Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Διάλεξη χωρίς κοινό

 
Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας είναι ο συγγραφέας εκείνος που δεν γίνεται να μην μου αρέσει. Το γνώριζα εκ των προτέρων και γι' αυτό παραδινόμουν γλυκά σε έναν παραλογισμό του μυαλού μου επιμένοντας, εδώ και χρόνια, να μην αγοράζω τα βιβλία του – στο κεφάλ δεν υπάρχει λογική! Συγκεντρώνει όλα εκείνα τα στοιχεία, η συνισταμένη δύναμη των οποίων με συναρπάζει ολότελα, δημιουργεί, δηλαδή, έναν κόσμο που ξεκινάει από την αγάπη του για την λογοτεχνία και τελειώνει με την αγάπη του προς εκείνη. Στο ενδιάμεσο δεν παραλείπει (σημαντικό αυτό) να συνθέτει την εκδήλωση αγάπης προς την λογοτεχνία, με τέτοιον τρόπο ώστε να είναι και η ίδια, λογοτεχνία... που θαυμάζουμε με την σειρά μας και γιατί όχι, ίσως σκεφτόμαστε να την συμπεριλάβουμε σε μια μελλοντική λογοτεχνική μας προσπάθεια που θα εκπορεύεται από την αγάπη μας για την λογοτεχνία!
 
Είτε κάνει ένα tribute to Dublin είτε σκέφτεται να αποσυρθεί από τα εγκόσμια και κάθε λογοτεχνική επιδίωξη είτε ταλαιπωρείται από την φοβερή νόσο που τον κάνει να ξερνάει συνεχώς λογοτεχνικές φράσεις είτε απλώς θα προτιμούσε όχι, να μην γράφει τίποτα, γιοκ, ό,τι και αν συμβαίνει απ' όλα αυτά, εκείνος πάντα προσπαθεί να τα πει όλα, δεν κρατάει μυστικά και ντοκουμέντα. Όπως ακριβώς και ο Μπλεζ Πασκάλ που τον μνημονεύει στο βιβλίο: «Και αν έγραψα τούτη την μακροσκελή επιστολή είναι επειδή δεν είχα χρόνο να την κάνω πιο σύντομη». Το κάθετο ταξίδι ανυψώνεται διαρκώς και η απόλαυση δεν τελειώνει ποτέ

Λοιπόν, εγώ παιδιά, το βρήκα αριστούργημα το βιβλίο αλλά φοβάμαι να το πω μήπως και θίξω όλους εκείνους τους αναγνώστες που δεν το βρήκαν έτσι – «Τι αριστούργημα μωρέ, λέει ο μαλάκας; Μεγαλύτερη μπαρούφα δεν έχω διαβάσει, τσάμπα τα λεφτά μου ρε!» – γι' αυτό θα χρησιμοποιήσω μία από εκείνες τις άγευστες φράσεις της πολιτικής ορθότητας που, στις περισσότερες των περιπτώσεων, στεγνώνουν την λογική κάθε νοήμονος ανθρώπου: μετριοπαθές αριστούργημα με τάσεις προς ελιτίστικους φανφαρονισμούς αλλά και περιέχον ψήγματα λαϊκής αποδοχής, που συνοδεύονται από ηρωισμούς της έκφρασης μεν, εμπρηστικούς για την κοινή λογική δε – «...γαμιέσαι, ηλίθιε! Διαβάζω και την κριτική σου»!
 
Διότι, αντίθετα με ό,τι πιστεύουν διάφοροι, δεν γράφει κανείς για να διασκεδάσει τους άλλους, παρότι η λογοτεχνία είναι από τα πιο διασκεδαστικά πράγματα που υπάρχουν, ούτε γράφει κανείς για «να διηγηθεί ιστορίες», όπως λένε, παρόλο που η λογοτεχνία είναι γεμάτη με υπέροχες ιστορίες. Όχι. Γράφει κανείς για να ρίξει τον αναγνώστη, να τον κυριεύσει, να τον γοητεύσει, να τον σκλαβώσει, για να μπει στο πνεύμα του άλλου και να μείνει εκεί, για να τον συγκλονίσει, για να τον κατακτήσει... 
 
Περί Ντοκουμέντα ο λόγος και όσοι δεν αντέχουν να μετράνε λουλακί πρόβατα για να τους πάρει ο ύπνος καλύτερα να αποχωρήσουν – να μείνουμε μόνο οι ξύπνιοι θιασώτες της πρωτοποριακής τέχνης! Τι είναι όμως τέχνη και δη πρωτοποριακή; Ένα θέμα που φέρνει σίγουρα υπνηλία όταν προσπαθούν να στο εξηγήσουν. Μη μου συγχίζεστε με αυτά που γράφω, ή μάλλον... συγχιστείτε, είναι πρωτοποριακό! [...] Στην τέχνη η σύγχυση ήταν πράγματι θαυμάσιο γεγονός. Η Ντοκουμέντα 14 που έλαβε χώρα προσφάτως και στην Αθήνα έφερε πολλή σύγχυση μαζί της και στρατιές επικριτών είτε την επισκέφτηκαν είτε όχι (αυτό και αν είναι πρωτοποριακό!). Ο Ενρίκε Βίλα-Μάτας τοποθετεί την δράση του βιβλίου του στο Κάσελ της Γερμανίας, κατά την διάρκεια της Ντοκουμέντα 13, αποτελώντας και ο ίδιος ένα από τα πολλά εκθέματά της (βασικά, δεν έχω καλοκαταλάβει αν είναι συγγραφικό κόλπο ή όντως ίσχυε η πρόταση να περάσει μια βδομάδα στο κινέζικο εστιατόριο «Τζένγκις Χαν» εκθέτοντας στους θεατές τον εαυτό του και την πορεία της δημιουργικής δουλειάς του. Όσοι όμως γνωρίζετε, μην μου το αποκαλύψετε). Κινέζικο βασανιστήριο η σύγχρονη τέχνη, δεν παίζουμε μ' αυτά! Πολλοί αντιμετωπίζουν την σύγχρονη τέχνη (αλλά και γενικότερα) με βαρυθυμία ενώ, το κατάλληλο λεκτικό και συναισθηματικό εφόδιο για να την αντιμετωπίσεις είναι, νομίζω, η αμφιθυμία
 
Tino Sehgal, «This variation»

 
Ακριβώς πριν από το βιβλίο του Βίλα-Μάτας διάβασα εντελώς τυχαία την εκπληκτική νουβέλα του Ερίκ-Εμανουέλ Σμιτ «Όταν ήμουν έργο τέχνης» – για το αγοραίο και την άσκοπη πρόκληση της τέχνης, για την διαστρεβλωτική πρωτοκαθεδρία της εικόνας, για την αλλοτροιωμένη και εκφυλιστική αντίληψη πολλών θεατών – μια εύστοχη σάτιρα με κυνικές αποχρώσεις του λόγου και σαρκαστικές σκέψεις. Από την άλλη, ο Βίλα-Μάτας επιδεικνύοντας πιο ήπιο αλλά εξίσου εύστοχο σαρκασμό, θέτει τις βάσεις για μια κατανοητή συζήτηση περί τέχνης (που σε καμία περίπτωση δεν σε κοιμίζει) και καταλήγει σε κάτι σαν επιμύθιο που αλιεύω από τις πάμπολλες διακειμενικές αναφορές που σκορπάει σχεδόν σε κάθε σελίδα: [...] ο κόσμος και η ύπαρξη μπορούσαν να δικαιολογηθούν μόνο ως αισθητικό φαινόμενο. Η αμφιθυμία λοιπόν είναι η καλύτερη στάση απέναντι στην τέχνη, η συνύπαρξη δύο αντίθετων συναισθημάτων μπροστά στην ίδια κατάσταση, το μη οριστικό συμπέρασμα ενώπιόν της – ακόμα και όταν ο ήρωας θα αηδίαζε στην σκέψη να σκουπιστεί με τις πετσέτες του Αδόλφου Χίτλερ ή να μυρίσει το μπουκαλάκι με το άρωμα της Εύας Μπράουν, που αμφότερα αποτελούσαν εκθέματα της έκθεσης, δεν μπορεί εντούτοις να αποφύγει και την ερώτηση που φανερώνει υγιή σκεπτικισμό και κινητήρια αμφιθυμία: «Θεωρείς πως μπορεί να υπάρχει έστω και η ελάχιστη σχέση ανάμεσα στην πρωτοπορία και στο άριο άρωμα;» 
 
Pedro Reyes, «Sanatorium»
Πρόκειται για ένα εκπληκτικό μυθιστόρημα που εκθέτει πολυπλεύρως και χωρίς απολυτότητες τις ιδέες για την τέχνη και την ανάγκη να υπάρχει στις ζωές των ανθρώπων και σας παρακαλώ να μην το αγνοήσετε ή το κακολογήσετε λόγω του άθλιου εξωφύλλου... ουπς! Δεν μπορούσα, όμως, να χρησιμοποιήσω αυτό το τόσο γελοίο άλλοθι, καθώς είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου να γελάει συστηματικά, όπως κάνουν άλλοι, με ορισμένα πρωτοποριακά έργα τέχνης που φιλοδοξούν να είναι πρωτότυπα. Και το είχα απαγορεύσει στον εαυτό μου διότι γνώριζα ότι ήταν πανεύκολο για τους ηλίθιους να συκοφαντούν αυτό το είδος τέχνης, κι εγώ δεν ήθελα να είμαι απ' αυτό το είδος των ανθρώπων (...) χωρίς πάντως να αγνοώ και την πιθανότητα οι σημερινοί καλλιτέχνες να είναι ένα τσούρμο αφελών, χαζοβιόληδες που δεν έπαιρναν χαμπάρι τίποτα, συνεργάτες της εξουσίας που ούτε καν το αντιλαμβάνονταν. Απ' την άλλη, οι απαγορεύσεις είναι για να παραβιάζονται και επίσης, ποιος δεν έχει νιώσει έστω και για μια φορά ηλίθιος στην ζωή του, άρα, γιατί όχι, ας πω λοιπόν, ότι τα συγκεκριμένα εξώφυλλα μού θυμίζουν γελοία καρτούν και μάλιστα, πολύ κακής αισθητικής γελοία καρτούν. Κάνουν τα βιβλία του «Ίκαρου» να δείχνουν πανομοιότυπα και είτε διαβάζω Vila Matas είτε Lena Mantas, είναι ένα και το αυτό! Πρώτη φορά εξώφυλλα με απωθούν τόσο πολύ ώστε να μην αγοράζω βιβλία – αν αγόρασα το συγκεκριμένο είναι γιατί το όνομα του συγγραφέα αποτέλεσε ισχυρότατο κίνητρο και, εκ των υστέρων, με όσα περιγράφονται στο βιβλίο του, αποδείχθηκε και μια πρώτης τάξεως τρολιά!! 
 
Pierre Huyghe, «Untilled»

 
Η μετάφραση της Ναννάς Παπανικολάου αγνοεί την αμφιθυμία, και ευτυχώς και την βαρυθυμία, και επικεντρώνεται αποκλειστικά στην ευθυμία, εκείνη που νιώθεις όταν μια ξένη γλώσσα ακούγεται ακριβώς σαν την μητρική σου. Ευτυχώς, στην μετάφραση υπήρχε λογική! Μάθε τέχνη κι ασ' τηνε, λοιπόν, είναι αυτό το γοητευτικό «εγχειρίδιο» του Βίλα-Μάτας. Κι αν πεινάσεις...; Μάλλον, δε θα συμβεί, γιατί η τέχνη, πρωτοποριακή ή μη, είναι ανεξάντλητη τροφή που προσφέρεται αδιακρίτως και αφειδώς – και σχεδόν, δεν χρειάζεται καν να πεινάς για να την απολαύσεις! Το 'πιασες; 
 
Οποιαδήποτε δραστηριότητα συνδεδεμένη με την πρωτοπορία, αν υποθέσουμε πως η πρωτοπορία υπήρχε ακόμα (πράγμα που αμφισβητούσα όλο και περισσότερο όσο περνούσε η ώρα), δεν θα έπρεπε να αγνοεί την πολιτική πλευρά, μια πλευρά που προϋπέθετε να λαμβάνουμε υπόψη μας και την πιθανότητα να μας συνέφερε περισσότερο, εμάς τους φτωχούς θνητούς, να εξαφανιζόταν μια μέρα η πρωτοπορία. Όχι όμως από εξάντληση, αλλά από το αντίθετο: να εξαφανιζόταν επειδή μια μέρα ένα αόρατο ρεύμα θα τη μεταμόρφωνε σε πηγή απόλυτης ενέργειας και θα τη μετέτρεπε στην ίδια τη συναρπαστική ζωή μας.
 
Song Dong, «Doing Nothing Garden»

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!

Θα φάτε τα μούτρα σας

  Πού βαδίζει η λογοτεχνία; Όπου και όπως βάδιζε πάντα, ελεύθερη και ασυμβίβαστη, ασυνόδευτη και ασυνόρευτη , πριν έρθει ο (κακός μας) καιρός με την πρόφαση του υποστηρίγματος/«υποστήριξης» κάποιοι να της προσφέρουν τα δεκανίκια της πολιτικής ορθότητας που θα την καθιστούσαν έκτοτε αδιανόητα στάσιμη. «Αυτό που βλέπουμε το σκεφτόμαστε, κι έτσι τελικά δεν το βλέπουμε, λέει ο Όλερ, ενώ άλλοι βλέπουν αυτό που βλέπουν χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν το σκέφτονται αυτό που βλέπουν. Αυτό που αποκαλούμε αντίληψη είναι για μας κατά βάση στασιμότητα, ακινησία, τίποτα. Τίποτα. Οτιδήποτε έχει συμβεί το έχουμε σκεφτεί, δεν το έχουμε δει, λέει ο Όλερ» . Είδα και απόειδα λοιπόν με το… φαινόμενο Φερνάντα Μελτσόρ και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Βαδίζοντας στην εποχή των τυφώνων.

Η Αλίκη στις πόλεις

  Καλύτερα Αλίκη στις πόλεις των θαυμάτων παρά Ωραία Κοιμωμένη στο χωριό. Αυτή είναι η τελεσίδικη γνώμη μου. Αλλά τώρα που καλοκαίριασε δύσκολα να σας πείσω, το ξέρω. Τα ξαναλέμε when September ends. «Οι πόλεις δεν προσφέρουν μόνο υλικά οφέλη αλλά και ενθουσιασμό και την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσει κάποιος τον εαυτό του. Για πολλούς πολίτες του Μάντσεστερ και του Σικάγου, η πόλη σήμαινε μια μορφή ελευθερίας. Αυτό ήταν κάτι που οι επικριτές της βικτοριανής πόλης δεν μπόρεσαν ποτέ να συλλάβουν: με τόσο σκότος και βρομιά δεν μπόρεσαν ποτέ να διακρίνουν τους τρόπους με τους οποίους η κοινότητα επαναπροσδιοριζόταν μέσα στη σύγχρονη βιομηχανική μητρόπολη». Όσοι πάλι επι-μένετε στις πόλεις πρέπει να προμηθευτείτε αμέσως το καταπληκτικό βιβλίο του Ben Wilson – γιατί αν εξαντληθεί θα το ψάχνετε στα επαρχιακά βιβλιοπωλεία!

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Η μέθοδος του Κούντερα

  Σε κάποιες περισσότερο κιτς εποχές ένα παρόμοιο χαστούκι σαν εκείνο του Γουίλ Σμιθ είχε ταράξει τα νερά της κοινωνικής μας ζωής. Η Νατάσα Αθήνη είχε χαστουκίσει την Δήμητρα Λιάνη στην παρουσίαση του βιβλίου της «10 χρόνια και 54 μέρες» – βέβαια, τώρα που τα συζητάμε, μπορεί να έχουν περάσει κοντά 30 χρόνια. Μια επισήμανση που μου ήρθε μόλις: όλες οι βιβλιοπαρουσιάσεις είναι για σφαλιάρες∙ συγγραφείς μην πέφτετε σε αυτή την παγίδα, μακριά. Τέλος πάντων, όταν η Δήμητρα δεν έγραφε βιβλία, διάβαζε, λένε, Κούντερα. Τότε ήταν πολύ της μόδας. Κούντερα από εδώ, Κούντερα από εκεί, είχαν τρελαθεί όλοι. Ποιος είναι ρε αυτός ο Κούντερας; Ήταν τελικά ένα πιο λογοτεχνικό Nitro όπως νόμιζαν αρκετοί; Γιατί τόσα χρόνια τον αντιμετωπίζουμε με αβάσταχτη ελαφρότητα; «Γιατί άραγε θέλει να κάνει έρωτα μαζί μου; αναρωτιόταν πολύ συχνά, αλλά δεν έβρισκε απάντηση. Ένα μόνο ήξερε, πως οι σιωπηρές συνευρέσεις τους ήταν αναπόφευκτες, έτσι όπως είναι αναπόφευκτο να σταθεί προσοχή ένας πολίτης ακούγοντας τον εθν

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Μας κούφανε

  Όταν η Λεονόρα Κάρινγκτον γράφει το βιβλίο της είναι 60 χρονών και η ηρωίδα της που ζει τις απόλυτα εκκεντρικές περιπέτειές της είναι 92∙ η ίδια η συγγραφέας πέθανε στα 94 της και μέσα από αλλόκοτες και ακατανόητα αποκρυφιστικές διαδρομές, κανείς πλέον δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό μου ότι είναι η ίδια η ηρωίδα της. «Όλα αυτά είναι μια παρέκκλιση και δεν θέλω να νομίζει κανείς ότι τρέχει αλλού το μυαλό μου∙ τρέχει, αλλά ποτέ πιο γρήγορα απ’ όσο θέλω εγώ» . Η ταύτιση ενός δημιουργού με το έργο του, σε καλλιτέχνες τόσο απύθμενου καλλιτεχνικού βάθους, δεν είναι σχεδόν ποτέ αβάσιμη. Το βιβλίο της είναι ένα φεμινιστικό μανιφέστο και ένα από τα ομορφότερα που έχουν γραφτεί σχετικά, και τα όποια προγραμματικά στοιχεία φαίνεται να αναδύονται μπροστά σε έντρομες αρσενικές αναγνώσεις, εξαλείφονται αμέσως από την υψηλή λογοτεχνική ποιότητα. Εξάλλου, η σπουδαία λογοτεχνία είναι ερμαφρόδιτη. «Το Ακουστικό Κέρας διαφεύγει κάθε κατηγοριοποίηση. Από την πρώτη του κιόλας πρόταση παρουσιάζει ένα

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια