Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (η ώρα της)

 
Ίσως το διασημότερο και πιο διαδεδομένο κεφάλαιο του βιβλίου, κυρίως στους κύκλους εκείνους των αναγνωστών που διατείνονται περήφανα ότι έχουν διαβάσει, χωρίς ωστόσο ισχυρές αποδείξεις, τον Οδυσσέα. Επίσης, το οργασμικό τέλος του που συμπτίπτει και με το τέλος του ίδιου του βιβλίου, αποτελεί το σήμα κατατεθέν του Οδυσσέα – ακόμα και εκείνοι που δε θέλουν να ξέρουν εκ των προτέρων την τελευταία φράση ενός βιβλίου, την ξέρουν ήδη.
 
Διαβάζοντας τις πρώτες φράσεις του χωρίς στίξη κεφαλαίου αμέσως σου έρχονται στο μυαλό όσα βιβλία θυμάσαι να έχεις διαβάσει ή δει γραμμένα με αυτόν τον τρόπο. Σίγουρα πρώτος στο μυαλό έρχεται ο Μπέκετ και το βιβλίο του Πώς είναι. Μετά ο Σαραμάγκου και ο Μπέρνχαρντ, που αμφότεροι ξεχνούν να βάλουν τελεία αλλά χρησιμοποιούν λίγα περισσότερα κόμματα. Σίγουρα και άλλοι. Ο Τζόυς δεν έστυψε ιδιαίτερα την φαντασία του για να σκεφτεί αυτόν τον τρόπο γραφής της Πηνελόπης. Η δικιά του Πηνελόπη, η Νόρα, του τον χάρισε απλόχερα και εκείνος φρόντισε μόνο να του εμφυσήσει λογοτεχνία! Στην εισαγωγή του βιβλίου «Γράμματα στη Νόρα» υπάρχει ένα γράμμα της Νόρα που είναι γραμμένο με αυτόν τον χειμαρρώδη και χαρακτηριστικό τρόπο που συναντάμε και στην Πηνελόπη. 
 
«Αγαπημένε Τζιμ νιώθω τόσο κουρασμένη απόψε που δεν μπορώ να πω πολλά ευχαριστώ πολύ για το γλυκό σου γράμμα που έλαβα απροσδόκητα σήμερα το βράδυ ήμουν πολύ απασχολημένη όταν ήρθε ο Ταχυδρόμος έτρεξα και κλειδώθηκα σ' ένα δωμάτιο να διαβάσω το γράμμα σου με κάλεσαν πέντε φορές αλλά καμώθηκα πως δεν άκουσα τώρα είναι εντεκάμισι και δεν χρειάζεται να σου πω ότι με το ζόρι κρατάω τα μάτια μου ανοιχτά και είμαι κατευχαριστημένη που θα ξεραθώ στον ύπνο τώρα δεν μπορώ να σε σκεφτώ όσο θέλω όταν ξυπνήσω το πρωί δεν θα σκέφτομαι τίποτ' άλλο έξω από σένα αύριο το απόγευμα στις 7 μ.μ.».
 
Σ' αυτό το δείγμα γραφής, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να μαντέψουμε σε ποιο σημείο γίνονται οι παύσεις ή πού μπαίνουν τα κόμματα. Ωστόσο υπάρχουν μερικά σημεία που σου προκαλούν σύγχυση καθώς τα διαβάζεις με μια ανάσα. Όπως η λέξη «ευχαριστώ» που για μια στιγμή πιστεύεις ότι κολλάει θαυμάσια στην προηγούμενή της, πριν διαπιστώσεις ότι το σωστό είναι να την ταιριάξεις με την επόμενη. Ή, ανάμεσα στις λέξεις «πέντε φορές» και «καμώθηκα», αν λείψει το «αλλά» τότε το νόημα θα γίνει κάπως πιο δυσνόητο και πιο ελκυστικό ταυτόχρονα. Τέτοιες επεμβάσεις κάνει πάρα πολλές ο Τζόυς, στον μονόλογο της Μόλλυ, μετατρέποντάς τον σε ένα αρκετά δύσκολο κεφάλαιο. Γι' αυτό και δεν θα προσπαθήσω να βάλω κανένα απόσπασμα από τον μονόλογο, θα ήταν απλώς ξεκρέμαστες λέξεις. Αυτός ο χωρίς στίξη και ειρμό λόγος μοιάζει επιπροσθέτως να συμβαδίζει με το στερεότυπο που θέλει τον εσωτερικό κόσμο μιας γυναίκας χειμαρρώδη και αλλοπρόσαλλο.  
 
