Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (12 τα μεσάνυχτα)

 
Η Κίρκη είναι το εκτενέστερο κεφάλαιο του Οδυσσέα. Περίπου 180 σελίδες. Το κεφάλαιο είναι γραμμένο σε θεατρική μορφή και αυτό έχει τα καλά του και τα κακά του. Το θετικό είναι ότι ύστερα από την συμπύκνωση του λόγου που συναντήσαμε στα Βόδια του Ήλιου, κάθε λευκό κομμάτι σελίδας μοιάζει να είναι σαν καλοκαιρινές διακοπές για το μυαλό! Επίσης, η παιγνιώδης και ερεθιστική διάθεση της πλοκής, ενισχύει αυτήν την εντύπωση. Το αρνητικό (για μένα, μακάρι να βρω και υποστηρικτές) είναι ότι δεν συμπαθώ καθόλου τα θεατρικά κείμενα, νιώθω μια δυσανεξία προς αυτά, τα θεωρώ ατελείς μορφές λόγου. Κυρίως με ενοχλούν οι ατελείωτες παρενθέσεις που μοιάζουν να προοικονομούν την συμπεριφορά και την στάση του ήρωα, μια τεχνική που δεν εκτιμώ διόλου στον γραπτό λόγο. Βέβαια, ο Τζόυς είναι η μεγαλειώδης εξαίρεση που επιβεβαιώνει περίτρανα τον κανόνα (μου).  
 
Εδώ ο Τζόυς πυροδοτεί έναν ανεξέλεγκτο κόσμο φαντασίας με ένα κοντό φιτίλι πραγματικότητας. Βρισκόμαστε στην Νυχτερινή Πόλη, την περιοχή με τους οίκους ανοχής, όπου ο Μπλουμ καθώς την διασχίζει επιστρέφοντας στο σπίτι, βλέπει τον Στέφανο να κινείται στην περιοχή και σχεδόν αθέλητα τον ακολουθεί. Θα τον χάσω. Τρέχα. Γρήγορα. Καλύτερα να περάσω απέναντι εδώ. Μετά τις πρώτες 4-5 σελίδες που παρουσιάζεται το σκηνικό με τους οίκους ανοχής, τις πόρνες στις πόρτες και τους διάφορους πελάτες τους, ο Μπλουμ κυριαρχείται απόλυτα από το υποσυνείδητό του και γίνεται το υποχείριο μιας αλλοπρόσαλλης παραισθητικής ένωσης, σαν να είναι το θύμα μιας διανοητικής σαδομαζοχιστικής σχέσης. Και φυσικά, υποσυνείδητο χωρίς σεξ, τι σόι υποσυνείδητο είναι! Ο Έλμαν ερμηνεύει την απόφαση του Τζόυς να επιλέξει το συγκεκριμένο σκηνικό, ως εξής: Ακολουθώντας την μακρά σειρά των ομηρικών σχολιαστών, οι οποίοι ερμήνευσαν με ηθικούς όρους το άντρο της Κίρκης σαν χώρο πειρασμού, όπου αναδύονται τα ζωώδη ένστικτα των ανδρών, ο Τζόυς αποφάσισε να χρησιμοποιήσει ως σκηνικό του την περιοχή του Δουβλίνου με τα κόκκινα φανάρια.
 
Σε ένα υποσυνείδητο έχει λόγο το καθετί. Μιλούν οι καρέκλες, το σαπούνι, οι γλάροι, το πιάνο, οι καμπάνες, τα πάντα. Κυρίως όμως μιλάει ο άνθρωπος που κυριαρχείται από αυτό, δεν μπορεί να κρύψει τίποτα, δεν μπορεί να του επιβληθεί, αυτή τη φορά νιώθει ευάλωτος και αδύναμος. Ο Μπλουμ των έντεκα προηγούμενων κεφαλαίων, ο κυρίαρχος και συνειδητοποιημένος Μπλουμ, σε αυτό το κεφάλαιο διαλύεται και σκορπίζεται, και ο αναγνώστης με υπομονή μαζεύει τα κομμάτια του για να προσθέσει ένα ακόμα ψηφιδωτό στην εικόνα του αγαπημένου του ήρωα. Η αθώα Ναυσικά του 13ου κεφαλαίου γίνεται εδώ πόρνη εξαιτίας του Μπλουμ και παρά τις αρνήσεις του τελευταίου.
 

 
ΓΚΕΡΤΥ: Με ό,τι έχω και δεν έχω σε σένα κι εσύ. (Μουρμουρίζει) Εσύ το έκανες αυτό. Σε μισώ. 
 
ΜΠΛΟΥΜ: Εγώ; Πότε; Ονειρεύεσαι. Ποτέ δε σε είδα.
 
ΓΚΕΡΤΥ: (Στον Μπλουμ) Όταν είδες όλα τα μυστικά του βρακιού του πισινού μου. (Πιάνει το μανίκι του, μυξοκλαίγοντας) Βρομερέ παντρεμένε άνρθωπε! Σε αγαπώ που μου το έκανες αυτό
 
Το υποσυνείδητο του Μπλουμ διαστρεβλώνει και αναπλάθει κάθε μία σκέψη του που ξέραμε από τα προηγούμενα κεφάλαια, που τίποτα όμως δεν μας επιτρέπει να αμφιβάλλουμε για την γνησιότητά τους (Το ένστικτο κυβερνά τον κόσμο. Στη ζωή. Στο θάνατο). Στην ουσία αυτές οι σκέψεις είναι περισσότερο αληθινές από τις «αληθινές», δίνουν όλη την ανθρώπινη ουσία και προετοιμάζουν τον Οδυσσέα-Μπλουμ για την επιστροφή του στην Ιθάκη, όπως ονομάζεται το τρίτο μέρος του βιβλίου που ξεκινάει αμέσως μετά. Στο κεφάλαιο Κίρκη, συναντούμε λοιπόν τον Μπλουμ να κυριαρχείται από κρίσεις μεγαλείου και λίγο μετά να αυτοταπεινώται, με την μορφή ενός λαϊκού δικαστηρίου της συνείδησης που στήνεται εναντίον του. Την ταπείνωση θα γνωρίσει και στα χέρια της Μπέλλα Κοέν (μιας αρχιπουτάνας, υπαρκτό πρόσωπο της Νυχτερινής Πόλης) μέσω μιας σαδομαζοχιστικής σχέσης που θα υποστεί στα χέρια της (του). Ο Τζόυς βάζει τον ανδρόγυνο Μπλουμ να γίνεται υποχείριο στα χέρια της Μπέλλα η οποία σιγά σιγά αποκτά ανδρική υπόσταση και μετατρέπεται σε Μπέλλο.
 
ΜΠΛΟΥΜ: Μη γίνεσαι σκληρή, νοσοκόμα! Όχι! 
 
ΜΠΕΛΛΟ: (Στραμπουλώντας) Ακόμη μια φορά! 
 
ΜΠΛΟΥΜ: (Ουρλιάζει) Ω, η κόλαση η ίδια! Κάθε νεύρο στο κορμί μου πονάει σαν τρελό! 
 
ΜΠΕΛΛΟ: (Φωνάζει) Ωραία, μα τον πισωγλέντη στρατηγό! Αυτά είναι τα καλύτερα νέα που άκουσα αυτές τις έξι βδομάδες. Άρπα τη, μη με κάνεις να περιμένω, π' ανάθεμά σε! (Τη χαστουκίζει στο πρόσωπο). 
 
ΜΠΛΟΥΜ: (Κλαψουρίζοντας) Με χτυπάς. Θα το πω... 
 
ΜΠΕΛΛΟ: Κρατάτε τον, κορίτσια, μέχρι να κάτσω οκλαδόν επάνω του.
 
Αυτό το επειδόσιο απηχεί στον Ζάχερ Μαζόχ και το βιβλίο του «Η Αφροδίτη με την γούνα» που ο Τζόυς γνώριζε καλά. Παρότι ο Τζόυς ακολούθησε την πηγή εκ του σύνεγγυς, προχώρησε σε δυο βασικές τροποποιήσεις. Κατ' αρχάς η δική του εκδοχή του Ζάχερ Μαζόχ παραπέμπει στο βαριετέ. Και δεύτερον, οι μαζοχιστικές φαντασιώσεις του Μπλουμ εξελίσσονται στο υποσυνείδητό του: μέμφεται τον εαυτό του και τον παρουσιάζει χειρότερο απ' ό,τι είναι, διότι έχει πλήρη συνείδηση ότι στην πραγματικότητα έχει κάνει υπερβολικά πολλές υποχωρήσεις.
 
Ο Μπλουμ μέσα στο υποσυνείδητό του φέρεται προστατευτικά απέναντι στον επαναστατημένο νεαρό, τον Στέφανο. Αν και στην αρχή του κεφαλαίου, μια νεαρή πόρνη, η Ζωή, τον ρωτά:
 
ΖΩΗ: (Καχύποπτα) Δεν είστε ο πατέρας, έτσι;
 
ΜΠΛΟΥΜ: Όχι εγώ.
 
...στην συνέχεια «αναιρεί» αυτή του την δήλωση μέσω των προστατευτικών κινήσεων απέναντι στον Στέφανο (τον παροτρύνει να μην πίνει πολυ, να φάει κάτι, κλπ). Αυτή η προστασία φθάνει στην κορύφωσή της μαζί με την κορύφωση του κεφαλαίου, όπου ο Στέφανος απειλείται από έναν στρατιώτη ο οποίος πιστεύει ότι πρόσβαλε την κοπέλα του. Ο Τζόυς χρησιμοποιεί υπέροχα και το γεγονός ότι μετά τον Πόλεμο των Μπόερς διάφοροι στρατιώτες έβρισκαν παρηγοριά στις αγκάλες της Νυχτερινής Πόλης. Μάλιστα, εκείνη την εποχή ο Γκόγκαρτι (ο Μπακ Μάλλιγκαν του Οδυσσέα) είχε δημοσιεύσει ένα ποίημα γεμάτο συναισθηματισμό για τους ήρωες του πολέμου, που οι πρώτες λέξεις κάθε στίχου όμως σχημάτιζαν την ακροστιχίδα «Θα βρουν δουλειά οι πόρνες», πράγμα που ήταν αρκετό για να κλείσει η εφημερίδα, όπως μας πληροφορεί ο Έλμαν. Μαζί με την μετέωρη προσβολή προς την κοπέλα του, ο στρατιώτης θίγεται για την ακόμα μεγαλύτερη προσβολή προς τον βασιλιά του. 
 
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: [...] (Χτυπάει ελαφρά το κούτελό του) Αλλά μέσα εδώ είναι που πρέπει να σκοτώσω τον ιερέα και τον βασιλιά.
[...]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡ: (Ελευθερώνεται και βγαίνει μπροστά) Τι είναι αυτά που λες για τον βασιλιά μου;
[...]
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: [...] Καταλαβαίνω την άποψή σου, αν και εγώ δεν έχω ο ίδιος βασιλιά προς το παρόν. [...] Εσύ πεθαίνεις για την πατρίδα σου. [...] Όχι ότι σου το εύχομαι. Αλλά εγώ λέω: Ας πεθάνει η πατρίδα μου για μένα.
[...]
ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΚΑΡ: [...] Θα του τσακίσω το σβέρκο οποιανού γαμιά πει μια λέξη για τον γαμημένο μου βασιλιά.
 
Σ' αυτό το σημείο ο Τζόυς ανακαλεί ένα αληθινό περιστατικό όπου ο Μπλέηκ έδιωξε δυο στρατιώτες από τον κήπο του παρ' όλες τις διαμαρτυρίες τους ότι ως στρατιώτες του βασιλιά δεν έπρεπε να έχουν τέτοια μεταχείριση. Τους αποκρίθηκε ή φέρεται ότι τους αποκρίθηκε, «Ο διάβολος να τον πάρει τον βασιλιά». Μπλουμ και Στέφανος αντιτάσσονται στην σκληρότητα με την καλοσύνη, ο Στέφανος με την διανοητική του υπεροχή (Αυτός προσβάλλει την νοημοσύνη μου) και ο Μπλουμ με την σθεναρή απόρριψη της σκληρότητας και της βίας (βλέπε Κύκλωπες). Αυτό είναι σταθερό μοτίβο στο βιβλίο του Τζόυς και έχει σαφώς την πηγή του στον Μπλέηκ (Αυτή είναι η κεντρική ιδέα του Μπλέηκ για την άλωση της τυραννίας με όπλο τη φαντασία). Σύμφωνα με τα λόγια του Έλμαν, ο Τζόυς, ο Στήβεν και ο Μπλουμ συμμερίζονται τη φιλοσοφία της παθητικότητας στην δράση, της ενεργητικότητας στη σκέψη και της εμμονής στις πεποιθήσεις.
 
Κάπου το έχω ξαναπεί αυτό αλλά δεν βλάπτει μια επανάληψη. Η καλύτερη ανάγνωση του Οδυσσέα είναι πάντα η δεύτερη! Τα περισσότερα κεφάλαια του Οδυσσέα τα διάβασα δύο φόρες και πάντα ένιωθα μια μικρή αποκάλυψη. Μια αίσθηση ότι η λογοτεχνία του Τζόυς ξεδιπλώνει τα θέλγητρά της πολύ καλύτερα έτσι. Μια συνωμοσία, ένα μασονικό νεύμα ανάμεσα σε μένα (τον αναγνώστη) και στο μεγάλο Διδάσκαλο που επιβεβαιώνει την βαθιά μας ένωση και αφήνει όλους εκείνους τους τεμπέληδες της μιας φοράς, έξω από τη μέθεξη. Η δεύτερη ανάγνωση κάνει τις συνδέσεις καθαρότερες, την ενόραση βαθύτερη και την διασκέδαση απόλυτη. Σε ένα πισωξεφύλλισμα της Κίρκης, ο Μπλουμ φαντάζεται τον πατέρα του να του λέει:
 
ΡΟΥΝΤΟΛΦ: (Αυστηρά) Κάποια νύχτα θα σε κουβαλάνε σπίτι μεθυσμένο σαν σκυλί έτσι που ξοδεύεις τα ωραία σου λεφτά.
 
Αυτό το απόσπασμα ήταν πολύ στην αρχή και ήταν σχεδόν αδύνατο να το θυμάμαι μετά από 180 σελίδες ψυχεδελικών φαντασιώσεων. Όταν όμως στο τέλος του κεφαλαίου, ο μεθυσμένος Στέφανος εμπλέκεται σε καβγά με τους στρατιώτες για τις προσβολές στην νεαρή πόρνη και τον βασιλιά, ο Μπλουμ βρίσκεται εκεί σαν στοργικός πατέρας που θέλει να τον προστατεύσει.
 
ΜΠΛΟΥΜ: (Τρέχει στον Στέφανο) Έλα μαζί μου τώρα πριν συμβεί κάτι χειρότερο. Να το μπαστούνι σου.
 

 
Ο Στέφανος δέχεται τελικά μερικές γροθιές και κείτεται στο δρόμο μεθυσμένος, με τον Μπλουμ να τον φροντίζει και να ετοιμάζεται να τον πάει σπίτι. Ακριβώς εκείνη την στιγμή, η τελευταία φαντασίωση που περνά από το μυαλό του Μπλουμ είναι ο νεκρός (μόλις 11 ημερών) γιος του Ρούντυ, ο γιος που δεν απέκτησε ποτέ και μοιάζει να αντικαθιστά αυτόν τον ρόλο ο νεαρός Δαίδαλος.  
 
