Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (11 π.μ.)

 
Ο πρώτος αναγνωστικός σκόπελος που θα συναντήσετε και ίσως τσακίσει ολοκληρωτικά το καράβι της αυτοπεποίθησής σας, είναι το τρίτο κεφάλαιο. Δεν θα είναι ο μόνος αλλά αναμφίβολα είναι από τους πιο δύσκολους, έτσι αν καταφέρετε και τον περάσετε, από κει και πέρα θα πλεύσετε με ασφάλεια και άνεση, συνεπικουρούμενοι και από το θάρρος που θα σας χαρίσει η επιτυχής αντιμετώπιση της πρώτης λεκτικής τρικυμίας. Το πρώτο που μαθαίνει ένας αναγνώστης όταν πρωτακούει για τον Οδυσσέα είναι πως πρόκειται για ένα βιβλίο που είναι γραμμένο με την (πρωτοεμφανιζόμενη;) τεχνική του εσωτερικού μονολόγου. Τώρα πια, λίγο πολύ, όλοι οι αναγνώστες έχουμε διαβάσει ένα βιβλίο που χρησιμοποιεί αυτή την τεχνική. Παρόλα αυτά, η χρήση της από την πένα του Τζόυς παραμένει εντυπωσιακή και αποπνέει τόσα χρόνια μετά, σχεδόν μια πρωτόγνωρη αίσθηση.
 
Πώς όμως ο Τζόυς εμπνεύστηκε αυτή την νέα τεχνική; Ο ίδιος αναγνωρίζει με θάρρος την πηγή και δεν σταματά να την επικαλείται σε όλη του την ζωή.
  
Καθ' οδόν, στο περίπτερο του σιδηροδρομικού σταθμού, αγόρασε ένα βιβλίο του Εντουάρ Ντιζαρντέν (Edouard Dujarden), που ήξερε ότι ήταν φίλος του Τζωρτζ Μουρ. Επρόκειτο για το Les Lauries sont coupes. Παρότι οι κριτικοί, πολύ αργότερα, θα εργαστούν φιλότιμα για να καταδείξουν ότι ο εσωτερικός μονόλογος στον Τζόυς είναι δάνειο από τον Φρόυντ, ο Τζόυς το θεωρούσε τιμή του να τονίζει ότι τον είχε πάρει από τον Ντιζαρντέν. 
 
Ο Ρίτσαρντ Έλμαν αναφέρει σχετικά με αυτό το βιβλίο:  
  
[...] Το μυθιστόρημα του Ντιζαρντέν ήταν ένας μονόλογος χωρίς καμιά παρέμβαση εκ μέρους του συγγραφέα. Η τεχνική χαρακτηρίζεται από μια σχετική αδεξιότητα, όταν ο ήρωας καλείται να περιγράψει εξωτερικές συνθήκες, οπότε ο Τζόυς αναγκάστηκε να την τροποποιήσει. Εκείνο πάντως που ήταν αδύνατο να μην προσελκύσει την προσοχή του ήταν η φιλοσοφική πράξη αυτοδημιουργίας στην οποία προβαίνει ο ήρωας του Ντιζαρντέν, όταν στην πρώτη σελίδα καλεί τον εαυτό του να υπάρξει και να αναδυθεί «κάτω από το χάος των φαινομένων». Ως ενακτήρια θέση ο Ντιζαρντέν είχε μια φράση του Φίχτε: «Το εγώ θέτει εαυτόν και αντιτίθεται στο όχι εγώ». Υποστήριζε επίσης ότι «η ζωή του πνεύματος ειναι μια συνεχής μίξη ποιητικού και πεζού λόγου», άρα το μυθιστόρημα είναι μια αδιάκοπη εξισορρόπηση «ποιητικής ανάτασης και καθημερινότητας μιας οποιασδήποτε μέρας».  
 
Αυτή η ιδιότυπη σχέση και σύνδεση των δύο συγγραφέων συνεχίστηκε για χρόνια. Ο γηραιός Ντιζαρντέν ενθουσιάστηκε με την προσοχή και την αναγνώριση που δινόταν έστω και καθυστερημένα στον ίδιο και στο έργο του μετά από την παρέμβαση του Τζόυς, χαρίζοντάς του ως ένδειξη ευγνωμοσύνης ένα αντίτυπο του βιβλίου του – «Στον Τζέημς Τζους, δοξασμένο δάσκαλο, επιφανή δημιουργό, σ' αυτόν που είπε στον ήδη νεκρό και ενταφιασμένο: Λάζαρε, δεύρο έξω». Ο Τζόυς με την σειρά του, χάρισε ένα αντίτυπο του Οδυσσέα – «Στον Εντουάρ Ντιζαρντέν, τον αγγελιαφόρο του εσωτερικού μονολόγου, τον αμετανόητο κήρυκα. Τζ.Τζ.». Όταν επανεκδόθηκε το βιβλίο του Ντιζαρντέν, η αρχική αφιέρωση προς τον Ρακίνα άλλαξε και αφιερωνόταν πλεόν προς τον Τζέημς Τζόυς! Ο Τζόυς ανταπέδωσε προσφωνώντας στα γράμματά του τον Ντιζαρντέν ως «Maitre» και χαρακτηρίζοντας το Lauries ως «αειθαλές». Βεβαίως είχε επίγνωση ότι η «ανταπόδοση είναι πολύ πιο γενναιόδωρη από την προσφορά». Η μέθοδος του monologue interieur απέκτησε τόσο μεγάλη σημασία μόνον επειδή ο Τζόυς διείδε πώς μπουρούσε να την αξιοποιήσει.  

Πριν περάσουμε σε μερικά από τα γεγονότα του κεφαλαίου, καλό είναι να θυμηθούμε ότι ο Οδυσσέας εκτός από τα πολύσημα γεγονότα που εξιστορεί και τις ερμηνείες που απαιτεί από τον αναγνώστη, είναι επίσης και μια οδύσσεια της γραφής (κατά την γνώμη μου, είναι κυρίως αυτό), άρα θα πρέπει να αφεθούμε να παρασυρθούμε από τις λογοτεχνικές αρετές του δημιουργού του και να μην στεκόμαστε μόνο σε όσα μπορούμε να καταλάβουμε. Η λογοτεχνία μπορεί να γίνει εξίσου ελκυστική ακόμα και όταν δεν καταλαβαίνεις πολλά. Και η αλήθεια είναι ότι στο τρίτο κεφάλαιο δεν καταλαβαίνεις πολλά! Ο Στέφανος κάνει ένα περίπατο στην παραλία. Η εξωτερική δράση είναι ελαχιστότατη, οι μπότες του Στέφανου που βυθίζονται στα χαλίκια, ένα ζευγάρι που πλατσουρίζει στην ακτή, ο σκύλος τους που τριγυρίζει χαρούμενος και ένα κουφάρι σκύλου που σαπίζει στην παραλία. Όλα τα άλλα ξεδιπλώνονται μέσα στο κεφάλι του Στέφανου – ο οποίος, μην ξεχνάτε, είναι η ενσάρκωση του νεαρού καλλιτέχνη, ένα μυαλό ευφυές, πολυπρισματικό και δαιδαλώδες, ένας άνθρωπος με όργη μέσα του, σάπιες ελπίδες και κρυφές πληγές. 
  
 Σε ένα μεγάλο μέρος του κεφαλαίου ο Στέφανος σκέφτεται με γαλλικές φράσεις. Ο Τζόυς αναπολεί το πρώτο του σύντομο ταξίδι στο Παρίσι το 1902 με σκοπό να σπουδάσει Ιατρική, μια προσπάθεια που στιγματίστηκε από πείνα, εξαθλίωση και ματαίωση ελπίδων,  

Με το ταχυδρομικό έμβασμα της μητέρας, οχτώ σελίνια, η πόρτα του ταχυδρομείου κλεισμένη με πάταγο στα μούτρα σου απ' τον θυρωρό. Λιμασμένος πονόδοντος.  

...για να λήξει άδοξα (αλλά προς δόξαν της λογοτεχνίας) η ενασχολησή του με την επιστήμη της Ιατρικής, με την εσπευσμένη επιστροφή του στην Ιρλανδία.

- Μητέρα πεθαίνει γύρνα σπίτι πατέρας

Λίγες φευγαλέες αναφορές στην σύντομη διαμονή του Τζόυς γίνονται και στα δυο πρώτα κεφάλαια. Εδώ στο τρίτο, ο Στέφανος ανακαλεί τα λόγια του Μπακ Μάλλιγκαν που τον κορόιδευε για το καλλιτεχνικό του καπέλο αλλά τον προέτρεπε κιόλας να σφυρυλατήσει την ψυχή του. Το Καρτιέ Λατέν καπέλο μου. Θεέ, απλά πρέπει να ντύσουμε τον χαρακτήρα. Επίσης, φέρνει στο μυαλό του την χθεσινή δύσκολη νύχτα και επισημοποιεί την απόφασή του να μην ξαναγυρίσει στον πύργο, επιβεβαιώνοντας στον εαυτό του την έναρξη της καλλιτεχνικής του εξορίας. Δεν θα κοιμηθώ εκεί όταν έρθει αυτή η νύχτα. Μια κλειστή πόρτα ενός σιωπηλού πύργου που ενταφιάζει τα τυφλά τους σώματα. Ο πανθηραφέντης και το κυνηγόσκυλό του

Δύο από τις βασικές φοβίες του Τζόυς που τον κατέτρυχαν σε όλη του την ζωή ήταν οι καταιγίδες και οι σκύλοι. Και οι δύο φοβίες υπαινίσσονται ή παρουσιάζονται ευκρινώς σε αυτό το κεφάλαιο. Έλα. Διψάω. Συννεφιάζει τριγύρω. Πουθενά μαύρα σύννεφα, έχει; Καταιγίδα. Η φοβία για τους σκύλους και το απειλητικό ενδεχόμενο ενός δαγκώματος, παρουσιάζεται με έναν τρόπο που αφήνει χώρο για διάφορες ερμηνείες.  

