Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 π.μ.)

 
Ο Οδυσσέας του Τζέημς Τζους ξεκινάει θεαματικά με μία εξαιρετική διακωμώδηση της Θείας Λειτουργίας, φανερώνοντας από την αρχή την συγκρουσιακή σχέση με την Καθολική Εκκλησία, την οποία και θα εντείνει στη συνέχεια. Μια στιγμή. Ένα μικρό προβληματάκι με αυτά τα λευκά αιμοσφαίρια. Αυτά τα εμπνευσμένα λόγια χρησιμοποιεί ο Μπακ Μάλλιγκαν, φοιτητής της ιατρικής, για να διακωμωδήσει την δυσκολία μετουσίωσης του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα του Χριστού κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας!

Ο Μπακ Μάλλιγκαν είναι υπαρκτό πρόσωπο, πρόκειται για τον Όλιβερ Γκόγκαρτι, άσπονδο φίλο του Τζόυς, έναν πνευματώδη και φιλόδοξο νέο με τον οποίο ο Τζόυς διατηρούσε φιλικές σχέσεις αν και δεν τον εκτιμούσε καλλιτεχνικά. Αυτό το παρασκήνιο είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης τι συμβαίνει στο πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα – ένα κεφάλαιο φαινομενικά απλό που όμως κρύβει κάποιες ασάφειες. Το πρώτο σάστισμα που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης είναι όταν διαβάζει για έναν πύργο που ζει ο Μπακ Μάλλιγκαν και ο Στέφανος Δαίδαλος, καθώς και ένας παράξενος Άγγλος με ιρλανδικές τάσεις, ο Χέινς. Ο πύργος Μαρτέλλο ονομάζεται έτσι από το ακρωτήρι Μαρτέλλο στην Κορσική, όπου οι Άγγλοι συνάντησαν μεγάλη δυσκολία να καταλάβουν έναν παρόμοιο πύργο. Τέτοιοι πύργοι χτίστηκαν σε σημεία-κλειδιά της ιρλανδικής ακτής για άμυνα στην περίπτωση που υπήρχε γαλλική εισβολή κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, μας πληροφορεί ο μεταφραστής αλλά και πάλι δεν μπορούμε να συλλάβουμε την σημασία που είχε αυτός ο πύργος για τον Τζόυς. Ο Τζόυς πράγματι έζησε για ένα διάστημα μέσα σ' αυτόν τον πύργο, παρέα με τον Γκόγκαρτι και τον Τρεντς (Χέινς). Ένα αναπάντεχο συμβάν όμως, που περιγράφεται μέσες άκρες και στον Οδυσσέα, τον αναγκάζει να φύγει.
 


[...] Τη νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου ο Τρεντς άρχισε να φωνάζει στον ύπνο του νομίζοντας πως ένας μαύρος πάνθηρας ήταν έτοιμος να πηδήσει πάνω του. Χωρίς να έχει καλοξυπνήσει άρπαξε το περίστροφό του και πυροβόλησε κατά το τζάκι. Δίπλα στο τζάκι κοιμόταν ο Τζόυς. Αφού ξεμπέρδεψε με το θήραμά του, ο Τρεντς έπεσε ξανά να κοιμηθεί. Τον Τζόυς τον έπιασε ακατάσχετη τρεμούλα. Ο Γκόγκαρτι πήρε στα χέρια του το όπλο. Σε λίγο ο Τρεντς είδε καινούριο εφιάλτη και έκανε πάλι να πιάσει το όπλο του. «Άσ' το σε μένα», φώναξε ο Γκόγκαρτι και πυροβόλησε όχι βέβαια τον πάνθηρα αλλά κάτι τηγάνια που κρέμονταν πάνω από το κρεβάτι του Τζόυς και που γκρεμίστηκαν πάνω στον ξαπλωμένο ποιητή. Τρομοκρατημένος ο Τζόυς θεώρησε πως όλο αυτό το τουφεκίδι σήμαινε την αποπομπή του από τον πύργο. Χωρίς να πει λέξη ντύθηκε κι έφυγε μέσα στη μαύρη νύχτα, και έκανε όλο τον δρόμο μέχρι το Δουβλίνο με τα πόδια.

