Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (4 μ.μ.)

 
Σειρήνες χωρίς τραγούδι και μουσική; Μαέστρο, πιάσε μια φούγκα!
 
[...] Τις τελευταίες μέρες τελείωσα το κεφάλαιο των Σειρήνων. Μεγάλη δουλειά. Για να γράψω αυτό το κεφάλαιο χρησιμοποίησα τις τεχνικές της μουσικής. Είναι μια φούγκα με όλη τη μουσική σημειογραφία: πιάνο, φόρτε, λέντο και ούτω καθεξής. Υπάρχει ακόμη κι ένα κουιντέτο, όπως στους Αρχιτραγουδιστές, την αγαπημένη μου όπερα του Βάγκνερ... Από τότε που άρχισα να ερευνώ τις πηγές και τα τεχνάσματα της μουσικής και να τα αξιοποιώ σ' αυτό το κεφάλαιο, έπαψα να ενδιαφέρομαι για τη μουσική. Εγώ, που αγαπούσα τόσο πολύ τη μουσική, δεν μπορώ πια να την ακούσω. Διακρίνω όλα τα κόλπα και δεν μπορώ να την απολαύσω πια.
 
Ο Τζόυς σε αυτό το απόσπασμα αφήνει και ένα μικρό παράπονο για όλους εκείνους τους συγγραφείς που τεχνίτες πρωτίστως και αναγνώστες-μηχανικοί πλέον (αν όχι, μηχανικοί αναγνώστες) στερούνται μοιραία ένα μερίδιο της αισθητικής πρόσληψης ενός γραπτού έργου. Ας επιστρέψουμε στην μουσική, όμως. Οι κανόνες της φούγκας περιγράφονται αρκετά αναλυτικά για έναν αμύητο σαν εμένα σε αυτό το άρθρο. Ο Τζόυς ενσωμάτωσε μερικές από τις τεχνικές της στην γραφή και κάποιες άλλες στην πλοκή του κεφαλαίου. Το σίγουρο είναι ότι το κεφάλαιο αυτό είναι γεμάτο μουσική.
 

 
Κάτι που αξίζει στην ανάγνωση του Οδυσσέα είναι η στιγμιαία έκφραση έκπληξης και ηλιθιότητας που παίρνει το πρόσωπο του αναγνώστη καθώς προσπαθεί να καταλάβει τι ακριβώς διαβάζει. Θα μπορούσα να μην σας αποκαλύψω τίποτα αλλά αν δεν θέλατε αποκαλύψεις, δε θα με διαβάζατε, οπότε το ίδιο κάνει! Έτσι και αλλιώς, με ή χωρίς την συμβολή μου, οι εκπλήξεις θα είναι πολλές. Το κεφάλαιο «Σειρήνες» ξεκινάει με τρεις ακατανόητες σελίδες οι οποίες συμπυκνώνουν όλο το ακόλουθο κεφάλαιο εν είδει εισαγωγής στο θέμα της φούγκας. Η σύγχυση μεγαλώνει εξαιτίας των υποσημειώσεων που αποκαλύπτουν πράγματα που αποκλείεται να αντιληφθεί ο αναγνώστης από όσα περιγράφει ο Τζόυς στις σελίδες αυτές. Αυτή είναι και η πρώτη μου ένσταση σχετικά με την μετάφραση του Ανευλαβή. Μια σημείωση θα αρκούσε που να εξηγεί με γενικό τρόπο τι ακριβώς διαβάζουμε. Εξάλλου, στην πορεία του κεφαλαίου, η σύγχυση μετριάζεται (ποτέ δεν εξαλείφεται από το βιβλίο του Τζόυς – τουλάχιστον όχι με μία, δύο, τρεις αναγνώσεις!) και είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο αναγνώστης μετά το τέλος του κεφαλαίου θα γυρίσει στην αρχή για να βρει εκεί την κατανόηση που του στέρησαν.
 
Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι το κεφάλαιο-ορόσημο του Οδυσσέα. Ο Μπλουμ μοιάζει να αποκτά μεμιάς όλο το βάθος του χαρακτήρα που υποψιαζόμασταν σε όλα τα προηγούμενα κεφάλαια. Η συγγραφική μεταστροφή είναι στρωτή αλλά η συνειδητοποίηση από τον αναγνώστη είναι σαρωτική. Βρισκόμαστε στο ξενοδοχείο Όρμοντ όπου οι σερβιτόρες του μπαρ, Ντους και Κέννεντυ, μπρούντζος δίπλα σε χρυσό, αποτελούν τις εκμαυλιστικές Σειρήνες του κεφαλαίου. Σταδιακά το μπαρ γεμίζει με διάφορους χαρακτήρες που ήδη γνωρίσαμε σε προηγούμενα κεφάλαια που συνωθούνται γύρω από το πιάνο και επιδίδονται σε χορό και τραγούδι, εθνικιστικές κορώνες και ανούσιες φιλοφρονήσεις. Ο Μπλουμ περιμένει να παέι η ώρα τέσσερις (Να φάω πρώτα. Θέλω. Όχι ακόμη. Στις τέσσερις, είπε αυτή. Ο χρόνος πάντα περνά) και ύστερα μπαίνει στο εστιατόριο να φάει με τον φίλο του Ρίτσι Γκούλντινγκ που συναντά στην είσοδο. Ο χώρος που κάθεται είναι μια αίθουσα δίπλα στο μπαρ που επικοινωνεί με μια πόρτα που κρατά μισάνοιχτη ένας πρόθυμος και κουφός(!) σερβιτόρος, από την οποία ο Μπλουμ παρατηρεί τα τεκταινόμενα δίχως να γίνεται αντιληπτός. Παράλληλα ακούει την μουσική και τα τραγούδια που πλημμυρίζουν σταδιακά τις σκέψεις του. Τι, στο Όρμοντ; Το καλύτερο στο Δουβλίνο. Αλήθεια; Η τραπεζαρία. Κάθεσαι ερμητικός εκεί. Βλέπεις, δεν σε βλέπουν.
 
Η Μόλλυ θα συναντήσει τον εραστή της Μπλέιζες Μπόυλαν στις 4 μ.μ. στο σπίτι της στην οδό Εκκλς 7 και ο Μπλουμ το γνωρίζει αυτό – όπως και εμείς οι αναγνώστες το γνωρίζουμε από διάφορες μικροαναφορές στην πορεία του βιβλίου. Ο Μπλουμ επιλέγει να αποδεχτεί την απιστία και να μην αποτρέψει την προγραμματισμένη συνάντηση. Όλο το κεφάλαιο είναι μια σχοινοτενής ανάκληση αναμνήσεων και σκέψεων του Μπλουμ, που παρεμβάλλονται ανάμεσα από άριες και πατριωτικά τραγούδια που ακούγονται από την παρέα του μπαρ. Οι σκέψεις του Μπλουμ προοδευτικά πυκνώνουν, σοβαρεύουν και συμπλέκονται αρμονικά με τα τραγούδια που ακούγονται από δίπλα, δίνοντας έναν ιδιαίτερο τόνο στην αφήγηση του Τζόυς. Ο αναγνώστης θα χρειαστεί να αναζητήσει κάποιους από τους στίχους (ειδικά του «Croppy Boy») αν θέλει να κατανοήσει καλύτερα όσα συμβαίνουν στο μυαλό του Μπλουμ.
 

 
Ο Μπλέιζες Μπόυλαν θα κάνει ένα πέρασμα από το μπαρ για ένα ποτό πριν το ερωτικό ραντεβού. Εκείνος σίγουρα δεν θα αντικρίσει τον Μπλουμ. Ο Μπλουμ από την άλλη, μάλλον βλέπει τον Μπόυλαν από την αίθουσα που βρίσκεται. Ένα απόσπασμα ενισχύει αυτή την άποψη. Στις τέσσερις. Το ξέχασε; Ίσως ένα κόλπο. Αργοπορώντας: ανοίγει την όρεξη. Η στιγμιαία συνύπαρξη των δύο αντρών στο ίδιο χώρο, η ορμητικότητα και η νεανικότητα του ενός, και η παθητικότητα και η αποδοχή του άλλου, δίνουν ένα τόνο βαθιάς τραγικότητας στο όλο επεισόδιο και χαρίζουν στον Μπλουμ όλο το εσωτερικό του βάθος. Στην συνέχεια του κεφαλαίου, ο Μπλουμ θα σκέφτεται νοερά όλη την πορεία του Μπόυλαν προς το σπίτι του και προς την Μόλλυ. Τι άρωμα φοράει η γυναίκα σας; Θέλω να ξέρω. Κουδούνισμα. Στοπ. Χτύπος. Τελευταία ματιά στον καθρέφτη πάντα πριν ανοίξει η πόρτα. Ο διάδρομος. Εκεί; Πώς είστε; Καλά. Εκεί; Τι; Ή; Μπουκαλάκι με παστίλιες για τον λαιμό, καραμέλες για την αναπνοή, στην τσάντα της. Ναι; Χέρια αναζητούν τις άφθονες καμπύλες.
 
