Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συγγνώμη αν με πονάει

 
Αυτό που κάνω εγώ θες να μιμηθείς, μην το προσπαθείς... λέει το χαζοτράγουδο και μοιάζει να κουμπώνει τέλεια στην συγγραφική ευφυΐα του Κάρλο Εμίλιο Γκάντα. Ο συγγραφέας που είπε την εξαίσια φράση, «η ευφυΐα μού χρησιμεύει μόνο να στοχάζομαι και να υποφέρω» – μια φράση που ταιριάζει σε πολλούς σπουδαίους συγγραφείς – είχε το θάρρος και την διορατικότητα να το παραδεχτεί και να το αποδεχτεί, να αναγνωρίσει την δύναμη της βασανιστικής του ευφυΐας και την αδυναμία της βασανισμένης του ζωής, και στο τέλος, να συγχωρέσει τον εαυτό του για αυτό που είναι. Κατάφερε να απευθύνει στον εαυτό του ένα ειλικρινές, «Συγγνώμη αν με πονάει».
 
Εμβληματικός Γκάντα! Αυτό είναι το ασφαλέστερο συμπέρασμα που μπορείς να καταλήξεις μετά την ανάγνωση των βιβλίων του. Είχα πει και παλιότερα δυο λόγια για το πώς φτιάχνεται το παστίτσιο (αυτοαναφορικός του κερατά, συγγνώμη αν σας πονάει!), όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με το πλέον αυτοβιογραφικό του κείμενο, και η συνταγή σερβίρεται με εντονότερες γεύσεις, υπονομεύοντας ταυτοχρόνως και το στήσιμο του πιάτου. Οι μεταφορές είναι ένας τρόπος να χανόμαστε μέσα στη φαινομενικότητα ή να παραμένουμε ακίνητοι μέσα σε μια θάλασσα φαινομένων. Μ' αυτή την έννοια μια μεταφορά είναι σαν σωσίβιο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν σωσίβια που επιπλέουν και σωσίβια που καταποντίζονται σαν μολύβια στο βυθό. Αυτό καλό είναι να μην το ξεχνάμε ποτέ. Αυτό έγραφε ο σπουδαίος Μπολάνιο στο 2666 και από τότε που το διάβασα βρήκα την επιβεβαίωση σε ό,τι ασαφώς μέχρι τότε, πίστευα μέσα μου. Εμένα, οποιοδήποτε κείμενο χωρίς μεταφορές μού μοιάζει φτωχό και αναγνωστικά μη βιώσιμο. Ο Γκάντα φιγουράρει από τους πρώτους στη λίστα του Forbes με τις πλουσιότερες μεταφορές. Αυτό καλό είναι να το ξέρετε από την αρχή. 
 
Κατ' αρχήν, πρέπει να σας πω ότι τα βιβλία του Γκάντα είναι αδιανόητα(,) απαιτητικά και δύσκολα. Και επειδή υποψιάζομαι ότι δε θα με πιστέψετε, θα σας το πει και ο μέγιστος θαυμαστής του, Πιερ Πάολο Παζολίνι: Σε κάθε φράση του Γκάντα μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια κεραυνοβόλα επιτομή της ιστορίας της γλώσσας μας – και συνεπώς της ιστορίας tout court της Ιταλίας. Υπάρχει ο 13ος αιώνας, η Αναγέννηση, το μπαρόκ, ο κλασικισμός, ο ρομαντισμός και ο 20ος αιώνας: ίσως σε έξι γραμμές. Έτσι λοιπόν, μην αφήσετε τις σχετικά λίγες 290 σελίδες του βιβλίου, να σας πιάσουν κορόιδο! Προετοιμαστείτε καταλλήλως, γιατί η γνώση του πόνου δεν αφορά μόνο τον συγγραφέα του, αλλά το ίδιο μαρτυρικά και τον ίδιο τον αναγνώστη. 
 
