Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διάλεξη χωρίς κοινό

 
Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας είναι ο συγγραφέας εκείνος που δεν γίνεται να μην μου αρέσει. Το γνώριζα εκ των προτέρων και γι' αυτό παραδινόμουν γλυκά σε έναν παραλογισμό του μυαλού μου επιμένοντας, εδώ και χρόνια, να μην αγοράζω τα βιβλία του – στο κεφάλ δεν υπάρχει λογική! Συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία, η συνισταμένη δύναμη των οποίων με συναρπάζει ολότελα, δημιουργεί, δηλαδή, έναν κόσμο που ξεκινάει από την αγάπη του για την λογοτεχνία και τελειώνει με την αγάπη του προς εκείνη. Στο ενδιάμεσο δεν παραλείπει (σημαντικό αυτό) να συνθέτει την εκδήλωση αγάπης προς την λογοτεχνία, με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι και η ίδια, λογοτεχνία... που θαυμάζουμε με την σειρά μας και γιατί όχι, ίσως σκεφτόμαστε να την συμπεριλάβουμε σε μια μελλοντική λογοτεχνική μας προσπάθεια που θα εκπορεύεται από την αγάπη μας για την λογοτεχνία!
 
Είτε κάνει ένα tribute to Dublin είτε σκέφτεται να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και κάθε λογοτεχνική επιδίωξη είτε ταλαιπωρείται από την φοβερή νόσο που τον κάνει να ξερνάει συνεχώς λογοτεχνικές φράσεις είτε απλώς θα προτιμούσε όχι, να μην γράφει τίποτα, γιοκ, ό,τι και αν συμβαίνει απ' όλα αυτά, εκείνος πάντα προσπαθεί να τα πει όλα, δεν κρατάει μυστικά και ντοκουμέντα. Όπως ακριβώς και ο Μπλεζ Πασκάλ που τον μνημονεύει στο βιβλίο: «Και αν έγραψα τούτη την μακροσκελή επιστολή είναι επειδή δεν είχα χρόνο να την κάνω πιο σύντομη». Το κάθετο ταξίδι ανυψώνεται διαρκώς και η απόλαυση δεν τελειώνει ποτέ

Λοιπόν, εγώ παιδιά, το βρήκα αριστούργημα το βιβλίο αλλά φοβάμαι να το πω μήπως και θίξω όλους εκείνους τους αναγνώστες που δεν το βρήκαν έτσι – «Τι αριστούργημα μωρέ, λέει ο μαλάκας; Μεγαλύτερη μπαρούφα δεν έχω διαβάσει, τσάμπα τα λεφτά μου ρε!» – γι' αυτό θα χρησιμοποιήσω μία από εκείνες τις άγευστες φράσεις της πολιτικής ορθότητας που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, στεγνώνουν την λογική κάθε νοήμονος ανθρώπου: μετριοπαθές αριστούργημα με τάσεις προς ελιτίστικους φανφαρονισμούς αλλά και περιέχον ψήγματα λαϊκής αποδοχής, που συνοδεύονται από ηρωισμούς της έκφρασης μεν, εμπρηστικούς για την κοινή λογική δε – «...γαμιέσαι, ηλίθιε! Διαβάζω και την κριτική σου»!
 
Διότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν διάφοροι, δεν γράφει κανείς για να διασκεδάσει τους άλλους, παρότι η λογοτεχνία είναι από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα που υπάρχουν, ούτε γράφει κανείς για «να διηγηθεί ιστορίες», όπως λένε, παρόλο που η λογοτεχνία είναι γεμάτη με υπέροχες ιστορίες. Όχι. Γράφει κανείς για να ρίξει τον αναγνώστη, να τον κυριεύσει, να τον γοητεύσει, να τον σκλαβώσει, για να μπει στο πνεύμα του άλλου και να μείνει εκεί, για να τον συγκλονίσει, για να τον κατακτήσει... 
 