Η σπανιότητα κεφαλαίων γραμμάτων και οι σχοινοτενείς προτάσεις του μονολόγου της Μόλλυ είναι, βεβαίως, άμεσα συνδεδεμένες με τη θεωρία του Τζόυς για τον τρόπο σκέψης της (και για τον γυναικείο τρόπο σκέψης εν γένει) ως πλημμυρίδας, σε αντίθεση προς τη σειρά των μικρών αλμάτων του Μπλουμ και των κάπως μεγαλύτερων του Στήβεν.
 

 
Ακούμε για πρώτη φορά τη φωνή της Μόλλυ μόλις στο τελευταίο κεφάλαιο. Επειδή τα πρώτα λόγια της Μόλλυ είναι και τα τελευταία της, νομίζω ότι η επιλογή της δομής του κεφαλαίου από τον Τζόυς είναι η καλύτερη δυνατή. Αν ο Τζόυς ήθελε να γνωρίσουμε τις σκέψεις της Μόλλυ καλύτερα, θα τις έφερνε στο προσκήνιο πιο νωρίς και μέσω πιο στρωτών αφηγήσεων. Ό,τι μαθαίνουμε σποραδικά για κείνη, είναι μέσω του Μπλουμ. Ένω σε όλη τη διάρκεια του βιβλίου σαρωνόμαστε από τις σκέψεις του Μπλουμ και του Στέφανου, ξαφνικά καλούμαστε να γνωρίσουμε τις σκέψεις της Μόλλυ σε μια σπιντάτη αφήγηση που δεν μας επιπρέπει αναστοχασμούς και παρατηρήσεις.  
 
Πέραν των προτύπων της, η Μόλλυ είναι μια γυναίκα που έχει παρεξηγηθεί πολύ. Ο διάσημος μονόλογος στον οποίο «η σάρκα γίνεται λόγος» αδικείται από τη φήμη που έχει ως το αποκορύφωμα της σεξουαλικής ελευθεριότητας, ούτε ανταποκρίνεται στην περιγραφή από μερικούς συγγραφείς ως το αποκορύφωμα της απάνθρωπης, άδικης και αντιφεμινιστικής ανάλυσης. Αν η Μόλλυ ήταν πράγματι ελευθεριάζουσα στη συμπεριφορά της, ο Τζόυς δεν θα την είχε κάνει ηρωίδα του, διότι του χρειαζόταν μια συνηθισμένη γυναίκα για να αντισταθμίσει τις ιδιορρυθμίες του Μπλουμ
 