Ο Γκάντα μού θυμίζει μία γοητευτική μείξη του Πεσσόα με τον Μπέρνχαρντ. Η μοναξιά της ψυχής του είναι εκκωφαντικά σιωπηλή ενώ παράλληλα η κοινωνική κριτική του ουρλιάζει σαν λύκος. Σύμφωνα πάντα με το έγκυρο παζολίνειο θεώρημα: Το γεγονός αυτό, ότι δεν χρειαζόταν τους άλλους, αυτή η επάρκειά του στη μοναξιά και η απέραντη ανάγκη για μοναξιά, έχουν σαν συνέπεια ο θάνατός του να μην θλίβει κανέναν: είναι ένας θαυμάσιος τρόπος να πεθάνεις. Να μην ενοχλήσεις με κουραστικούς θρήνους συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Να αφαιρέσεις κυριολεκτικά την ενόχληση, η οποία υπήρξε η συνεχής, αγωνιώδης και κωμική πηγή έμπνευσης του Γκάντα. Όταν βρισκόταν κοντά σου, παρών, προσπαθούσε να εξατμιστεί, να συρρικνωθεί, να εξαφανιστεί. Και αυτό κατέληγε κωμικό για έναν άντρα μεγαλόσωμο όπως αυτός. Αυτή η (πολύμορφη) Ενόχληση είναι το βασικό θέμα των βιβλίων του – και ως γνήσιος κωμικός συγγραφέας που είναι, μας σπάει τα νεύρα με την εντόνως «ενοχλητική» γραφή του!
 
Κατόρθωνε να αισθάνεται μίσος χωρίς να παραμορφώνεται η φυσιογνωμία του. Ήταν μάλλον ένας συνεσταλμένος. Αλλά επίμονα τον χαρακτήριζαν ηλίθιο. Αισθάνθηκε ταπεινωμένος, κουρασμένος. Ο παλιός εφιάλτης του πλήθους: [...] στους δρόμους του Παστρουφάτσιο τον είχε καταδιώξει, σαν άγριο θηρίο, η εξαγριωμένη φιλευσπλαχνία των ανθρώπων: ενωμένοι σε ομάδες, κατά χιλιάδες. Αυτός ήταν ένας.
 
https://rebstein.wordpress.com/category/carlo-emilio-gadda/
Η Γνώση του πόνου γράφτηκε το 1937, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του. Επακόλουθο του θανάτου της ήταν ο Γκάντα να πουλήσει εσπευσμένα και μισοτιμής την εξοχική έπαυλη της οικογένειας, το «φέουδο» που κατέστρεψε την οικογένειά του. Αυτή η έπαυλη, μαζί με πολλές άλλες γειτονικές, αποτελεί τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Το μυθιστόρημα τοποθετείται σε έναν φανταστικό τόπο, το Μαρανταγκάλ, συνδυασμό των περιχώρων του Μιλάνο και των τόπων της Νοτίου Αμερικής που γνώρισε ο Γκάντα κατά την παραμονή του εκεί ως μηχανικός. Ο Γκάντα σαρκάζει την ιδιοκτησία διότι πρόκειται περί ψευδαίσθησης: το άτομο ξεχνά ότι στην πραγματικότητα δεν κατέχει ούτε τον εαυτό του. (...) Η κριτική του είναι βίαιη, διότι ο ίδιος βρίσκεται στο εσωτερικό της ιδεολογίας και της ψυχολογίας τις οποίες καταγγέλλει, δηλαδή της αστικής τάξης και της αυταπάτης για την διατήρηση και συνέχεια του εαυτού της. Η κριτική του όμως επιθυμεί να εξορύξει κάτι βαθύτερο: η ιδιοκτησία είναι κάτι παράλογο διότι θέλει να είναι ιδιωτική, δηλαδή συνδεδεμένη με το άτομο, δηλαδή με το εγώ· και εδώ φτάνουμε στην πιο θαυμαστή απ' όλες τις λοιδορίες του, αυτή εναντίον του εγώ, «της πιο αποκρουστικής αντωνυμίας». Αυτά αναφέρει μεταξύ άλλων, στο εισαγωγικό της σημείωμα (που καλό είναι να διαβαστεί πριν και μετά την ανάγνωση) η μεταφράστρια Χαρά Σαρλικιώτη.
 
