στο πριονίδι. Τ' απομεινάρια για πέταμα. Μην πιάνεις αυτά τα κομμάτια, νεαρέ.
Θυμάστε πώς μας συστήθηκε ο Μπλουμ στο τέταρτο κεφάλαιο; Πάνω από το τηγάνι να αδημονεί για το χοιρινό νεφρό (θα προτιμούσε αρνίσιο αλλά δεν μπόρεσε να βρει στην αγορά) που τσιτσίριζε – σχεδόν νιώθαμε το ρίγος της ηδονής που καταλαμβάνει έναν καλοφαγά όταν οσφραίνεται το έδεσμα του πόθου του! Προς τι λοιπόν η παραπάνω μετραστροφή; Ο Τζόυς ίσως θέλει να μας παρουσιάσει με αυτόν τον τρόπο, ένα ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι, όταν θέλουν αφ' ενός να γευτούν νόστιμες μαγειρεμένες σάρκες χωρίς αφ' ετέρου να γαρνίρονται με τις ματωμένες τύψεις να ουρλιάζουν στο πιάτο τους, από τον άδικο πόνο που προκάλεσαν σε ζωντανά πλάσματα.
Αυτές οι σκέψεις του Μπλουμ έρχονται σε ελαφρά σύγκλιση με κάποιες άλλες σκέψεις που έκανε πριν μπει στο εστιατόριο, όταν είδε στον δρόμο τον ποιητή Τζωρτζ Γουίλλιαμ Ράσσελ (τον οποίο καθόλου δεν εκτιμούσε ο Τζόυς) να βγαίνει από ένα χορτοφαγικό εστιατόριο και οδηγήθηκε μέσα απο την απροθυμία αυτών των ανθρώπων να γευτούν κρέας, να κάνει μια σύνδεση μεταξύ φαγητού και τέχνης.
Τέτοιοι είναι όλοι αυτοί οι αιθέριοι άνθρωποι της λογοτεχνίας. Ονειροπαρμένοι, νεφελώδεις, συμβολιστές. Είναι εστέτ. Δεν θα με εξέπληττε αν μάθαινα πως είναι αυτό το είδος της τροφής που παράγει τα παρόμοια κύματα του εγκεφάλου τα ποιητικά. Για παράδειγμα από κάποιον από αυτούς τους αστυφύλακες που ιδρώνουν ιρλανδικό στιφάδο στα πουκάμισά τους δεν θα μπορούσες να στείψεις ούτε μια γραμμή ποίησης. Ούτε και που ξέρουν τι είναι ποίηση.
Τελικά ο Μπλουμ φεύγει αηδιασμένος από το εστιατόριο του Μπάρτον και καταλήγει να απολαμβάνει ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας και ένα απλό σάντουιτς με μουστάρδα και τυρί, στο μαγαζί του Ντέιβιντ Μπάυρν, εμπόρου οινοπνευματωδών και κρασιών. Ο Μπλουμ για ακόμα μια φορά αναμιγνύει τα υλικά της ιρλανδικής ιστορίας σε μια συνταγή για χύτρα που είναι έτοιμη να εκραγεί! Όταν ο Μπλουμ βλέπει από μακριά στον δρόμο τον αδελφό του σπουδαίου Παρνέλ, σκέφτεται, Αδελφός μεγάλου άνδρα: αδελφός του αδελφού του. Ο μεταφραστής μάς επεξηγεί το νόημα της φράσης. Θεωρείται ότι, αν ο ένας αδελφός είναι πολύ έξυπνος, ο άλλος σε αντιστάθμιση δεν θα είναι. Αμέσως το μυαλό μας πηγαίνει στον αδελφό του Τζόυς, Στανίσλαο, για τον οποίο ο ίδιος ο Τζέημς Τζόυς κρατούσε αμφίθυμη και ελαφρώς υποτιμητική στάση. Μπορεί η λογοτεχνική ιστορία (και όλες οι άλλες, αυτοί οι καταραμένοι εφιάλτες!) να απέδειξε ότι ο Στανίσλαος ήταν απλώς... αδελφός του αδελφού του, όμως ο Ρίτσαρντ Έλμαν, μέσα από αναρίθμητα περιστατικά και γεγονότα, μας πληροφορεί ότι ο Στανίσλαος για αρκετό καιρό και με εξαιρετική διεισδυτικότητα, έκρινε σωστά την σκέψη του... μεγάλου άνδρα και τον βοήθησε ουσιωδώς όταν η εξαιρετική ευφυία του δεύτερου τον έκανε να φέρεται χαζά.
Και φυσικά ο Τζόυς, δε θα μπορούσε να ολοκληρώσει κεφάλαιο δίχως να αφήσει μια μικρή αλλά αρκούντως χολερική παρατήρηση για το αγαπημένο του θέμα. Στην αναφορά που γίνεται στον παγανιστή ιρλανδό βασιλιά Κόρμακ ο οποίος πνίγηκε τρώγοντας κάτι, μια ευλογοφανής απάντηση για τον θάνατό του είναι και η ακόλουθη: Ο Άγιος Πατρίκιος τον προσηλύτισε στον χριστιανισμό. Όμως δεν μπόρεσε να το καταπιεί αυτό ολόκληρο. Όλο αυτό το όργιο των λογοτεχνικών γεύσεων βρίσκει την ολοκλήρωση στο σημείο που οι θύλακες της στοματικής κοιλότητας μπλέκονται αρμονικά με τις ερεθισμένες εγκεφαλικές συνάψεις. Ποτέ δεν ξέρεις ποιανού τις σκέψεις μασάς. Αυτή η φράση είναι η συμπύκνωση όλου του Οδυσσέα. Να την θυμάστε σαν μότο σε κάθε σελίδα που διαβάζετε και ειδικότερα στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο, εκεί που ο Σαίξπηρ θα διεκδικήσει μερικές μασημένες σκέψεις.
Επιτρέψτε μου για το τέλος να σας σερβίρω και ένα γλυκόπικρο επιδόρπιο αλλά θα σας ζητήσω ο καθένας να το χωνέψει με τις δικές του δυνάμεις. Μπορείτε ακόμα και να μην το φάτε, αν νιώθετε ήδη σκασμένοι.
Δαγκώνει περισσότερο απ' όσο μπορεί να μασήσει. Είμαι και εγώ σαν αυτόν; Ας βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.