Μόλις λίγα λεπτά πριν, στην προσπάθειά του να κοιμηθεί, ο «ιδιόρρυθμος» Μπλουμ είχε μετρήσει 25 (συν 1) εραστές της Μόλλυ, ανάμεσά τους δύο ιερωμένους, έναν δήμαρχο, έναν δημοτικό σύμβουλο, έναν γυναικολόγο, έναν λούστρο και έναν καθηγητή. Στο βιβλίο είναι σαφές ότι η Μόλλυ εξομολογήθηκε στους δύο ιερωμένους, συμβουλέυτηκε τον γυναικολόγο και χαριεντίστηκε με όλους τους άλλους. Η Μόλλυ αναθυμάται όλες τις ερωτικές της περιπέτειες, με έναν τρόπο όμως αρκετά μπερδεμένο που προκαλεί σύγχυση στον αναγνώστη, ο οποίος καταφέρνει να εντοπίσει κυρίως τα αποσπάσματα που αφορούν τον Μπλουμ, παρόλο που ποτέ δεν κατονομάζεται. Σε όλο τον μονόλογό της ο Τζόυς της επιτρέπει να αναφέρεται στους διάφορους άντρες που έχει γνωρίσει, κυρίως με το «αυτός» και με κάποια τυχαία ένδειξη ότι αλλάζει κάπου-κάπου το πρόσωπο. Οι σκέψεις της Μόλλυ είναι σαφώς αρκετά αντρικές, σε σημείο να εγείρουν μέχρι και φεμινιστικές αντιδράσεις. Ο ίδιος ο Τζόυς όμως, με τον ενθουσιασμό που τον διακατείχε όταν μιλούσε για το βιβλίο του, περιγράφει την δομή της Πηνελόπης, σε κάποιον φίλο του, ως εξής:
 
[...] η Πηνελόπη είναι η αποθέωση του βιβλίου. Η πρώτη πρόταση περιέχει 2500 λέξεις. Υπάρχουν οκτώ προτάσεις στο επεισόδιο. Αρχίζει και τελειώνει με τη θηλυκή λέξη ναι. Περιστρέφεται σαν την τεράστια γήινη σφαίρα αργά, σίγουρα και ήρεμα, στροβιλίζεται γύρω-γύρω, τα τέσσερα σημεία του ορίζοντός της που είναι τα γυναικεία στήθη, ο πισινός, η μήτρα και το μουνί εκφράζονται με τις λέξεις επειδή, πάτος (σε όλες τις έννοιες, κάτω κουμπί, πάτος της τάξης, πυθμένας της θάλασσας, βάθη της καρδιάς του), γυναίκα, ναι. Αν και ίσως το πιο άσεμνο από όλα τα προηγούμενα επεισόδια εμένα μου φαίνεται απόλυτα εχέφρων χορτασμένη αμοραλιστική, γονιμοποιήσιμη αναξιόπιστη θελκτική δαιμόνια περιορισμένη γνωστική αδιάφορη Weib. Ich bin der [sic] Fleish der stets bejaht
 

 
Ο ίδιος ο Έλμαν επεξηγεί το νόημα της φράσης. «Γυναίκα. Εγώ είμαι το κρέας που λέει πάντα ναι». Ο Τζόυς παίζει με τον χαρακτηρισμό του Μεφιστοφελή για τον εαυτό του, στον Φάουστ του Γκαίτε, πράξη 1η: «Είμαι το πνεύμα που πάντα αρνείται». Πέρα από τα όποια αντιφατικά αισθήματα προκαλεί η ανάγνωση της Πηνελόπης, πρόκειται για ένα κεφάλαιο που ολοκληρώνει υπέροχα τον Οδυσσέα. Ο Τζόυς μυθοποιεί την γυναίκα του Νόρα και την εδραιώνει μέσα στα στενά όρια της αιωνιότητας! Η γυναίκα που αρνιόταν πεισματικά ναι σε όλη της την ζωή να διαβάσει τον Οδυσσέα παρά τις πιέσεις του Τζόυς εκείνη που διάβασε μόνο την Μουσική Δωματίου ναι και μερικά διηγήματα των Δουβλινέζων εκείνη που αδιαφορούσε για την διανόηση και το πνεύμα ναι αλλά με τον τρόπο της ναι το αναγνώριζε και το εκτιμούσε δεν ξέρω αν ο άντρας μου είναι μεγαλοφυία για ένα πράγμα όμως είμαι σίγουρη πως σαν κι αυτόν δεν υπάρχει άλλος εκείνη ναι που παρά τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στην συμβιωσή με μια μεγαλοφυία ναι τον ακολουθούσε πιστά σε όλες τις διαδρομές έξω από και μέσα στο μυαλό του εκείνη ναι έλεγε ναι θέλει Ναι.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !