Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 π.μ.)

 
Ο Οδυσσέας του Τζέημς Τζους ξεκινάει θεαματικά με μία εξαιρετική διακωμώδηση της Θείας Λειτουργίας, φανερώνοντας από την αρχή την συγκρουσιακή σχέση με την Καθολική Εκκλησία, την οποία και θα εντείνει στη συνέχεια. Μια στιγμή. Ένα μικρό προβληματάκι με αυτά τα λευκά αιμοσφαίρια. Αυτά τα εμπνευσμένα λόγια χρησιμοποιεί ο Μπακ Μάλλιγκαν, φοιτητής της ιατρικής, για να διακωμωδήσει την δυσκολία μετουσίωσης του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα του Χριστού κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας!

Ο Μπακ Μάλλιγκαν είναι υπαρκτό πρόσωπο, πρόκειται για τον Όλιβερ Γκόγκαρτι, άσπονδο φίλο του Τζόυς, έναν πνευματώδη και φιλόδοξο νέο με τον οποίο ο Τζόυς διατηρούσε φιλικές σχέσεις αν και δεν τον εκτιμούσε καλλιτεχνικά. Αυτό το παρασκήνιο είναι πολύ σημαντικό για να κατανοήσει καλύτερα ο αναγνώστης τι συμβαίνει στο πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα – ένα κεφάλαιο φαινομενικά απλό που όμως κρύβει κάποιες ασάφειες. Το πρώτο σάστισμα που αντιμετωπίζει ο αναγνώστης είναι όταν διαβάζει για έναν πύργο που ζει ο Μπακ Μάλλιγκαν και ο Στέφανος Δαίδαλος, καθώς και ένας παράξενος Άγγλος με ιρλανδικές τάσεις, ο Χέινς. Ο πύργος Μαρτέλλο ονομάζεται έτσι από το ακρωτήρι Μαρτέλλο στην Κορσική, όπου οι Άγγλοι συνάντησαν μεγάλη δυσκολία να καταλάβουν έναν παρόμοιο πύργο. Τέτοιοι πύργοι χτίστηκαν σε σημεία-κλειδιά της ιρλανδικής ακτής για άμυνα στην περίπτωση που υπήρχε γαλλική εισβολή κατά τους Ναπολεόντειους πολέμους, μας πληροφορεί ο μεταφραστής αλλά και πάλι δεν μπορούμε να συλλάβουμε την σημασία που είχε αυτός ο πύργος για τον Τζόυς. Ο Τζόυς πράγματι έζησε για ένα διάστημα μέσα σ' αυτόν τον πύργο, παρέα με τον Γκόγκαρτι και τον Τρεντς (Χέινς). Ένα αναπάντεχο συμβάν όμως, που περιγράφεται μέσες άκρες και στον Οδυσσέα, τον αναγκάζει να φύγει.
 


[...] Τη νύχτα της 14ης Σεπτεμβρίου ο Τρεντς άρχισε να φωνάζει στον ύπνο του νομίζοντας πως ένας μαύρος πάνθηρας ήταν έτοιμος να πηδήσει πάνω του. Χωρίς να έχει καλοξυπνήσει άρπαξε το περίστροφό του και πυροβόλησε κατά το τζάκι. Δίπλα στο τζάκι κοιμόταν ο Τζόυς. Αφού ξεμπέρδεψε με το θήραμά του, ο Τρεντς έπεσε ξανά να κοιμηθεί. Τον Τζόυς τον έπιασε ακατάσχετη τρεμούλα. Ο Γκόγκαρτι πήρε στα χέρια του το όπλο. Σε λίγο ο Τρεντς είδε καινούριο εφιάλτη και έκανε πάλι να πιάσει το όπλο του. «Άσ' το σε μένα», φώναξε ο Γκόγκαρτι και πυροβόλησε όχι βέβαια τον πάνθηρα αλλά κάτι τηγάνια που κρέμονταν πάνω από το κρεβάτι του Τζόυς και που γκρεμίστηκαν πάνω στον ξαπλωμένο ποιητή. Τρομοκρατημένος ο Τζόυς θεώρησε πως όλο αυτό το τουφεκίδι σήμαινε την αποπομπή του από τον πύργο. Χωρίς να πει λέξη ντύθηκε κι έφυγε μέσα στη μαύρη νύχτα, και έκανε όλο τον δρόμο μέχρι το Δουβλίνο με τα πόδια.

