Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Silencio



Έχουμε δεν έχουμε μπάντα, μικρή σημασία έχει χωρίς τον μαέστρο επί σκηνής. Όσα πούμε και γράψουμε, ακούγονται εξόχως ξεκούρδιστα, αν όχι εντελώς κακόηχα και ενοχλητικά. «Στα Cahiers du Cinema, το 2017, ο Lynch αναφέρει πως “το να σκέφτεσαι τους θεατές όταν δημιουργείς δεν είναι καλό κατά την άποψή μου. Πρέπει να σκέφτεσαι μόνο τι σε φτιάχνει. Αν μια ιδέα σού έρθει και δεν σε εξιτάρει, δεν τη χρησιμοποιείς. Αν είναι μια ιδέα που σε κάνει να ανατριχιάσεις, τότε προσπαθείς να την αποδώσεις όσο ακριβέστερα γίνεται. Ο κόσμος αλλάζει τόσο γρήγορα αυτές τις μέρες – αν σκέφτεσαι το κοινό του 2012, αυτό που θα κάνεις δεν θα έχει καμία αξία το 2017, απλούστατα γιατί θα είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Πρέπει να κάνεις χαρούμενο τον εαυτό σου και να ελπίζεις για το καλύτερο”». Ας υψώσουμε λοιπόν ευγνώμονες τα χέρια προς εκείνον, και επειδή κάποιοι τα έχουμε τα χρονάκια μας, δεν αποκλείεται όντως να τα ξαναπούμε σε 25 χρόνια!
 
Ετούτος ο συλλογικός τόμος προοριζόταν να γίνει ένας φόρος τιμής στο έργο και την προσωπικότητα του Ντέιβιντ Λυντς και κατέληξε δυστυχώς να γίνει ένας φόρος μνήμης – αν είχε καλύτερα αντανακλαστικά ο πρωθυπουργός, θα μπορούσε να γίνει και φόρος της κυβέρνησης, δεν πειράζει, μια άλλη φορά. Διαβάζεται κάπως γλυκόπικρα αφενός γιατί ο Λυντς έκανε το μοιραίο πέρασμα στο Black Lodge, αφετέρου γιατί… «Σε κάποιο φεστιβάλ, ένας Ολλανδός κριτικός έγραψε για την ερμηνεία του πρωταγωνιστή μου ότι αποτελεί μια παιχνιδιάρικη παραλλαγή της “Nouveau Shamanic”προσέγγισης του Cage, και αυτή η ανάγνωση μου άρεσε ιδιαίτερα»… τι λε ρε παιδί μου, τρομερά ενδιαφέρον, μίλα μας περισσότερο για αυτό!
 
 
Σε αυτού του είδους τα βιβλία, μερικά κείμενα είναι εντελώς πεζά σαν την πραγματικότητα, άλλα σκέτο όνειρο, και κάποια λίγα τρομεροί εφιάλτες – είμαστε δηλαδή στο σωστό λυντσεϊκό μουντ. Το συνολικό πρόσημο πάντως είναι θετικό. Τώρα τι θα καταλάβετε, παίζεται. Αυτό θα καθοριστεί από το πόσο Λυντς είστε – κάντε το τεστ εδώ. Σίγουρα θα είναι πολύ βοηθητικό να έχετε δει πρώτα τις ταινίες του Λυντς – και αμέσως πιο βοηθητικό από το να τις δείτε, θα είναι να τις ξαναδείτε, και ενδεχομένως να τις δείτε και πάλι – για να καταλάβετε την γενική αίσθηση. Λέγεται ότι τις ταινίες του κυρίως τις νιώθεις, δεν τις καταλαβαίνεις. Μισές αλήθειες, εννοείται ότι τις καταλαβαίνεις κιόλας, και κάποια από τα κείμενα του τόμου, σου δείχνουν τον τρόπο να το αντιληφθείς αυτό. «Κάπου εδώ, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια ανάγνωση του Fire Walk with Me ως μιας απόπειρας αναίρεσης όλης της προϊούσας τηλεοπτικής αφήγησης ή ακόμη και ως μιας κεκαλυμμένης καταγγελίας. Μιας υπενθύμισης πως πέρα και πάνω από το ανεξήγητο, τη μεταφυσική, τα μυστηριακά τοπία, τις αισθαντικές μουσικές, την αυξανόμενη αγωνία του θεατή για την επίλυση της υπόθεσης, θα πλανάται για πάντα το φάντασμα ενός ανήλικου κοριτσιού που ένα βράδυ δεν γύρισε σπίτι του. Ενός κοριτσιού που δεν ζήτησε ποτέ να γίνει σύμβολο καλοσύνης, χειραφέτησης ή μάχης απέναντι στο Κακό». Έχοντάς τες δει κάμποσες φορές, αρχίζω να εκτιμάω ιδιαιτέρως το Lost Highway (χωρίς καν να είναι το αγαπημένο μου), όπου την πρώτη φορά μού είχε φανεί ακατανόητο έως και ενοχλητικό. Η διάθεση κάθε φορά που την παρακολουθώ – όπως και τις υπόλοιπες – μεταβάλλεται διαρκώς, γιατί όπως λέει και η γνωστή ρήση, Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο όνειρο δυο φορές. Και ίσως το ίδιο συμβεί, όταν ξαναδιαβάσω στο μέλλον μερικά κείμενα από αυτό το βιβλίο. Ξεχωριστή θέση έχει το «Lynch goes digital» του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου γιατί προσφέρει μια άλλη ενδιαφέρουσα οπτική, από αυτή που ίσως θα περίμενε κάποιος, γύρω από την καλλιτεχνική σχέση του δημιουργού με την ψηφιακή εποχή∙ σχέση που έκανε ξεκάθαρη στην τελευταία του ταινία, το Inland Empire.  
 
 
[…] «Αν τον ενδιαφέρει κάτι, είναι η φθηνή, εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε υλικά που διανοίγουν το πεδίο των δημιουργικών δυνατοτήτων με τρόπους αδιανόητους μέχρι τότε. Αυτός ήταν ο λόγος που αγάπησε το φθηνό φιλμ τη δεκαετία του ’60 και αυτός είναι ο λόγος που, στις σελίδες του βιβλίου, μοιάζει να κυριεύεται από συγκίνηση πλέκοντας το εγκώμιο του Photoshop για το γεγονός ότι του επιτρέπει να κάνει μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αυτό που στο παρελθόν θα του έπαιρνε ώρες ολόκληρες. Για τον Lynch, μπορεί η ύλη να προηγείται χρονικά και φυσικά, αλλά η φαντασία προηγείται οντολογικά. Ο ρόλος της πρώτης είναι να διευκολύνει τη δεύτερη, όχι να αυτονομηθεί ως αισθητική και οντολογική αξία. Στη φράση «χώρος να ονειρεύεσαι», η ρευστή παρουσία του ονείρου είναι αδιανόητο να παροντοποιηθεί χωρίς τον υλικό χώρο. Σε τελική ανάλυση όμως, αυτό που έχει σημασία είναι το όνειρο».
 
Στον τόμο υπάρχουν και κάποια κείμενα που ασχολούνται με τις άλλες δραστηριότητες του Λυντς, όπως η μουσική, και την στενή σχέση που είχε αναπτύξει με τους μουσικούς συνεργάτες του. Για μένα, παρόλα αυτά, φάνηκε κάπως αδιανόητη η ισχνή παρουσία της ζωγραφικής μέσα στο βιβλίο αυτό, άλλα έτσι είναι η ζωή, δεν μπορούμε να τα καταλαβαίνουμε όλα. Επίσης, επειδή είναι 26 συνολικά κείμενα (μερικοί έγραψαν περισσότερα από ένα), νομίζω ότι ένα μικρούλι βιογραφικό, δύο τριών γραμμών, θα ήταν απαραίτητο πριν από κάθε κείμενο – αν μη τι άλλο, για να μπορέσει ο συγγραφέας πιο πάνω, να κάνει ανενόχλητος το κομμάτι του για τις παραστάσεις που σκηνοθετεί χωρίς να πιάνει πολύτιμο χώρο από αυτόν που υποτίθεται ότι είναι αφιερωμένος στον Ντέιβιντ Λυντς – ε ρε Red room που θέλετε μερικοί! Το βιβλίο «David Lynch, Now It’s Dark» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κυψέλη» σε συνεργασία με τους CineDogs – ίσως οι περισσότεροι ξέρετε ήδη τους συγγραφείς από εκεί, εγώ αποφεύγω κάπως τους σκύλους, γύρω από το σινεμά, είμαι περισσότερο γατάκι. Όπως και να ’χει, η συγκεκριμένη έκδοση είναι πολύ κομψή και αξίζει να την έχετε. Και κάτι τελευταίο: επειδή αυτές οι συλλογές κειμένων για έναν τόσο σπουδαίο δημιουργό, αλλά κυρίως για τόσο ιδιοσυγκρασιακό, συνήθως περιέχουν αναπόφευκτα μια γερή δόση επαμφοτερίζουσας και καχύποπτης υποκειμενικότητας, αναρωτιέμαι γιατί να μην βρίσκουν χώρο έκδοσης, βιβλία με τα ίδια τα λόγια του δημιουργού, εν προκειμένω, το «Lynch on Lynch»; Νομίζω, ότι ούτε αυτό θα το καταλάβω ποτέ – αν και οφείλω να παραδεχτώ ότι υπάρχει μια μικρή ροπή προς τα εκεί. Αυτά τα ολίγα, κοιμηθείτε, δε θα στείλω.  
 
 
[…] «Τελικά, το όνειρο ορίζεται από την αδυναμία του ανθρώπου να συνθέσει μια αρραγή εναλλακτική κατάσταση των πραγμάτων. Ως εκ τούτου, υποχρεούται να παρουσιάζει κενά και αλλόκοτες ατραπούς, που μαρτυρούν την ασυνέχειά του. Όπως και στο Lost Highway, το όνειρο προδίδεται καθώς η κυνική πραγματικότητα εισβάλλει και διαρρηγνύει τους ιδεατούς όρους του. Οικοδομώντας ένα απατηλό καταφύγιο που δεν προορίζεται να αντέξει, οι τοίχοι του ονειρικού κόσμου δεν είναι πραγματικοί, αλλά μονάχα ένα φαντασιακό σκηνικό που στήθηκε για να εξαπατήσει και όχι για να βαστάξει στην ολομέτωπη επίθεση που εξαπολύουν τα αληθινά αδιέξοδα. Όπως ακριβώς και οι ταινίες, θα επιτρέψουν στο μυαλό να διαφύγει, αλλά ποτέ οριστικά. 
     Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό των ψευδαισθήσεων ότι δεν κρατούν αιώνια. 
    Όσο και να το λαχταρά ο καθένας μας.»  
 
Υ.Γ. 2025  Η μέρα άρχισε ήδη να μικραίνει. Όπως και ο κόσμος μας. Ντέιβιντ Λυντς, μας χρωστάς έναν Αύγουστο∙ και όλους τους υπόλοιπους.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Δεύρο έξω

Επιτέλους ανάσταση! , λένε συγγενείς και φίλοι όταν μας βλέπουν να ξεπροβάλουμε στον κόσμο. Είναι τέλος Μαρτίου και σίγουρα όλοι οι εγχώριοι εσωστρεφείς μαζεύουν δυνάμεις για το πασχαλινό τραπέζι που πλησιάζει έτσι ώστε να μην νιώθουν πιο άβολα από το αρνί. Έμαθαν πια με πολύ κόπο ότι δεν ισχύει απόλυτα αυτό το Ό,τι δεν μπορείς να αποφύγεις, τουλάχιστον απόλαυσέ το και «ξέρουν ότι το ωραιότερο, το πιο ανακουφιστικό πράγμα που μπορεί να σου τύχει είναι να ακυρωθεί μια συνάντηση» . Ετούτο το βιβλίο σίγουρα δεν επιδιώκει να λύσει το 30ο πρόβλημα του Αριστοτέλη , ίσως ούτε καν θέλει να πει τα πράγματα έξω από τα δόντια, απλώς επικυρώνει σκέψεις και συναισθήματα που βιώνει ένας στους τρεις ανθρώπους∙ οι άλλοι δύο βγαίνουν έξω και συναντιούνται, για τους υπόλοιπους είναι θεματάκι!

Μπάρτελμι και Σία

  Στις φετινές πανελλήνιες έπεσε θέμα στην έκθεση για την δημιουργικότητα στα σχολεία και μαζί ένα κείμενο του Γιώργου Ιωάννου. Επιτέλους, τα παιδιά πήραν μια μυρωδιά από λογοτεχνική ναφθαλίνη∙ πολύ δημιουργικό. Αν πρέπει να υπάρχει αποκλειστικά κείμενο Έλληνα συγγραφέα, βάλε ένα διήγημα από την «Αναφορά περιπτώσεων» του Αλέξανδρου Σχινά που ξανακυκλοφόρησε πρόσφατα (όπως το εκπληκτικό «Η απόγνωση της μονάδας») και άσε τα παιδιά να υποστούν πολλαπλά κατάγματα της δημιουργικής φαντασίας τους. Τι πας και τους βάζεις Κυριακή στο χωριό ! Στην περίπτωση που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ξενόγλωσσος συγγραφέας ο Ντόναλντ Μπάρτελμι θα ήταν ο ιδανικός. Τουλάχιστον ας κρατήσουμε την κρεμάλα του υπέροχου εξωφύλλου με την οποία στραγγαλίζεται η δημιουργικότητα των παιδιών εδώ και χρόνια. «Ο κόσμος είναι ένας αγριότοπος, λέει, ο πολιτισμός μια τρέλα που καλλιεργούμε σε συμφωνία με τους άλλους. Ο ίδιος, στην ηλικία του, δεν εκπλήσσεται πια με τίποτα, αν και θα το ήθελε» .