Ο «Γιος» και η «Κυρία» ζουν σε αυτή την έπαυλη και γίνονται αντικείμενο χλευασμού (όπως και οι γείτονες) από τον Γκάντα. Ο συγγραφέας για αρκετές σελίδες στην αρχή αφήνεται να παρασυρθεί από την σαρκαστική του φλέβα και δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η ειρωνεία προς τον αντι-ήρωα (και alter ego) Γκοντζάλο γίνεται μέσω των κουτσομπολιών των περιοίκων και πώς αυτοί αντιλαμβάνονται αυτόν τον ασυνήθιστο τύπο. Η «πιο αποκρουστική αντωνυμία» θα κάνει την εμφάνισή της περίπου στην σελίδα 70 και τότε θα αρχίσει να βιώνεται έντονα και σπαρακτικά η γνώση του πόνου. Ο λόγος του Γκάντα έχει φοβερές διακυμάνσεις – πέρα από όλες τις γλωσσικές ιδιοτροπίες που δεν τις εγκαταλείπει ποτέ – μετατοπίζεται διαρκώς ανάμεσα στο γκροτέσκο και στο βαθιά φιλοσοφικό. Έτσι, κάποιες σελίδες κινούνται γρήγορα και ευχάριστα και κάποιες βασανιστικά αργά και οδυνηρά.
 
Στο τέλος του βιβλίου έχει ενσωματωθεί (κατ' απαίτηση του Γκάντα) ένας φανταστικός διάλογος μεταξύ ΕΚΔΟΤΗ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ που προσπαθεί να εξηγήσει γιατί το βιβλίο μοιάζει να είναι ημιτελές, και ταυτόχρονα επιχειρεί μία εμβριθή κριτική αποτίμηση του ίδιου του έργου του. 
 
ΕΚΔΟΤΗΣ: Η έμμονη ιδέα του Γκοντζάλο δεν δείχνει να έχει ως όριο, ως σημείο ανάφλεξης, ένα «παραλήρημα ερμηνευτικό της πραγματικότητας» ή ένα αστήρικτο δονκιχωτικό όνειρο: αντίθετα, γεννιέται και πηγάζει «από τους άλλους», πηγάζει από τα λάθη κρίσης των άλλων και από τις ατομικές ή συλλογικές ανεπάρκειες στην κοινωνική συμπεριφορά τους. Έχει ως ρίζα, και επιλέγει συνεπώς ως στόχο της πολεμικής του, την παράνοια και την ηλιθιότητα «των άλλων». Αυτό δεν αίρει το γεγονός ότι και ο ίδιος θα έχει κάνει λάθη: και για τα δικά του λάθη δεν ζητά, κλαίγοντας, επιείκεια
 
Η μετάφραση της Χαράς Σαρλικιώτη, θεωρώ πως είναι άψογη, η καλύτερη που θα μπορούσε να επιτευχθεί και την συγχαίρω γι' αυτό. Πολλοί αναγνώστες ίσως θεωρήσουν ότι η μετάφρασή της «χωλαίνει» γιατί κάποια αποσπάσματα δε ρέουν σωστά ή ό,τι άλλο. Νομίζω, όμως, ότι μοναδικός υπαίτιος είναι ο Γκάντα. Σημειώνει η ίδια: Η γλώσσα αυτή, που καλείται να εκφράσει τη μεταβολή-παραμόρφωση, μεταφράζεται σε παραμορφώσεις σημασιολογικές, συντακτικές και μορφολογικές. Ο Γκάντα υπερασπίζεται αυτόν τον σπασμό, την «σπαστική» χρήση της γλώσσας που, όπως παρατηρεί ο Gian Carlo Roscioni στο κλασικό δοκίμιό του La disarmonia prestabilita, «ανταποκρίνεται στις εκφραστικές απαιτήσεις για ένταση, ταχύτητα, συγχρονικότητα», υπενθυμίζοντας την κλασική κατάγωγή της: στην επιστολή του «Humano capiti» ο Οράτιος εξηγεί πως η γλώσσα αυτή «μπορεί να επιφέρει μια διάλυση-ανανέωση του νοήματος». Η έκδοση της Άγρας περιέχει επιπλέον το ποίημα του Γκάντα «Φθινόπωρο» (γραμμένο το 1931) που ακολουθεί μετά τον φανταστικό διάλογο ΕΚΔΟΤΗ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ καθώς και δύο επίμετρα, του Πιερ Πάολο Παζολίνι και του Ευγένιου Μοντάλε. Δε θέλω να γίνομαι σπαστικός με το πολυτονικό αλλά το έχω ξαναπεί, σε μερικά βιβλία δυσχεραίνει πολύ την ανάγνωσή τους – στον Γκάντα με την αβυσσαλέα νοηματική εμβρίθεια που αξιώνει από τους αναγνώστες του, αποτελεί αναμφίβολα τροχοπέδη.
 