Αυτή η αποπομπή από τον πύργο, μεγιστοποιήθηκε στο μυαλό του Τζόυς ο οποίος την μετέφρασε ως βαρύτατη προσβολή προς τον ίδιο και την τέχνη του και αποτέλεσε το έναυσμα για την έναρξη της μακροχρόνιας εξορίας του. Ένα ακόμα περιστατικό είχε συμβάλει αποφασιστικά. Ο Τζόυς είχε εκδώσει ένα ποίημα-μανιφέστο με τίτλο το «Ιερό λειτούργημα» μέσα στο οποίο τα έβαζε με το καλλιτεχνικό κατεστημένο της εποχής και τους ψευτολογοτεχνίζοντες συγγραφείς, συμπεριλαμβανoμένου και του Γκόγκαρτι. Ο Τζόυς πάντως είχε πάρει την απόφαση να αναγκάσει όλους τους φίλους του να κοιταχτούν στον καθρέφτη που ο ίδιος θα βαστούσε μπροστά τους. Σε ένα απόσπασμα του ποιήματος διαβάζουμε τα εξής:

Κι έτσι μακριά στέκω και παρακολουθώ
Το τσούρμο που σέρνεται, το παρδαλό.
Τις ψυχές που απέχθεια νιώθουν τόση
Για τη δική μου, που ο Ακινάτης έχει ατσαλώσει.
Εκεί που αυτοί ζαρώσαν, σύρθηκαν, προσευχήθηκαν
Ορθός, βαστάω τη μοίρα μου στα χέρια, ατρόμητος
Άφιλος, μόνος, ασυντρόφευτος
Σαν σκελετός αδιάφορος.
Ακούνητος σαν τη βουνοκορφή υψώνω πέρα

Αστραφτερά τα κέρατά μου στον αέρα
Κατά πώς είν' γραφτό ας συνεχίζουν
Τους λογαριασμούς τους να ισοσκελίζουν.
Κι αν ίσως μέχρι τον τάφο τους μοχθήσουν
Το πνεύμα το δικό μου δεν θα κατακτήσουν
Ούτε με την ψυχή μου η δική τους θα φιλιώσει
Μέχρι η Μαχαμπχαράτα να τελειώσει.
Κι αν απ' το σπιτικό τους μ' έδιωξαν σαν το σκυλί
Το πνεύμα μου θε να τους διώξει ακόμα πιο πολύ.


Ο Γκόγκαρτι λοιπόν κέρδισε την αθανασία μέσα από την σκιαγράφηση του χαρακτήρα του Μπακ Μάλλιγκαν (ενός εντυπωσιακού χαρακτήρα, κατά την γνώμη μου), του κυνικού και χλευαστή φίλου του Στέφανου. Στο κεφάλαιο «Τηλέμαχος» μας γνωστοποιείται αυτή η ιδιότυπη σχέση και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, αμέσως βλέπουμε αυτή την σχέση υπό άλλο πρίσμα. Στο ίδιο κεφάλαιο, ο Μάλλιγκαν χλευάζει την στάση του Στέφανου να μην εκπληρώσει την τελευταία επιθυμία της μητέρας του – αυτό ήταν ισχυρή ενοχή για τον Τζόυς, ο οποίος έχοντας αποκηρύξει την Καθολική Εκκλησία για χάρη της τέχνης του, αρνήθηκε σθενάρα να εκπληρώσει την επιθυμία της ετοιμοθάνατης μητέρας του που τον εκλιπαρούσε επίμονα να προσευχηθεί για την ψυχή της. Μέσα από κάθε είδους αντιστάσεις χαλυβδώνεται η ψυχή του καλλιτέχνη και αρχίζει να αποκτάει σταθερό «σώμα» κάτι που θα φανεί ευκρινέστερα και σε επόμενα κεφάλαια. Σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο, ο ψυχισμός του Στέφανου μένει ανενεργός, κυρίως παραδίδεται στους χλεαυσμούς του Μάλλιγκαν χωρίς να προβάλλει ιδιαίτερη αντίσταση. 
 


Παράτα τους όλους, για κάτι άλλο αξίζουν. Γιατί δεν παίζεις μαζί τους όπως κάνω εγώ; Στο διάβολο όλοι τους. Ας βγούμε απ' τον ύπνο.

Ωστόσο, ο Στέφανος παρά την ισχνή συμμετοχή του στο πρώτο κεφάλαιο, δίνει ξεκάθαρα το στίγμα που θα ακολουθήσει στην πορεία, μέσα από δύο καίριες φράσεις. Όταν οι τρεις συγκάτοικοι παίρνουν πρωινό εμφανίζεται μία Ιρλανδή γριά που τους φέρνει φρέσκο γάλα. Με αφορμή τις συζητήσεις γύρω από το γάλα και την γριά, ο Στέφανος κάποια στιγμή σκέφτεται, το μετάξι των αγελάδων και η φτωχή γριά γυναίκα, ονόματα που της δόθηκαν σε παλιούς χρόνους (Το μετάξι των αγελάδων και φτωχή γριά γυναίκα, είναι δύο παραδοσιακά επίθετα για την Ιρλανδία, σύμφωνα με τον μεταφραστή). Λίγο παρακάτω, όταν ο Χέινς (Άγγλος) δείχνει τον ενθουσιασμό του για αυτά που λέει ο Στέφανος και προσφέρεται να τα καταγράψει, πέφτει θύμα της ειρωνείας του και όταν επεμβαίνει ο Μπακ Μάλλιγκαν ακολουθεί ο παρακάτω διαφωτιστικός διάλογος:
 
- Εντάξει; είπε ο Στέφανος. Το ζήτημα είναι να βρούμε χρήματα. Από ποιον; Από τη γαλατού ή απ' αυτόν; Παίζεται νομίζω.
- Προσπαθώ να τον κάνω να αισθάνεται περήφανος που σε γνώρισε, είπε ο Μπακ Μάλλιγκαν, κι εσύ χώνεσαι με τη βρομοπονηρόφατσά σου και τα θλιβερά ιησουίτικα σκαμπανεβάσματά σου.


Και ο Στέφανος απαντά, μετακυλώντας στα παραπάνω πρόσωπα ολόκληρο το έθνος τους!

-Δεν βλέπω φως, είπε ο Στέφανος, ούτε απ' αυτήν ούτε απ' αυτόν.

Αργότερα, όταν ακολουθεί μία εξαιρετική συζήτηση του Στέφανου με τον Χέινς, ο Στέφανος παραδέχεται με πλήρη συνειδητότητα
 
- Είμαι υπηρέτης δύο κυρίων, είπε ο Στέφανος, ενός Άγγλου και ενός Ιταλού.
- Ιταλού; είπε ο Χέινς.
(...)
- Τη Βρετανική Αυτοκρατορία, απάντησε ο Στέφανος κοκκινίζοντας, και την Αγία Ρωμαϊκή και Αποστολική Εκκλησία.


Το κεφάλαιο «Τηλέμαχος» είναι μια εξαίσια εισαγωγή στα θέματα που θα απασχολησουν τον Τζόυς στη συνέχεια, αλλά επιπλέον είναι και μια υπενθύμιση σε όλα εκείνα που τον απασχόλησαν στο παρελθόν – όποιος έχει διαβάσει το Πορτραίτο του Καλλιτέχνη έχει σχηματίσει ήδη μια σαφή εικόνα. Η γλώσσα του Τζόυς σε αυτό το πρώτο κεφάλαιο του Οδυσσέα είναι αρκετά απλή, με εκτεταμένη χρήση των διαλόγων, χωρίς όμως να λείπουν οι εντυπωσιακές μεταφορές του λόγου που θα πληθύνουν με γεωμετρική πρόοδο στη συνέχεια, αλλά ούτε και οι πρώτες ενδείξεις εσωτερικού μονολόγου που προϊδεάζουν και εκγυμνάζουν το μυαλό του αναγνώστη για το επερχόμενο burnout.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!