Μιλάμε ακόμα για Τζόυς; Σίγουρα; Το κεφάλαιο αυτό διχάζει τους αναγνώστες. Μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών θα αναφωνήσει: «Επιτέλους, κάτι βατό! Γιατί να μην ήταν έτσι όλος ο Οδυσσέας;» Και μια δεύτερη (που συμπεριλαμβάνει και εμένα) θα σκεφτεί ότι ο συγγραφέας «παραδίνεται» πολύ εύκολα. Μας δίνει ένα κεφάλαιο που δεν παιδεύει καθόλου τον αναγνώστη του και παράλληλα μας δίνει και την εντύπωση ότι ωριμάσαμε (πια), καταλαβαίνουμε με άνεση (μωρέ λες;) περισσότερα απ' ό,τι στην αρχή, έπαψε να είναι και τόσο απαιτητικό χάρη στην αναγνωστική μας εξέλιξη (φευ). Προσοχή όμως με την επαρσή μας, γιατί η πτώση στο επόμενο κεφάλαιο θα είναι οδυνηρή, θα ανοίξει το κεφάλι μας και θα χυθούν τα μυαλά μας πάνω στις σελίδες!
Το πρώτο μισό του κεφαλαίου μονοπωλείται από τις σκέψεις της «Ναυσικάς», της Γκέρτυ Μακ Ντάουελ – μιας νεαρής ονειροπόλας γυναίκας που ονειρεύεται τον πρίγκηπα του παραμυθιού. Έχει παρέα τις φίλες της Σίσσυ Κάφφρεϋ (μαζί με τα δυο ζωηρά δίδυμα αδερφάκια της) και την Ήντυ Μπόαρτνμαν (με τον 11μηνών γιο της). Έχουν αράξει στις ακτές του Σαντυμάουντ με την Γκέρτυ να κάθεται κοντά τους αλλά και εμφανώς πολύ μακριά τους, χαμένη καθώς είναι στις ροζ σκέψεις της. Σκέψεις που συνεχώς διαταράσσονται από τα ζωηρά δίδυμα, το κλάμα του μωρού αλλά και την Λειτουργία που ακούγεται από μια κοντινή εκκλησία. Ο Τζόυς σε ένα απόσπασμα ειρωνεύεται εξαιρετικά αυτήν την τρέλα που πιάνει τους γονείς για τα παιδιά τους με τις «ιδιαίτερες»” ικανόητές τους και την αξιοπρόσεκτη «ωριμότητά» τους:
- Πες μπαμπά, μπέμπη. Πες μπα μπα μπα μπα μπα μπα μπα.
Και το μωρό έβαζε τα δυνατά του να το πει γιατί ήταν πολύ έξυπνο για έντεκα μηνών όλοι έλεγαν και μεγάλο για την ηλικία του και η προσωποποίηση της υγείας, ένα τέλειο μπουκέτο αγάπης, και σίγουρα θα γινόταν κάποιος μεγάλος, έλεγαν.
- Χαζά ζα ζα ζα χαζά.
Και το μωρό έβαζε τα δυνατά του να το πει γιατί ήταν πολύ έξυπνο για έντεκα μηνών όλοι έλεγαν και μεγάλο για την ηλικία του και η προσωποποίηση της υγείας, ένα τέλειο μπουκέτο αγάπης, και σίγουρα θα γινόταν κάποιος μεγάλος, έλεγαν.
- Χαζά ζα ζα ζα χαζά.
Η Γκέρτυ Μακ Ντάουελ ξορκίζει γρήγορα την θλίψη για έναν νεαρό ποδηλάτη που συνήθιζε να περνά κάτω από το παράθυρό της αλλά όχι σήμερα, και με νεανική ορμή επικεντρώνει τις αγνές σκέψεις της προς έναν κύριο που κάθεται λίγα μέτρα πιο πέρα και την κοιτάει. Αυτή σχεδόν μπορούσε να δει την αστραπιαία λάμψη θαυμασμού στα μάτια του που της έφερε μούδιασμα σε κάθε της νεύρο. Προοδευτικά, η Γκέρτυ ανυψώνει την μορφή του μυστήριου κυρίου στο ιδανικό του Έρωτα και αφήνεται ολοένα πιο παραδομένη ολοένα πιο πρόθυμη σε εκείνον. Τα σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν πάνω της ξανά ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό της. Αν ποτέ υπήρξε ανυπόκριτος θαυμασμός στο παθιασμένο βλέμμα ενός άντρα αυτός βρισκόταν εκεί απέριττος να ιδωθεί στο πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου. Είναι για σένα Γερτρούδη Μακ Ντάουελ, και το ξέρεις.
Ο μυστήριος κύριος αυνανίζεται καθώς παρακολουθεί την νεαρή Γκέρτυ και η κορύφωση του κεφαλαίου έρχεται ταυτόχρονα με τη δική του. Την ίδια ώρα η Λειτουργία έχει φθάσει στο τέλος της και πυροτεχνήματα σκάνε στον νυχτερινό ουρανό, επακόλουθο της θρησκευτικής γιορτής. Εδώ ο Τζόυς γράφει μία εντυπωσιακά όμορφη σελίδα που δύσκολα αντιστέκομαι να μην αντιγράψω ολόκληρη – αν δεν το κάνω, είναι για να παρατείνω λιγό την ηδονή σας μέχρι να αποφασίσετε να την διαβάσετε:
[...] κοιτάξτε, να το, και αυτή έγειρε πίσω ακόμη πιο πολύ να δει τα πυροτεχνήματα και κάτι αλλόκοτο φτερούγιζε στον αέρα, ένα μαλακό πράγμα, μπρος-πίσω, σκοτεινό (...) και το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει με ένα θείο, μαγευτικό κοκκίνισμα από την ένταση του τανύσματος και αυτός μπορούσε να δει τα άλλα της πράγματα (...) και μετά εκείνο πήγε πολύ ψηλά πήγε για μια στιγμή χάθηκε και αυτή έτρεμε σύγκορμη από το να τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω που αυτός ειχε πλήρη θέα μέχρι ψηλά πάνω από το γόνατό της (...) αυτή ευχαρίστως θα του είχε φωνάξει με κραυγή πνιγμένη... την κραυγή του έρωτα ενός κοριτσιού (...) Και τότε μια ρουκέτα ξεπετάχτηκε σφυρίζοντας και ω! ύστερα η ρωμαϊκή λαμπάδα έσκασε και ήταν σαν ένας αναστεναγμός από ω! και όλοι φώναζαν ω! ω! σε έκσταση και ξεχύθηκε ένας χείμαρρος βροχής από δέσμη χρυσών μαλλιών και φυλλορρόησαν και αχ! ήταν όλα πράσινα δροσερά αστέρια που έπεφταν χρυσαφένια, ω, τόσο όμορφα, ω, βελούδινα, γλυκά, βελούδινα!
Τι μυστήριο και τούτο! Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο μυστηριώδης κύριος; Ο Λεοπόλδος Μπλουμ (γιατί αυτός είναι) στεκόταν σιωπηλά μπροστά σε εκείνα τα νεανικά αθώα μάτια. Οποία έκπληξις! Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου κυριαρχούν οι ενήλικες σκέψεις του Μπλουμ (Μου στράγγισε όλο μου τον ανδρισμό, η μικρή τσουλίτσα) που έρχονται σε αντίθεση με τις εξιδανικευμένες σκέψεις της Γκέρτυ, που πλέον έχει αποχωρήσει καθώς έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Ανακουφισμένος πια, πολιορκείται από σκέψεις για την γυναίκα του Μόλλυ, για την απογευματινή της απιστία, για την κόρη του Μίλλυ, για την ερωμένη του Μάρθα, για τις γυναίκες γενικά, πώς σκέφτονται, πώς ερωτεύονται, για την χαμένη τους νεότητα, για τον «ρόλο» αυτών μέσα στη ζωή.
Λίγη ώρα πριν, όταν οι τρεις φίλες ήθελαν να μάθουν την ώρα, μία εξ αυτών η Σίσσυ Κάφφρεϋ κινήθηκε προς τον Μπλουμ για να τον ρωτήσει. Εκείνος τράβηξε βιαστικά το χέρι του από την τσέπη του και αμήχανα άρχισε να παίζει με την αλυσίδα του ρολογιού του. Το ρολόι του όμως είχε σταματήσει στις 16:30, στην ώρα της απιστίας της Μόλλυ. Αργότερα θα σκεφτεί, Περίεργο, το ρολόι μου σταμάτησε τέσσερις και μισή... Ω, αυτός το έκανε. Μέσα της. Αυτή το έκανε. Έγινε. Πιο μετά όμως ξεχνιέται, παρασύρεται από τις σκέψεις και καταλήγει να θυμάται την αρχή του ερωτά του με την Μόλλυ: Ιούνιος ήταν και τότε που την πολιορκούσα. Ο χρόνος επιστρέφει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο Τζόυς αναθυμάται το πρώτο ραντεβού που είχε με την Νόρα την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904 και το ξαναζεί μέσα από τον ήρωά του τον Μπλουμ που θα ζει για πάντα πια μέσα σε αυτή την ημέρα, την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904!
Μια ανάλογη αναφορά γίνεται και όταν ο Μπλουμ σκέφτεται: Καλύτερα να μην κολλήσω εδώ όλη την νύχτα σαν πεταλίδα. Στην ακτή του Σαντυμάουντ υπήρχαν διάσπαρτα βράχια όπου πάνω σε κάποιο από αυτά καθόταν και η Γκέρτυ (Θα ήθελα να ήμουν ο βράχος που κάθισε). Η γυναίκα του Τζόυς ονομαζόταν Nora Barnacle (=πεταλίδα) και όταν την γνώρισε στον πατέρα του εκείνος απάντησε, Ωχ δεν θα ξεκολλήσει ποτέ από πάνω σου! Μπορεί η παρομοίωση του Τζόυς για πεταλίδες σε ένα μέρος διάσπαρτο με παράκτιους βράχους να μοιάζει ως ένα φυσικό συγγραφικό επακόλουθο της πλοκής, όμως, όπως και να' χει, δεν περνάει και τόσο απαρατήρητη από έναν προσεκτικό αναγνώστη.
Ο Μπλουμ αφού αναλογίζεται την δύσκολη μέρα που είχε μέχρι στιγμής (δίνοντάς σας και την ευκαιρία να ξαναθυμηθείτε μερικά επεισόδια) αποχωρεί ανακουφισμένος και αναζωογονημένος. Αλλά ήταν όμορφα. Αντίο, αγαπημένη. Ευχαριστώ. Μ' έκανες να νιώσω τόσο νέος. Αρνούμενος όμως να επιστρέψει σπίτι μήπως και χρειαστεί να αντιμετωπίσει την ξύπνια Μόλλυ. Μπορεί να μην έχει κοιμηθεί ακόμα. Το κεφάλαιο Ναυσικά, παρά την αρχική του «ελαφρότητα» με τις ροζ σκέψεις της Γκέρτυ, είναι μια ολική αποτίμηση του έρωτα, του φανταστικού και του πραγματικού, του πνευματικού και του σωματικού. Ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του Οδυσσέα, που χάρη στην συγγραφική του «απλότητα» και την μερική αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα του υπόλοιπου βιβλίου, μπορεί να διαβαστεί και μεμονωμένα χωρίς να χάσει από την λαμπρότητά του. Παρ' όλα αυτά μαθαίνεις κάτι. Βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι. Όσο οι γυναίκες δεν μας περιγελούν τι πειράζει;
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.