Σε κάποια φάση ο Μπλουμ ζητάει από τον κουφό σερβιτόρο ένα επιστολόχαρτο για να απαντήσει στο πρωινό γράμμα της ερωμένης του Μάρθας. Παράλληλα, από το μπαρ ακούγονται κομμάτια από την όπερα «Μάρθα» ώστε η εντύπωση που προκαλείται στον αναγνώστη να είναι ακόμα πιο ισχυρή. Ωστόσο, ο Μπλουμ δεν παύει στιγμή να σκέφτεται την Μόλλυ και μόνο αυτή, ακόμα και όταν συντάσσει άκεφα το ερωτικό γράμμα προς την Μάρθα ως Χένρυ Φλάουερ. Μάλιστα, η άγνοια του συνδαιτημόνα του Ρίτσι, τον κάνει να αισθάνεται ακόμα πιο μόνος.
 
- Απαντάς σε κάποια αγγελία; ρώτησαν τον Μπλουμ τα ενθουσιώδη μάτια του Ρίτσι.
- Ναι, είπε ο κ. Μπλουμ. Πλασιέ. Δεν κάνει τίποτα, υποθέτω.
 
Τα τραγούδια που επιλέγονται από την παρέα του μπαρ, μέσω της γραφής του Τζόυς, δεν είναι διόλου τυχαία, ίσως ούτε καν η σειρά εμφάνισης, και όλα έχουν ως σκοπό να μεγαλώσουν το αίσθημα μοναξιάς του Μπλουμ. «Αντίο, αγαπημένη, αντίο», «Αγάπη και πόλεμος», «Όλα χάθηκαν τώρα» (από την όπερα «Η υπνοβάτισσα»), «Μάρθα», «Croppy Boy». Μακάρι να τραγουδούσαν περισσότερο. Για να μη σκέφτομαι. Κάτι που φυσικά δεν ισχύει, μιας και ο Μπλουμ με εντεινόμενη απελπισία μετατρέπει τα τραγούδια που ακούει σε πικρές σκέψεις! Το κεφάλαιο είναι τόσο δύσκολο να περιγραφεί, όσο δύσκολο θα ήταν να περιγράψεις τα αισθήματα που σου προκαλεί ένα τραγούδι. Η μουσικότητά του είναι συναρπαστική και συνδυάζεται υπέροχα με την τραγικότητα του Μπλουμ ως ήρωα που υπομενει μόνος μέχρι τέλους το βάσανό του.
 
Όμως και οι θαμώνες του μπαρ, μέσω της μουσικής ξορκίζουν και αυτοί τις θλίψεις τους – θλίψη για τις άχαρες ζωές τους, θλίψη για τις αποτυχίες τους, θλίψη για την ταπεινωμένη Ιρλανδία που αποζητά την ελευθερία της. Παρασύρονται σε ανούσιες φαλλοκρατικές αποψείς και επικίνδυνες εθνικιστικές κορώνες, με αποκορύφωμα τα πατριωτικά τραγούδια του τέλους. Ο Μπλουμ μένει αμέτοχος σε όλα αυτά, επιλέγοντας τον δρόμο της αποδοχής και της αγάπης και όταν η σαγήνη του εύκολου εθνικισμού πολιορκεί τον χώρο, αποφασίζει να φύγει. (...) Έφευγε ο Μπλουμ, ο μαλακός Μπλουμ, ο αισθάνομαι τόσο μόνος Μπλουμ. Καθώς αποχωρεί, αρχίζει να πέρδεται καταθέτοντας το δικό του εύστοχο σχόλιο για τις εθνικιστικές αντιλήψεις των θαμώνων, ενισχύοντας με την δεδομένη μουσικότητα των πορδών, την μουσική όλου αυτού του υπέροχου κεφαλαίου.
 
[...] Ο θαλασσομπλούμ, ο λιγδομπλούμ, κοίταζε τις τελευταίες λέξεις. Μαλακά. Όταν η πατρίδα πάρει τη θέση της ανάμεσα.
Πρρπρρ.
Πρέπει να φταίει το κρασί Βουργ.
Φφφ! Ωω. Πρπρ.
 
Η σύνταξη του κεφαλαίου υποτάσσεται πρόθυμα στην μουσική που το πλημμυρίζει και οι κομμένες λέξεις αλλάζουν το τέμπο της και τα αισθήματα που νιώθει ο αναγνώστης καθώς το διαβάζει. Σίγουρα αξίζει να ρίξετε μια ματιά στο πρωτότυπο κείμενο, όπως επίσης αξίζει να διαβάσετε δυνατά μερικά κομμάτια του. Με δυο λόγια και με μια διάθεση να λογοπαίξω, θα πω μόνο ότι... είναι ένα κεφάλαιο που την ακούς!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !