Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (11 π.μ.)

 
Ο πρώτος αναγνωστικός σκόπελος που θα συναντήσετε και ίσως τσακίσει ολοκληρωτικά το καράβι της αυτοπεποίθησής σας, είναι το τρίτο κεφάλαιο. Δεν θα είναι ο μόνος αλλά αναμφίβολα είναι από τους πιο δύσκολους, έτσι αν καταφέρετε και τον περάσετε, από κει και πέρα θα πλεύσετε με ασφάλεια και άνεση, συνεπικουρούμενοι και από το θάρρος που θα σας χαρίσει η επιτυχής αντιμετώπιση της πρώτης λεκτικής τρικυμίας. Το πρώτο που μαθαίνει ένας αναγνώστης όταν πρωτακούει για τον Οδυσσέα είναι πως πρόκειται για ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με την (πρωτοεμφανιζόμενη;) τεχνική του εσωτερικού μονολόγου. Τώρα πια, λίγο πολύ, όλοι οι αναγνώστες έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική. Παρόλα αυτά, η χρήση της από την πένα του Τζόυς παραμένει εντυπωσιακή και αποπνέει τόσα χρόνια μετά, σχεδόν μια πρωτόγνωρη αίσθηση.
 
Πώς όμως ο Τζόυς εμπνεύστηκε αυτή την νέα τεχνική; Ο ίδιος αναγνωρίζει με θάρρος την πηγή και δεν σταματά να την επικαλείται σε όλη του την ζωή.
  
Καθ' οδόν, στο περίπτερο του σιδηροδρομικού σταθμού, αγόρασε ένα βιβλίο του Εντουάρ Ντιζαρντέν (Edouard Dujarden), που ήξερε ότι ήταν φίλος του Τζωρτζ Μουρ. Επρόκειτο για το Les Lauries sont coupes. Παρότι οι κριτικοί, πολύ αργότερα, θα εργαστούν φιλότιμα για να καταδείξουν ότι ο εσωτερικός μονόλογος στον Τζόυς είναι δάνειο από τον Φρόυντ, ο Τζόυς το θεωρούσε τιμή του να τονίζει ότι τον είχε πάρει από τον Ντιζαρντέν. 
 
Ο Ρίτσαρντ Έλμαν αναφέρει σχετικά με αυτό το βιβλίο:  
  
[...] Το μυθιστόρημα του Ντιζαρντέν ήταν ένας μονόλογος χωρίς καμιά παρέμβαση εκ μέρους του συγγραφέα. Η τεχνική χαρακτηρίζεται από μια σχετική αδεξιότητα, όταν ο ήρωας καλείται να περιγράψει εξωτερικές συνθήκες, οπότε ο Τζόυς αναγκάστηκε να την τροποποιήσει. Εκείνο πάντως που ήταν αδύνατο να μην προσελκύσει την προσοχή του ήταν η φιλοσοφική πράξη αυτοδημιουργίας στην οποία προβαίνει ο ήρωας του Ντιζαρντέν, όταν στην πρώτη σελίδα καλεί τον εαυτό του να υπάρξει και να αναδυθεί «κάτω από το χάος των φαινομένων». Ως ενακτήρια θέση ο Ντιζαρντέν είχε μια φράση του Φίχτε: «Το εγώ θέτει εαυτόν και αντιτίθεται στο όχι εγώ». Υποστήριζε επίσης ότι «η ζωή του πνεύματος ειναι μια συνεχής μίξη ποιητικού και πεζού λόγου», άρα το μυθιστόρημα είναι μια αδιάκοπη εξισορρόπηση «ποιητικής ανάτασης και καθημερινότητας μιας οποιασδήποτε μέρας».  
 
Αυτή η ιδιότυπη σχέση και σύνδεση των δύο συγγραφέων συνεχίστηκε για χρόνια. Ο γηραιός Ντιζαρντέν ενθουσιάστηκε με την προσοχή και την αναγνώριση που δινόταν έστω και καθυστερημένα στον ίδιο και στο έργο του μετά από την παρέμβαση του Τζόυς, χαρίζοντάς του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης ένα αντίτυπο του βιβλίου του – «Στον Τζέημς Τζους, δοξασμένο δάσκαλο, επιφανή δημιουργό, σ' αυτόν που είπε στον ήδη νεκρό και ενταφιασμένο: Λάζαρε, δεύρο έξω». Ο Τζόυς με την σειρά του, χάρισε ένα αντίτυπο του Οδυσσέα – «Στον Εντουάρ Ντιζαρντέν, τον αγγελιαφόρο του εσωτερικού μονολόγου, τον αμετανόητο κήρυκα. Τζ.Τζ.». Όταν επανεκδόθηκε το βιβλίο του Ντιζαρντέν, η αρχική αφιέρωση προς τον Ρακίνα άλλαξε και αφιερωνόταν πλεόν προς τον Τζέημς Τζόυς! Ο Τζόυς ανταπέδωσε προσφωνώντας στα γράμματά του τον Ντιζαρντέν ως «Maitre» και χαρακτηρίζοντας το Lauries ως «αειθαλές». Βεβαίως είχε επίγνωση ότι η «ανταπόδοση είναι πολύ πιο γενναιόδωρη από την προσφορά». Η μέθοδος του monologue interieur απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία μόνον επειδή ο Τζόυς διείδε πώς μπουρούσε να την αξιοποιήσει.  

