Ο Μπλουμ πηγαίνει στο ταχυδρομείο για να ρωτήσει αν έχει κάποιο γράμμα δίνοντας μια κάρτα με ένα όνομα διαφορετικό από το δικό του: Χένρυ Φλάουερ. Αυτή την κάρτα την κρατάει κρυφή στο εσωτερικό του καπέλου του, κάτι που ήδη μας μισοφανερώθηκε από το προηγούμενο κεφάλαιο. Κρυφοκοίταξε γρήγορα στο μέσα μέρος της δερμάτινης κορδέλας. Άσπρο απόκομμα χαρτιού. Απολύτως ασφαλές. Στο κεφάλαιο «Λωτοφάγοι» ο Τζόυς θυμάται, ανασκευάζει και μυθοποιεί την σύντομη ερωτική σχέση που είχε με την Μάρθα Φλάισμαν από τα τέλη του 1918 έως τον Μάρτιο του 1919.
Η Μάρτε δεν εργαζόταν. Περνούσε τον καιρό της καπνίζοντας, διαβάζοντας ρομαντικά μυθιστορήματα και το μόνο που την απασχολούσε ήταν τα λούσα. Ήταν ματαιόδοξη και ήθελε να κάνει την σνομπ. Μόλις πήρε είδηση ότι ο Τζόυς ήταν κατά μία έννοια μία σημαντική προσωπικότητα, έσπευσε να του γράψει, οπότε άρχισε μια αλληλογραφία που κρατήθηκε μυστική τόσο από τη Νόρα όσο και από τον Χίλτπολντ. Η στάση του Τζόυς απέναντι στη Μάρθα είχε όλα τα χαρακτηριστικά της ρομαντικής παράδοσης, με μια περίεργη και αποκαλυπτική εξαίρεση: τα γράμματα που της έστελνε τα υπέγραφε με ελληνικό ε αντί για το λατινικό e στο όνομα James Joyce. Είναι μάλλον απίθανο να είχε σκεφθεί ότι αυτή η ελάχιστη γραφική αλλαγή θα μπορούσε να του φανει χρήσιμη σε επίσημη δικαστική εξέταση του γραφικού του χαρακτήρα. Μάλλον δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από το ότι κρατούσε ένα κομμάτι του εαυτού του σ' αυτήν την αλληλογραφία, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα με την ίδια του την ανοησία.
Το γράμμα της Μάρθας είναι μια ερωτική απαίτηση να βρεθούν επιτέλους από κοντά.
[...] Δεν είσαι ευτυχισμένος στο σπίτι σου μικρό άτακτο παιδί; Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για σένα. (...) Αγαπητέ Χένρυ, πότε θα συναντηθούμε; Δεν έχεις ιδέα πόσο συχνά σε σκέφτομαι. (...) Λοιπόν, τώρα ξέρεις τι θα σου κάνω, άτακτο αγόρι, αν δεν γράψεις. Αχ πόσο λαχταρώ να σε συναντήσω. (...) ΥΓ. Πες μου ποιο άρωμα φοράει η γυναίκα σου. Θέλω να ξέρω.
Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Έλμαν, η σχέση του Τζόυς με την Μάρθα Φλάισμαν μάλλον έμεινε σε πλατωνικό επίπεδο. Άλλωστε στη μετέπειτα ζωή της πάντα εξωράιζε την σχέση με τον Τζόυς παρουσιάζοντάς την σαν eine Platonische Liebe. Η παράλληλη σχέση του Μπλουμ με την Μάρθα Κλίφορντ αφήνει επίσης να εννοηθεί ότι αυτή η Ναυσικά προτιμούσε μάλλον να διεγείρει παρά να ανταποδίδει τον πόθο.
Οι σκέψεις του Λεοπόλδου Μπλουμ πάνω στο γράμμα της Μάρθας (Άτακτο αγόρι· τιμωρία· φοβάται τις λέξεις, φυσικά.) τον οδηγούν σε μακρινούς νοητικούς δρόμους ενώ τα βήματά του τον οδηγούν έξω από την εκκλησία των Αγίων Πάντων. Μόλις ο Μπλουμ περνάει το κατώφλι της εκκλησίας, ξαναθυμάμαι γιατί ο Τζόυς είναι ένας συγγραφέας που έχει επηρέασει αποφασιστικά την σκέψη μου! Η Εκκλησία διαχρονικά ενσαρκώνει μία πανίσχυρη εξουσία, κυρίως πνευματική – τα οικονομικά οφέλη έπονται και συνήθως είναι αποτέλεσμα της πνευματικής αποχαύνωσης πολλών πιστών... χορηγών της! Θέλει πολύ θάρρος να τα βάλεις με μια τέτοια θεοφοβούμενη παρακμή. Ο Τζόυς μπορεί να χρειάστηκε να αυτοεξοριστεί για να καταφέρει να πολεμήσει την Καθολική Εκκλησία αλλά αυτό δεν στερεί τίποτα από την λαμπρότητα της επιτυχίας του. Ο Μπλουμ μπαίνει στην εκκλησία να παρακολουθήσει την λειτουργία και αφήνεται να παρασυρθεί από τις βλάσφημες σκέψεις που αισθάνεσαι ότι του προσφέρουν μία χαλαρωτική ικανοποίηση. Σε ένα εντυπωσιακό απόσπασμα ο Τζόυς σεξουαλικοποιεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας:
Ο παπάς περνούσε μπροστά τους μουρμουρίζοντας, κρατώντας το πράμα στα χέρια του. Σταματούσε σε καθεμία, έβγαζε μια όστια, τίναζε μια σταγόνα ή δύο (είναι μέσα σε νερό;) και την έβαζε νοικοκυρεμένα μέσα στο στόμα της.
Στις σελίδες όπου περιγράφεται η σύντομη παρακολουθηση της Θείας Λειτουργίας από τον Μπλουμ, ο Τζόυς μας φανερώνει σε όλο το μεγαλείο της συγγραφικής του δεινότητας, λογοπαίγνια και μεταφορές του λόγου που επαναφέρουν την πίστη μας στον ανθρώπινο λόγο (που κρύβει κάτι θεϊκό) έναντι του θεϊκού (που δεν κρύβει τίποτε ανθρώπινο). Πρώτοι κοινωνοί. Παγωτό χωνάκι μια πένα η μπάλα. Ο Ανευλαβής μας διαφωτίζει, Hokypoky: απάτη, τσαρλατανισμός (επίσης και παγωτό χωνάκι). Παραφθορά του λατινικού «hoc est corpus: τούτο εστί το σώμα μου».
Και συνεχίζει, βάζοντας τον Μπλουμ να στοχάζεται πάνω στις γνωστές ονομασίες του Ιησού (Ι.N.R.I. - Iesus Nazarenus Rex Iudaeorum και I.H.S. - Iesus Hominom Salavator) που εμφανίζονται σε διάφορα σημεία της εκκλησίας, δίνοντας μια άλλη, πιο ανθρώπινη νότα στα αρκτικόλεξα. Η Μόλλυ μου το είπε κάποτε όταν την ρώτησα. Έχω αμαρτήσει (I Have Sinned)· ή όχι: έχω υποφέρει (I Have Suffered). Και το άλλο: Σιδερένια καρφιά μπήκαν μέσα (Iron Nails Ran In). Να σημειωθεί εδώ ότι ο Τζόυς συχνά ταύτιζε τον εαυτό του με τον Χριστό, ως ένας άνθρωπος που προδόθηκε και υπέφερε από τους συμπατριώτες του. Επίσης, η «αμαρτία» του Τζόυς είναι ότι απαρνήθηκε την Καθολική Εκκλησία για χάρη της τέχνης του.
Ας φύγουμε όμως και μεις από την εκκλησία με τον απαράμιλλο τρόπο του Μπλουμ. Καλύτερα να του δίνω. Αδελφός πορτοφολάς. Θα γυρίσει με τον δίσκο ίσως. Ο Μπλουμ φεύγει από την εκκλησία και περνάει από ένα φαρμακείο για να αγοράσει μία λοσιόν για τη Μόλλυ. Εκεί, παρασύρεται από τις ερεθιστικές μυρωδιές και αγοράζει και ένα σαπούνι γλυκό κερί λεμονιού. Έχει αποφασίσει να κάνει ένα χαλαρωτικό μπάνιο στο τούρκικο χαμάμ πριν την κηδεία. Μετά αισθάνεσαι φρέσκος όλη μέρα. Η κηδεία είναι μάλλον κατηφής. Έχει πεθάνει ο φίλος του Ντίγκναμ, κάτι που πρωτομάθαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο – σε αυτό το κεφάλαιο, ο Μπλουμ συναντά στον δρόμο μερικούς από τους φίλους/γνωστούς του Ντίγκναμ και έτσι μαθαίνουμε περισσότερα για τον νεκρό (ή μάλλον μαθαίνουμε λιγότερα, καθώς όπως συμβαίνει και στην καθημερινή ζωή, όταν κάποιος μιλάει για έναν νεκρό που γνώριζε καταλήγει να μιλάει για τον εαυτό του!). Η κηδεία στην πλήρη εξέλιξή της θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο που φέρει και τον δυσερμήνευτο(!) τίτλο, «Άδης».
Όπου και αν πηγαίνει ο Μπλουμ κρατά μια ημερήσια εφημερίδα την οποία χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως: κρύβει μέσα της το γράμμα της Μάρθας, την τυλίγει ρολό και την χτυπάει ρυθμικά καθώς περπατάει, την δανείζει σε έναν γνωστό του για να δει τις ιπποδρομίες, φτιάχνει με αυτήν ένα πακέτο για το σαπούνι που αγόρασε. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να την ξεχάσει, σιγά σιγά αισθάνεται ότι την κρατάει και ο ίδιος. Είναι η αρχή αυτού που υποψιαζόσουν ότι αργά ή γρήγορα θα συμβεί – δεν διαβάζεις για μια περιπλάνηση, γίνεσαι ο ίδιος περιπλανώμενος! Τουλάχιστον εγώ, μέσα από αυτό το τέχνασμα της εφημερίδας, συνειδητοποίησα ξεκάθαρα ότι δεν προσπαθώ να χωρέσω τον Μπλουμ μέσα μου, αλλά να χωρέσω εγώ μέσα στον Μπλουμ.
Το κεφάλαιο «Λωτοφάγοι» είναι το προσωπικό μου αγαπημένο. Ξέρω ότι υπάρχουν πιο ενδιαφέροντα από αυτό, πιο λογοτεχνικά, πιο εμβληματικά, πιο αριστουργηματικά. Όμως δεν αλλάζω γνώμη, και μην επιμένετε γιατί θα σας κατακεφαλιάσω με την εφημερίδα που κρατάω στο χέρι!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.