Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Συγγνώμη αν με πονάει

 
Αυτό που κάνω εγώ θες να μιμηθείς, μην το προσπαθείς... λέει το χαζοτράγουδο και μοιάζει να κουμπώνει τέλεια στην συγγραφική ευφυΐα του Κάρλο Εμίλιο Γκάντα. Ο συγγραφέας που είπε την εξαίσια φράση, «η ευφυΐα μού χρησιμεύει μόνο να στοχάζομαι και να υποφέρω» – μια φράση που ταιριάζει σε πολλούς σπουδαίους συγγραφείς – είχε το θάρρος και την διορατικότητα να το παραδεχτεί και να το αποδεχτεί, να αναγνωρίσει την δύναμη της βασανιστικής του ευφυΐας και την αδυναμία της βασανισμένης του ζωής, και στο τέλος, να συγχωρέσει τον εαυτό του για αυτό που είναι. Κατάφερε να απευθύνει στον εαυτό του ένα ειλικρινές, «Συγγνώμη αν με πονάει».
 
Εμβληματικός Γκάντα! Αυτό είναι το ασφαλέστερο συμπέρασμα που μπορείς να καταλήξεις μετά την ανάγνωση των βιβλίων του. Είχα πει και παλιότερα δυο λόγια για το πώς φτιάχνεται το παστίτσιο (αυτοαναφορικός του κερατά, συγγνώμη αν σας πονάει!), όμως εδώ έχουμε να κάνουμε με το πλέον αυτοβιογραφικό του κείμενο, και η συνταγή σερβίρεται με εντονότερες γεύσεις, υπονομεύοντας ταυτοχρόνως και το στήσιμο του πιάτου. Οι μεταφορές είναι ένας τρόπος να χανόμαστε μέσα στη φαινομενικότητα ή να παραμένουμε ακίνητοι μέσα σε μια θάλασσα φαινομένων. Μ' αυτή την έννοια μια μεταφορά είναι σαν σωσίβιο. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι υπάρχουν σωσίβια που επιπλέουν και σωσίβια που καταποντίζονται σαν μολύβια στο βυθό. Αυτό καλό είναι να μην το ξεχνάμε ποτέ. Αυτό έγραφε ο σπουδαίος Μπολάνιο στο 2666 και από τότε που το διάβασα βρήκα την επιβεβαίωση σε ό,τι ασαφώς μέχρι τότε, πίστευα μέσα μου. Εμένα, οποιοδήποτε κείμενο χωρίς μεταφορές μού μοιάζει φτωχό και αναγνωστικά μη βιώσιμο. Ο Γκάντα φιγουράρει από τους πρώτους στη λίστα του Forbes με τις πλουσιότερες μεταφορές. Αυτό καλό είναι να το ξέρετε από την αρχή. 
 
Κατ' αρχήν, πρέπει να σας πω ότι τα βιβλία του Γκάντα είναι αδιανόητα(,) απαιτητικά και δύσκολα. Και επειδή υποψιάζομαι ότι δε θα με πιστέψετε, θα σας το πει και ο μέγιστος θαυμαστής του, Πιερ Πάολο Παζολίνι: Σε κάθε φράση του Γκάντα μπορούμε να αναγνωρίσουμε μια κεραυνοβόλα επιτομή της ιστορίας της γλώσσας μας – και συνεπώς της ιστορίας tout court της Ιταλίας. Υπάρχει ο 13ος αιώνας, η Αναγέννηση, το μπαρόκ, ο κλασικισμός, ο ρομαντισμός και ο 20ος αιώνας: ίσως σε έξι γραμμές. Έτσι λοιπόν, μην αφήσετε τις σχετικά λίγες 290 σελίδες του βιβλίου, να σας πιάσουν κορόιδο! Προετοιμαστείτε καταλλήλως, γιατί η γνώση του πόνου δεν αφορά μόνο τον συγγραφέα του, αλλά το ίδιο μαρτυρικά και τον ίδιο τον αναγνώστη. 
 
Ο Γκάντα μού θυμίζει μία γοητευτική μείξη του Πεσσόα με τον Μπέρνχαρντ. Η μοναξιά της ψυχής του είναι εκκωφαντικά σιωπηλή ενώ παράλληλα η κοινωνική κριτική του ουρλιάζει σαν λύκος. Σύμφωνα πάντα με το έγκυρο παζολίνειο θεώρημα: Το γεγονός αυτό, ότι δεν χρειαζόταν τους άλλους, αυτή η επάρκειά του στη μοναξιά και η απέραντη ανάγκη για μοναξιά, έχουν σαν συνέπεια ο θάνατός του να μην θλίβει κανέναν: είναι ένας θαυμάσιος τρόπος να πεθάνεις. Να μην ενοχλήσεις με κουραστικούς θρήνους συγγενείς, φίλους και γνωστούς. Να αφαιρέσεις κυριολεκτικά την ενόχληση, η οποία υπήρξε η συνεχής, αγωνιώδης και κωμική πηγή έμπνευσης του Γκάντα. Όταν βρισκόταν κοντά σου, παρών, προσπαθούσε να εξατμιστεί, να συρρικνωθεί, να εξαφανιστεί. Και αυτό κατέληγε κωμικό για έναν άντρα μεγαλόσωμο όπως αυτός. Αυτή η (πολύμορφη) Ενόχληση είναι το βασικό θέμα των βιβλίων του – και ως γνήσιος κωμικός συγγραφέας που είναι, μας σπάει τα νεύρα με την εντόνως «ενοχλητική» γραφή του!
 
Κατόρθωνε να αισθάνεται μίσος χωρίς να παραμορφώνεται η φυσιογνωμία του. Ήταν μάλλον ένας συνεσταλμένος. Αλλά επίμονα τον χαρακτήριζαν ηλίθιο. Αισθάνθηκε ταπεινωμένος, κουρασμένος. Ο παλιός εφιάλτης του πλήθους: [...] στους δρόμους του Παστρουφάτσιο τον είχε καταδιώξει, σαν άγριο θηρίο, η εξαγριωμένη φιλευσπλαχνία των ανθρώπων: ενωμένοι σε ομάδες, κατά χιλιάδες. Αυτός ήταν ένας.
 
https://rebstein.wordpress.com/category/carlo-emilio-gadda/
Η Γνώση του πόνου γράφτηκε το 1937, έναν χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του. Επακόλουθο του θανάτου της ήταν ο Γκάντα να πουλήσει εσπευσμένα και μισοτιμής την εξοχική έπαυλη της οικογένειας, το «φέουδο» που κατέστρεψε την οικογένειά του. Αυτή η έπαυλη, μαζί με πολλές άλλες γειτονικές, αποτελεί τον πρωταγωνιστή του βιβλίου. Το μυθιστόρημα τοποθετείται σε έναν φανταστικό τόπο, το Μαρανταγκάλ, συνδυασμό των περιχώρων του Μιλάνο και των τόπων της Νοτίου Αμερικής που γνώρισε ο Γκάντα κατά την παραμονή του εκεί ως μηχανικός. Ο Γκάντα σαρκάζει την ιδιοκτησία διότι πρόκειται περί ψευδαίσθησης: το άτομο ξεχνά ότι στην πραγματικότητα δεν κατέχει ούτε τον εαυτό του. (...) Η κριτική του είναι βίαιη, διότι ο ίδιος βρίσκεται στο εσωτερικό της ιδεολογίας και της ψυχολογίας τις οποίες καταγγέλλει, δηλαδή της αστικής τάξης και της αυταπάτης για την διατήρηση και συνέχεια του εαυτού της. Η κριτική του όμως επιθυμεί να εξορύξει κάτι βαθύτερο: η ιδιοκτησία είναι κάτι παράλογο διότι θέλει να είναι ιδιωτική, δηλαδή συνδεδεμένη με το άτομο, δηλαδή με το εγώ· και εδώ φτάνουμε στην πιο θαυμαστή απ' όλες τις λοιδορίες του, αυτή εναντίον του εγώ, «της πιο αποκρουστικής αντωνυμίας». Αυτά αναφέρει μεταξύ άλλων, στο εισαγωγικό της σημείωμα (που καλό είναι να διαβαστεί πριν και μετά την ανάγνωση) η μεταφράστρια Χαρά Σαρλικιώτη.
 
Ο «Γιος» και η «Κυρία» ζουν σε αυτή την έπαυλη και γίνονται αντικείμενο χλευασμού (όπως και οι γείτονες) από τον Γκάντα. Ο συγγραφέας για αρκετές σελίδες στην αρχή αφήνεται να παρασυρθεί από την σαρκαστική του φλέβα και δεν αφήνει τίποτα όρθιο. Η ειρωνεία προς τον αντι-ήρωα (και alter ego) Γκοντζάλο γίνεται μέσω των κουτσομπολιών των περιοίκων και πώς αυτοί αντιλαμβάνονται αυτόν τον ασυνήθιστο τύπο. Η «πιο αποκρουστική αντωνυμία» θα κάνει την εμφάνισή της περίπου στην σελίδα 70 και τότε θα αρχίσει να βιώνεται έντονα και σπαρακτικά η γνώση του πόνου. Ο λόγος του Γκάντα έχει φοβερές διακυμάνσεις – πέρα από όλες τις γλωσσικές ιδιοτροπίες που δεν τις εγκαταλείπει ποτέ – μετατοπίζεται διαρκώς ανάμεσα στο γκροτέσκο και στο βαθιά φιλοσοφικό. Έτσι, κάποιες σελίδες κινούνται γρήγορα και ευχάριστα και κάποιες βασανιστικά αργά και οδυνηρά.
 
Στο τέλος του βιβλίου έχει ενσωματωθεί (κατ' απαίτηση του Γκάντα) ένας φανταστικός διάλογος μεταξύ ΕΚΔΟΤΗ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ που προσπαθεί να εξηγήσει γιατί το βιβλίο μοιάζει να είναι ημιτελές, και ταυτόχρονα επιχειρεί μία εμβριθή κριτική αποτίμηση του ίδιου του έργου του. 
 
ΕΚΔΟΤΗΣ: Η έμμονη ιδέα του Γκοντζάλο δεν δείχνει να έχει ως όριο, ως σημείο ανάφλεξης, ένα «παραλήρημα ερμηνευτικό της πραγματικότητας» ή ένα αστήρικτο δονκιχωτικό όνειρο: αντίθετα, γεννιέται και πηγάζει «από τους άλλους», πηγάζει από τα λάθη κρίσης των άλλων και από τις ατομικές ή συλλογικές ανεπάρκειες στην κοινωνική συμπεριφορά τους. Έχει ως ρίζα, και επιλέγει συνεπώς ως στόχο της πολεμικής του, την παράνοια και την ηλιθιότητα «των άλλων». Αυτό δεν αίρει το γεγονός ότι και ο ίδιος θα έχει κάνει λάθη: και για τα δικά του λάθη δεν ζητά, κλαίγοντας, επιείκεια
 
Η μετάφραση της Χαράς Σαρλικιώτη, θεωρώ πως είναι άψογη, η καλύτερη που θα μπορούσε να επιτευχθεί και την συγχαίρω γι' αυτό. Πολλοί αναγνώστες ίσως θεωρήσουν ότι η μετάφρασή της «χωλαίνει» γιατί κάποια αποσπάσματα δε ρέουν σωστά ή ό,τι άλλο. Νομίζω, όμως, ότι μοναδικός υπαίτιος είναι ο Γκάντα. Σημειώνει η ίδια: Η γλώσσα αυτή, που καλείται να εκφράσει τη μεταβολή-παραμόρφωση, μεταφράζεται σε παραμορφώσεις σημασιολογικές, συντακτικές και μορφολογικές. Ο Γκάντα υπερασπίζεται αυτόν τον σπασμό, την «σπαστική» χρήση της γλώσσας που, όπως παρατηρεί ο Gian Carlo Roscioni στο κλασικό δοκίμιό του La disarmonia prestabilita, «ανταποκρίνεται στις εκφραστικές απαιτήσεις για ένταση, ταχύτητα, συγχρονικότητα», υπενθυμίζοντας την κλασική κατάγωγή της: στην επιστολή του «Humano capiti» ο Οράτιος εξηγεί πως η γλώσσα αυτή «μπορεί να επιφέρει μια διάλυση-ανανέωση του νοήματος». Η έκδοση της Άγρας περιέχει επιπλέον το ποίημα του Γκάντα «Φθινόπωρο» (γραμμένο το 1931) που ακολουθεί μετά τον φανταστικό διάλογο ΕΚΔΟΤΗ-ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ καθώς και δύο επίμετρα, του Πιερ Πάολο Παζολίνι και του Ευγένιου Μοντάλε. Δε θέλω να γίνομαι σπαστικός με το πολυτονικό αλλά το έχω ξαναπεί, σε μερικά βιβλία δυσχεραίνει πολύ την ανάγνωσή τους – στον Γκάντα με την αβυσσαλέα νοηματική εμβρίθεια που αξιώνει από τους αναγνώστες του, αποτελεί αναμφίβολα τροχοπέδη.
 
Όσες ερμηνείες και αν επιχειρήσεις στο πολυπρισματικό έργο του Γκάντα, θα βγεις σίγουρα ζημιωμένος. Μόνο σε ένα θα βγεις κερδισμένος, στην αίσθηση ότι απόλαυσες ένα αληθινό επίτευγμα του γραπτού λόγου. Viva la letteratura! 
 
Υ.Γ. 2666 Η ανάρτηση αφιερώνεται στην αναγνώστρια Rosa Mund που είχε την καλοσύνη να μου χαρίσει το βιβλίο.

Σχόλια

  1. Σας ευχαριστώ για την αφιέρωσή σας στην ιδιότητα της (περιπλανώμενης) αναγνώστριας (που είμαι).
    Ο τίτλος του βιβλίου ήταν ισχυρό κίνητρο για να το διαβάσω. Η έπαυλη που ο Γκάντα κληρονόμησε από τη μητέρα του πρωταγωνιστεί.
    Όπου:
    "Ο φασισμός της κοινωνίας που τον περιβάλλει θα μεγαλώσει την μελαγχολία, την πικρία και την μισανθρωπία του και θα τον οδηγήσει σε ένα είδος απομόνωσης." (ναυτίλος)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ που μου το χαρίσατε. Εκπληκτικός συγγραφέας και πολύ του γούστου μου!

      Καλά που μας θυμίσατε τον Ναυτίλο να τον κάνω μια μνεία. Μας λείπει!

      http://alexis-chryssanthie.blogspot.gr/search/label/%CE%93%CE%BA%CE%AC%CE%BD%CF%84%CE%B1%20%CE%9A%CE%AC%CF%81%CE%BB%CE%BF%20%CE%95%CE%BC%CE%AF%CE%BB%CE%B9%CE%BF

      Διαγραφή
  2. Ανώνυμος26.1.17

    Τελικά ο Γκάντα ενώνει τους ανθρώπους! Η Rosa Mund σου χάρισε την Γνώση του πόνου και εσύ μου χάρισες τον Κυκεώνα στην οδό Μερουλάνα. Υπέροχος συγγραφέας και η Γνώση του πόνου αξεπέραστο βιβλίο. Θα το ξαναδιαβάσω οπωσδήποτε(αλλά είναι και πανδύσκολο το άτιμο!).
    Ε.Γ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Το επόμενο που θα εκδοθεί στα ελληνικά είναι σειρά σου να μου το χαρίσεις :p

      Μα τι κάνουν οι εκδότες; Γιατί να μην έχει εκδοθεί άλλο; Από την άλλη, εσύ γνωρίζεις τόσο καλά ιταλικά ώστε να κατανοήσεις(!!) τον Γκάντα και δεν τον διαβάζεις στο πρωτότυπο. Μα γιατί; :p

      Διαγραφή
    2. Ανώνυμος26.1.17

      Αγόρασα στα Ιταλικά τη Γνώση του πόνου και διάβασα την πρώτη σελίδα. Αν ήταν γραμμένη στα κινέζικα, θα είχα καταλάβει περισσότερα.
      Μην παραπονιέσαι, τουλάχιστον μεταφράστηκε η Γνώση του πόνου. Για δες τι γίνεται με τον Σβέβο και τη Συνείδηση του Ζήνωνα...
      Ε.Γ.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!