Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 π.μ.)

 
Εκκλς 7. Σπίτι του Μπλουμ. 8 η ώρα το πρωί. Με τη μυρωδιά ενός τηγανιτού χοιρινού νεφρού μάς συστήνεται ο σπουδαιότερος ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Διαβάζουμε τις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου περισσότερο με τις ρινικές απολήξεις μας παρά με τα οπτικά μας νεύρα. Ο εβραίος, από πατέρα, ουγγρικής καταγωγής Λεοπόλδος Μπλουμ ετοιμάζει πρωινό στην κουζίνα του σπιτιού του, για την γυναίκα του Μόλλυ που χουζουρεύει ακόμα στο κρεβάτι αλλά και για τον ίδιο.  
 
[...] Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πρότυπο αυτό ήταν ο Ετόρε Σμιτζ, του οποίου ο παππούς καταγόταν από την Ουγγαρία, είχε το ίδιο μουστάκι που ο Τζόυς έδωσε στον Μπλουμ και, ακριβώς όπως και ο Μπλουμ, είχε σύζυγο και θυγατέρα. (...) Ο Σμιτζ ήταν από πολλές απόψεις διαφορετικός από τον Μπλουμ. Είχε όμως παντρευτεί Χριστιανή, είχε αλλάξει το όνομά του (έστω και αν το είχε κάνει για λογοτεχνικούς λόγους), γνώριζε κάπως τα εβραϊκά έθιμα και είχε την φιλικά ειρωνική ματιά του Μπλουμ για τη ζωή. Ο Τζόυς δεν μπορούσε να υποφέρει τα εσωτερικά όργανα των βοοειδών και των πουλερικών, ενώ ο Σμιτζ, όπως και ο Μπλουμ, τρελαινόταν γι' αυτά. Βέβαια ορισμένες απ' αυτές τις ομοιότητες είναι μικρές, αλλά ο Τζόυς είχε μάτι αράχνης.
 

 
Στην σύντομη εξόρμησή του προς το κοντινό κρεοπωλείο, συναντά εκεί και γλυκοκοιτάζει την υπηρέτρια του γειτονικού σπιτιού και εύχεται να επισπεύσει ο κρεοπώλης τις διαδικασίες ώστε να την ακολουθήσει στον δρόμο της επιστροφής. Ο κύριος Μπλουμ έδειξε γρήγορα. Για να προλάβει και να περπατήσει πίσω της, αν πήγαινε αργά, πίσω από τα κουνιστά καπούλια της. Ευχάριστο να βλέπει κανείς πρώτο πράγμα το πρωινό. Βιάσου να πάρει ο διάολος. Εδώ βλέπουμε τις πρώτες «άσωτες» σκέψεις του Μπλουμ (οι οποίες στο επόμενο κεφάλαιο θα αποκτήσουν πιο σαφές και ξεκάθαρο «σώμα») που έρχονται σε αντιπαράθεση με την αμέσως επόμενη σκηνή, μόλις επιστρέφει δηλαδή στο σπίτι και βρίσκει δύο γράμματα, ένα από την κόρη του Μίλλυ και ένα ακόμα που φέρει την αγενή (για τον άντρα περισσότερο, μιας παντρεμένης γυναίκας) ένδειξη στο φάκελο, «Κυρία Μάριον Μπλουμ». Το κεντρί της ζήλιας τον τρυπά. Το χτυποκάρδι του έπεσε αμέσως. Θρασύς γραφικός χαρακτηρας. Κυρία Μάριον. Το γράμμα προς την Μόλλυ προέρχεται από τον Μπλέιζες Μπόυλαν, ερωτικό αντίζηλο του Μπλουμ, που φέρνει το πρόγραμμα μιας όπερας στην οποία η Μόλλυ θα τραγουδήσει. 
 
