Ο πρώτος αναγνωστικός σκόπελος που θα συναντήσετε και ίσως τσακίσει ολοκληρωτικά το καράβι της αυτοπεποίθησής σας, είναι το τρίτο κεφάλαιο. Δεν θα είναι ο μόνος αλλά αναμφίβολα είναι από τους πιο δύσκολους, έτσι αν καταφέρετε και τον περάσετε, από κει και πέρα θα πλεύσετε με ασφάλεια και άνεση, συνεπικουρούμενοι και από το θάρρος που θα σας χαρίσει η επιτυχής αντιμετώπιση της πρώτης λεκτικής τρικυμίας. Το πρώτο που μαθαίνει ένας αναγνώστης όταν πρωτακούει για τον Οδυσσέα είναι πως πρόκειται για ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με την (πρωτοεμφανιζόμενη;) τεχνική του εσωτερικού μονολόγου. Τώρα πια, λίγο πολύ, όλοι οι αναγνώστες έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική. Παρόλα αυτά, η χρήση της από την πένα του Τζόυς παραμένει εντυπωσιακή και αποπνέει τόσα χρόνια μετά, σχεδόν μια πρωτόγνωρη αίσθηση.
Πώς όμως ο Τζόυς εμπνεύστηκε αυτή την νέα τεχνική; Ο ίδιος αναγνωρίζει με θάρρος την πηγή και δεν σταματά να την επικαλείται σε όλη του την ζωή.
Καθ' οδόν, στο περίπτερο του σιδηροδρομικού σταθμού, αγόρασε ένα βιβλίο του Εντουάρ Ντιζαρντέν (Edouard Dujarden), που ήξερε ότι ήταν φίλος του Τζωρτζ Μουρ. Επρόκειτο για το Les Lauries sont coupes. Παρότι οι κριτικοί, πολύ αργότερα, θα εργαστούν φιλότιμα για να καταδείξουν ότι ο εσωτερικός μονόλογος στον Τζόυς είναι δάνειο από τον Φρόυντ, ο Τζόυς το θεωρούσε τιμή του να τονίζει ότι τον είχε πάρει από τον Ντιζαρντέν.
[...] Το μυθιστόρημα του Ντιζαρντέν ήταν ένας μονόλογος χωρίς καμιά παρέμβαση εκ μέρους του συγγραφέα. Η τεχνική χαρακτηρίζεται από μια σχετική αδεξιότητα, όταν ο ήρωας καλείται να περιγράψει εξωτερικές συνθήκες, οπότε ο Τζόυς αναγκάστηκε να την τροποποιήσει. Εκείνο πάντως που ήταν αδύνατο να μην προσελκύσει την προσοχή του ήταν η φιλοσοφική πράξη αυτοδημιουργίας στην οποία προβαίνει ο ήρωας του Ντιζαρντέν, όταν στην πρώτη σελίδα καλεί τον εαυτό του να υπάρξει και να αναδυθεί «κάτω από το χάος των φαινομένων». Ως ενακτήρια θέση ο Ντιζαρντέν είχε μια φράση του Φίχτε: «Το εγώ θέτει εαυτόν και αντιτίθεται στο όχι εγώ». Υποστήριζε επίσης ότι «η ζωή του πνεύματος ειναι μια συνεχής μίξη ποιητικού και πεζού λόγου», άρα το μυθιστόρημα είναι μια αδιάκοπη εξισορρόπηση «ποιητικής ανάτασης και καθημερινότητας μιας οποιασδήποτε μέρας».
Αυτή η ιδιότυπη σχέση και σύνδεση των δύο συγγραφέων συνεχίστηκε για χρόνια. Ο γηραιός Ντιζαρντέν ενθουσιάστηκε με την προσοχή και την αναγνώριση που δινόταν έστω και καθυστερημένα στον ίδιο και στο έργο του μετά από την παρέμβαση του Τζόυς, χαρίζοντάς του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης ένα αντίτυπο του βιβλίου του – «Στον Τζέημς Τζους, δοξασμένο δάσκαλο, επιφανή δημιουργό, σ' αυτόν που είπε στον ήδη νεκρό και ενταφιασμένο: Λάζαρε, δεύρο έξω». Ο Τζόυς με την σειρά του, χάρισε ένα αντίτυπο του Οδυσσέα – «Στον Εντουάρ Ντιζαρντέν, τον αγγελιαφόρο του εσωτερικού μονολόγου, τον αμετανόητο κήρυκα. Τζ.Τζ.». Όταν επανεκδόθηκε το βιβλίο του Ντιζαρντέν, η αρχική αφιέρωση προς τον Ρακίνα άλλαξε και αφιερωνόταν πλεόν προς τον Τζέημς Τζόυς! Ο Τζόυς ανταπέδωσε προσφωνώντας στα γράμματά του τον Ντιζαρντέν ως «Maitre» και χαρακτηρίζοντας το Lauries ως «αειθαλές». Βεβαίως είχε επίγνωση ότι η «ανταπόδοση είναι πολύ πιο γενναιόδωρη από την προσφορά». Η μέθοδος του monologue interieur απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία μόνον επειδή ο Τζόυς διείδε πώς μπουρούσε να την αξιοποιήσει.
Πριν περάσουμε σε μερικά από τα γεγονότα του κεφαλαίου, καλό είναι να θυμηθούμε ότι ο Οδυσσέας εκτός από τα πολύσημα γεγονότα που εξιστορεί και τις ερμηνείες που απαιτεί από τον αναγνώστη, είναι επίσης και μια οδύσσεια της γραφής (κατά την γνώμη μου, είναι κυρίως αυτό), άρα θα πρέπει να αφεθούμε να παρασυρθούμε από τις λογοτεχνικές αρετές του δημιουργού του και να μην στεκόμαστε μόνο σε όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Η λογοτεχνία μπορεί να γίνει εξίσου ελκυστική ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνεις πολλά. Και η αλήθεια είναι ότι στο τρίτο κεφάλαιο δεν καταλαβαίνεις πολλά! Ο Στέφανος κάνει ένα περίπατο στην παραλία. Η εξωτερική δράση είναι ελαχιστότατη, οι μπότες του Στέφανου που βυθίζονται στα χαλίκια, ένα ζευγάρι που πλατσουρίζει στην ακτή, ο σκύλος τους που τριγυρίζει χαρούμενος και ένα κουφάρι σκύλου που σαπίζει στην παραλία. Όλα τα άλλα ξεδιπλώνονται μέσα στο κεφάλι του Στέφανου – ο οποίος, μην ξεχνάτε, είναι η ενσάρκωση του νεαρού καλλιτέχνη, ένα μυαλό ευφυές, πολυπρισματικό και δαιδαλώδες, ένας άνθρωπος με όργη μέσα του, σάπιες ελπίδες και κρυφές πληγές.
Σε ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου ο Στέφανος σκέφτεται με γαλλικές φράσεις. Ο Τζόυς αναπολεί το πρώτο του σύντομο ταξίδι στο Παρίσι το 1902 με σκοπό να σπουδάσει Ιατρική, μια προσπάθεια που στιγματίστηκε από πείνα, εξαθλίωση και ματαίωση ελπίδων,
Με το ταχυδρομικό έμβασμα της μητέρας, οχτώ σελίνια, η πόρτα του ταχυδρομείου κλεισμένη με πάταγο στα μούτρα σου απ' τον θυρωρό. Λιμασμένος πονόδοντος.
...για να λήξει άδοξα (αλλά προς δόξαν της λογοτεχνίας) η ενασχολησή του με την επιστήμη της Ιατρικής, με την εσπευσμένη επιστροφή του στην Ιρλανδία.
- Μητέρα πεθαίνει γύρνα σπίτι πατέρας.
Λίγες φευγαλέες αναφορές στην σύντομη διαμονή του Τζόυς γίνονται και στα δυο πρώτα κεφάλαια. Εδώ στο τρίτο, ο Στέφανος ανακαλεί τα λόγια του Μπακ Μάλλιγκαν που τον κορόιδευε για το καλλιτεχνικό του καπέλο αλλά τον προέτρεπε κιόλας να σφυρυλατήσει την ψυχή του. Το Καρτιέ Λατέν καπέλο μου. Θεέ, απλά πρέπει να ντύσουμε τον χαρακτήρα. Επίσης, φέρνει στο μυαλό του την χθεσινή δύσκολη νύχτα και επισημοποιεί την απόφασή του να μην ξαναγυρίσει στον πύργο, επιβεβαιώνοντας στον εαυτό του την έναρξη της καλλιτεχνικής του εξορίας. Δεν θα κοιμηθώ εκεί όταν έρθει αυτή η νύχτα. Μια κλειστή πόρτα ενός σιωπηλού πύργου που ενταφιάζει τα τυφλά τους σώματα. Ο πανθηραφέντης και το κυνηγόσκυλό του.
Δύο από τις βασικές φοβίες του Τζόυς που τον κατέτρυχαν σε όλη του την ζωή ήταν οι καταιγίδες και οι σκύλοι. Και οι δύο φοβίες υπαινίσσονται ή παρουσιάζονται ευκρινώς σε αυτό το κεφάλαιο. Έλα. Διψάω. Συννεφιάζει τριγύρω. Πουθενά μαύρα σύννεφα, έχει; Καταιγίδα. Η φοβία για τους σκύλους και το απειλητικό ενδεχόμενο ενός δαγκώματος, παρουσιάζεται με έναν τρόπο που αφήνει χώρο για διάφορες ερμηνείες.
Ένα σημάδι, ζωντανός σκύλος, εμφανίστηκε τρέχοντας κατά μήκος της πλατιάς αμμουδιάς. Θεέ, θα μου επιτεθεί; Σεβάσου την ελευθερία του. Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους. Έχω το μπαστούνι μου. Κάτσε ακίνητος.
Η φράση «Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους» φανερώνει την διάθεση να απομονωθεί καλλιτεχνικά και να ακολουθήσει την δική του πορεία και σε συνάρτηση με την φράση «Έχω το μπαστούνι μου» δείχνει τα όπλα με τα οποία θα διεκδικήσει την ελευθερία του! Αμέσως, το μπαστούνι παίρνει στα μάτια του αναγνώστη την μορφή της πένας και κατ' επέκταση της γραφής, η οποία θα τον προστατεύσει και θα τον ολοκληρώσει. Αυτό συνάγεται και από μια επόμενη σκηνή όπου ο Στέφανος κόβει ένα λευκό κομμάτι από το άρθρο που του είχε δώσει ο κ. Ντήζυ και ακουμπώντας πάνω σε έναν βράχο, γράφει τις σκέψεις του.
Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται πάμπολλα παραποιημένα γεγονότα από την πραγματική ζωή του Τζόυς (όπως είναι ο πνιγμένος στο ποταμό Λίφφυ και η προσπάθεια ανάσυρσής του), σκέψεις για την Ιρλανδία και την ανεξαρτησία της, αναφορές σε συγγραφείς και αισθητικές θεωρίες, ενοχικές σκέψεις για την συμπεριφορά του προς την μητέρα του και τους λοιπούς συγγενείς – δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ο χώρος ούτε ο τρόπος για να αναλυθούν περαιτέρω σε αυτή την ανάρτηση.
Ίσως θα έπρεπε να σταθούμε λίγο περισσότερο στην φράση: Η αγάπη του Γουάιλντ που δεν τολμά να πει το όνομά της. Τώρα θα με εγκαταλείψει. Και το φταίξιμο; Τέτοιος που είμαι. Τέτοιος που είμαι. Όλα ή τίποτα. Σύμφωνα με τον μεταφραστή, εδώ γίνεται αναφορά στο θεατρικό έργο του Ίψεν «Μπραντ», όπου ο ήρωας έχει ως σλόγκαν το «όλα ή τίποτα». Ο Μπραντ αρνείται να επισκεφτεί και να δώσει συγχώρεση στην θνήσκουσα μητέρα του και αυτό οδηγεί στο θάνατο πρώτα του γιου του και μετά της γυναίκας του. Στο τέλος του έργου, καθώς μια χιονοστιβάδα παρασέρνει τον Μπραντ και αυτός λέει: «Απάντησέ μου, Θεέ, την ώρα του θανάτου. Φτάνει ένας κόκκος θέλησης, με όλη της τη δύναμη, να εξαγοράσει έναν κόκκο λύτρωσης;» μια φωνή απαντά «Ο Θεός είναι αγάπη». Μια από τις πολλές φράσεις του Τζόυς που συναρπάζει με τις ανερμήνευτες δυνατότητές της και τις δυνατότητες ερμηνείας της!
Το τρίτο κεφάλαιο ενδεχομένως να ήταν ανυπόφορο αν γραφόταν από τα χέρια οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα, ο Τζόυς όμως καταφέρνει να το κάνει συναρπαστικό γιατί κατέχει απόλυτα τους κανόνες της γραφής και γιατί μπορεί να εξουσιάζει θαυμάσια τις εξαιρέσεις της. Θα κουραστείτε να το διαβάσετε αλλά θα θυμάστε για καιρό ότι διαβάσατε κάτι το εξαιρετικό. Όλα ή τίποτα. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να λειτουργεί και έτσι. Ορίστε λοιπόν, τα καταφέρατε μια χαρά. Το καράβι σας πέρασε αλώβητο από τον τυφώνα και ξαναβρήκε την νηνεμία. Σας αξίζει μια επιβράβευση. Απεκδυθείτε τις προκαταλήψεις και τους φόβους σας και ρίξτε μια χαλαρωτική βουτιά. Μπλουμ!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.