Αυτή η αποπομπή από τον πύργο, μεγιστοποιήθηκε στο μυαλό του Τζόυς ο οποίος την μετέφρασε ως βαρύτατη προσβολή προς τον ίδιο και την τέχνη του και αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη της μακροχρόνιας εξορίας του. Ένα ακόμα περιστατικό είχε συμβάλει αποφασιστικά. Ο Τζόυς είχε εκδώσει ένα ποίημα-μανιφέστο με τίτλο το «Ιερό λειτούργημα» μέσα στο οποίο τα έβαζε με το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής και τους ψευτολογοτεχνίζοντες συγγραφείς, συμπεριλαμβανoμένου και του Γκόγκαρτι. Ο Τζόυς πάντως είχε πάρει την απόφαση να αναγκάσει όλους τους φίλους του να κοιταχτούν στον καθρέφτη που ο ίδιος θα βαστούσε μπροστά τους. Σε ένα απόσπασμα του ποιήματος διαβάζουμε τα εξής:

Κι έτσι μακριά στέκω και παρακολουθώ
Το τσούρμο που σέρνεται, το παρδαλό.
Τις ψυχές που απέχθεια νιώθουν τόση
Για τη δική μου, που ο Ακινάτης έχει ατσαλώσει.
Εκεί που αυτοί ζαρώσαν, σύρθηκαν, προσευχήθηκαν
Ορθός, βαστάω τη μοίρα μου στα χέρια, ατρόμητος
Άφιλος, μόνος, ασυντρόφευτος
Σαν σκελετός αδιάφορος.
Ακούνητος σαν τη βουνοκορφή υψώνω πέρα

Αστραφτερά τα κέρατά μου στον αέρα
Κατά πώς είν' γραφτό ας συνεχίζουν
Τους λογαριασμούς τους να ισοσκελίζουν.
Κι αν ίσως μέχρι τον τάφο τους μοχθήσουν
Το πνεύμα το δικό μου δεν θα κατακτήσουν
Ούτε με την ψυχή μου η δική τους θα φιλιώσει
Μέχρι η Μαχαμπχαράτα να τελειώσει.
Κι αν απ' το σπιτικό τους μ' έδιωξαν σαν το σκυλί
Το πνεύμα μου θε να τους διώξει ακόμα πιο πολύ.


Ο Γκόγκαρτι λοιπόν κέρδισε την αθανασία μέσα από την σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Μπακ Μάλλιγκαν (ενός εντυπωσιακού χαρακτήρα, κατά την γνώμη μου), του κυνικού και χλευαστή φίλου του Στέφανου. Στο κεφάλαιο «Τηλέμαχος» μας γνωστοποιείται αυτή η ιδιότυπη σχέση και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αμέσως βλέπουμε αυτή την σχέση υπό άλλο πρίσμα. Στο ίδιο κεφάλαιο, ο Μάλλιγκαν χλευάζει την στάση του Στέφανου να μην εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας του – αυτό ήταν ισχυρή ενοχή για τον Τζόυς, ο οποίος έχοντας αποκηρύξει την Καθολική Εκκλησία για χάρη της τέχνης του, αρνήθηκε σθενάρα να εκπληρώσει την επιθυμία της ετοιμοθάνατης μητέρας του που τον εκλιπαρούσε επίμονα να προσευχηθεί για την ψυχή της. Μέσα από κάθε είδους αντιστάσεις χαλυβδώνεται η ψυχή του καλλιτέχνη και αρχίζει να αποκτάει σταθερό «σώμα» κάτι που θα φανεί ευκρινέστερα και σε επόμενα κεφάλαια. Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο, ο ψυχισμός του Στέφανου μένει ανενεργός, κυρίως παραδίδεται στους χλεαυσμούς του Μάλλιγκαν χωρίς να προβάλλει ιδιαίτερη αντίσταση. 
 


Παράτα τους όλους, για κάτι άλλο αξίζουν. Γιατί δεν παίζεις μαζί τους όπως κάνω εγώ; Στο διάβολο όλοι τους. Ας βγούμε απ' τον ύπνο.

Ωστόσο, ο Στέφανος παρά την ισχνή συμμετοχή του στο πρώτο κεφάλαιο, δίνει ξεκάθαρα το στίγμα που θα ακολουθήσει στην πορεία, μέσα από δύο καίριες φράσεις. Όταν οι τρεις συγκάτοικοι παίρνουν πρωινό εμφανίζεται μία Ιρλανδή γριά που τους φέρνει φρέσκο γάλα. Με αφορμή τις συζητήσεις γύρω από το γάλα και την γριά, ο Στέφανος κάποια στιγμή σκέφτεται, το μετάξι των αγελάδων και η φτωχή γριά γυναίκα, ονόματα που της δόθηκαν σε παλιούς χρόνους (Το μετάξι των αγελάδων και φτωχή γριά γυναίκα, είναι δύο παραδοσιακά επίθετα για την Ιρλανδία, σύμφωνα με τον μεταφραστή). Λίγο παρακάτω, όταν ο Χέινς (Άγγλος) δείχνει τον ενθουσιασμό του για αυτά που λέει ο Στέφανος και προσφέρεται να τα καταγράψει, πέφτει θύμα της ειρωνείας του και όταν επεμβαίνει ο Μπακ Μάλλιγκαν ακολουθεί ο παρακάτω διαφωτιστικός διάλογος:
 
- Εντάξει; είπε ο Στέφανος. Το ζήτημα είναι να βρούμε χρήματα. Από ποιον; Από τη γαλατού ή απ' αυτόν; Παίζεται νομίζω.
- Προσπαθώ να τον κάνω να αισθάνεται περήφανος που σε γνώρισε, είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν, κι εσύ χώνεσαι με τη βρομοπονηρόφατσά σου και τα θλιβερά ιησουίτικα σκαμπανεβάσματά σου.


Και ο Στέφανος απαντά, μετακυλώντας στα παραπάνω πρόσωπα ολόκληρο το έθνος τους!

-Δεν βλέπω φως, είπε ο Στέφανος, ούτε απ' αυτήν ούτε απ' αυτόν.

Αργότερα, όταν ακολουθεί μία εξαιρετική συζήτηση του Στέφανου με τον Χέινς, ο Στέφανος παραδέχεται με πλήρη συνειδητότητα
 
- Είμαι υπηρέτης δύο κυρίων, είπε ο Στέφανος, ενός Άγγλου και ενός Ιταλού.
- Ιταλού; είπε ο Χέινς.
(...)
- Τη Βρετανική Αυτοκρατορία, απάντησε ο Στέφανος κοκκινίζοντας, και την Αγία Ρωμαϊκή και Αποστολική Εκκλησία.


Το κεφάλαιο «Τηλέμαχος» είναι μια εξαίσια εισαγωγή στα θέματα που θα απασχολησουν τον Τζόυς στη συνέχεια, αλλά επιπλέον είναι και μια υπενθύμιση σε όλα εκείνα που τον απασχόλησαν στο παρελθόν – όποιος έχει διαβάσει το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη έχει σχηματίσει ήδη μια σαφή εικόνα. Η γλώσσα του Τζόυς σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα είναι αρκετά απλή, με εκτεταμένη χρήση των διαλόγων, χωρίς όμως να λείπουν οι εντυπωσιακές μεταφορές του λόγου που θα πληθύνουν με γεωμετρική πρόοδο στη συνέχεια, αλλά ούτε και οι πρώτες ενδείξεις εσωτερικού μονολόγου που προϊδεάζουν και εκγυμνάζουν το μυαλό του αναγνώστη για το επερχόμενο burnout.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !