«Η τάδε είσαι αρτίστα / κάποιας μεγάλης τέχνης / όμως δεν έμαθες ποτέ / τι είναι καλλιτέχνης» τραγουδούσε αισθαντικά ο NOTISS πίσω στα late 90s. Πολλοί από σας μπορεί να αποφαίνονται ανενδοίαστα για κάποιον καλλιτέχνη «σπουδαίο υποκείμενο είναι και του λόγου του» αλλά ξέρετε άραγε πότε ακριβώς αυτό το υποκείμενο απέκτησε υπόσταση μέσα στον ιστορικό χρόνο; Πότε λοιπόν ένας καλλιτέχνης αισθάνθηκε για πρώτη φορά καλλιτέχνης; Και πώς στο καλό φθάσαμε σήμερα όλοι μας να θεωρούμαστε καλλιτέχνες και κανείς να μην καταφέρνει να ξεριζώσει αυτόν τον διάολο από μέσα μας; «Εδώ, την προσοχή μας θα συγκρατήσει η διαδρομή του κυρίαρχου προτύπου για τον καλλιτέχνη, όπως εμφανίζεται στον δυτικό κόσμο, τους δύο τελευταίους αιώνες». Καλλιτέχνες όλου του κόσμου ενωθείτε. Για να μετρήσουμε ποιος την έχει μεγαλύτερη. Την τέχνη.
Το βιβλίο εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην εικαστική τέχνη (η πρωτοκαθεδρία της όρασης), στον καλλιτέχνη-διανοούμενο, σε εκείνο το υποκείμενο που τον όψιμο Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση, «μεταλάσσεται σε κάποιον δηλαδή ο οποίος αρχίζει να αντιλαμβάνεται το έργο του με κριτήρια εξειδίκευσης, μοναδικότητας και εφευρετικότητας». Παύει να νιώθει μπογιατζής και αξιώνει μια καλύτερη θέση – όπως ακριβώς πασχίζει και ο Πόλλοκ με την μπατανόβουρτσα στο χέρι, στο εξώφυλλο του βιβλίου. Όσοι τον θεωρείτε ακόμα μπογιατζή, ξεκουμπιστείτε από εδώ γιατί θα σας πετάξω μπογιές! Η ψυχοσύνθεση ενός καλλιτέχνη όμως, η επίμοχθη συνειδητοποίηση που απολαμβάνει πλέον ύστερα από αιώνες στέρησης, μετακυλίεται και σε άλλες μορφές τέχνης, αφορά και άλλα υποκείμενα όχι μόνο τους ζωγράφους. Ο συγγραφέας με τον απαράμιλλο τρόπο του το αφήνει σαφέστατα να εννοηθεί. Ωστόσο, όλη η αφήγηση είναι πήχτρα στους πίνακες ζωγραφικής και εγώ προσωπικά πολύ το γουστάρω (αν και καλλιτέχνης της συγγραφής, ο ίδιος)! Χωρίζεται σε τρία κεφάλαια: ο μοναχικός καλλιτέχνης («Καλλιτέχνης θα πει / μοναξιάς φυλακή / και της πίκρας κανάλι»), ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης («Καλλιτέχνης θα πει / να μιλάς με σιωπή / και να ακούνε οι άλλοι») και η απώλεια του καλλιτέχνη («Καλλιτέχνης θα πει / όλα όσα δεν είσαι / κι όλα όσα μιμείσαι»)… σε καταλάβαμε Νίκο Δασκαλοθανάση, μην πεις τίποτα άλλο, και μεις ακούγαμε Νότη!!
Αχ μωρέ το γλυκούλι, δες το, είναι μοναχούλι και μελαγχολικό… σίγουρα καλλιτέχνης θα είναι! Όλοι το έχουμε σκεφτεί αυτό τουλάχιστον μια φορά. Ενώ μπορεί να είναι απλώς κάφρος και μίζερος – κάτι που δεν αποκλείει βέβαια το γεγονός να είναι και καλλιτέχνης. Αυτή η κλισέ εικόνα όμως συνεχίζει να συνοδεύει ακόμα και τώρα τους καλλιτέχνες και την άποψη που έχουμε γι’ αυτούς. «Ο καλλιτέχνης δεν ξεφεύγει από τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του», αυτό είναι το ζουμί του πρώτου κεφαλαίου (και εν ολίγοις ολόκληρου του βιβλίου), εκεί όπου το (εκάστοτε) θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί να ενσωματώσει τους (τότε) μοντέρνους καλλιτέχνες ωθώντας τους στο περιθώριο της ζωής και ενδεχομένως στη κορυφή της τέχνης τους.