Στο γράμμα της Μίλλυ και στις αντιδράσεις του Μπλουμ κατά την ανάγνωσή του βλέπουμε την αμφίδρομη σχέχη αγάπης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους. Ο Μπλουμ παρουσιάζεται ως ένας τρυφερός και ανήσυχος πατέρας που βλέπει την έφηβη κόρη του να κάνει τα πρώτα μοναχικά της βήματα στη ζωή. Η Μίλλυ δουλεύει σε ένα φωτογραφείο στο Μάλλινγκαρ και ετοιμάζεται για ένα πικνικ με φίλους και έναν νεαρό σπουδαστή που γνώρισε, τον Μπάννον.
 
Ε, λοιπόν: αυτή ξέρει να προσέχει τον εαυτό της. Αλλά αν όχι; Όχι, τίποτα δεν συνέβη. Φυσικά θα μπορούσε. Περίμενε τέλος πάντων μέχρι να συμβεί. Ένα ακατέργαστο κομμάτι αγαθών. Τα λεπτοκαμωμένα πόδια της να ανεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες. Ωριμάζει τώρα. Ματαιόδοξη: πολύ.
 
Πολύ νωρίς στο βιβλίο, ο Τζόυς προαναγγέλει την εμφάνιση της Μίλλυ, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, σε μια συζήτηση στην οποία συμμετέχει και ο Στέφανος.
 
- Ακόμη εκεί; Πήρα μια κάρτα από τον Μπάννον. Λέει ότι βρήκε ένα γλυκό νεαρό πλάσμα εκεί κάτω. Τη φωνάζει φωτοκόριτσο.
 

 
Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι μια πρώτη γνωριμία των αναγνωστών με τον σύγχρονο Οδυσσέα. Περισσότερο υπαινίσσονται πράγματα και γεγονότα παρά λέγονται ευκρινώς. Η Μόλλυ καθ' όλη τη διάρκεια του κεφαλαίου δεν φεύγει από το κρεβάτι της, παραπέμποντας νοερά στην ομηρική Καλυψώ και στο νησί της, από όπου εξουσίαζει τον Οδυσσέα. Ο Μπλουμ φαίνεται να είναι δέσμιος της «εξουσίας» της φέρνοντάς της πρωινό στο κρεβάτι, ανοίγοντας τις κουρτίνες, ψάχνοντας και σηκώνοντας ένα πεταμένο βιβλίο από το πάτωμα από το οποίο θέλει να τον ρωτήσει για την «δυσνόητη» έννοια της λέξης «μετεμψύχωση». Αν για να συγκροτήσει την εξωτερική εικόνα της Μόλλυ Μπλουμ ο Τζόυς αξιοποίησε ψήγματα από την κυρία Τσανς, τη σινιόρα Σάντος, τη σινιόρα Πόπερ και την κόρη του Ματ Ντίλον, για τον τρόπο σκέψης της το πρότυπο το είχε κατ' οίκον. Η Νόρα Τζόυς διέθετε ένα ανάλογο χάρισμα πυκνής, δηκτικής έκφρασης, κάτι που ενθουσίαζε τον Τζόυς όσο και τον Μπλουμ. Όπως και η Μόλλυ, δεν συμπαθούσε τη διανόηση· και ακριβώς όπως και η Μόλλυ ήταν προσκολλημένη στον άντρα της χωρίς να αισθάνεται δέος γι' αυτόν. Όταν εκείνος της εξηγεί την έννοια της λέξης «μετεμψύχωση» εκείνη ξεσπά:  
 
