Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ασκήσεις μνήμης

 
Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν, με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα».
 
Στη συλλογή «Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι» συμπεριλαμβάνονται πέντε αυτοβιογραφικά αφηγήματα του Καλβίνο, γραμμένα σε βάθος μιας 15ετίας και δημοσιευμένα σε διάφορα περιοδικά. Τα τέσσερα πρώτα είναι γραμμένα πιο ρεαλιστικά, σχετικό αυτό όταν μιλάμε για Καλβίνο, ενώ το τελευταίο θυμίζει κάτι από ταινίες του Κρίστοφερ Νόλαν∙ τις παλιές, τις καλές. «“Από τ’ απόσκια”, από τα βάθη της σκιάς εγώ γράφω, ανασυνθέτοντας τον χάρτη ενός φωτεινού τόπου που είναι απλώς ένα μη επαληθεύσιμο αξίωμα για τους υπολογισμούς της μνήμης, ο γεωμετρικός τόπος του εγώ, ενός εαυτού που χρειάζεται ο εαυτός μου για να ξέρει ότι είναι ο εαυτός του, το εγώ που χρειάζεται μόνο και μόνο προκειμένου να λαμβάνει συνεχώς νέα για την ύπαρξη του κόσμου, ένα κατασκεύασμα που διαθέτει ο κόσμος για να ξέρει αν υπάρχει». Περίπλοκο και σκιώδες, δεν παύει να είναι και ένα γοητευτικό διήγημα, που ο κάθε αναγνώστης θα το ερμηνεύσει και θα το εκτιμήσει ανάλογα με την φωτοευαισθησία του.  
 
Στο ομώνυμο αφήγημα, «Ο δρόμος του Σαν Τζοβάνι», ο Καλβίνο περιγράφει τις παιδικές αναμνήσεις του από ένα κτήμα που είχε ο πατέρας του στη γενέθλια πόλη του, και την κόντρα που άρχισε να αναδύεται ανάμεσα στον πατρικό φυσιολατρικό δρόμο και την επαναστατική εφηβική διαδρομή σε πολύβουα σοκάκια. Εδώ, η κόντρα δεν περιγράφεται με όρους σύγκρουσης, αλλά περισσότερο με όρους κοσμοθεωρίας, δύο κόσμοι που συνυπάρχουν για λίγο λόγω αναγκαστικής συγγένειας και ύστερα ο αναλυόμενος – ο συγγραφέας εν προκειμένω – κάνει την τελική του αποτίμηση για την πορεία των πραγμάτων. Αν και ελαφρώς βουκολικό για τα γούστα μου, αρκετά συγκινητικό και με σημεία που μου θύμισαν πολύ έντονα και την σχέση με τον δικό μου πατέρα. 
 
Στην «Αυτοβιογραφία ενός θεατή», που αποτέλεσε πρόλογο για ένα βιβλίο για τον Φελίνι, ο Καλβίνο περιγράφει το εφηβικό του κόλλημα με τον κόσμο του σινεμά και πόσο αυτό τον διαμόρφωσε. Μέσα στο αφήγημα ξεχώρισα μια ωραία σκέψη που κατά την γνώμη μου βρίσκει εφαρμογή, ίσως και περισσότερο εκεί, στον κόσμο της λογοτεχνίας: «Δεν υπάρχει ένας κόσμος μέσα στη φωτεινή οθόνη, στη σκοτεινή αίθουσα, και ένας άλλος κόσμος έξω, ετερογενής, που τους διαχωρίζει μια ξεκάθαρη ασυνέχεια, ωκεανός ή άβυσσος. Η σκοτεινή αίθουσα εξαφανίζεται, η οθόνη είναι ένας μεγεθυντικός φακός στραμμένος έξω στον κόσμο, στην καθημερινότητα, και σε αναγκάζει να κοιτάξεις αυτό που με γυμνό μάτι έχει την τάση να κυλάει δίχως σταματημό. Η λειτουργία αυτή έχει – μπορεί να έχει – τη δική της χρησιμότητα, μικρή, μέτρια ή τεράστια σε ορισμένες περιπτώσεις. Όμως εκείνη την ανθρωπολογική, κοινωνική ανάγκη της απόστασης, δεν την ικανοποιεί». Αυτή η απουσία απόστασης έσω και έξω κόσμου έχει κάνει φοβερά χλιαρή την λογοτεχνία της τελευταίας 25ετίας. Και τον κινηματογράφο, εξυπακούεται αυτό.  
 

