Το 21ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης τελείωσε αφήνοντάς μου τις καλύτερες εντυπώσεις αλλά και την χειρότερη δυνατή επίγευση.* Πριν από κάθε προβολή έπαιζαν δύο σποτάκια: ένα του χορηγού, Cosmote TV, και στο άλλο μια σύνθεση εικόνων με ζώα στοχεύοντας να ευαισθητοποιήσουν το κοινό για την κακοποίηση και εκμετάλλευση που βιώνουν ως αποτελέσμα του σύγχρονου τρόπου ζωής. Στο σποτ του χορηγού έδειχνε μια καρέκλα του σκηνοθέτη σε διάφορα σημεία της πόλης, και καλά το σινεμά πάει παντού, έτσι, ένα από τα σημεία που πήγε το σινεμά ήταν και η Βαρβάκειος όπου δίπλα στην καρέκλα σκηνοθέτη βλέπουμε έναν χασάπη να τεμαχίζει ένα ζώο, χωρίς κάποιος να φωνάξει «Cut!», τι κάνουμε εδώ, είστε σοβαροί; Άμα έχεις διαφημιστικό τιμ που όλα τα σφάζει όλα τα μαχαιρώνει, μην φοβάσαι τίποτα. Μπορεί «Όλα [να] είναι έμπνευση» όπως ήταν το μότο του Φεστιβάλ, απλώς η πραγματικότητα απέδειξε ότι η έμπνευση δεν είναι για όλους.
«Worlds of Ursula K. Gen / Gloria’ s Call»
Μερικές φορές το ορεκτικό αποδεικνύεται καλύτερο από το κυρίως -- έχει συμβεί και στις καλύτερες ταβέρνες. Πόσες και πόσες φορές οι κολοκυθοκεφτέδες δεν έκλεψαν στο τέλος την παράσταση; Το κυρίως μενού της χθεσινής προβολής ήταν το ντοκιμαντέρ «Οι κόσμοι της Ούρσουλα Λε Γκεν», ένα ωραίο (αυτο)βιογραφικό πορτρέτο για την σπουδαία οραματίστρια συγγραφέα. Όταν το είδος της επιστημονικής φαντασίας το είχαν παντού χεσμένο, άρα και τους συγγραφείς του, η Λε Γκεν σταθερά και με πείσμα έκανε την επανάστασή της καταφέρνοντας να ανανεώσει το είδος και να το βάλει στον Κανόνα, μόνο με την δουλειά της, η οποία προοδευτικά ξεπερνούσε κατά πολύ την προηγούμενή της. Πάσχισε πολύ να βρει την συγγραφική φωνή της και πάσχισε ακόμα περισσότερο να βρει την γυναικεία φωνή της μέσα στα βιβλία της. Όπως δήλωσε σε μια ομιλία της με παιγνιώδη σαρκασμό και έντονες χαρακτηριστικές παύσεις ανάμεσα στις φράσεις: «Είμαι συγγραφέας... είμαι γυναίκα συγγραφέας... είμαι γυναίκα συγγραφέας ΕΦ... είμαι, πράγματι, ένα πολύ σπάνιο πλάσμα…»!
Αυτό ήταν η Ούρσουλα Λε Γκεν και το απέδειξε περίτρανα όταν της έδωσαν το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 2014 και εκείνη στην ομιλία της, έριξε ένα μεγαλοπρεπές «χέσιμο» στις πρακτικές της Άμαζον και άλλων φορέων του βιβλίου που στοχεύουν μόνο στην εμπορευματοποίηση (κάποιοι από αυτούς είχαν χρηματοδοτήσει και την ίδια την εκδήλωση!), υποστηρίζοντας ότι κάπου κάπου βγαίνουν και μερικοί συγγραφείς που θέλουν να κάνουν τέχνη χωρίς να στοχεύουν απαραιτήτως στο κέρδος. Ήταν η αναρχική δύο κόσμων, του καπιταλιστικού μέσα στον οποίο ζούσε και των ουτοπιών που οραματιζόταν με την γραφή της. Ωστόσο, το ίδιο το ντοκιμαντέρ, δεδομένης της προσωπικότητας της Λε Γκεν και των κόσμων που έφτιαχνε, θα μπορούσε να είναι κάτι παραπάνω από ένα απλό (αλλά ενδιαφέρον) βιογραφικό πορτρέτο. Στερούνταν μιας κάποιας φαντασίας και η ανεξάντλητη φαντασία του βιογραφούμενου, μεγάλωνε την αντίστιξη.
Το ορεκτικό «Το κάλεσμα της Γκλόρια», μέσα σε μόλις 15 λεπτά κατάφερνε να σε πείσει ότι διέθετε τις προδιαγραφές, αν γυριζόταν σε μεγαλύτερη έκταση, να εξελιχθεί σε κάτι αριστουργηματικό. Μιλάει η γνωστή ακαδημαϊκός Γκλόρια Όρενσταϊν «πρωτοπόρος του κινήματος του οικοφεμινισμού, ειδήμων στην υπερρεαλιστική λογοτεχνία, με προτίμηση στις γυναίκες δημιουργούς» και μας περιγράφει πώς γνώρισε την Μεξικανή σουρεαλίστρια ζωγράφο Λεονόρα Κάριγκτον καθώς και κάποιες άλλες που δεν συγκράτησα τα ονόματά τους. Έγραφε μια μελέτη για το πώς χρησιμοποιούνται οι γυναίκες στην υπερρεαλιστική τέχνη και σε αντίθεση με την χρήση που τους επιφυλάσσουν οι άντρες, εργαλειοποιώντας κυρίως την σεξουαλικότητά τους (με τον Νταλί ας πούμε, να χρησιμοποιεί το γυμνό σώμα μιας γυναίκας ως τραπέζι για να γράφει), εκείνες εστιάζουν σε κάτι πιο εσωτερικό απεικονίζοντας τις γυναίκες ως μέντιουμ, καλλιτέχνες, μάγισσες, κλπ. «Οι γυναίκες δεν χρησιμοποιούνται ως αντικείμενα αλλά ως υποκείμενα».
Οι πίνακες της Λεονόρα Κάριγκτον μου φάνηκαν πολύ ωραίοι (όπως και οι άλλοι των υπόλοιπων ζωγράφων που δεν θυμάμαι) και χάρηκα που έκαναν παρέλαση επί της οθόνης. Σε κάποια φάση όμως ήρθαν μπροστά μου δυο νεαροί, ο ένας φορώντας τζόκει καπέλο και μου «καπέλωσε» τους υπότιτλους ακριβώς πάνω που η Γκλόρια θα συναντούσε πρώτη φορά την Κάριγκτον, κάνοντάς με να χάσω το ζουμί την πιο κρίσιμη στιγμή. Ας είναι. Μου έμειναν οι πίνακες, διόλου ευκαταφρόνητη συγκομιδή.
Εν τέλει, απόλαυσα όλες τις γεύσεις αλλά έφυγα, με εντονότερη στο μυαλό, εκείνη των κολοκυθοκεφτέδων!
«You only die twice (Ata Met Pa’ amayim)»
Με κέντρισε αμέσως η πιραντελλική περίληψη ετούτου του ντοκιμαντέρ και όχι μόνο δεν διαψεύστηκα αλλά έφυγα με τις καλύτερες εντυπώσεις. Το «You only die twice» -- αν δεν το μπερδέψεις με κάποιο άχαρο ριμέικ ταινίας του Τζέιμς Μποντ ή με σλόγκαν ταξιδιωτικής τηλεοπτικής εκπομπής που δεν απέδωσε τα αναμενόμενα νούμερα και κόπηκε νωρίς -- τότε έχεις μπροστά σου μια ιστορικοφιλοσοφική φάρσα στα μέτρα του μεγάλου Ιταλού που μας αποδεικνύει ακόμα μια φορά ότι η ζωή μιμείται την τέχνη.