Περί Ντοκουμέντα ο λόγος και όσοι δεν αντέχουν να μετράνε λουλακί πρόβατα για να τους πάρει ο ύπνος καλύτερα να αποχωρήσουν – να μείνουμε μόνο οι ξύπνιοι θιασώτες της πρωτοποριακής τέχνης! Τι είναι όμως τέχνη και δη πρωτοποριακή; Ένα θέμα που φέρνει σίγουρα υπνηλία όταν προσπαθούν να στο εξηγήσουν. Μη μου συγχίζεστε με αυτά που γράφω, ή μάλλον... συγχιστείτε, είναι πρωτοποριακό! [...] Στην τέχνη η σύγχυση ήταν πράγματι θαυμάσιο γεγονός. Η Ντοκουμέντα 14 που έλαβε χώρα προσφάτως και στην Αθήνα έφερε πολλή σύγχυση μαζί της και στρατιές επικριτών είτε την επισκέφτηκαν είτε όχι (αυτό και αν είναι πρωτοποριακό!). Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας τοποθετεί την δράση του βιβλίου του στο Κάσελ της Γερμανίας, κατά την διάρκεια της Ντοκουμέντα 13, αποτελώντας και ο ίδιος ένα από τα πολλά εκθέματά της (βασικά, δεν έχω καλοκαταλάβει αν είναι συγγραφικό κόλπο ή όντως ίσχυε η πρόταση να περάσει μια βδομάδα στο κινέζικο εστιατόριο «Τζένγκις Χαν» εκθέτοντας στους θεατές τον εαυτό του και την πορεία της δημιουργικής δουλειάς του. Όσοι όμως γνωρίζετε, μην μου το αποκαλύψετε). Κινέζικο βασανιστήριο η σύγχρονη τέχνη, δεν παίζουμε μ' αυτά! Πολλοί αντιμετωπίζουν την σύγχρονη τέχνη (αλλά και γενικότερα) με βαρυθυμία ενώ, το κατάλληλο λεκτικό και συναισθηματικό εφόδιο για να την αντιμετωπίσεις είναι, νομίζω, η αμφιθυμία
 
Tino Sehgal, «This variation»

 
Ακριβώς πριν από το βιβλίο του Βίλα-Μάτας διάβασα εντελώς τυχαία την εκπληκτική νουβέλα του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ «Όταν ήμουν έργο τέχνης» – για το αγοραίο και την άσκοπη πρόκληση της τέχνης, για την διαστρεβλωτική πρωτοκαθεδρία της εικόνας, για την αλλοτροιωμένη και εκφυλιστική αντίληψη πολλών θεατών – μια εύστοχη σάτιρα με κυνικές αποχρώσεις του λόγου και σαρκαστικές σκέψεις. Από την άλλη, ο Βίλα-Μάτας επιδεικνύοντας πιο ήπιο αλλά εξίσου εύστοχο σαρκασμό, θέτει τις βάσεις για μια κατανοητή συζήτηση περί τέχνης (που σε καμία περίπτωση δεν σε κοιμίζει) και καταλήγει σε κάτι σαν επιμύθιο που αλιεύω από τις πάμπολλες διακειμενικές αναφορές που σκορπάει σχεδόν σε κάθε σελίδα: [...] ο κόσμος και η ύπαρξη μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο ως αισθητικό φαινόμενο. Η αμφιθυμία λοιπόν είναι η καλύτερη στάση απέναντι στην τέχνη, η συνύπαρξη δύο αντίθετων συναισθημάτων μπροστά στην ίδια κατάσταση, το μη οριστικό συμπέρασμα ενώπιόν της – ακόμα και όταν ο ήρωας θα αηδίαζε στην σκέψη να σκουπιστεί με τις πετσέτες του Αδόλφου Χίτλερ ή να μυρίσει το μπουκαλάκι με το άρωμα της Εύας Μπράουν, που αμφότερα αποτελούσαν εκθέματα της έκθεσης, δεν μπορεί εντούτοις να αποφύγει και την ερώτηση που φανερώνει υγιή σκεπτικισμό και κινητήρια αμφιθυμία: «Θεωρείς πως μπορεί να υπάρχει έστω και η ελάχιστη σχέση ανάμεσα στην πρωτοπορία και στο άριο άρωμα;» 
 
Pedro Reyes, «Sanatorium»
Πρόκειται για ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα που εκθέτει πολυπλεύρως και χωρίς απολυτότητες τις ιδέες για την τέχνη και την ανάγκη να υπάρχει στις ζωές των ανθρώπων και σας παρακαλώ να μην το αγνοήσετε ή το κακολογήσετε λόγω του άθλιου εξωφύλλου... ουπς! Δεν μπορούσα, όμως, να χρησιμοποιήσω αυτό το τόσο γελοίο άλλοθι, καθώς είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου να γελάει συστηματικά, όπως κάνουν άλλοι, με ορισμένα πρωτοποριακά έργα τέχνης που φιλοδοξούν να είναι πρωτότυπα. Και το είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου διότι γνώριζα ότι ήταν πανεύκολο για τους ηλίθιους να συκοφαντούν αυτό το είδος τέχνης, κι εγώ δεν ήθελα να είμαι απ' αυτό το είδος των ανθρώπων (...) χωρίς πάντως να αγνοώ και την πιθανότητα οι σημερινοί καλλιτέχνες να είναι ένα τσούρμο αφελών, χαζοβιόληδες που δεν έπαιρναν χαμπάρι τίποτα, συνεργάτες της εξουσίας που ούτε καν το αντιλαμβάνονταν. Απ' την άλλη, οι απαγορεύσεις είναι για να παραβιάζονται και επίσης, ποιος δεν έχει νιώσει έστω και για μια φορά ηλίθιος στην ζωή του, άρα, γιατί όχι, ας πω λοιπόν, ότι τα συγκεκριμένα εξώφυλλα μού θυμίζουν γελοία καρτούν και μάλιστα, πολύ κακής αισθητικής γελοία καρτούν. Κάνουν τα βιβλία του «Ίκαρου» να δείχνουν πανομοιότυπα και είτε διαβάζω Vila Matas είτε Lena Mantas, είναι ένα και το αυτό! Πρώτη φορά εξώφυλλα με απωθούν τόσο πολύ ώστε να μην αγοράζω βιβλία – αν αγόρασα το συγκεκριμένο είναι γιατί το όνομα του συγγραφέα αποτέλεσε ισχυρότατο κίνητρο και, εκ των υστέρων, με όσα περιγράφονται στο βιβλίο του, αποδείχθηκε και μια πρώτης τάξεως τρολιά!! 
 
Pierre Huyghe, «Untilled»

 
Η μετάφραση της Ναννάς Παπανικολάου αγνοεί την αμφιθυμία, και ευτυχώς και την βαρυθυμία, και επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ευθυμία, εκείνη που νιώθεις όταν μια ξένη γλώσσα ακούγεται ακριβώς σαν την μητρική σου. Ευτυχώς, στην μετάφραση υπήρχε λογική! Μάθε τέχνη κι ασ' τηνε, λοιπόν, είναι αυτό το γοητευτικό «εγχειρίδιο» του Βίλα-Μάτας. Κι αν πεινάσεις...; Μάλλον, δε θα συμβεί, γιατί η τέχνη, πρωτοποριακή ή μη, είναι ανεξάντλητη τροφή που προσφέρεται αδιακρίτως και αφειδώς – και σχεδόν, δεν χρειάζεται καν να πεινάς για να την απολαύσεις! Το 'πιασες; 
 
Οποιαδήποτε δραστηριότητα συνδεδεμένη με την πρωτοπορία, αν υποθέσουμε πως η πρωτοπορία υπήρχε ακόμα (πράγμα που αμφισβητούσα όλο και περισσότερο όσο περνούσε η ώρα), δεν θα έπρεπε να αγνοεί την πολιτική πλευρά, μια πλευρά που προϋπέθετε να λαμβάνουμε υπόψη μας και την πιθανότητα να μας συνέφερε περισσότερο, εμάς τους φτωχούς θνητούς, να εξαφανιζόταν μια μέρα η πρωτοπορία. Όχι όμως από εξάντληση, αλλά από το αντίθετο: να εξαφανιζόταν επειδή μια μέρα ένα αόρατο ρεύμα θα τη μεταμόρφωνε σε πηγή απόλυτης ενέργειας και θα τη μετέτρεπε στην ίδια τη συναρπαστική ζωή μας.
 
Song Dong, «Doing Nothing Garden»

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !