Όσο και να έψαχνα πιο ταιριαστό βιβλίο για να ακολουθήσει το προηγούμενό μου, τέτοιο φοβερό βιβλιο-συνοικέσιο αποκλείεται να πετύχαινα – μόνο στο Power of love (of reading)… και πάλι παίζει αυτό! Μία λογοτεχνική ιδιωτική πινακοθήκη μόνο για πάρτη μου (ή πάρτυ μου, όπως βλέπω να γράφεται συχνά σε διάφορα σχόλια… party is here και ξεσαλώνει εις βάρος της ελληνικής γλώσσας!). Κυρίως όμως ο Περέκ είναι ιδιωτική βιβλιοθήκη, και αν θέλω να είμαι πιο ακριβής είναι ιδιωτικός βιβλιοθηκονόμος. Γιατί τις βιβλιοθήκες πολλοί εμίσησαν, τους βιβλιοθηκονόμους ουδείς! Η πολυετής ενασχόληση του Περέκ με την βιβλιοθηκονομία προσέδωσε στην γραφή του όλα εκείνα τα γοητευτικά χαρακτηριστικά που κάποιοι θαυμάζουμε και με τα οποία κάποιοι άλλοι αγανακτούμε. Σίγουρα και άλλοι βιβλιοθηκονόμοι έγιναν στην πορεία συγγραφείς αλλά κανείς δεν κατάφερε να χειριστεί αυτή την επιστήμη με τόσο καλλιτεχνικό τρόπο. Ask a (random) librarian, τα ίδια θα σου πει!
Αναμφιβόλως, η βιβλιοθηκονομία είναι πολύ απαιτητική επιστήμη. Μην κρίνετε από τον περισσότερο κόσμο που με την πρώτη του δειλή επίσκεψη στην βιβλιοθήκη φέρει ταυτόχρονα την βλακώδη βεβαιότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ότι ξέρει πού ακριβώς μπαίνει το κάθε βιβλίο. «Ναι, θυμάμαι ακριβώς από πού το πήρα, θα το ξαναβάλω στη θέση του». Και αν δείτε την βιβλιοθήκη στο τέλος μιας εργάσιμης μέρας, θα έχετε μία εμπεριστατωμένη «ακτινογραφία» της νόσου Αλτσχάιμερ – τύφλα να’ χουν οι νευρολόγοι, που φάγαν τα χρόνια τους στα θρανία. Η βιβλιοθηκονομία, πρωτίστως, είναι μια μηχανιστική επιστήμη. Μέχρι να φθάσεις στο εξωστρεφές (αν υποθέσουμε ότι πληρώνεται επαρκώς) υποκείμενο, που στα μάτια των κοινών θνητών προσιδιάζει σε Artificial Intelligence android της Google που θα σου δώσει την μοναδική και σωστή απάντηση που ζητάς, θα έχεις ήδη περάσει από αθέατους και απόκρυφους μηχανισμούς που αγνοείς ολοκληρωτικά και εν πολλοίς δεν σε ενδιαφέρουν κιόλας. Κάπως έτσι λειτουργεί και η λογοτεχνία του Ζορζ Περέκ – προς θεού, δεν προορίζεται μόνο για πτυχιούχους βιβλιοθηκονομίας αλλά ούτε και για αναγνώστες που αναζητούν την μοναδική και σωστή απάντηση σε όσο το δυνατόν συντομότερο χρόνο. Αν είστε τέτοιοι αναγνώστες, μην χάνετε τον χρόνο σας, πηγαίνετε στην κοντινότερη βιβλιοθήκη και διαλέξτε ένα άλλο βιβλίο. Αφού ρωτήσετε τον βιβλιοθηκόνομο, εννοείται αυτό!
Τα βιβλία του Περέκ δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε «εγκυκλοπαιδικά», δεν εγκολπώνονται δηλαδή την γενική γνώση μιας οποιασδήποτε βιβλιοθήκης (αν και το κάνουν και αυτό ως έναν βαθμό), αλλά αποτελούν ένα παραπέτασμα εντός της βιβλιοθήκης που πίσω του θάλλει ο ζωντανός οργανισμός της πραγματικής βιβλιοθήκης. Όταν μπαίνετε σε μια βιβλιοθήκη τα βιβλία δεν σας κοιτούν όπως θα σας κοιτούσαν τα βιβλία ενός βιβλιοπωλείου· σας κοιτούν με τα θέματά τους λυμένα (εν αντιθέσει με κάποιους επισκέπτες της βιβλιοθήκης!)· σας κοιτούν με την ταξιθετική τους υπεροψία· σας κοιτούν με την «αριστοκρατική» τους ταξινομική καταγωγή· σας κοιτούν με το χαμογελαστό «οδοντωτό» barcode που πιστοποιεί την αξία τους και όχι την τιμή τους· σας κοιτούν και ξέρουν τι (και αν) σκέφτεστε· τα βιβλία σκέφτονται, και σκέφτονται γιατί κάποιοι με πολύ κόπο φρόντισαν να τους μάθουν πώς να το κάνουν αυτό. Και είναι οι ίδιοι που βοηθούν και τους αναγνώστες πώς να σκέφτονται. Πάει κάπου το μυαλό σας;
[…] Αυτή η σχεδόν νοσηρή γοητεία που ασκούσε το έργο, μπορεί να πει κανείς ότι οφειλόταν εν μέρει στην τεχνική δεξιότητα του ζωγράφου, κυρίως όμως σ’ εκείνη την όχι μόνο χωρική, αλλά και χρονική, προοπτική. «Ας μη γελιόμαστε» κατέληγε ο Λέστερ Νάουακ. «Το έργο αυτό είναι η απεικόνιση του θανάτου της τέχνης, ένας εικοτολογικός στοχασμός γύρω απ’ αυτόν τον κόσμο, τον καταδικασμένο στην αέναη επανάληψη των ίδιων των προτύπων του. Κι αυτές οι ανεπαίσθητες παραλλαγές από αντιγραφή σε αντιγραφή, που τόσο πολύ είχαν ερεθίσει τους επισκέπτες, μπορεί και να συνιστούν την απώτατη έκφραση της μελαγχολίας του καλλιτέχνη: ως εάν, ζωγραφίζοντας την ιστορία των δικών του έργων μέσα από την ιστορία των έργων των άλλων, είχε κατορθώσει, έστω για μια στιγμή, να αυταπατηθεί ότι είχε διασαλεύσει την “καθεστηκύια τάξη” της τέχνης, ότι είχε ξαναβρεί την έμπνευση πέρα απ’ την απαρίθμηση, την έκρηξη των ιδεών πέρα απ’ την παράθεση, την ελευθερία πέρα από την μνήμη. Και μπορεί σ’ αυτό το έργο να μην υπάρχει τίποτα πιο αλγεινό και πιο καταγέλαστο από την προσωπογραφία εκείνου του φριχτά εικονογραφημένου άντρα με το τατουάζ, από εκείνο το ζωγραφισμένο σώμα που θαρρείς και φύλαγε σκοπιά μπροστά σε κάθε επανάληψη του πίνακα: άνθρωπος που έγινε ζωγραφιά υπό το βλέμμα του συλλέκτη, σύμβολο νοσταλγικό και σκωπτικό, ειρωνικό και απομυθευτικό ενός “δημιουργού” στερημένου από το δικαίωμα του ζωγραφίζειν, αφοσιωμένου εφεξής στο να κοιτάζει και να επιδεικνύει ως μοναδικό του επίτευγμα μια απ’ άκρη σ’ άκρη ζωγραφισμένη επιφάνεια».
Ο Περέκ φιλοτεχνεί μία πανέμορφη νουβέλα για έναν ζωγράφο, έναν συλλέκτη και έναν πίνακα πινάκων που μέσω συνεχών αντικατοπτρισμών οδηγεί την ιστορία πολύ πιο μακριά από ό,τι το περιορισμένο θέμα της υποδηλώνει αρχικά. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθώ περισσότερο στους εσωτερικούς μηχανισμούς του κειμένου. Αν είστε από αυτούς τους βιαστικούς αναγνώστες που αναζητούν την μοναδική και σωστή απάντηση, μπορείτε να διαβάσετε κατευθείαν την τελευταία παράγραφο του κειμένου. Θα μείνετε απόλυτα ευχαριστημένοι, σας το υπόσχομαι. Μέσα της περικλείει όλη την φιλοσοφία του Περέκ και έγινε η αφορμή να μιλήσω σε αυτό το κείμενο περισσότερο για την βιβλιοθηκονομία παρά για την ζωγραφική ή την λογοτεχνία. Εννοείται ότι ήδη από την αρχή διάβασα την τελευταία πρόταση, το κάνω με όλα τα βιβλία αυτό – εγώ όμως είμαι βιβλιοθηκονόμος και έχω μάθει εδώ και χρόνια να εκτιμώ κυρίως τους εσωτερικούς μηχανισμούς που οδηγούν (αναπόφευκτα) στις τελικές απαντήσεις!
Ο μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης που εδώ και χρόνια λειτουργεί κάπως σαν συλλέκτης των λογοτεχνικών έργων του Ζορζ Περέκ, αποδεικνύεται αλάνθαστος εκτιμητής. Η ωραία έκδοση έρχεται από τις εκδόσεις «Ύψιλον» και πλέον αρχίζει να σπανίζει – πλειοδοτήστε όσο ακόμα προλαβαίνετε. «(…) χάρη στο παιχνίδι αυτών των διαδοχικών κατοπτρισμών, χάρη στη σχεδόν μαγική γοητεία που ασκούν αυτές οι ολοένα και πιο μικροσκοπικές επαναλήψεις, είναι ένα έργο που αιωρείται μέσα σ’ ένα κατ’ εξοχήν ονειρικό σύμπαν, όπου η δύναμη της γοητείας του μεγεθύνεται ως το άπειρο και όπου ο ακριβολογικός παροξυσμός του εικονογραφικού υλικού, πόρρω απέχοντας απ’ το να είναι αυτοσκοπός, εκβάλλει αναπάντεχα στην ιλιγγιώδη Πνευματικότητα της Αιωνίας Επιστροφής». Μην μας οικτίρετε λοιπόν, η μηχανιστική θεώρηση της βιβλιοθηκονομίας δεν μας στερεί τις απολαύσεις. Η παιγνιώδης και αλλόκοτη φράση του Ναμπόκοφ που μιλούσε για «το πάθος του επιστήμονα και την ακρίβεια του καλλιτέχνη» μάς ταιριάζει γάντι.
Υ.Γ. 2666 Ετούτο το βιβλίο θα μπορούσε να δέσει αρμονικά και με την ταινία του Τορνατόρε, «The best offer».
Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
ΑπάντησηΔιαγραφήΗ ζωγραφιά του κόσμου,
όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
δεν είναι να βλέπεται
από κοντά.
Από κοντά, αχ,
σύγχυση μόνο είναι όλα
και σκοτεινιά.
Η ζωγραφιά του κόσμου,
παρά κάθε άλλη αυτή,
χρειάζεται απόσταση
να φανεί.
Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
την κανονική
και πού να βρεθεί.
Πού να βρεθεί που
εμπρός είναι το
βαθύ και πίσω
το ρέμα…
ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ (1962-2002), εκδόσεις Δόμος
ΥΓ. Ζήτω ο Περέκ!
Ζήτω η ζωγραφική!
Ζήτω ο βιβλιοθηκονόμος!
Ζήτω και η ποίηση! :)
ΔιαγραφήΖΗΤΩΩΩΩ!!!
Διαγραφή