Η Κίρκη είναι ένα θεσπέσιο κεφάλαιο που σε πολλούς ενδεχομένως να φανεί και γελοίο. Άλλωστε, από το θεσπέσιο μέχρι το γελοίο δεν είναι παρά ένα βήμα. Σίγουρα όμως μέσα στα πάμπολλα ετερόκλητα περιστατικά του, γεννάται η ίδια η ουσία του Οδυσσέα, η αποτίναξη της σκληρότητας και η νίκη της καλοσύνης. Η συνειδητοποίηση του ανθρώπου. Η συνειδητοποίηση του εαυτού μας.
 
ΣΤΕΦΑΝΟΣ: (Απότομα) Αυτό που πήγε μέχρι το τέλος του κόσμου για να μη διασχίσει τον εαυτό του. Θεός, ήλιος, Σαίξπηρ, ένας περιοδεύων εμπορικός αντιπρόσωπος, έχοντας αυτός ο ίδιος διασχίσει στην πραγματικότητα τον εαυτό του, καθίσταται ο ίδιος ο εαυτός.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Γελοιότητες

Αρχίσααααμεεεε… πριν από δύο μέρες και η τελετή λήξης φαντάζει πολύ μακρινή για την ώρα. Ο μπλε Διόνυσος έγινε κόκκινος από το θυμό του που οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων βγήκαν σήμερα και ζήτησαν συγγνώμη από Χριστιανούς και λοιπές συλλογικότητες ενώ κάπου σε μια παραλία στην Ελλάδα ο Γέρων Παστίτσιος γελάει χαιρέκακα ανακατεύοντας το φρεντάκι του. Η Μαρία Αντουανέτα κόβει το κεφάλι της ότι η Τελετή Έναρξης ήταν αξιοπρεπέστατη και δεν συμμερίζεται καθόλου την κοινή γνώμη που θεωρεί ότι εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες αρμενίζουν (στον Σηκουάνα). Κάποιοι λιγότερο αιθεροβάμονες υποστηρίζουν χλευαστικά και τελεσίδικα ότι μας τα κάνατε αερόστατο, έλεος κάπου. «Γιατί το γελοίο δεν είναι παρά αυτό το παραπάνω που πέφτει στη ζυγαριά της ζωής με στόχο η τελευταία να μη χαθεί στην άβυσσο της σοβαρότητας» . 

Όντα και μη όντα

  Αφού εξαντλήσαμε τον φυσικό τρόμο ας περάσουμε λίγο και στον υπερφυσικό. Και ο Γκυ ντε Μωπασάν όπως κάθε άξιος δημιουργός μυθοπλασίας μπορεί να μη θυμόταν στην πορεία της ζωής του τι έγραψε στα 24 , γιατί ήταν και πολυγραφότατος ο σατανάς και μεταμορφωνόταν κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό. Τα μυθιστορήματά του ποτέ δεν με άγγιξαν και τα βαριόμουν αλλά εκεί που διέπρεψε είναι στο διήγημα όπως παραδέχονται όλοι ανεξαιρέτως – αλλά και εκεί όμως υπήρξαν κάποιες διαβαθμίσεις ποιότητας και ενάργειας. Ας πούμε δεν μπορώ να διώξω από την καρδιά μου την τρομακτική αίσθηση που φώλιασε εκεί πριν από πολλά χρόνια όταν έτυχε να διαβάσω την συλλογή « Ιστορίες της μέρας και της νύχτας » – και το πιο τρομακτικό είναι ότι συνειδητοποίησα μόλις τώρα που το γράφω ότι μου χάρισαν πρόσφατα την ίδια συλλογή, στην ίδια μετάφραση, αλλά από τις εκδόσεις «Gema» και νιώθω ήδη ένα ρίγος να με διατρέχει στην σκέψη ότι μπορώ(;) να την ξαναδιαβάσω! Από την άλλη, ετούτες οι υπερφυσικές ιστορίες της συλλογής φαίνετ