Ο ίδιος ο σκηνοθέτης ανακαλύπτει τυχαία ότι ο παππούς του Έρνστ Μπεχίνσκι δεν είναι μοναδικός κάθως φαίνεται ότι ένας ακόμα Ερνστ Μπεχίνσκι έχει ιδιοποιηθεί την ταυτότητα του και διάγει παράλληλη ζωή κάπου αλλού. Ποιος είναι όμως αυτός που έκλεψε την ταυτότητα και την ζωή του παππού του; Ή μήπως ο παππούς που νόμιζε ότι ήξερε, ήταν η «δεύτερη ζωή» ενός άλλου ανθρώπου; Αν δεν είναι αυτά πιραντελλικά ερωτήματα, τότε τι είναι, φίλοι μου! Έτσι ξεκινάει λοιπόν ένα απίστευτο κατασκοπευτικό και αγωνιώδες ταξίδι στο ιστορικό και προσωπικό παρελθόν, και ταυτόχρονα αναδεικνύεται η απόλυτη ρευστότητα της ανθρώπινης ταυτότητας.
Όσοι έχει τύχει και έχετε διαβάσει το υπέροχο βιβλίο του Πιραντέλλο «Ο μακαρίτης Ματία Πασκάλ» θα νιώσετε πολύ οικεία. Μου άρεσε ιδιαίτερα μια διασκεδαστική αντιστροφή ρόλων σε σχέση με το βιβλίο -- ενώ στα βιβλία του Πιραντέλλο έχουμε υπερανάλυση των σκέψεων του υποκειμένου που χάνει οικειοθελώς και κατά το δοκούν την ταυτότητά του αλλά δεν μαθαίνουμε σχεδόν τίποτα για τις σκέψεις των υπολοίπων, στην ταινία, μαθαίναμε τα πάντα για τους γύρω γύρω αλλά τίποτα για τα κίνητρα που οδήγησαν τον Μπεχίνσκι να «παίξει» με την ρευστότητα της ταυτοτητάς του -- τουλάχιστον, μέχρι την λύση του μυστηρίου στο τέλος.
Μια τέτοια αδιανόητη πλοκή διανθίζεται μοιραία με αρκετά γκροτέσκα σημεία και θυμίζει ακόμα περισσότερο τον Πιραντέλλο. Βλέπεται ευχάριστα και χωρίς να έχετε διαβάσει Πιραντέλλο, απλώς δεν καταλαβαίνω γιατί να μην έχετε διαβάσει Πιραντέλλο. Θα μου πείτε κάπως πρέπει να ζήσουν και οι ψυχολόγοι, δεκτόν! Η ταινία έχει πολύ χιούμορ μέσα στην σοβαρότητά της, εξάλλου εκεί μέσα φωλιάζει συνήθως το χιούμορ. Ένα από τα καλύτερα ντοκιμαντέρ του Φεστιβάλ. Για να μπείτε στην αίθουσα προβολής είναι απαραίτητη η επίδειξη ταυτότητας!
«A dog called Money»
Δεν συμπαθώ τα μουσικά ντοκιμαντέρ (παρόλο που ακούω μουσική κάθε μέρα) ούτε τα ποιήματα συμπαθώ (παρόλο που ΔΕΝ διαβάζω κάθε μέρα!) αλλά εκτιμώ ιδιατέρως την καλλιτεχνική δημιουργία και πώς αυτή μέσα από θραύσματα εμπειριών, εικόνων και σκέψεων μπορεί να μετουσιωθεί μπροστά σου σε κάτι που σε ξεπερνά. Γι' αυτό επέλεξα να δω αυτό το ντοκιμαντέρ με τον σαρκαστικό τίτλο «A dog called Money»... ο οποίος εντελώς συνειρμικά και αναπόφευκτα φέρνει στο μυαλό τον στίχο του Μπουκόφσκι «love is a dog from hell»!
H PJ Harvey πολύ μακριά πλέον (καλλιτεχνικά και αισθητικά) από το νεανικό «This is love», ακολουθεί τον διάσημο φωτογράφο Seamus Murphy σε διάφορα σκληρά μέρη του πλανήτη (συμπεριλαμβανομένης της Ειδομένης, στα σύνορα με την... Βόρεια Μακεδονία, έγραψαν οι υπότιτλοι... μέσα στην Πρωτεύουσα της Μακεδονίας!... τζιζ κακά... πώς συγκρατήθηκα και δεν εγκατέλειψα την αίθουσα!!) με σκοπό να συλλέξει τις λεκτικές εικόνες (παράλληλα με τις φωτογραφικές) που θα τις μετουσιώσει αργότερα σε τραγούδια σε ένα ειδικά διαμορφωμένο στούντιο στο κέντρο του Λονδίνου.
Αυτό το στούντιο έμοιαζε με δωμάτιο ανάκρισης όπου οι ευρίσκομενοι μέσα του δεν μπορούσαν να δουν έξω αλλά οι απέξω μπορούσαν να δουν μέσα. Έτσι, κάλεσαν κοινό (σαν μια έκθεση μπιενάλε) που είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει την καλλιτεχνική δημιουργία εν τη γενέσει της, με τις βλέννες της. Πολλές φορές το κοινό δεν μπορεί να καταλάβει πότε ακριβώς δημιουργείται η τέχνη, εδώ που τα λέμε ούτε καν οι δημιουργοί έχουν πλήρη συναίσθηση πότε ακριβώς γίνεται η μετάβαση από τα άχαρα υλικά σε κάτι άυλο με χάρη. Κάτι που παρατήρησα με τα χρόνια είναι ότι αυτά τα άχαρα υλικά πρέπει να συλλέγονται και να επεξεργάζονται με προσοχή. Φυσικά δεν πρόκειται αυτά τα υλικά να μετατρέψουν τον καθένα σε δημιουργό αλλά, όποιος τελικά δημιουργήσει κάτι, θα έχει χτίσει πάνω τους, απλώς το κοινό δεν θα έχει ιδέα για αυτό -- θα νομίζει ότι η τέχνη είναι αποτέλεσμα μιας δυνατής ποικιλίας εσπρέσο κάποιο σαββατιάτικο πρωινό! Μεταξύ μας, βοηθάει και ο εσπρέσο, μην τον υποτιμάτε.
Η μπάντα της PJ Harvey είναι φοβερή, οι μουσικές εκπληκτικές, η χημεία όλων δεδομένη και η ίδια η δημιουργός φωνάρα, προσγειωμένη, σκεπτόμενη αλλά και πανέμορφη με εκείνο το μεγάλο εκφραστικό στόμα και το στραβό τσαούλι (που λεν και στο χωριό μου) που συγκεντρώνει όλη την ιδιαιτερότητα της γοητείας της και την γοητεία της ιδιαιτερότητάς της... σαν χαμόγελο που διαρκώς σου κλείνει το μάτι! Ποιος άσχετος είπε ότι η τελειότητα στην τέχνη και στην ομορφιά είναι το ζητούμενο;
Υ.Γ. Ένα τραγούδι που μου άρεσε ιδιαίτερα, αλλά όχι από το άλμπουμ που ετοίμαζαν στο ντοκιμαντέρ, από ένα παλιότερο, το «Let England shake».
«The hidden city»
Τι αριστούργημα ήταν αυτό! Και θα εξηγηθώ αμέσως γιατί αριστούργημα λέγαμε και την «Ώρα του αστεριού» της Κλαρίσε Λισπέκτορ και είδαμε τι μάπα ήταν στο τέλος. Η ταινία του Βίκτορ Μορένο – γιατί περί ταινίας πρόκειται ή έστω θα μπορούσε άνετα να θεωρηθεί τέτοια – κινείται υπογείως, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι γυρισμένη εξ ολοκλήρου στους υπονόμους και τις υπόγειες διαδρομές της Μαδρίτης, και από την άλλη είναι μια καταβύθιση στην εσωτερικότητα, μια ταινία σκοτεινής αυτοπαρατήρησης που σου αιχμαλωτίζει τις αισθήσεις, όραση και ακοή (ευτυχώς όχι και την όσφρηση!), και σε στέλνει να κολυμπήσεις στα βρώμικα απόνερα της ύπαρξής σου.
Είναι κυρίως ένα ντοκιμαντέρ για τον χώρο. Απουσιάζει η αφήγηση και οι όποιοι άνθρωποι εμφανίζονται, κυρίως εργάτες ή μηχανοδηγοί, αποτελούν μέρος των μηχανών που χειρίζονται, μέρος του υπόγειου κόσμου. Αν το έβλεπε ο Μαρινέτι πριν 100 χρόνια, μαζί με το φουτουριστικό μανιφέστο θα πουλούσε και το dvd της ταινίας! Τα πλάνα είναι υπέροχα, το περιβάλλον κλειστοφοβικό και απόκοσμο, και πολλά σημεία θυμίζουν (χωρίς να μιμούνται) διάφορες ταινίες και σκηνές που έχουμε δει κατά καιρούς. Περιμένεις το άλιεν να εμφανιστεί από κάπου, μια κραυγή να ακουστεί, ένας αεραγωγός να αποτελέσει μια μελλοντική λαιμητόμο, stuff like that. Μου θύμισε το «Dark city» του Πρόγιας, το Γκόθαμ Σίτυ του Πιγκουίνου Ντάνι Ντε Βίτο και διάφορα άλλα σκηνικά. Ο σκηνοθέτης όμως, στο τέλος, μέσα στις πολλές ερωτήσεις που δέχτηκε από το κοινό, το έθεσε με σαφήνεια και ενθουσιασμό: «Λατρεύω τον Λάβκραφτ! Έχετε διάβασει Λάβκραφτ;» ρώτησε τον κοινό ενθουσιασμένος. Αυτό ακριβώς, τίποτε άλλο. Κατάφερε να ταρακουνήσει τις αισθήσεις μας, δείχνοντάς μας σκατά, ανάλγητα κομπρεσέρ και τούνελ που οδηγούν στο σκοτάδι!
Αυτό με το τούνελ μου άρεσε πολύ, μας είπε ότι βαρέθηκε το κλισέ με το τούνελ που στην άκρη του οδηγεί στο φως, θέλει ένα τούνελ που οδηγεί στο σκοτάδι! Όχι γιατί είναι ένας μίζερος απαισιόδοξος αλλά γιατί αυτή η σκέψη του τούνελ προς το σκοτάδι είναι μέρος του κόσμου μας, ίσως και του εαυτού μας, και αξίζει να την «φωτίσουμε» και να στοχαστούμε πάνω της. Σίγουρα δεν είναι ταινία για τον μέσο όρο των θεατών – ίσως ούτε καν για το αμέσως επόμενο επίπεδο. Σε κάποια στιγμή ο σκηνοθέτης ανεβαίνει προς την «επιφάνεια» και δείχνει βαριεστημένα πρόσωπα από το μετρό που περιμένουν να τελειώσει η διαδρομή τους – αυτό μου άρεσε πολύ, δείχνει την αντίθεση με τον όμορφο σκοτεινό κόσμο που υπάρχει γύρω τους και εκείνοι τον αγνοούν. Αμέσως μετά το πλάνο ανεβαίνει πιο πάνω και μας δείχνει ένα δυστύχημα που έγινε στον δρόμο και πώς καταφτάνει η πυροσβεστική για να κάνει τον απεγκλωβισμό. Εκεί σκέφτηκα, γιατί μας δείχνει αυτό το πλάνο πεζής καθημερινότητας, γιατί χαλάει όλη εκείνη την μαγεία του υπόγειου κόσμου; Ξαναβυθίζεται υπογείως και όλα αποκτούν την καθαρότητά τους, ήταν ένας τρόπος να τονίσει ακόμα περισσότερο πόση ομορφιά, διαύγεια και ένταση, κρύβονται στους βρώμικους δρόμους, στην ατελείωτη πόλη κάτω από την πόλη μας!
Ο σκηνοθέτης ήθελε να δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για έναν ξένο πλανήτη που τον επισκέπτονται πρώτη φορά άνθρωποι – μερικά πλάνα με τις κάσκες στο τρέιλερ μεταφέρουν απόλυτα αυτή την αίσθηση. Η ταινία αυτή είναι ταμάμ για αίθουσες, απόλυτη εμπειρία. Στην μικρή οθόνη ίσως φαίνεται πιο σκοτεινή από όσο πρέπει αλλά αξίζει να προσπαθήσετε να την δείτε. Στο τέλος της προβολής, ο δημιουργός ανέλυσε τι περιμένει και πώς θέλει να γίνεται ο κινηματογράφος που οραματίζεται, και ταυτίστηκα απόλυτα. Εγώ υπερενθουσιάστηκα με όλα. Θα αναζητήσω και μελλοντικές δουλειές του δημιουργού. Αλλά μην συμμερίζεστε τυφλά την γνώμη μου. Ενίοτε μου αρέσει να βουτάω στα σκατά. Πόση ομορφιά μπορεί να κρύβει ένας «πίνακας» βοθρολυμάτων – λάδι σε καμβά!
«Liyana»
Ένα ντοκιμαντέρ για παιδιά, έλεγε το πρόγραμμα. Λέω, γιατί όχι; Ρωτάω στο γκισέ των εισιτηρίων, πρέπει να έχω δικό μου παιδί για να το παρακολουθήσω ή μπορώ να μπω και έτσι; Τελικά σε αφήνουν να μπεις και έτσι, ενώ θα έπρεπε να στο απαγορεύουν για να σε ευαισθητοποιήσουν για το πρόβλημα υπογεννητικότητας που μαστίζει την χώρα! Τέλος πάντων. Το ντοκιμαντέρ τοποθετείται σε ένα ορφανοτροφείο της Σουαζιλάνδης όπου μερικά παιδιά έχοντας περάσει πολύ σκοτεινές στιγμές στις σύντομες ζωές τους, τώρα πια έχουν βρει μια κάποια ηρεμία.
Στο σχολείο τούς επισκέπτεται μία συγγρφαέας παιδικών βιβλίων και τους πείθει, μέσα από μια ωραία δημιουργική διαδικασία, να φτιάξουν μία δική τους ιστορία όλα μαζί. Φτιάχνουν την «Λιάνα» – που αποτελεί και το animated μερός του ντοκιμαντέρ. Οι εμπερίες των παιδιών είναι κατασκότεινες και έτσι και η ζωή της Λιάνα έχει ανάλογες αποχρώσεις. Είχα διαρκώς την περιέργεια πώς θα το βίωναν τα παιδιά που ήταν γύρω μου (παιδιά κυρίως «δυτικών» εμπειριών) και τι απορίες θα ρωτούσαν αργότερα τους γονείς τους. Οι γονείς της Λιάνα πεθαίνουν από AIDS (το μεγαλύτερο ποσοστό παγκοσμίως η Σουαζιλάνδη, 25% σε πληθυσμό 1.200.000 κατοίκων), της κλέβουν ληστές τα δίδυμα αδερφάκια της για να τα πουλήσουν, εκείνη την βιάζουν και την χτυπάνε, κλπ. Εμπειρίες που έχουν ζήσει τα παιδιά του ορφανοτροφείου, και με προκάλυμμα την δημιουργική διαδικασία που απαιτεί η συγγραφή ενός βιβλίου, αφήνουν αυτές τις απωθημένες εμπειρίες να αναδυθούν ξανά και ίσως να μεταστοιχειωθούν σε κάτι λιγότερο εφιαλτικό.
Μου έκανε εντύπωση πόσο γρήγορα μεγάλωσαν αυτά τα παιδιά αλλά και πόσο γελαστά παραμένουν. Πόσο πολύ απολάμβαναν την ιστορία που έγραφαν, σαν δώρο που τους δόθηκε ανέλπιστα, γιατί όπως είπε εντελώς συνταρακτικά ένα παιδί το πολύ 9 ετών, «Είναι πολύ πιο δύσκολο να ζεις, από το να γράφεις μια ιστορία»! Η ιστορία της «Λιάνα» έχει τις περιπέτειές της αλλά στο τέλος έχει και την δικαίωσή της γιατί δεν γίνεται αλλιώς, πρέπει να συνεχίσεις με κάθε τρόπο. Ένα ντοκιμαντέρ που αξίζει να δείτε, μεγάλοι και παιδιά. Καθώς έφευγα δυο τύποι πίσω μου, γύρω στα 20, συζητούσαν και έλεγαν ότι σιγά μην τα σκέφτονταν τα παιδιά του ορφανοτροφείου όλα αυτά, αφού η συγγραφέας τα καθογηδούσε για το πού θα πάει η ιστορία. Τους καταλαβαίνω, είναι σε μια μεταιχμιακή ηλικία που απωθούν οικειοθέλως τα υπολείμματα της παιδικής τους φαντασίας· μόλις μεγαλώσουν λίγο ακόμα, θα τα ξανα αναζητήσουν με απόγνωση – και εύχομαι ολόθερμα, να τα βρουν!
* Τόσο ωραία και διαφορετικά ντοκιμαντέρ είχε το φετινό Φεστιβάλ, ήταν ανάγκη να κλείσω την φετινή συγκομιδή με αυτή την μαλακία; Να είναι αυτό το ντοκιμαντέρ η επίγευση των προηγούμενων δέκα ημερών; Περίμενα πώς και πώς να δω το συγκεκριμένο ντοκιμαντέρ για την μαφία. Αντ' αυτού είδα την φωτογράφο Λετίτσια Μπατάλια να μας μιλάει μια ώρα για τους γκόμενούς της και μισή ωρίτσα να περνάνε κάτι χλιαρές πληροφορίες για την μαφία που ο καθένας μπορεί να βρει διαβάζοντας τυχαία δυο παραγράφους στη Βικιπαίδεια, στο λήμμα «Κόζα Νόστρα». Κρίμα και στις υπέροχες προοπτικές που είχε το λογοπαίγνιο του τίτλου («Shooting the mafia») -- αν και στα ελληνικά καταστρέφεται και παραπλανεί, ωστόσο αν εστίαζε στην μαφία όπως υποσχόταν, θα ήταν ανεκτό.
Διαβάστε περίληψη και φρίξτε: «Σε αντίθεση με την κυρίαρχη, ωραιοποιημένη εικόνα της σισιλιάνικης μαφίας, το ντοκιμαντέρ αυτό εξερευνά την αληθινή όψη ενός κυκλώματος βίας, αίματος και εξουσίας. Μέσα από τον φακό της φωτογράφου Λετίτσια Μπατάλια, η οποία βρήκε το σθένος να ορθώσει ανάστημα στις τακτικές εκφοβισμού της Κόζα Νόστρα, βυθιζόμαστε σ’ έναν κόσμο όπου κυριαρχούν η καταπίεση, ο κώδικας σιωπής, η τελετουργική τιμωρία και ο φόβος. Οδηγός μας σε αυτή την εφιαλτική περιπλάνηση ένας συνδυασμός από σπάνιο αρχειακό υλικό και προσωπικές φωτογραφίες». Σαν τα οπισθόφυλλα των περισσότερων βιβλίων που βγάζουν στην Ελλάδα είναι. Σκέτη φόλα κατάντησαν και τα φεστιβάλ. Υποτίθεται ότι το φετινό Φεστιβάλ προωθούσε και μια κάποια ευαισθητοποίηση απέναντι στις πρακτικές κακοποίησης των ζώων. Αλλά όχι. Τρώμε αμάσητη τη φόλα που μας σερβίρουν και μετά πεθαίνουμε από βαρεμάρα! Η μαφία μπορεί να κοιμάται ήσυχη με τέτοια ντοκιμαντέρ. Και οι θεατές, επίσης. Just shoot me!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.