Ένα σημάδι, ζωντανός σκύλος, εμφανίστηκε τρέχοντας κατά μήκος της πλατιάς αμμουδιάς. Θεέ, θα μου επιτεθεί; Σεβάσου την ελευθερία του. Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους. Έχω το μπαστούνι μου. Κάτσε ακίνητος.


Η φράση «Δεν θα γίνεις κύριος των άλλων ούτε σκλάβος τους» φανερώνει την διάθεση να απομονωθεί καλλιτεχνικά και να ακολουθήσει την δική του πορεία και σε συνάρτηση με την φράση «Έχω το μπαστούνι μου» δείχνει τα όπλα με τα οποία θα διεκδικήσει την ελευθερία του! Αμέσως, το μπαστούνι παίρνει στα μάτια του αναγνώστη την μορφή της πένας και κατ' επέκταση της γραφής, η οποία θα τον προστατεύσει και θα τον ολοκληρώσει. Αυτό συνάγεται και από μια επόμενη σκηνή όπου ο Στέφανος κόβει ένα λευκό κομμάτι από το άρθρο που του είχε δώσει ο κ. Ντήζυ και ακουμπώντας πάνω σε έναν βράχο, γράφει τις σκέψεις του.

Στο κεφάλαιο παρουσιάζονται πάμπολλα παραποιημένα γεγονότα από την πραγματική ζωή του Τζόυς (όπως είναι ο πνιγμένος στο ποταμό Λίφφυ και η προσπάθεια ανάσυρσής του), σκέψεις για την Ιρλανδία και την ανεξαρτησία της, αναφορές σε συγγραφείς και αισθητικές θεωρίες, ενοχικές σκέψεις για την συμπεριφορά του προς την μητέρα του και τους λοιπούς συγγενείς – δυστυχώς δεν υπάρχει ούτε ο χώρος ούτε ο τρόπος για να αναλυθούν περαιτέρω σε αυτή την ανάρτηση. 

Ίσως θα έπρεπε να σταθούμε λίγο περισσότερο στην φράση: Η αγάπη του Γουάιλντ που δεν τολμά να πει το όνομά της. Τώρα θα με εγκαταλείψει. Και το φταίξιμο; Τέτοιος που είμαι. Τέτοιος που είμαι. Όλα ή τίποτα. Σύμφωνα με τον μεταφραστή, εδώ γίνεται αναφορά στο θεατρικό έργο του Ίψεν «Μπραντ», όπου ο ήρωας έχει ως σλόγκαν το «όλα ή τίποτα». Ο Μπραντ αρνείται να επισκεφτεί και να δώσει συγχώρεση στην θνήσκουσα μητέρα του και αυτό οδηγεί στο θάνατο πρώτα του γιου του και μετά της γυναίκας του. Στο τέλος του έργου, καθώς μια χιονοστιβάδα παρασέρνει τον Μπραντ και αυτός λέει: «Απάντησέ μου, Θεέ, την ώρα του θανάτου. Φτάνει ένας κόκκος θέλησης, με όλη της τη δύναμη, να εξαγοράσει έναν κόκκο λύτρωσης;» μια φωνή απαντά «Ο Θεός είναι αγάπη». Μια από τις πολλές φράσεις του Τζόυς που συναρπάζει με τις ανερμήνευτες δυνατότητές της και τις δυνατότητες ερμηνείας της! 


Το τρίτο κεφάλαιο ενδεχομένως να ήταν ανυπόφορο αν γραφόταν από τα χέρια οποιουδήποτε άλλου συγγραφέα, ο Τζόυς όμως καταφέρνει να το κάνει συναρπαστικό γιατί κατέχει απόλυτα τους κανόνες της γραφής και γιατί μπορεί να εξουσιάζει θαυμάσια τις εξαιρέσεις της. Θα κουραστείτε να το διαβάσετε αλλά θα θυμάστε για καιρό ότι διαβάσατε κάτι το εξαιρετικό. Όλα ή τίποτα. Η καλή λογοτεχνία μπορεί να λειτουργεί και έτσι. Ορίστε λοιπόν, τα καταφέρατε μια χαρά. Το καράβι σας πέρασε αλώβητο από τον τυφώνα και ξαναβρήκε την νηνεμία. Σας αξίζει μια επιβράβευση. Απεκδυθείτε τις προκαταλήψεις και τους φόβους σας και ρίξτε μια χαλαρωτική βουτιά. Μπλουμ!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!