Πριν περάσουμε σε μερικά από τα γεγονότα του κεφαλαίου, καλό είναι να θυμηθούμε ότι ο Οδυσσέας εκτός από τα πολύσημα γεγονότα που εξιστορεί και τις ερμηνείες που απαιτεί από τον αναγνώστη, είναι επίσης και μια οδύσσεια της γραφής (κατά την γνώμη μου, είναι κυρίως αυτό), άρα θα πρέπει να αφεθούμε να παρασυρθούμε από τις λογοτεχνικές αρετές του δημιουργού του και να μην στεκόμαστε μόνο σε όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Η λογοτεχνία μπορεί να γίνει εξίσου ελκυστική ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνεις πολλά. Και η αλήθεια είναι ότι στο τρίτο κεφάλαιο δεν καταλαβαίνεις πολλά! Ο Στέφανος κάνει ένα περίπατο στην παραλία. Η εξωτερική δράση είναι ελαχιστότατη, οι μπότες του Στέφανου που βυθίζονται στα χαλίκια, ένα ζευγάρι που πλατσουρίζει στην ακτή, ο σκύλος τους που τριγυρίζει χαρούμενος και ένα κουφάρι σκύλου που σαπίζει στην παραλία. Όλα τα άλλα ξεδιπλώνονται μέσα στο κεφάλι του Στέφανου – ο οποίος, μην ξεχνάτε, είναι η ενσάρκωση του νεαρού καλλιτέχνη, ένα μυαλό ευφυές, πολυπρισματικό και δαιδαλώδες, ένας άνθρωπος με όργη μέσα του, σάπιες ελπίδες και κρυφές πληγές. 
  
 Σε ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου ο Στέφανος σκέφτεται με γαλλικές φράσεις. Ο Τζόυς αναπολεί το πρώτο του σύντομο ταξίδι στο Παρίσι το 1902 με σκοπό να σπουδάσει Ιατρική, μια προσπάθεια που στιγματίστηκε από πείνα, εξαθλίωση και ματαίωση ελπίδων,  

Με το ταχυδρομικό έμβασμα της μητέρας, οχτώ σελίνια, η πόρτα του ταχυδρομείου κλεισμένη με πάταγο στα μούτρα σου απ' τον θυρωρό. Λιμασμένος πονόδοντος.  

...για να λήξει άδοξα (αλλά προς δόξαν της λογοτεχνίας) η ενασχολησή του με την επιστήμη της Ιατρικής, με την εσπευσμένη επιστροφή του στην Ιρλανδία.

- Μητέρα πεθαίνει γύρνα σπίτι πατέρας

Λίγες φευγαλέες αναφορές στην σύντομη διαμονή του Τζόυς γίνονται και στα δυο πρώτα κεφάλαια. Εδώ στο τρίτο, ο Στέφανος ανακαλεί τα λόγια του Μπακ Μάλλιγκαν που τον κορόιδευε για το καλλιτεχνικό του καπέλο αλλά τον προέτρεπε κιόλας να σφυρυλατήσει την ψυχή του. Το Καρτιέ Λατέν καπέλο μου. Θεέ, απλά πρέπει να ντύσουμε τον χαρακτήρα. Επίσης, φέρνει στο μυαλό του την χθεσινή δύσκολη νύχτα και επισημοποιεί την απόφασή του να μην ξαναγυρίσει στον πύργο, επιβεβαιώνοντας στον εαυτό του την έναρξη της καλλιτεχνικής του εξορίας. Δεν θα κοιμηθώ εκεί όταν έρθει αυτή η νύχτα. Μια κλειστή πόρτα ενός σιωπηλού πύργου που ενταφιάζει τα τυφλά τους σώματα. Ο πανθηραφέντης και το κυνηγόσκυλό του

Δύο από τις βασικές φοβίες του Τζόυς που τον κατέτρυχαν σε όλη του την ζωή ήταν οι καταιγίδες και οι σκύλοι. Και οι δύο φοβίες υπαινίσσονται ή παρουσιάζονται ευκρινώς σε αυτό το κεφάλαιο. Έλα. Διψάω. Συννεφιάζει τριγύρω. Πουθενά μαύρα σύννεφα, έχει; Καταιγίδα. Η φοβία για τους σκύλους και το απειλητικό ενδεχόμενο ενός δαγκώματος, παρουσιάζεται με έναν τρόπο που αφήνει χώρο για διάφορες ερμηνείες.  

Ένα σημάδι, ζωντανός σκύλος, εμφανίστηκε τρέχοντας κατά μήκος της πλατιάς αμμουδιάς. Θεέ, θα μου επιτεθεί; Σεβάσου την ελευθερία του. Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους. Έχω το μπαστούνι μου. Κάτσε ακίνητος.


Η φράση «Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους» φανερώνει την διάθεση να απομονωθεί καλλιτεχνικά και να ακολουθήσει την δική του πορεία και σε συνάρτηση με την φράση «Έχω το μπαστούνι μου» δείχνει τα όπλα με τα οποία θα διεκδικήσει την ελευθερία του! Αμέσως, το μπαστούνι παίρνει στα μάτια του αναγνώστη την μορφή της πένας και κατ' επέκταση της γραφής, η οποία θα τον προστατεύσει και θα τον ολοκληρώσει. Αυτό συνάγεται και από μια επόμενη σκηνή όπου ο Στέφανος κόβει ένα λευκό κομμάτι από το άρθρο που του είχε δώσει ο κ. Ντήζυ και ακουμπώντας πάνω σε έναν βράχο, γράφει τις σκέψεις του.

Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται πάμπολλα παραποιημένα γεγονότα από την πραγματική ζωή του Τζόυς (όπως είναι ο πνιγμένος στο ποταμό Λίφφυ και η προσπάθεια ανάσυρσής του), σκέψεις για την Ιρλανδία και την ανεξαρτησία της, αναφορές σε συγγραφείς και αισθητικές θεωρίες, ενοχικές σκέψεις για την συμπεριφορά του προς την μητέρα του και τους λοιπούς συγγενείς – δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ο χώρος ούτε ο τρόπος για να αναλυθούν περαιτέρω σε αυτή την ανάρτηση. 

Ίσως θα έπρεπε να σταθούμε λίγο περισσότερο στην φράση: Η αγάπη του Γουάιλντ που δεν τολμά να πει το όνομά της. Τώρα θα με εγκαταλείψει. Και το φταίξιμο; Τέτοιος που είμαι. Τέτοιος που είμαι. Όλα ή τίποτα. Σύμφωνα με τον μεταφραστή, εδώ γίνεται αναφορά στο θεατρικό έργο του Ίψεν «Μπραντ», όπου ο ήρωας έχει ως σλόγκαν το «όλα ή τίποτα». Ο Μπραντ αρνείται να επισκεφτεί και να δώσει συγχώρεση στην θνήσκουσα μητέρα του και αυτό οδηγεί στο θάνατο πρώτα του γιου του και μετά της γυναίκας του. Στο τέλος του έργου, καθώς μια χιονοστιβάδα παρασέρνει τον Μπραντ και αυτός λέει: «Απάντησέ μου, Θεέ, την ώρα του θανάτου. Φτάνει ένας κόκκος θέλησης, με όλη της τη δύναμη, να εξαγοράσει έναν κόκκο λύτρωσης;» μια φωνή απαντά «Ο Θεός είναι αγάπη». Μια από τις πολλές φράσεις του Τζόυς που συναρπάζει με τις ανερμήνευτες δυνατότητές της και τις δυνατότητες ερμηνείας της! 


Το τρίτο κεφάλαιο ενδεχομένως να ήταν ανυπόφορο αν γραφόταν από τα χέρια οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα, ο Τζόυς όμως καταφέρνει να το κάνει συναρπαστικό γιατί κατέχει απόλυτα τους κανόνες της γραφής και γιατί μπορεί να εξουσιάζει θαυμάσια τις εξαιρέσεις της. Θα κουραστείτε να το διαβάσετε αλλά θα θυμάστε για καιρό ότι διαβάσατε κάτι το εξαιρετικό. Όλα ή τίποτα. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να λειτουργεί και έτσι. Ορίστε λοιπόν, τα καταφέρατε μια χαρά. Το καράβι σας πέρασε αλώβητο από τον τυφώνα και ξαναβρήκε την νηνεμία. Σας αξίζει μια επιβράβευση. Απεκδυθείτε τις προκαταλήψεις και τους φόβους σας και ρίξτε μια χαλαρωτική βουτιά. Μπλουμ!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!