[…] «Η απώλεια ενός χώρου ύπαρξης για τον καλλιτέχνη και ο κοινωνικός του μετεωρισμός λόγω της αναδιάρθρωσης ενός ολόκληρου συστήματος μεταμφιέζεται σε συνειδητή πρόθεση απομόνωσης που υποτίθεται πως τρέφει την καλλιτεχνική έμπνευση. Η ρομαντική ιδέα της απομονωμένης μεγαλοφυΐας συνεχίζει να βρίσκει υπό αυτές τις συνθήκες γόνιμο ιστορικό έδαφος και να τροφοδοτεί όχι μόνο το μύθο αλλά και την ίδια την σταδιοδρομία του καλλιτέχνη, που με τη σειρά της ενισχύει την εμπορική αξία του καλλιτεχνικού του έργου. Το πρότυπο της μοναχικής καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας δεν θα υποχωρήσει ακόμη και όταν στον 20ο αιώνα η μοντέρνα τέχνη θα γνωρίσει το θρίαμβο και οι καλλιτέχνες της τη δόξα».
Ας περάσουμε τώρα σε καλλιτέχνες πρωτοπόρους και στους πολύ μοντέρνους χώρους! Οι διευρυμένες κοινωνικές αντιθέσεις του 20ου αιώνα (βλέπε επίσης Ιστορική πρωτοπορία) αλλά και τα πολυσύνθετα πλέον θεσμικά πλαίσια που αναδύθηκαν βάζοντας ενεργά στο παιχνίδι και τους όρους αγοράς, ειδικά στο κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στην μεταπολεμική Αμερική, με κύριους εκφραστές τους Πόλλοκ και Ρόθκο, μετάλλαξαν το κυρίαρχο πρότυπο του καλλιτέχνη, διατηρώντας όμως και κάποιες αλλοτινές ρομαντικές ιδέες.
[…] «η αμερικανική πρωτοπορία δεν μπορούσε παρά να ανακυκλώσει, ανεξάρτητα από τις δικές της ιδιαιτερότητες, την αντίστοιχη πορεία της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένες πλευρές του καλλιτεχνικού συστήματος που συνάδουν απόλυτα με ένα ακραιφνέστερο φιλελεύθερο πρότυπο: ανάδειξη προμηθεϊκών ηρώων με αντιφατική, αντικοινωνική συμπεριφορά, μεταφορά στο πεδίο της καλλιτεχνικής έκφρασης οποιασδήποτε προβληματικής σε σχέση με την πραγματικότητα, διάλυση της ίδιας της καλλιτεχνικής κοινότητας και υποκατάσταση των ουσιαστικών δεσμών μεταξύ των καλλιτεχνών από συσχετισμούς στο πλαίσιο καλλιτεχνικών κινημάτων επιβεβλημένων από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης. Ταυτόχρονα, η εμπλοκή στο σύστημα μιας νέας αγοράς, όπου κυριαρχεί απολύτως ο ιδιωτικός τομέας, αποτελεί φυσικά και τη μοναδική διέξοδο για την επιβίωση των φορέων της καλλιτεχνικής παραγωγής».
Από κει και ύστερα, ας πούμε στη μετα-Πόλλοκ εποχή, οι καλλιτέχνες νιώθοντας την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους («Η εξέλιξη του ηρωικού καλλιτεχνικού μύθου ταυτίζεται στο εξής με την ιστορία του ίδιου του επαναπροσδιορισμού του»), αρχίζουν να απομακρύνονται από την εικαστική τέχνη, δημιουργώντας έργα μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής ή και έξω από τα όρια αυτών· και εκεί άρχισα να απομακρύνομαι και εγώ. Εμένα μου αρέσει η ζωγραφική – ένας καμβάς-σκακιέρα με αυστηρά όρια όπου εκεί μέσα θα γίνει το όποιο καλλιτεχνικό παιχνίδι. Δεν τρελαίνομαι για το εξωτερικό σκάκι με ανθρώπινα κομμάτια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα σταθώ να περιεργαστώ την τέχνη που απορρέει (και) από αυτό! Στο τρίτο κεφάλαιο λοιπόν, στην «απώλεια του καλλιτέχνη» μπαίνουμε στα (συνήθως άγονα) χωράφια της Documenta, των Μπιενάλε, της ποπ αρτ, της ροκ αισθητικής, των τζαζ συνθέσεων, κλπ… εκεί δηλαδή όπου δεν υπάρχει λογική. Όσοι θέλετε να μπείτε καλύτερα στο πνεύμα του τρίτου κεφαλαίου μπορείτε να δείτε και το απολαυστικό προβοκατόρικο θριλεράκι «Το βελούδινο πριόνι». Εντάξει δεν είναι και όλη η τέχνη ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν και μερικά έργα, σκέτες μαλακίες, όπως εκείνο του Santiago Sierra «Δέκα άτομα πληρωμένα για να αυνανιστούν, 2000». Δεν έβαλα φωτογραφία του έργου γιατί έχει γεμίσει το διαδίκτυο με dick pics – εξάλλου, μια μαλακία και μισή, ήταν.
Οι προβληματισμοί που αναλύονται καθ’ όλη την έκταση του βιβλίου είναι καίριοι και διαφωτιστικοί. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται μεγάλος καλλιτέχνης – καλός κατατονικός είναι και αυτός! Δεν αρκεί όμως μία ανάγνωση για να πεις ότι διάβασες τέχνη. Έχει γράψει και μια μονογραφία για έναν αγαπημένο μου ζωγράφο και έτσι σίγουρα θα ξαναδιαβάσω κάτι δικό του. Η έκδοση της «Άγρας» κυμαίνεται στα γνωστά ποιοτικά στάνταρ. Οι πίνακες που ανθολογούνται είναι ασπρόμαυροι και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό μειονέκτημα αν και αμελητέο στην εποχή του ίντερνετ και της εμμονικής καλλιτεχνικής αυτοπροβολής στο μουσείο του instagram. Δεδομένου όμως ότι σε παρόμοια έκδοση στη σειρά «Κείμενα για την τέχνη», συγκεκριμένα στο βιβλίο «Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου» είχαν χρησιμοποιηθεί έγχρωμες εικόνες χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα η τελική τιμή του βιβλίου, θεωρώ ότι κάτι αντίστοιχο έπρεπε να είχε γίνει και εδώ (δεν έχω το βιβλίο κοντά μου για να το επιβεβαιώσω αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ήταν έγχρωμες εικόνες, αν η μνήμη μου με παραπλανά τόσο πολύ, ζητώ ταπεινά συγγνώμη). Η απουσία χρωμάτων ήταν εντελώς αντικαλλιτεχνική. Τέλος πάντων, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να διαβάσετε πρώτα το βιβλίο για να μάθετε αν είστε ο κυρίαρχος τύπος καλλιτέχνη. «Πρέπει λοιπόν δεόντως να υπογραμμιστεί πως, όταν μιλάμε για κυρίαρχους τύπους μιας περιόδου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αναφερόμαστε σε όσους η δική μας εποχή θεωρεί κυρίαρχους». Αν λοιπόν νιώθετε καλλιτέχνες την σήμερον, αγοράστε το οπωσδήποτε – πώς τσιμπήσατε όμως, έτσι;
Υ.Γ. 2666 Το διπλό «S» στο όνομα του NOTIS είναι κωδικοποιημένη αφιέρωση και ουδεμία σχέση έχει με αυτό που καταλάβατε – αν και, ορθώς καταλάβατε ό,τι καταλάβατε!
Υ.Γ. 67 Στην μνήμη του πατέρα μου που κάπου κάπου και εντελώς αυθόρμητα με προσφωνούσε «καλλιτέχνη» χωρίς να καλοκαταλαβαίνει γιατί το λέει αλλά ήταν τόσο τρύφερο. Γιατί είμαι ιστορικό υποκείμενο, μπαμπά. Γι’ αυτό.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.