Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλλιτέχνης θα πει


«Η τάδε είσαι αρτίστα / κάποιας μεγάλης τέχνης / όμως δεν έμαθες ποτέ / τι είναι καλλιτέχνης» τραγουδούσε αισθαντικά ο NOTISS πίσω στα late 90s. Πολλοί από σας μπορεί να αποφαίνονται ανενδοίαστα για κάποιον καλλιτέχνη «σπουδαίο υποκείμενο είναι και του λόγου του» αλλά ξέρετε άραγε πότε ακριβώς αυτό το υποκείμενο απέκτησε υπόσταση μέσα στον ιστορικό χρόνο; Πότε λοιπόν ένας καλλιτέχνης αισθάνθηκε για πρώτη φορά καλλιτέχνης; Και πώς στο καλό φθάσαμε σήμερα όλοι μας να θεωρούμαστε καλλιτέχνες και κανείς να μην καταφέρνει να ξεριζώσει αυτόν τον διάολο από μέσα μας; «Εδώ, την προσοχή μας θα συγκρατήσει η διαδρομή του κυρίαρχου προτύπου για τον καλλιτέχνη, όπως εμφανίζεται στον δυτικό κόσμο, τους δύο τελευταίους αιώνες». Καλλιτέχνες όλου του κόσμου ενωθείτε. Για να μετρήσουμε ποιος την έχει μεγαλύτερη. Την τέχνη. 

Το βιβλίο εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην εικαστική τέχνη (η πρωτοκαθεδρία της όρασης), στον καλλιτέχνη-διανοούμενο, σε εκείνο το υποκείμενο που τον όψιμο Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση, «μεταλάσσεται σε κάποιον δηλαδή ο οποίος αρχίζει να αντιλαμβάνεται το έργο του με κριτήρια εξειδίκευσης, μοναδικότητας και εφευρετικότητας». Παύει να νιώθει μπογιατζής και αξιώνει μια καλύτερη θέση – όπως ακριβώς πασχίζει και ο Πόλλοκ με την μπατανόβουρτσα στο χέρι, στο εξώφυλλο του βιβλίου. Όσοι τον θεωρείτε ακόμα μπογιατζή, ξεκουμπιστείτε από εδώ γιατί θα σας πετάξω μπογιές! Η ψυχοσύνθεση ενός καλλιτέχνη όμως, η επίμοχθη συνειδητοποίηση που απολαμβάνει πλέον ύστερα από αιώνες στέρησης, μετακυλίεται και σε άλλες μορφές τέχνης, αφορά και άλλα υποκείμενα όχι μόνο τους ζωγράφους. Ο συγγραφέας με τον απαράμιλλο τρόπο του το αφήνει σαφέστατα να εννοηθεί. Ωστόσο, όλη η αφήγηση είναι πήχτρα στους πίνακες ζωγραφικής και εγώ προσωπικά πολύ το γουστάρω (αν και καλλιτέχνης της συγγραφής, ο ίδιος)! Χωρίζεται σε τρία κεφάλαια: ο μοναχικός καλλιτέχνης («Καλλιτέχνης θα πει / μοναξιάς φυλακή / και της πίκρας κανάλι»), ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης («Καλλιτέχνης θα πει / να μιλάς με σιωπή / και να ακούνε οι άλλοι») και η απώλεια του καλλιτέχνη («Καλλιτέχνης θα πει / όλα όσα δεν είσαι / κι όλα όσα μιμείσαι»)… σε καταλάβαμε Νίκο Δασκαλοθανάση, μην πεις τίποτα άλλο, και μεις ακούγαμε Νότη!! 

Eugene Delacroix, Ο Μιχαήλ Άγγελος στο εργαστήριό του, 1850

Αχ μωρέ το γλυκούλι, δες το, είναι μοναχούλι και μελαγχολικό… σίγουρα καλλιτέχνης θα είναι! Όλοι το έχουμε σκεφτεί αυτό τουλάχιστον μια φορά. Ενώ μπορεί να είναι απλώς κάφρος και μίζερος – κάτι που δεν αποκλείει βέβαια το γεγονός να είναι και καλλιτέχνης. Αυτή η κλισέ εικόνα όμως συνεχίζει να συνοδεύει ακόμα και τώρα τους καλλιτέχνες και την άποψη που έχουμε γι’ αυτούς. «Ο καλλιτέχνης δεν ξεφεύγει από τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του», αυτό είναι το ζουμί του πρώτου κεφαλαίου (και εν ολίγοις ολόκληρου του βιβλίου), εκεί όπου το (εκάστοτε) θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί να ενσωματώσει τους (τότε) μοντέρνους καλλιτέχνες ωθώντας τους στο περιθώριο της ζωής και ενδεχομένως στη κορυφή της τέχνης τους. 

Ferdinand von Rayski, Η αυτοκτονία του καλλιτέχνη στο εργαστήριό του, π. 1840

[…] «Η απώλεια ενός χώρου ύπαρξης για τον καλλιτέχνη και ο κοινωνικός του μετεωρισμός λόγω της αναδιάρθρωσης ενός ολόκληρου συστήματος μεταμφιέζεται σε συνειδητή πρόθεση απομόνωσης που υποτίθεται πως τρέφει την καλλιτεχνική έμπνευση. Η ρομαντική ιδέα της απομονωμένης μεγαλοφυΐας συνεχίζει να βρίσκει υπό αυτές τις συνθήκες γόνιμο ιστορικό έδαφος και να τροφοδοτεί όχι μόνο το μύθο αλλά και την ίδια την σταδιοδρομία του καλλιτέχνη, που με τη σειρά της ενισχύει την εμπορική αξία του καλλιτεχνικού του έργου. Το πρότυπο της μοναχικής καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας δεν θα υποχωρήσει ακόμη και όταν στον 20ο αιώνα η μοντέρνα τέχνη θα γνωρίσει το θρίαμβο και οι καλλιτέχνες της τη δόξα»

Jean Fautrier, Κεφάλι ομήρου αρ. 7, 1944

Ας περάσουμε τώρα σε καλλιτέχνες πρωτοπόρους και στους πολύ μοντέρνους χώρους! Οι διευρυμένες κοινωνικές αντιθέσεις του 20ου αιώνα (βλέπε επίσης Ιστορική πρωτοπορία) αλλά και τα πολυσύνθετα πλέον θεσμικά πλαίσια που αναδύθηκαν βάζοντας ενεργά στο παιχνίδι και τους όρους αγοράς, ειδικά στο κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στην μεταπολεμική Αμερική, με κύριους εκφραστές τους Πόλλοκ και Ρόθκο, μετάλλαξαν το κυρίαρχο πρότυπο του καλλιτέχνη, διατηρώντας όμως και κάποιες αλλοτινές ρομαντικές ιδέες.

[…] «η αμερικανική πρωτοπορία δεν μπορούσε παρά να ανακυκλώσει, ανεξάρτητα από τις δικές της ιδιαιτερότητες, την αντίστοιχη πορεία της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένες πλευρές του καλλιτεχνικού συστήματος που συνάδουν απόλυτα με ένα ακραιφνέστερο φιλελεύθερο πρότυπο: ανάδειξη προμηθεϊκών ηρώων με αντιφατική, αντικοινωνική συμπεριφορά, μεταφορά στο πεδίο της καλλιτεχνικής έκφρασης οποιασδήποτε προβληματικής σε σχέση με την πραγματικότητα, διάλυση της ίδιας της καλλιτεχνικής κοινότητας και υποκατάσταση των ουσιαστικών δεσμών μεταξύ των καλλιτεχνών από συσχετισμούς στο πλαίσιο καλλιτεχνικών κινημάτων επιβεβλημένων από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης. Ταυτόχρονα, η εμπλοκή στο σύστημα μιας νέας αγοράς, όπου κυριαρχεί απολύτως ο ιδιωτικός τομέας, αποτελεί φυσικά και τη μοναδική διέξοδο για την επιβίωση των φορέων της καλλιτεχνικής παραγωγής». 

Edouard Manet, Το πρόγευμα στη χλόη, 1863

Από κει και ύστερα, ας πούμε στη μετα-Πόλλοκ εποχή, οι καλλιτέχνες νιώθοντας την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους («Η εξέλιξη του ηρωικού καλλιτεχνικού μύθου ταυτίζεται στο εξής με την ιστορία του ίδιου του επαναπροσδιορισμού του»), αρχίζουν να απομακρύνονται από την εικαστική τέχνη, δημιουργώντας έργα μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής ή και έξω από τα όρια αυτών· και εκεί άρχισα να απομακρύνομαι και εγώ. Εμένα μου αρέσει η ζωγραφική – ένας καμβάς-σκακιέρα με αυστηρά όρια όπου εκεί μέσα θα γίνει το όποιο καλλιτεχνικό παιχνίδι. Δεν τρελαίνομαι για το εξωτερικό σκάκι με ανθρώπινα κομμάτια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα σταθώ να περιεργαστώ την τέχνη που απορρέει (και) από αυτό! Στο τρίτο κεφάλαιο λοιπόν, στην «απώλεια του καλλιτέχνη» μπαίνουμε στα (συνήθως άγονα) χωράφια της Documenta, των Μπιενάλε, της ποπ αρτ, της ροκ αισθητικής, των τζαζ συνθέσεων, κλπ… εκεί δηλαδή όπου δεν υπάρχει λογική. Όσοι θέλετε να μπείτε καλύτερα στο πνεύμα του τρίτου κεφαλαίου μπορείτε να δείτε και το απολαυστικό προβοκατόρικο θριλεράκι «Το βελούδινο πριόνι». Εντάξει δεν είναι και όλη η τέχνη ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν και μερικά έργα, σκέτες μαλακίες, όπως εκείνο του Santiago Sierra «Δέκα άτομα πληρωμένα για να αυνανιστούν, 2000». Δεν έβαλα φωτογραφία του έργου γιατί έχει γεμίσει το διαδίκτυο με dick pics – εξάλλου, μια μαλακία και μισή, ήταν. 

Henri Matisse, Χλιδή, γαλήνη κι ηδονή, 1904-1905

Οι προβληματισμοί που αναλύονται καθ’ όλη την έκταση του βιβλίου είναι καίριοι και διαφωτιστικοί. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται μεγάλος καλλιτέχνης – καλός κατατονικός είναι και αυτός! Δεν αρκεί όμως μία ανάγνωση για να πεις ότι διάβασες τέχνη. Έχει γράψει και μια μονογραφία για έναν αγαπημένο μου ζωγράφο και έτσι σίγουρα θα ξαναδιαβάσω κάτι δικό του. Η έκδοση της «Άγρας» κυμαίνεται στα γνωστά ποιοτικά στάνταρ. Οι πίνακες που ανθολογούνται είναι ασπρόμαυροι και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό μειονέκτημα αν και αμελητέο στην εποχή του ίντερνετ και της εμμονικής καλλιτεχνικής αυτοπροβολής στο μουσείο του instagram. Δεδομένου όμως ότι σε παρόμοια έκδοση στη σειρά «Κείμενα για την τέχνη», συγκεκριμένα στο βιβλίο «Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου» είχαν χρησιμοποιηθεί έγχρωμες εικόνες χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα η τελική τιμή του βιβλίου, θεωρώ ότι κάτι αντίστοιχο έπρεπε να είχε γίνει και εδώ (δεν έχω το βιβλίο κοντά μου για να το επιβεβαιώσω αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ήταν έγχρωμες εικόνες, αν η μνήμη μου με παραπλανά τόσο πολύ, ζητώ ταπεινά συγγνώμη). Η απουσία χρωμάτων ήταν εντελώς αντικαλλιτεχνική. Τέλος πάντων, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να διαβάσετε πρώτα το βιβλίο για να μάθετε αν είστε ο κυρίαρχος τύπος καλλιτέχνη. «Πρέπει λοιπόν δεόντως να υπογραμμιστεί πως, όταν μιλάμε για κυρίαρχους τύπους μιας περιόδου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αναφερόμαστε σε όσους η δική μας εποχή θεωρεί κυρίαρχους». Αν λοιπόν νιώθετε καλλιτέχνες την σήμερον, αγοράστε το οπωσδήποτε – πώς τσιμπήσατε όμως, έτσι; 

Mathew Barney, Her Giant, στιγμιότυπο από το Cremaster 5, 1997

Υ.Γ. 2666 Το διπλό «S» στο όνομα του NOTIS είναι κωδικοποιημένη αφιέρωση και ουδεμία σχέση έχει με αυτό που καταλάβατε – αν και, ορθώς καταλάβατε ό,τι καταλάβατε! 

Υ.Γ. 67 Στην μνήμη του πατέρα μου που κάπου κάπου και εντελώς αυθόρμητα με προσφωνούσε «καλλιτέχνη» χωρίς να καλοκαταλαβαίνει γιατί το λέει αλλά ήταν τόσο τρύφερο. Γιατί είμαι ιστορικό υποκείμενο, μπαμπά. Γι’ αυτό.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Γελοιότητες

Αρχίσααααμεεεε… πριν από δύο μέρες και η τελετή λήξης φαντάζει πολύ μακρινή για την ώρα. Ο μπλε Διόνυσος έγινε κόκκινος από το θυμό του που οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων βγήκαν σήμερα και ζήτησαν συγγνώμη από Χριστιανούς και λοιπές συλλογικότητες ενώ κάπου σε μια παραλία στην Ελλάδα ο Γέρων Παστίτσιος γελάει χαιρέκακα ανακατεύοντας το φρεντάκι του. Η Μαρία Αντουανέτα κόβει το κεφάλι της ότι η Τελετή Έναρξης ήταν αξιοπρεπέστατη και δεν συμμερίζεται καθόλου την κοινή γνώμη που θεωρεί ότι εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες αρμενίζουν (στον Σηκουάνα). Κάποιοι λιγότερο αιθεροβάμονες υποστηρίζουν χλευαστικά και τελεσίδικα ότι μας τα κάνατε αερόστατο, έλεος κάπου. «Γιατί το γελοίο δεν είναι παρά αυτό το παραπάνω που πέφτει στη ζυγαριά της ζωής με στόχο η τελευταία να μη χαθεί στην άβυσσο της σοβαρότητας» . 

Όντα και μη όντα

  Αφού εξαντλήσαμε τον φυσικό τρόμο ας περάσουμε λίγο και στον υπερφυσικό. Και ο Γκυ ντε Μωπασάν όπως κάθε άξιος δημιουργός μυθοπλασίας μπορεί να μη θυμόταν στην πορεία της ζωής του τι έγραψε στα 24 , γιατί ήταν και πολυγραφότατος ο σατανάς και μεταμορφωνόταν κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό. Τα μυθιστορήματά του ποτέ δεν με άγγιξαν και τα βαριόμουν αλλά εκεί που διέπρεψε είναι στο διήγημα όπως παραδέχονται όλοι ανεξαιρέτως – αλλά και εκεί όμως υπήρξαν κάποιες διαβαθμίσεις ποιότητας και ενάργειας. Ας πούμε δεν μπορώ να διώξω από την καρδιά μου την τρομακτική αίσθηση που φώλιασε εκεί πριν από πολλά χρόνια όταν έτυχε να διαβάσω την συλλογή « Ιστορίες της μέρας και της νύχτας » – και το πιο τρομακτικό είναι ότι συνειδητοποίησα μόλις τώρα που το γράφω ότι μου χάρισαν πρόσφατα την ίδια συλλογή, στην ίδια μετάφραση, αλλά από τις εκδόσεις «Gema» και νιώθω ήδη ένα ρίγος να με διατρέχει στην σκέψη ότι μπορώ(;) να την ξαναδιαβάσω! Από την άλλη, ετούτες οι υπερφυσικές ιστορίες της συλλογής φαίνετ