- Ω, διάβολε! είπε αυτή. Πες το μας με απλά λόγια
 
Ο Οδυσσέας θεωρήθηκε βλάσφημο και άσεμνο βιβλίο στην εποχή του αλλά μιας και ο Τζόυς είχε αποφασίσει να φέρει στο φως κάθε κρυφή και ποταπή ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν είχε χρόνο να ακούει τις αντιτιθέμενες φωνές, ειδικά εκείνες που δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο. Όταν βάζει την Μόλλυ να λέει για ένα βιβλίο που μόλις έχει τελειώσει, Δεν είναι τίποτα άσεμνο σ' αυτό, είναι σαν να αποφαίνεται για την αθωότητα ολόκληρου του Οδυσσέα! Ο Μπλουμ κατουράει, αποπατεί, αυνανίζεται, καταβροχθίζει, μικρολογεί, κοκορεύεται, είναι δουλικός. Είναι λάγνος, δειλός, μηχανορράφος. Είναι όμως, επίσης, ευγενής, τολμηρός, γενναιόδωρος, αγαπά, είναι αξιοπρεπής. Τη μια στιγμή συλλογίζεται την αυτοκτονία του πατέρα του και τον θάνατο του μωρού αγοριού του και την άλλη κάνει σαν λιμασμένος για ένα κομμάτι τυρί ή «χαλβαδιάζει» τα πισινά μιας κοπέλας στον δρόμο. Αυτά μας λέει ο Ελευθέριος Ανευλαβής στην εισαγωγή του και ο Μπλουμ προς άμεση επιβεβαίωση, μας τραβολογάει στην τουαλέτα μαζί του, όπου νιώθουμε και μεις την ηδονή που προσφέρει το παρατεταμένο κράτημα ενός γεμάτου εντέρου πριν την εκκένωση. Όχι μεγάλη βιασύνη. Κράτα το λίγο. (...) Στα μισά, με την τελευταία αντίσταση να υποχωρεί, άφησε το έντερό του να αδειάσει αθόρυβα καθώς διάβαζε, διαβάζοντας ακόμη υπομονετικά, ενώ εκείνη η χθεσινή ελαφρά δυσκοιλιότητα είχε φύγει τελειώς. Θαρρείτε πως πια είναι απίθανο να διαβάσετε αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα πάνω από μια αχνίζουσα λεκάνη; Συνέχισε το διάβασμα, καθισμένος ήρεμα πάνω από την ίδια του τη μυρωδιά που ανέβαινε. Το γεγονός ότι σκουπίζεται με την εφημερίδα που διαβάζει, είναι ένα πρώιμο εύγλωττο σχόλιο για όσα θα ακολουθήσουν στο κεφάλαιο «Αίολος»!
 
Η εβραϊκότητα του Μπλουμ υπερτονίζεται όσο εκείνος βρίσκεται στο μαγαζί του εβραίου κρεοπώλη Ντλούγκατζ και παρατηρεί τυχαία μια εφημερίδα που προορίζεται για τύλιγμα των κρεάτων, πάνω στην οποία διαβάζει μια διαφήμιση για μια πρότυπη φάρμα στην παραλίμνια περιοχή της Τιβεριάδας. Αφήνεται σε μια ονειροπόληση γεμάτη βουκολικές και νοσταλγικές αναμνήσεις ενός χαμένου Παράδεισου για να καταλήξει σε μια αντίστροφη πορεία (απαλείφοντας το Καθαρτήριο) στην τωρινή Κόλαση.
 
Ο παλιότερος λαός. Περιπλανήθηκε πολύ μακριά σ' όλη τη γη, αιχμαλωσία στην αιχμαλωσία, πολλαπλασιαζόμενος, θνήσκων, γεννοβολώντας παντού. Κείτεται εδώ τώρα. Τώρα δεν θα μπορούσε να αποδώσει άλλο πια. Νεκρός: μιας γριάς γυναίκας: το γκρίζο ζαρωμένο μουνί του κόσμου. Αφανισμός.
 
 
Το κεφάλαιο Καλυψώ είναι μια εξαιρετική εισαγωγή στα θέματα και στα μοτίβα που θα αξιοποιήσει ο Τζόυς για την σκιαγράφηση του «καθημερινού» του ήρωα. Θέλοντας να μας καλοπιάσει, ο Τζόυς χρησιμοποιεί μια στρωτή γραφή και μια πλοκή που μεγαλώνει την αγωνία μας για την συνέχεια. Μην επαναπαύεστε όμως, οι Λωτοφάγοι που ακολουθούν, ενδεχομένως να σας κάνουν να τα ξεχάσετε όλα!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!