Όσες ερμηνείες και αν επιχειρήσεις στο πολυπρισματικό έργο του Γκάντα, θα βγεις σίγουρα ζημιωμένος. Μόνο σε ένα θα βγεις κερδισμένος, στην αίσθηση ότι απόλαυσες ένα αληθινό επίτευγμα του γραπτού λόγου. Viva la letteratura! 
 
Υ.Γ. 2666 Η ανάρτηση αφιερώνεται στην αναγνώστρια Rosa Mund που είχε την καλοσύνη να μου χαρίσει το βιβλίο.

Σχόλια

  1. Σας ευχαριστώ για την αφιέρωσή σας στην ιδιότητα της (περιπλανώμενης) αναγνώστριας (που είμαι).
    Ο τίτλος του βιβλίου ήταν ισχυρό κίνητρο για να το διαβάσω. Η έπαυλη που ο Γκάντα κληρονόμησε από τη μητέρα του πρωταγωνιστεί.
    Όπου:
    "Ο φασισμός της κοινωνίας που τον περιβάλλει θα μεγαλώσει την μελαγχολία, την πικρία και την μισανθρωπία του και θα τον οδηγήσει σε ένα είδος απομόνωσης." (ναυτίλος)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ που μου το χαρίσατε. Εκπληκτικός συγγραφέας και πολύ του γούστου μου!

      Καλά που μας θυμίσατε τον Ναυτίλο να τον κάνω μια μνεία. Μας λείπει!

      http://alexis-chryssanthie.blogspot.gr/search/label/%CE%93%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1%20%CE%9A%CE%AC%CF%81%CE%BB%CE%BF%20%CE%95%CE%BC%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%BF

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος26.1.17

    Τελικά ο Γκάντα ενώνει τους ανθρώπους! Η Rosa Mund σου χάρισε την Γνώση του πόνου και εσύ μου χάρισες τον Κυκεώνα στην οδό Μερουλάνα. Υπέροχος συγγραφέας και η Γνώση του πόνου αξεπέραστο βιβλίο. Θα το ξαναδιαβάσω οπωσδήποτε(αλλά είναι και πανδύσκολο το άτιμο!).
    Ε.Γ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το επόμενο που θα εκδοθεί στα ελληνικά είναι σειρά σου να μου το χαρίσεις :p

      Μα τι κάνουν οι εκδότες; Γιατί να μην έχει εκδοθεί άλλο; Από την άλλη, εσύ γνωρίζεις τόσο καλά ιταλικά ώστε να κατανοήσεις(!!) τον Γκάντα και δεν τον διαβάζεις στο πρωτότυπο. Μα γιατί; :p

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος26.1.17

      Αγόρασα στα Ιταλικά τη Γνώση του πόνου και διάβασα την πρώτη σελίδα. Αν ήταν γραμμένη στα κινέζικα, θα είχα καταλάβει περισσότερα.
      Μην παραπονιέσαι, τουλάχιστον μεταφράστηκε η Γνώση του πόνου. Για δες τι γίνεται με τον Σβέβο και τη Συνείδηση του Ζήνωνα...
      Ε.Γ.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !