Έχουμε δεν έχουμε μπάντα, μικρή σημασία έχει χωρίς τον μαέστρο επί σκηνής. Όσα πούμε και γράψουμε, ακούγονται εξόχως ξεκούρδιστα, αν όχι εντελώς κακόηχα και ενοχλητικά. «Στα Cahiers du Cinema, το 2017, ο Lynch αναφέρει πως “το να σκέφτεσαι τους θεατές όταν δημιουργείς δεν είναι καλό κατά την άποψή μου. Πρέπει να σκέφτεσαι μόνο τι σε φτιάχνει. Αν μια ιδέα σού έρθει και δεν σε εξιτάρει, δεν τη χρησιμοποιείς. Αν είναι μια ιδέα που σε κάνει να ανατριχιάσεις, τότε προσπαθείς να την αποδώσεις όσο ακριβέστερα γίνεται. Ο κόσμος αλλάζει τόσο γρήγορα αυτές τις μέρες – αν σκέφτεσαι το κοινό του 2012, αυτό που θα κάνεις δεν θα έχει καμία αξία το 2017, απλούστατα γιατί θα είναι ένας διαφορετικός κόσμος. Πρέπει να κάνεις χαρούμενο τον εαυτό σου και να ελπίζεις για το καλύτερο”». Ας υψώσουμε λοιπόν ευγνώμονες τα χέρια προς εκείνον, και επειδή κάποιοι τα έχουμε τα χρονάκια μας, δεν αποκλείεται όντως να τα ξαναπούμε σε 25 χρόνια!
Ετούτος ο συλλογικός τόμος προοριζόταν να γίνει ένας φόρος τιμής στο έργο και την προσωπικότητα του Ντέιβιντ Λυντς και κατέληξε δυστυχώς να γίνει ένας φόρος μνήμης – αν είχε καλύτερα αντανακλαστικά ο πρωθυπουργός, θα μπορούσε να γίνει και φόρος της κυβέρνησης, δεν πειράζει, μια άλλη φορά. Διαβάζεται κάπως γλυκόπικρα αφενός γιατί ο Λυντς έκανε το μοιραίο πέρασμα στο Black Lodge, αφετέρου γιατί… «Σε κάποιο φεστιβάλ, ένας Ολλανδός κριτικός έγραψε για την ερμηνεία του πρωταγωνιστή μου ότι αποτελεί μια παιχνιδιάρικη παραλλαγή της “Nouveau Shamanic”προσέγγισης του Cage, και αυτή η ανάγνωση μου άρεσε ιδιαίτερα»… τι λε ρε παιδί μου, τρομερά ενδιαφέρον, μίλα μας περισσότερο για αυτό!
Σε αυτού του είδους τα βιβλία, μερικά κείμενα είναι εντελώς πεζά σαν την πραγματικότητα, άλλα σκέτο όνειρο, και κάποια λίγα τρομεροί εφιάλτες – είμαστε δηλαδή στο σωστό λυντσεϊκό μουντ. Το συνολικό πρόσημο πάντως είναι θετικό. Τώρα τι θα καταλάβετε, παίζεται. Αυτό θα καθοριστεί από το πόσο Λυντς είστε – κάντε το τεστ εδώ. Σίγουρα θα είναι πολύ βοηθητικό να έχετε δει πρώτα τις ταινίες του Λυντς – και αμέσως πιο βοηθητικό από το να τις δείτε, θα είναι να τις ξαναδείτε, και ενδεχομένως να τις δείτε και πάλι – για να καταλάβετε την γενική αίσθηση. Λέγεται ότι τις ταινίες του κυρίως τις νιώθεις, δεν τις καταλαβαίνεις. Μισές αλήθειες, εννοείται ότι τις καταλαβαίνεις κιόλας, και κάποια από τα κείμενα του τόμου, σου δείχνουν τον τρόπο να το αντιληφθείς αυτό. «Κάπου εδώ, θα μπορούσε να ξεκινήσει μια ανάγνωση του Fire Walk with Me ως μιας απόπειρας αναίρεσης όλης της προϊούσας τηλεοπτικής αφήγησης ή ακόμη και ως μιας κεκαλυμμένης καταγγελίας. Μιας υπενθύμισης πως πέρα και πάνω από το ανεξήγητο, τη μεταφυσική, τα μυστηριακά τοπία, τις αισθαντικές μουσικές, την αυξανόμενη αγωνία του θεατή για την επίλυση της υπόθεσης, θα πλανάται για πάντα το φάντασμα ενός ανήλικου κοριτσιού που ένα βράδυ δεν γύρισε σπίτι του. Ενός κοριτσιού που δεν ζήτησε ποτέ να γίνει σύμβολο καλοσύνης, χειραφέτησης ή μάχης απέναντι στο Κακό». Έχοντάς τες δει κάμποσες φορές, αρχίζω να εκτιμάω ιδιαιτέρως το Lost Highway (χωρίς καν να είναι το αγαπημένο μου), όπου την πρώτη φορά μού είχε φανεί ακατανόητο έως και ενοχλητικό. Η διάθεση κάθε φορά που την παρακολουθώ – όπως και τις υπόλοιπες – μεταβάλλεται διαρκώς, γιατί όπως λέει και η γνωστή ρήση, Δεν μπορείς να μπεις στο ίδιο όνειρο δυο φορές. Και ίσως το ίδιο συμβεί, όταν ξαναδιαβάσω στο μέλλον μερικά κείμενα από αυτό το βιβλίο. Ξεχωριστή θέση έχει το «Lynch goes digital» του Αλέξανδρου Παπαγεωργίου γιατί προσφέρει μια άλλη ενδιαφέρουσα οπτική, από αυτή που ίσως θα περίμενε κάποιος, γύρω από την καλλιτεχνική σχέση του δημιουργού με την ψηφιακή εποχή∙ σχέση που έκανε ξεκάθαρη στην τελευταία του ταινία, το Inland Empire.
[…] «Αν τον ενδιαφέρει κάτι, είναι η φθηνή, εύκολη και γρήγορη πρόσβαση σε υλικά που διανοίγουν το πεδίο των δημιουργικών δυνατοτήτων με τρόπους αδιανόητους μέχρι τότε. Αυτός ήταν ο λόγος που αγάπησε το φθηνό φιλμ τη δεκαετία του ’60 και αυτός είναι ο λόγος που, στις σελίδες του βιβλίου, μοιάζει να κυριεύεται από συγκίνηση πλέκοντας το εγκώμιο του Photoshop για το γεγονός ότι του επιτρέπει να κάνει μέσα σε ελάχιστα δευτερόλεπτα αυτό που στο παρελθόν θα του έπαιρνε ώρες ολόκληρες. Για τον Lynch, μπορεί η ύλη να προηγείται χρονικά και φυσικά, αλλά η φαντασία προηγείται οντολογικά. Ο ρόλος της πρώτης είναι να διευκολύνει τη δεύτερη, όχι να αυτονομηθεί ως αισθητική και οντολογική αξία. Στη φράση «χώρος να ονειρεύεσαι», η ρευστή παρουσία του ονείρου είναι αδιανόητο να παροντοποιηθεί χωρίς τον υλικό χώρο. Σε τελική ανάλυση όμως, αυτό που έχει σημασία είναι το όνειρο».
Στον τόμο υπάρχουν και κάποια κείμενα που ασχολούνται με τις άλλες δραστηριότητες του Λυντς, όπως η μουσική, και την στενή σχέση που είχε αναπτύξει με τους μουσικούς συνεργάτες του. Για μένα, παρόλα αυτά, φάνηκε κάπως αδιανόητη η ισχνή παρουσία της ζωγραφικής μέσα στο βιβλίο αυτό, άλλα έτσι είναι η ζωή, δεν μπορούμε να τα καταλαβαίνουμε όλα. Επίσης, επειδή είναι 26 συνολικά κείμενα (μερικοί έγραψαν περισσότερα από ένα), νομίζω ότι ένα μικρούλι βιογραφικό, δύο τριών γραμμών, θα ήταν απαραίτητο πριν από κάθε κείμενο – αν μη τι άλλο, για να μπορέσει ο συγγραφέας πιο πάνω, να κάνει ανενόχλητος το κομμάτι του για τις παραστάσεις που σκηνοθετεί χωρίς να πιάνει πολύτιμο χώρο από αυτόν που υποτίθεται ότι είναι αφιερωμένος στον Ντέιβιντ Λυντς – ε ρε Red room που θέλετε μερικοί! Το βιβλίο «David Lynch, Now It’s Dark» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Κυψέλη» σε συνεργασία με τους CineDogs – ίσως οι περισσότεροι ξέρετε ήδη τους συγγραφείς από εκεί, εγώ αποφεύγω κάπως τους σκύλους, γύρω από το σινεμά, είμαι περισσότερο γατάκι. Όπως και να ’χει, η συγκεκριμένη έκδοση είναι πολύ κομψή και αξίζει να την έχετε. Και κάτι τελευταίο: επειδή αυτές οι συλλογές κειμένων για έναν τόσο σπουδαίο δημιουργό, αλλά κυρίως για τόσο ιδιοσυγκρασιακό, συνήθως περιέχουν αναπόφευκτα μια γερή δόση επαμφοτερίζουσας και καχύποπτης υποκειμενικότητας, αναρωτιέμαι γιατί να μην βρίσκουν χώρο έκδοσης, βιβλία με τα ίδια τα λόγια του δημιουργού, εν προκειμένω, το «Lynch on Lynch»; Νομίζω, ότι ούτε αυτό θα το καταλάβω ποτέ – αν και οφείλω να παραδεχτώ ότι υπάρχει μια μικρή ροπή προς τα εκεί. Αυτά τα ολίγα, κοιμηθείτε, δε θα στείλω.
[…] «Τελικά, το όνειρο ορίζεται από την αδυναμία του ανθρώπου να συνθέσει μια αρραγή εναλλακτική κατάσταση των πραγμάτων. Ως εκ τούτου, υποχρεούται να παρουσιάζει κενά και αλλόκοτες ατραπούς, που μαρτυρούν την ασυνέχειά του. Όπως και στο Lost Highway, το όνειρο προδίδεται καθώς η κυνική πραγματικότητα εισβάλλει και διαρρηγνύει τους ιδεατούς όρους του. Οικοδομώντας ένα απατηλό καταφύγιο που δεν προορίζεται να αντέξει, οι τοίχοι του ονειρικού κόσμου δεν είναι πραγματικοί, αλλά μονάχα ένα φαντασιακό σκηνικό που στήθηκε για να εξαπατήσει και όχι για να βαστάξει στην ολομέτωπη επίθεση που εξαπολύουν τα αληθινά αδιέξοδα. Όπως ακριβώς και οι ταινίες, θα επιτρέψουν στο μυαλό να διαφύγει, αλλά ποτέ οριστικά.
Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό των ψευδαισθήσεων ότι δεν κρατούν αιώνια.
Όσο και να το λαχταρά ο καθένας μας.»
Άλλωστε, είναι χαρακτηριστικό των ψευδαισθήσεων ότι δεν κρατούν αιώνια.
Όσο και να το λαχταρά ο καθένας μας.»
Υ.Γ. 2025 Η μέρα άρχισε ήδη να μικραίνει. Όπως και ο κόσμος μας. Ντέιβιντ Λυντς, μας χρωστάς έναν Αύγουστο∙ και όλους τους υπόλοιπους.
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.