Στο «Αναμνήσεις μιας μάχης» ο Καλβίνο ανασυνθέτει μια ενέδρα σε ένα χωριό την εποχή της Αντίστασης. Έχοντας διαβάσει το πρώτο του μυθιστόρημα, «Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές», το λιγότερο καλβινικό από όλα αλλά πάρα πολύ ωραίο (αν το βρείτε, να το πάρετε), μου έσκασε στο μυαλό εκείνη η περίοδος που το διάβαζα και πόσο το είχα απολαύσει. Νομίζω ότι αυτό το διήγημα, υπάρχει με κάποιο τρόπο μέσα στο μυθιστόρημα, γιατί μου φάνηκε τόσο οικεία η αίσθηση. «Αυτό που θα ήθελα να μάθω είναι γιατί το τρύπιο δίχτυ της μνήμης συγκρατεί ορισμένα πράγματα και όχι άλλα». Και κατά έναν παράξενο και χιουμοριστικό τρόπο, το καλύτερο διήγημα της συλλογής είναι για τα σκουπίδια. Στο «La poubelle agréée» γράφει ένα διήγημα για την αξία που έχει να κατεβάζεις τα σκουπίδια σου στον δρόμο – φαίνεται ότι το έγραψε άντρας, λυσσάξτε τσάουσες – ευτυχισμένο το 1995! «Αν αληθεύει αυτό, αν το να πετάμε είναι η πρώτη αναγκαία συνθήκη της ύπαρξης, διότι είμαστε αυτό που δεν πετιέται, η πρώτη φυσιολογική και πνευματική πράξη είναι να διαχωρίσω το κομμάτι του εαυτού μου που μένει από το κομμάτι που πρέπει να αφήσω να κατέβει σε έναν άλλο κόσμο ανεπιστρεπτί». Τα σκουπίδια του ενός είναι ο θησαυρός του άλλου, λέμε συνήθως για μέτρια βιβλία που βρίσκονται δίπλα σε κάδους και ονειρευόμαστε να βρουν μια θέση σε κάποια βιβλιοθήκη ή σε ένα ζεστό σαλόνι δίπλα στο τζάκι (ή και μέσα στο τζάκι, θα πουν κάποιοι πικρόχολοι), αλλά ο Καλβίνο σε κάθε βιβλίο του κινείται πολύ άνω του μετρίου και μπορεί να δημιουργήσει τα πάντα από το τίποτα, αυτό δηλαδή που συνηθίζουν να κάνουν οι σπουδαίοι συγγραφείς. Διαλέξτε κάποιο από τα πολλά βιβλία του και αφεθείτε σε μια υπαρξιακή μαγεία που σπανίζει, αν δεν έχει παύσει εντελώς, παρόλο που κάποια παιδιά, επιμένουν να πιστεύουν ότι υπάρχει ακόμα. Μην τους χαλάσετε το παραμύθι. 
  
 
Το βιβλίο περιέχει ένα εισαγωγικό σημείωμα και ένα επίμετρο που μου φάνηκαν και τα δύο χλιαρά και αχρείαστα, ειδικά το επίμετρο (του Τσέζαρε Γκάρμπολι). Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση φαίνεται να πατάει σε στέρεα και χαρτογραφημένα μονοπάτια. Όμως, στον αλλόκοτο δρόμο που τράβηξε το «Στερέωμα» βάζοντας το βιογραφικό σημείωμα πριν από την σελίδα τίτλου, κινείται εδώ και ο «Καστανιώτης» που τοποθετεί ένα εκτενέστατο χρονολόγιο, 28 σελίδες, ακριβώς μετά την εισαγωγή. Ό,τι τρεντάρει στο τικ τοκ, το φέρνουν και στην Ελλάδα, δεν εξηγείται αλλιώς! Ας προσπεράσουμε το γεγονός ότι ένα πολυσέλιδο χρονολόγιο για έναν τόσο γνωστό και σπουδαίο συγγραφέα είναι αχρείαστο, αν όχι προσβλητικό∙ θα αρκούσε μια ημερομηνία γέννησης και θανάτου που θα γνωστοποιούσε μόνο το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο του συγγραφέα, αν και ο Καλβίνο με το τεράστιο ταλέντο του ξεχείλωσε μια για πάντα αυτό το πλαίσιο. Αν μη τι άλλο, ο εκδότης που έχει ήδη εκδώσει σχεδόν όλο το έργο του Ιταλού, θα έπρεπε τουλάχιστον να γνωρίζει πια ότι… τελευταίο έρχεται το χρονολόγιο.  
 
[…] «Κι εγώ; Εγώ νόμιζα ότι είχα άλλα κατά νου. Τι ήταν η φύση; Χορτάρι, φυτά, πράσινα τοπία, ζώα. Ζούσα ανάμεσά τους και ήθελα να είμαι αλλού. Μπροστά στη φύση έμενα αδιάφορος, επιφυλακτικός, ενίοτε εχθρικός. Και δεν ήξερα πως κι εγώ αναζητούσα μια σχέση, ίσως πιο πετυχημένη από εκείνη του πατέρα μου, μια σχέση που θα μου την έδινε η λογοτεχνία, ανανοηματοδοτώντας τα πάντα, και ξαφνικά καθετί θα γινόταν αληθινό, απτό, κατακτητέο και τέλειο, κάθε πράγμα εκείνου του τώρα πια χαμένου κόσμου.  
    Πού είναι ο πατέρας που φωνάζει να φέρω τη μάνικα και να ρίξω νερό, γιατί τα πάντα έχουν ξεραθεί;»

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ...