Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (10 π.μ.)

 
Ο Μπλουμ πηγαίνει στο ταχυδρομείο για να ρωτήσει αν έχει κάποιο γράμμα δίνοντας μια κάρτα με ένα όνομα διαφορετικό από το δικό του: Χένρυ Φλάουερ. Αυτή την κάρτα την κρατάει κρυφή στο εσωτερικό του καπέλου του, κάτι που ήδη μας μισοφανερώθηκε από το προηγούμενο κεφάλαιο. Κρυφοκοίταξε γρήγορα στο μέσα μέρος της δερμάτινης κορδέλας. Άσπρο απόκομμα χαρτιού. Απολύτως ασφαλές. Στο κεφάλαιο «Λωτοφάγοι» ο Τζόυς θυμάται, ανασκευάζει και μυθοποιεί την σύντομη ερωτική σχέση που είχε με την Μάρθα Φλάισμαν από τα τέλη του 1918 έως τον Μάρτιο του 1919.
 
Η Μάρτε δεν εργαζόταν. Περνούσε τον καιρό της καπνίζοντας, διαβάζοντας ρομαντικά μυθιστορήματα και το μόνο που την απασχολούσε ήταν τα λούσα. Ήταν ματαιόδοξη και ήθελε να κάνει την σνομπ. Μόλις πήρε είδηση ότι ο Τζόυς ήταν κατά μία έννοια μία σημαντική προσωπικότητα, έσπευσε να του γράψει, οπότε άρχισε μια αλληλογραφία που κρατήθηκε μυστική τόσο από τη Νόρα όσο και από τον Χίλτπολντ. Η στάση του Τζόυς απέναντι στη Μάρθα είχε όλα τα χαρακτηριστικά της ρομαντικής παράδοσης, με μια περίεργη και αποκαλυπτική εξαίρεση: τα γράμματα που της έστελνε τα υπέγραφε με ελληνικό ε αντί για το λατινικό e στο όνομα James Joyce. Είναι μάλλον απίθανο να είχε σκεφθεί ότι αυτή η ελάχιστη γραφική αλλαγή θα μπορούσε να του φανει χρήσιμη σε επίσημη δικαστική εξέταση του γραφικού του χαρακτήρα. Μάλλον δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο από το ότι κρατούσε ένα κομμάτι του εαυτού του σ' αυτήν την αλληλογραφία, διασκεδάζοντας ταυτόχρονα με την ίδια του την ανοησία.
 
Το γράμμα της Μάρθας είναι μια ερωτική απαίτηση να βρεθούν επιτέλους από κοντά.
 
[...] Δεν είσαι ευτυχισμένος στο σπίτι σου μικρό άτακτο παιδί; Μακάρι να μπορούσα να κάνω κάτι για σένα. (...) Αγαπητέ Χένρυ, πότε θα συναντηθούμε; Δεν έχεις ιδέα πόσο συχνά σε σκέφτομαι. (...) Λοιπόν, τώρα ξέρεις τι θα σου κάνω, άτακτο αγόρι, αν δεν γράψεις. Αχ πόσο λαχταρώ να σε συναντήσω. (...) ΥΓ. Πες μου ποιο άρωμα φοράει η γυναίκα σου. Θέλω να ξέρω
 

 
Σύμφωνα με τον Ρίτσαρντ Έλμαν, η σχέση του Τζόυς με την Μάρθα Φλάισμαν μάλλον έμεινε σε πλατωνικό επίπεδο. Άλλωστε στη μετέπειτα ζωή της πάντα εξωράιζε την σχέση με τον Τζόυς παρουσιάζοντάς την σαν eine Platonische Liebe. Η παράλληλη σχέση του Μπλουμ με την Μάρθα Κλίφορντ αφήνει επίσης να εννοηθεί ότι αυτή η Ναυσικά προτιμούσε μάλλον να διεγείρει παρά να ανταποδίδει τον πόθο.
 
Οι σκέψεις του Λεοπόλδου Μπλουμ πάνω στο γράμμα της Μάρθας (Άτακτο αγόρι· τιμωρία· φοβάται τις λέξεις, φυσικά.) τον οδηγούν σε μακρινούς νοητικούς δρόμους ενώ τα βήματά του τον οδηγούν έξω από την εκκλησία των Αγίων Πάντων. Μόλις ο Μπλουμ περνάει το κατώφλι της εκκλησίας, ξαναθυμάμαι γιατί ο Τζόυς είναι ένας συγγραφέας που έχει επηρέασει αποφασιστικά την σκέψη μου! Η Εκκλησία διαχρονικά ενσαρκώνει μία πανίσχυρη εξουσία, κυρίως πνευματική – τα οικονομικά οφέλη έπονται και συνήθως είναι αποτέλεσμα της πνευματικής αποχαύνωσης πολλών πιστών... χορηγών της! Θέλει πολύ θάρρος να τα βάλεις με μια τέτοια θεοφοβούμενη παρακμή. Ο Τζόυς μπορεί να χρειάστηκε να αυτοεξοριστεί για να καταφέρει να πολεμήσει την Καθολική Εκκλησία αλλά αυτό δεν στερεί τίποτα από την λαμπρότητα της επιτυχίας του. Ο Μπλουμ μπαίνει στην εκκλησία να παρακολουθήσει την λειτουργία και αφήνεται να παρασυρθεί από τις βλάσφημες σκέψεις που αισθάνεσαι ότι του προσφέρουν μία χαλαρωτική ικανοποίηση. Σε ένα εντυπωσιακό απόσπασμα ο Τζόυς σεξουαλικοποιεί το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας:
 
Ο παπάς περνούσε μπροστά τους μουρμουρίζοντας, κρατώντας το πράμα στα χέρια του. Σταματούσε σε καθεμία, έβγαζε μια όστια, τίναζε μια σταγόνα ή δύο (είναι μέσα σε νερό;) και την έβαζε νοικοκυρεμένα μέσα στο στόμα της.
 
Στις σελίδες όπου περιγράφεται η σύντομη παρακολουθηση της Θείας Λειτουργίας από τον Μπλουμ, ο Τζόυς μας φανερώνει σε όλο το μεγαλείο της συγγραφικής του δεινότητας, λογοπαίγνια και μεταφορές του λόγου που επαναφέρουν την πίστη μας στον ανθρώπινο λόγο (που κρύβει κάτι θεϊκό) έναντι του θεϊκού (που δεν κρύβει τίποτε ανθρώπινο). Πρώτοι κοινωνοί. Παγωτό χωνάκι μια πένα η μπάλα. Ο Ανευλαβής μας διαφωτίζει, Hokypoky: απάτη, τσαρλατανισμός (επίσης και παγωτό χωνάκι). Παραφθορά του λατινικού «hoc est corpus: τούτο εστί το σώμα μου».
 
Και συνεχίζει, βάζοντας τον Μπλουμ να στοχάζεται πάνω στις γνωστές ονομασίες του Ιησού (Ι.N.R.I. - Iesus Nazarenus Rex Iudaeorum και I.H.S. - Iesus Hominom Salavator) που εμφανίζονται σε διάφορα σημεία της εκκλησίας, δίνοντας μια άλλη, πιο ανθρώπινη νότα στα αρκτικόλεξα. Η Μόλλυ μου το είπε κάποτε όταν την ρώτησα. Έχω αμαρτήσει (I Have Sinned)· ή όχι: έχω υποφέρει (I Have Suffered). Και το άλλο: Σιδερένια καρφιά μπήκαν μέσα (Iron Nails Ran In). Να σημειωθεί εδώ ότι ο Τζόυς συχνά ταύτιζε τον εαυτό του με τον Χριστό, ως ένας άνθρωπος που προδόθηκε και υπέφερε από τους συμπατριώτες του. Επίσης, η «αμαρτία» του Τζόυς είναι ότι απαρνήθηκε την Καθολική Εκκλησία για χάρη της τέχνης του.
 
Ας φύγουμε όμως και μεις από την εκκλησία με τον απαράμιλλο τρόπο του Μπλουμ. Καλύτερα να του δίνω. Αδελφός πορτοφολάς. Θα γυρίσει με τον δίσκο ίσως. Ο Μπλουμ φεύγει από την εκκλησία και περνάει από ένα φαρμακείο για να αγοράσει μία λοσιόν για τη Μόλλυ. Εκεί, παρασύρεται από τις ερεθιστικές μυρωδιές και αγοράζει και ένα σαπούνι γλυκό κερί λεμονιού. Έχει αποφασίσει να κάνει ένα χαλαρωτικό μπάνιο στο τούρκικο χαμάμ πριν την κηδεία. Μετά αισθάνεσαι φρέσκος όλη μέρα. Η κηδεία είναι μάλλον κατηφής. Έχει πεθάνει ο φίλος του Ντίγκναμ, κάτι που πρωτομάθαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο – σε αυτό το κεφάλαιο, ο Μπλουμ συναντά στον δρόμο μερικούς από τους φίλους/γνωστούς του Ντίγκναμ και έτσι μαθαίνουμε περισσότερα για τον νεκρό (ή μάλλον μαθαίνουμε λιγότερα, καθώς όπως συμβαίνει και στην καθημερινή ζωή, όταν κάποιος μιλάει για έναν νεκρό που γνώριζε καταλήγει να μιλάει για τον εαυτό του!). Η κηδεία στην πλήρη εξέλιξή της θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο που φέρει και τον δυσερμήνευτο(!) τίτλο, «Άδης».
 

 
Όπου και αν πηγαίνει ο Μπλουμ κρατά μια ημερήσια εφημερίδα την οποία χρησιμοποιεί ποικιλοτρόπως: κρύβει μέσα της το γράμμα της Μάρθας, την τυλίγει ρολό και την χτυπάει ρυθμικά καθώς περπατάει, την δανείζει σε έναν γνωστό του για να δει τις ιπποδρομίες, φτιάχνει με αυτήν ένα πακέτο για το σαπούνι που αγόρασε. Ο αναγνώστης δεν μπορεί να την ξεχάσει, σιγά σιγά αισθάνεται ότι την κρατάει και ο ίδιος. Είναι η αρχή αυτού που υποψιαζόσουν ότι αργά ή γρήγορα θα συμβεί – δεν διαβάζεις για μια περιπλάνηση, γίνεσαι ο ίδιος περιπλανώμενος! Τουλάχιστον εγώ, μέσα από αυτό το τέχνασμα της εφημερίδας, συνειδητοποίησα ξεκάθαρα ότι δεν προσπαθώ να χωρέσω τον Μπλουμ μέσα μου, αλλά να χωρέσω εγώ μέσα στον Μπλουμ.
 
Το κεφάλαιο «Λωτοφάγοι» είναι το προσωπικό μου αγαπημένο. Ξέρω ότι υπάρχουν πιο ενδιαφέροντα από αυτό, πιο λογοτεχνικά, πιο εμβληματικά, πιο αριστουργηματικά. Όμως δεν αλλάζω γνώμη, και μην επιμένετε γιατί θα σας κατακεφαλιάσω με την εφημερίδα που κρατάω στο χέρι!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!