Εκκλς 7. Σπίτι του Μπλουμ. 8 η ώρα το πρωί. Με τη μυρωδιά ενός τηγανιτού χοιρινού νεφρού μάς συστήνεται ο σπουδαιότερος ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Διαβάζουμε τις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου περισσότερο με τις ρινικές απολήξεις μας παρά με τα οπτικά μας νεύρα. Ο εβραίος, από πατέρα, ουγγρικής καταγωγής Λεοπόλδος Μπλουμ ετοιμάζει πρωινό στην κουζίνα του σπιτιού του, για την γυναίκα του Μόλλυ που χουζουρεύει ακόμα στο κρεβάτι αλλά και για τον ίδιο.
[...] Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πρότυπο αυτό ήταν ο Ετόρε Σμιτζ, του οποίου ο παππούς καταγόταν από την Ουγγαρία, είχε το ίδιο μουστάκι που ο Τζόυς έδωσε στον Μπλουμ και, ακριβώς όπως και ο Μπλουμ, είχε σύζυγο και θυγατέρα. (...) Ο Σμιτζ ήταν από πολλές απόψεις διαφορετικός από τον Μπλουμ. Είχε όμως παντρευτεί Χριστιανή, είχε αλλάξει το όνομά του (έστω και αν το είχε κάνει για λογοτεχνικούς λόγους), γνώριζε κάπως τα εβραϊκά έθιμα και είχε την φιλικά ειρωνική ματιά του Μπλουμ για τη ζωή. Ο Τζόυς δεν μπορούσε να υποφέρει τα εσωτερικά όργανα των βοοειδών και των πουλερικών, ενώ ο Σμιτζ, όπως και ο Μπλουμ, τρελαινόταν γι' αυτά. Βέβαια ορισμένες απ' αυτές τις ομοιότητες είναι μικρές, αλλά ο Τζόυς είχε μάτι αράχνης.
Στην σύντομη εξόρμησή του προς το κοντινό κρεοπωλείο, συναντά εκεί και γλυκοκοιτάζει την υπηρέτρια του γειτονικού σπιτιού και εύχεται να επισπεύσει ο κρεοπώλης τις διαδικασίες ώστε να την ακολουθήσει στον δρόμο της επιστροφής. Ο κύριος Μπλουμ έδειξε γρήγορα. Για να προλάβει και να περπατήσει πίσω της, αν πήγαινε αργά, πίσω από τα κουνιστά καπούλια της. Ευχάριστο να βλέπει κανείς πρώτο πράγμα το πρωινό. Βιάσου να πάρει ο διάολος. Εδώ βλέπουμε τις πρώτες «άσωτες» σκέψεις του Μπλουμ (οι οποίες στο επόμενο κεφάλαιο θα αποκτήσουν πιο σαφές και ξεκάθαρο «σώμα») που έρχονται σε αντιπαράθεση με την αμέσως επόμενη σκηνή, μόλις επιστρέφει δηλαδή στο σπίτι και βρίσκει δύο γράμματα, ένα από την κόρη του Μίλλυ και ένα ακόμα που φέρει την αγενή (για τον άντρα περισσότερο, μιας παντρεμένης γυναίκας) ένδειξη στο φάκελο, «Κυρία Μάριον Μπλουμ». Το κεντρί της ζήλιας τον τρυπά. Το χτυποκάρδι του έπεσε αμέσως. Θρασύς γραφικός χαρακτηρας. Κυρία Μάριον. Το γράμμα προς την Μόλλυ προέρχεται από τον Μπλέιζες Μπόυλαν, ερωτικό αντίζηλο του Μπλουμ, που φέρνει το πρόγραμμα μιας όπερας στην οποία η Μόλλυ θα τραγουδήσει.
Στο γράμμα της Μίλλυ και στις αντιδράσεις του Μπλουμ κατά την ανάγνωσή του βλέπουμε την αμφίδρομη σχέχη αγάπης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους. Ο Μπλουμ παρουσιάζεται ως ένας τρυφερός και ανήσυχος πατέρας που βλέπει την έφηβη κόρη του να κάνει τα πρώτα μοναχικά της βήματα στη ζωή. Η Μίλλυ δουλεύει σε ένα φωτογραφείο στο Μάλλινγκαρ και ετοιμάζεται για ένα πικνικ με φίλους και έναν νεαρό σπουδαστή που γνώρισε, τον Μπάννον.
Ε, λοιπόν: αυτή ξέρει να προσέχει τον εαυτό της. Αλλά αν όχι; Όχι, τίποτα δεν συνέβη. Φυσικά θα μπορούσε. Περίμενε τέλος πάντων μέχρι να συμβεί. Ένα ακατέργαστο κομμάτι αγαθών. Τα λεπτοκαμωμένα πόδια της να ανεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες. Ωριμάζει τώρα. Ματαιόδοξη: πολύ.
Πολύ νωρίς στο βιβλίο, ο Τζόυς προαναγγέλει την εμφάνιση της Μίλλυ, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, σε μια συζήτηση στην οποία συμμετέχει και ο Στέφανος.
- Ακόμη εκεί; Πήρα μια κάρτα από τον Μπάννον. Λέει ότι βρήκε ένα γλυκό νεαρό πλάσμα εκεί κάτω. Τη φωνάζει φωτοκόριτσο.
Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι μια πρώτη γνωριμία των αναγνωστών με τον σύγχρονο Οδυσσέα. Περισσότερο υπαινίσσονται πράγματα και γεγονότα παρά λέγονται ευκρινώς. Η Μόλλυ καθ' όλη τη διάρκεια του κεφαλαίου δεν φεύγει από το κρεβάτι της, παραπέμποντας νοερά στην ομηρική Καλυψώ και στο νησί της, από όπου εξουσίαζει τον Οδυσσέα. Ο Μπλουμ φαίνεται να είναι δέσμιος της «εξουσίας» της φέρνοντάς της πρωινό στο κρεβάτι, ανοίγοντας τις κουρτίνες, ψάχνοντας και σηκώνοντας ένα πεταμένο βιβλίο από το πάτωμα από το οποίο θέλει να τον ρωτήσει για την «δυσνόητη» έννοια της λέξης «μετεμψύχωση». Αν για να συγκροτήσει την εξωτερική εικόνα της Μόλλυ Μπλουμ ο Τζόυς αξιοποίησε ψήγματα από την κυρία Τσανς, τη σινιόρα Σάντος, τη σινιόρα Πόπερ και την κόρη του Ματ Ντίλον, για τον τρόπο σκέψης της το πρότυπο το είχε κατ' οίκον. Η Νόρα Τζόυς διέθετε ένα ανάλογο χάρισμα πυκνής, δηκτικής έκφρασης, κάτι που ενθουσίαζε τον Τζόυς όσο και τον Μπλουμ. Όπως και η Μόλλυ, δεν συμπαθούσε τη διανόηση· και ακριβώς όπως και η Μόλλυ ήταν προσκολλημένη στον άντρα της χωρίς να αισθάνεται δέος γι' αυτόν. Όταν εκείνος της εξηγεί την έννοια της λέξης «μετεμψύχωση» εκείνη ξεσπά:
- Ω, διάβολε! είπε αυτή. Πες το μας με απλά λόγια.
Ο Οδυσσέας θεωρήθηκε βλάσφημο και άσεμνο βιβλίο στην εποχή του αλλά μιας και ο Τζόυς είχε αποφασίσει να φέρει στο φως κάθε κρυφή και ποταπή ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν είχε χρόνο να ακούει τις αντιτιθέμενες φωνές, ειδικά εκείνες που δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο. Όταν βάζει την Μόλλυ να λέει για ένα βιβλίο που μόλις έχει τελειώσει, Δεν είναι τίποτα άσεμνο σ' αυτό, είναι σαν να αποφαίνεται για την αθωότητα ολόκληρου του Οδυσσέα! Ο Μπλουμ κατουράει, αποπατεί, αυνανίζεται, καταβροχθίζει, μικρολογεί, κοκορεύεται, είναι δουλικός. Είναι λάγνος, δειλός, μηχανορράφος. Είναι όμως, επίσης, ευγενής, τολμηρός, γενναιόδωρος, αγαπά, είναι αξιοπρεπής. Τη μια στιγμή συλλογίζεται την αυτοκτονία του πατέρα του και τον θάνατο του μωρού αγοριού του και την άλλη κάνει σαν λιμασμένος για ένα κομμάτι τυρί ή «χαλβαδιάζει» τα πισινά μιας κοπέλας στον δρόμο. Αυτά μας λέει ο Ελευθέριος Ανευλαβής στην εισαγωγή του και ο Μπλουμ προς άμεση επιβεβαίωση, μας τραβολογάει στην τουαλέτα μαζί του, όπου νιώθουμε και μεις την ηδονή που προσφέρει το παρατεταμένο κράτημα ενός γεμάτου εντέρου πριν την εκκένωση. Όχι μεγάλη βιασύνη. Κράτα το λίγο. (...) Στα μισά, με την τελευταία αντίσταση να υποχωρεί, άφησε το έντερό του να αδειάσει αθόρυβα καθώς διάβαζε, διαβάζοντας ακόμη υπομονετικά, ενώ εκείνη η χθεσινή ελαφρά δυσκοιλιότητα είχε φύγει τελειώς. Θαρρείτε πως πια είναι απίθανο να διαβάσετε αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα πάνω από μια αχνίζουσα λεκάνη; Συνέχισε το διάβασμα, καθισμένος ήρεμα πάνω από την ίδια του τη μυρωδιά που ανέβαινε. Το γεγονός ότι σκουπίζεται με την εφημερίδα που διαβάζει, είναι ένα πρώιμο εύγλωττο σχόλιο για όσα θα ακολουθήσουν στο κεφάλαιο «Αίολος»!
Η εβραϊκότητα του Μπλουμ υπερτονίζεται όσο εκείνος βρίσκεται στο μαγαζί του εβραίου κρεοπώλη Ντλούγκατζ και παρατηρεί τυχαία μια εφημερίδα που προορίζεται για τύλιγμα των κρεάτων, πάνω στην οποία διαβάζει μια διαφήμιση για μια πρότυπη φάρμα στην παραλίμνια περιοχή της Τιβεριάδας. Αφήνεται σε μια ονειροπόληση γεμάτη βουκολικές και νοσταλγικές αναμνήσεις ενός χαμένου Παράδεισου για να καταλήξει σε μια αντίστροφη πορεία (απαλείφοντας το Καθαρτήριο) στην τωρινή Κόλαση.
Ο παλιότερος λαός. Περιπλανήθηκε πολύ μακριά σ' όλη τη γη, αιχμαλωσία στην αιχμαλωσία, πολλαπλασιαζόμενος, θνήσκων, γεννοβολώντας παντού. Κείτεται εδώ τώρα. Τώρα δεν θα μπορούσε να αποδώσει άλλο πια. Νεκρός: μιας γριάς γυναίκας: το γκρίζο ζαρωμένο μουνί του κόσμου. Αφανισμός.
Το κεφάλαιο Καλυψώ είναι μια εξαιρετική εισαγωγή στα θέματα και στα μοτίβα που θα αξιοποιήσει ο Τζόυς για την σκιαγράφηση του «καθημερινού» του ήρωα. Θέλοντας να μας καλοπιάσει, ο Τζόυς χρησιμοποιεί μια στρωτή γραφή και μια πλοκή που μεγαλώνει την αγωνία μας για την συνέχεια. Μην επαναπαύεστε όμως, οι Λωτοφάγοι που ακολουθούν, ενδεχομένως να σας κάνουν να τα ξεχάσετε όλα!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.