Ο Οδυσσέας του Τζέημς Τζους ξεκινάει θεαματικά με μία εξαιρετική διακωμώδηση της Θείας Λειτουργίας, φανερώνοντας από την αρχή την συγκρουσιακή σχέση με την Καθολική Εκκλησία, την οποία και θα εντείνει στη συνέχεια. Μια στιγμή. Ένα μικρό προβληματάκι με αυτά τα λευκά αιμοσφαίρια. Αυτά τα εμπνευσμένα λόγια χρησιμοποιεί ο Μπακ Μάλλιγκαν, φοιτητής της ιατρικής, για να διακωμωδήσει την δυσκολία μετουσίωσης του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα του Χριστού κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας!
Ο Μπακ Μάλλιγκαν είναι υπαρκτό πρόσωπο, πρόκειται για τον Όλιβερ Γκόγκαρτι, άσπονδο φίλο του Τζόυς, έναν πνευματώδη και φιλόδοξο νέο με τον οποίο ο Τζόυς διατηρούσε φιλικές σχέσεις αν και δεν τον εκτιμούσε καλλιτεχνικά. Αυτό το παρασκήνιο είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης τι συμβαίνει στο πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα – ένα κεφάλαιο φαινομενικά απλό που όμως κρύβει κάποιες ασάφειες. Το πρώτο σάστισμα που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης είναι όταν διαβάζει για έναν πύργο που ζει ο Μπακ Μάλλιγκαν και ο Στέφανος Δαίδαλος, καθώς και ένας παράξενος Άγγλος με ιρλανδικές τάσεις, ο Χέινς. Ο πύργος Μαρτέλλο ονομάζεται έτσι από το ακρωτήρι Μαρτέλλο στην Κορσική, όπου οι Άγγλοι συνάντησαν μεγάλη δυσκολία να καταλάβουν έναν παρόμοιο πύργο. Τέτοιοι πύργοι χτίστηκαν σε σημεία-κλειδιά της ιρλανδικής ακτής για άμυνα στην περίπτωση που υπήρχε γαλλική εισβολή κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, μας πληροφορεί ο μεταφραστής αλλά και πάλι δεν μπορούμε να συλλάβουμε την σημασία που είχε αυτός ο πύργος για τον Τζόυς. Ο Τζόυς πράγματι έζησε για ένα διάστημα μέσα σ' αυτόν τον πύργο, παρέα με τον Γκόγκαρτι και τον Τρεντς (Χέινς). Ένα αναπάντεχο συμβάν όμως, που περιγράφεται μέσες άκρες και στον Οδυσσέα, τον αναγκάζει να φύγει.
Ο Μπακ Μάλλιγκαν είναι υπαρκτό πρόσωπο, πρόκειται για τον Όλιβερ Γκόγκαρτι, άσπονδο φίλο του Τζόυς, έναν πνευματώδη και φιλόδοξο νέο με τον οποίο ο Τζόυς διατηρούσε φιλικές σχέσεις αν και δεν τον εκτιμούσε καλλιτεχνικά. Αυτό το παρασκήνιο είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης τι συμβαίνει στο πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα – ένα κεφάλαιο φαινομενικά απλό που όμως κρύβει κάποιες ασάφειες. Το πρώτο σάστισμα που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης είναι όταν διαβάζει για έναν πύργο που ζει ο Μπακ Μάλλιγκαν και ο Στέφανος Δαίδαλος, καθώς και ένας παράξενος Άγγλος με ιρλανδικές τάσεις, ο Χέινς. Ο πύργος Μαρτέλλο ονομάζεται έτσι από το ακρωτήρι Μαρτέλλο στην Κορσική, όπου οι Άγγλοι συνάντησαν μεγάλη δυσκολία να καταλάβουν έναν παρόμοιο πύργο. Τέτοιοι πύργοι χτίστηκαν σε σημεία-κλειδιά της ιρλανδικής ακτής για άμυνα στην περίπτωση που υπήρχε γαλλική εισβολή κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, μας πληροφορεί ο μεταφραστής αλλά και πάλι δεν μπορούμε να συλλάβουμε την σημασία που είχε αυτός ο πύργος για τον Τζόυς. Ο Τζόυς πράγματι έζησε για ένα διάστημα μέσα σ' αυτόν τον πύργο, παρέα με τον Γκόγκαρτι και τον Τρεντς (Χέινς). Ένα αναπάντεχο συμβάν όμως, που περιγράφεται μέσες άκρες και στον Οδυσσέα, τον αναγκάζει να φύγει.
[...] Τη νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου ο Τρεντς άρχισε να φωνάζει στον ύπνο του νομίζοντας πως ένας μαύρος πάνθηρας ήταν έτοιμος να πηδήσει πάνω του. Χωρίς να έχει καλοξυπνήσει άρπαξε το περίστροφό του και πυροβόλησε κατά το τζάκι. Δίπλα στο τζάκι κοιμόταν ο Τζόυς. Αφού ξεμπέρδεψε με το θήραμά του, ο Τρεντς έπεσε ξανά να κοιμηθεί. Τον Τζόυς τον έπιασε ακατάσχετη τρεμούλα. Ο Γκόγκαρτι πήρε στα χέρια του το όπλο. Σε λίγο ο Τρεντς είδε καινούριο εφιάλτη και έκανε πάλι να πιάσει το όπλο του. «Άσ' το σε μένα», φώναξε ο Γκόγκαρτι και πυροβόλησε όχι βέβαια τον πάνθηρα αλλά κάτι τηγάνια που κρέμονταν πάνω από το κρεβάτι του Τζόυς και που γκρεμίστηκαν πάνω στον ξαπλωμένο ποιητή. Τρομοκρατημένος ο Τζόυς θεώρησε πως όλο αυτό το τουφεκίδι σήμαινε την αποπομπή του από τον πύργο. Χωρίς να πει λέξη ντύθηκε κι έφυγε μέσα στη μαύρη νύχτα, και έκανε όλο τον δρόμο μέχρι το Δουβλίνο με τα πόδια.
Αυτή η αποπομπή από τον πύργο, μεγιστοποιήθηκε στο μυαλό του Τζόυς ο οποίος την μετέφρασε ως βαρύτατη προσβολή προς τον ίδιο και την τέχνη του και αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη της μακροχρόνιας εξορίας του. Ένα ακόμα περιστατικό είχε συμβάλει αποφασιστικά. Ο Τζόυς είχε εκδώσει ένα ποίημα-μανιφέστο με τίτλο το «Ιερό λειτούργημα» μέσα στο οποίο τα έβαζε με το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής και τους ψευτολογοτεχνίζοντες συγγραφείς, συμπεριλαμβανoμένου και του Γκόγκαρτι. Ο Τζόυς πάντως είχε πάρει την απόφαση να αναγκάσει όλους τους φίλους του να κοιταχτούν στον καθρέφτη που ο ίδιος θα βαστούσε μπροστά τους. Σε ένα απόσπασμα του ποιήματος διαβάζουμε τα εξής:
Κι έτσι μακριά στέκω και παρακολουθώ
Το τσούρμο που σέρνεται, το παρδαλό.
Τις ψυχές που απέχθεια νιώθουν τόση
Για τη δική μου, που ο Ακινάτης έχει ατσαλώσει.
Εκεί που αυτοί ζαρώσαν, σύρθηκαν, προσευχήθηκαν
Ορθός, βαστάω τη μοίρα μου στα χέρια, ατρόμητος
Άφιλος, μόνος, ασυντρόφευτος
Σαν σκελετός αδιάφορος.
Ακούνητος σαν τη βουνοκορφή υψώνω πέρα
Αστραφτερά τα κέρατά μου στον αέρα
Κατά πώς είν' γραφτό ας συνεχίζουν
Τους λογαριασμούς τους να ισοσκελίζουν.
Κι αν ίσως μέχρι τον τάφο τους μοχθήσουν
Το πνεύμα το δικό μου δεν θα κατακτήσουν
Ούτε με την ψυχή μου η δική τους θα φιλιώσει
Μέχρι η Μαχαμπχαράτα να τελειώσει.
Κι αν απ' το σπιτικό τους μ' έδιωξαν σαν το σκυλί
Το πνεύμα μου θε να τους διώξει ακόμα πιο πολύ.
Ο Γκόγκαρτι λοιπόν κέρδισε την αθανασία μέσα από την σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Μπακ Μάλλιγκαν (ενός εντυπωσιακού χαρακτήρα, κατά την γνώμη μου), του κυνικού και χλευαστή φίλου του Στέφανου. Στο κεφάλαιο «Τηλέμαχος» μας γνωστοποιείται αυτή η ιδιότυπη σχέση και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αμέσως βλέπουμε αυτή την σχέση υπό άλλο πρίσμα. Στο ίδιο κεφάλαιο, ο Μάλλιγκαν χλευάζει την στάση του Στέφανου να μην εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας του – αυτό ήταν ισχυρή ενοχή για τον Τζόυς, ο οποίος έχοντας αποκηρύξει την Καθολική Εκκλησία για χάρη της τέχνης του, αρνήθηκε σθενάρα να εκπληρώσει την επιθυμία της ετοιμοθάνατης μητέρας του που τον εκλιπαρούσε επίμονα να προσευχηθεί για την ψυχή της. Μέσα από κάθε είδους αντιστάσεις χαλυβδώνεται η ψυχή του καλλιτέχνη και αρχίζει να αποκτάει σταθερό «σώμα» κάτι που θα φανεί ευκρινέστερα και σε επόμενα κεφάλαια. Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο, ο ψυχισμός του Στέφανου μένει ανενεργός, κυρίως παραδίδεται στους χλεαυσμούς του Μάλλιγκαν χωρίς να προβάλλει ιδιαίτερη αντίσταση.
Παράτα τους όλους, για κάτι άλλο αξίζουν. Γιατί δεν παίζεις μαζί τους όπως κάνω εγώ; Στο διάβολο όλοι τους. Ας βγούμε απ' τον ύπνο.
Ωστόσο, ο Στέφανος παρά την ισχνή συμμετοχή του στο πρώτο κεφάλαιο, δίνει ξεκάθαρα το στίγμα που θα ακολουθήσει στην πορεία, μέσα από δύο καίριες φράσεις. Όταν οι τρεις συγκάτοικοι παίρνουν πρωινό εμφανίζεται μία Ιρλανδή γριά που τους φέρνει φρέσκο γάλα. Με αφορμή τις συζητήσεις γύρω από το γάλα και την γριά, ο Στέφανος κάποια στιγμή σκέφτεται, το μετάξι των αγελάδων και η φτωχή γριά γυναίκα, ονόματα που της δόθηκαν σε παλιούς χρόνους (Το μετάξι των αγελάδων και φτωχή γριά γυναίκα, είναι δύο παραδοσιακά επίθετα για την Ιρλανδία, σύμφωνα με τον μεταφραστή). Λίγο παρακάτω, όταν ο Χέινς (Άγγλος) δείχνει τον ενθουσιασμό του για αυτά που λέει ο Στέφανος και προσφέρεται να τα καταγράψει, πέφτει θύμα της ειρωνείας του και όταν επεμβαίνει ο Μπακ Μάλλιγκαν ακολουθεί ο παρακάτω διαφωτιστικός διάλογος:
- Προσπαθώ να τον κάνω να αισθάνεται περήφανος που σε γνώρισε, είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν, κι εσύ χώνεσαι με τη βρομοπονηρόφατσά σου και τα θλιβερά ιησουίτικα σκαμπανεβάσματά σου.
Και ο Στέφανος απαντά, μετακυλώντας στα παραπάνω πρόσωπα ολόκληρο το έθνος τους!
-Δεν βλέπω φως, είπε ο Στέφανος, ούτε απ' αυτήν ούτε απ' αυτόν.
Αργότερα, όταν ακολουθεί μία εξαιρετική συζήτηση του Στέφανου με τον Χέινς, ο Στέφανος παραδέχεται με πλήρη συνειδητότητα
- Είμαι υπηρέτης δύο κυρίων, είπε ο Στέφανος, ενός Άγγλου και ενός Ιταλού.
- Ιταλού; είπε ο Χέινς.
(...)
- Τη Βρετανική Αυτοκρατορία, απάντησε ο Στέφανος κοκκινίζοντας, και την Αγία Ρωμαϊκή και Αποστολική Εκκλησία.
Το κεφάλαιο «Τηλέμαχος» είναι μια εξαίσια εισαγωγή στα θέματα που θα απασχολησουν τον Τζόυς στη συνέχεια, αλλά επιπλέον είναι και μια υπενθύμιση σε όλα εκείνα που τον απασχόλησαν στο παρελθόν – όποιος έχει διαβάσει το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη έχει σχηματίσει ήδη μια σαφή εικόνα. Η γλώσσα του Τζόυς σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα είναι αρκετά απλή, με εκτεταμένη χρήση των διαλόγων, χωρίς όμως να λείπουν οι εντυπωσιακές μεταφορές του λόγου που θα πληθύνουν με γεωμετρική πρόοδο στη συνέχεια, αλλά ούτε και οι πρώτες ενδείξεις εσωτερικού μονολόγου που προϊδεάζουν και εκγυμνάζουν το μυαλό του αναγνώστη για το επερχόμενο burnout.
- Ιταλού; είπε ο Χέινς.
(...)
- Τη Βρετανική Αυτοκρατορία, απάντησε ο Στέφανος κοκκινίζοντας, και την Αγία Ρωμαϊκή και Αποστολική Εκκλησία.
Το κεφάλαιο «Τηλέμαχος» είναι μια εξαίσια εισαγωγή στα θέματα που θα απασχολησουν τον Τζόυς στη συνέχεια, αλλά επιπλέον είναι και μια υπενθύμιση σε όλα εκείνα που τον απασχόλησαν στο παρελθόν – όποιος έχει διαβάσει το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη έχει σχηματίσει ήδη μια σαφή εικόνα. Η γλώσσα του Τζόυς σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα είναι αρκετά απλή, με εκτεταμένη χρήση των διαλόγων, χωρίς όμως να λείπουν οι εντυπωσιακές μεταφορές του λόγου που θα πληθύνουν με γεωμετρική πρόοδο στη συνέχεια, αλλά ούτε και οι πρώτες ενδείξεις εσωτερικού μονολόγου που προϊδεάζουν και εκγυμνάζουν το μυαλό του αναγνώστη για το επερχόμενο burnout.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.