Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Καλλιτέχνης θα πει


«Η τάδε είσαι αρτίστα / κάποιας μεγάλης τέχνης / όμως δεν έμαθες ποτέ / τι είναι καλλιτέχνης» τραγουδούσε αισθαντικά ο NOTISS πίσω στα late 90s. Πολλοί από σας μπορεί να αποφαίνονται ανενδοίαστα για κάποιον καλλιτέχνη «σπουδαίο υποκείμενο είναι και του λόγου του» αλλά ξέρετε άραγε πότε ακριβώς αυτό το υποκείμενο απέκτησε υπόσταση μέσα στον ιστορικό χρόνο; Πότε λοιπόν ένας καλλιτέχνης αισθάνθηκε για πρώτη φορά καλλιτέχνης; Και πώς στο καλό φθάσαμε σήμερα όλοι μας να θεωρούμαστε καλλιτέχνες και κανείς να μην καταφέρνει να ξεριζώσει αυτόν τον διάολο από μέσα μας; «Εδώ, την προσοχή μας θα συγκρατήσει η διαδρομή του κυρίαρχου προτύπου για τον καλλιτέχνη, όπως εμφανίζεται στον δυτικό κόσμο, τους δύο τελευταίους αιώνες». Καλλιτέχνες όλου του κόσμου ενωθείτε. Για να μετρήσουμε ποιος την έχει μεγαλύτερη. Την τέχνη. 

Το βιβλίο εστιάζει σχεδόν αποκλειστικά στην εικαστική τέχνη (η πρωτοκαθεδρία της όρασης), στον καλλιτέχνη-διανοούμενο, σε εκείνο το υποκείμενο που τον όψιμο Μεσαίωνα και την πρώιμη Αναγέννηση, «μεταλάσσεται σε κάποιον δηλαδή ο οποίος αρχίζει να αντιλαμβάνεται το έργο του με κριτήρια εξειδίκευσης, μοναδικότητας και εφευρετικότητας». Παύει να νιώθει μπογιατζής και αξιώνει μια καλύτερη θέση – όπως ακριβώς πασχίζει και ο Πόλλοκ με την μπατανόβουρτσα στο χέρι, στο εξώφυλλο του βιβλίου. Όσοι τον θεωρείτε ακόμα μπογιατζή, ξεκουμπιστείτε από εδώ γιατί θα σας πετάξω μπογιές! Η ψυχοσύνθεση ενός καλλιτέχνη όμως, η επίμοχθη συνειδητοποίηση που απολαμβάνει πλέον ύστερα από αιώνες στέρησης, μετακυλίεται και σε άλλες μορφές τέχνης, αφορά και άλλα υποκείμενα όχι μόνο τους ζωγράφους. Ο συγγραφέας με τον απαράμιλλο τρόπο του το αφήνει σαφέστατα να εννοηθεί. Ωστόσο, όλη η αφήγηση είναι πήχτρα στους πίνακες ζωγραφικής και εγώ προσωπικά πολύ το γουστάρω (αν και καλλιτέχνης της συγγραφής, ο ίδιος)! Χωρίζεται σε τρία κεφάλαια: ο μοναχικός καλλιτέχνης («Καλλιτέχνης θα πει / μοναξιάς φυλακή / και της πίκρας κανάλι»), ο πρωτοπόρος καλλιτέχνης («Καλλιτέχνης θα πει / να μιλάς με σιωπή / και να ακούνε οι άλλοι») και η απώλεια του καλλιτέχνη («Καλλιτέχνης θα πει / όλα όσα δεν είσαι / κι όλα όσα μιμείσαι»)… σε καταλάβαμε Νίκο Δασκαλοθανάση, μην πεις τίποτα άλλο, και μεις ακούγαμε Νότη!! 

Eugene Delacroix, Ο Μιχαήλ Άγγελος στο εργαστήριό του, 1850

Αχ μωρέ το γλυκούλι, δες το, είναι μοναχούλι και μελαγχολικό… σίγουρα καλλιτέχνης θα είναι! Όλοι το έχουμε σκεφτεί αυτό τουλάχιστον μια φορά. Ενώ μπορεί να είναι απλώς κάφρος και μίζερος – κάτι που δεν αποκλείει βέβαια το γεγονός να είναι και καλλιτέχνης. Αυτή η κλισέ εικόνα όμως συνεχίζει να συνοδεύει ακόμα και τώρα τους καλλιτέχνες και την άποψη που έχουμε γι’ αυτούς. «Ο καλλιτέχνης δεν ξεφεύγει από τις κοινωνικές αντιθέσεις της εποχής του», αυτό είναι το ζουμί του πρώτου κεφαλαίου (και εν ολίγοις ολόκληρου του βιβλίου), εκεί όπου το (εκάστοτε) θεσμικό πλαίσιο δεν μπορεί να ενσωματώσει τους (τότε) μοντέρνους καλλιτέχνες ωθώντας τους στο περιθώριο της ζωής και ενδεχομένως στη κορυφή της τέχνης τους. 

Ferdinand von Rayski, Η αυτοκτονία του καλλιτέχνη στο εργαστήριό του, π. 1840

[…] «Η απώλεια ενός χώρου ύπαρξης για τον καλλιτέχνη και ο κοινωνικός του μετεωρισμός λόγω της αναδιάρθρωσης ενός ολόκληρου συστήματος μεταμφιέζεται σε συνειδητή πρόθεση απομόνωσης που υποτίθεται πως τρέφει την καλλιτεχνική έμπνευση. Η ρομαντική ιδέα της απομονωμένης μεγαλοφυΐας συνεχίζει να βρίσκει υπό αυτές τις συνθήκες γόνιμο ιστορικό έδαφος και να τροφοδοτεί όχι μόνο το μύθο αλλά και την ίδια την σταδιοδρομία του καλλιτέχνη, που με τη σειρά της ενισχύει την εμπορική αξία του καλλιτεχνικού του έργου. Το πρότυπο της μοναχικής καλλιτεχνικής μεγαλοφυΐας δεν θα υποχωρήσει ακόμη και όταν στον 20ο αιώνα η μοντέρνα τέχνη θα γνωρίσει το θρίαμβο και οι καλλιτέχνες της τη δόξα»

Jean Fautrier, Κεφάλι ομήρου αρ. 7, 1944

Ας περάσουμε τώρα σε καλλιτέχνες πρωτοπόρους και στους πολύ μοντέρνους χώρους! Οι διευρυμένες κοινωνικές αντιθέσεις του 20ου αιώνα (βλέπε επίσης Ιστορική πρωτοπορία) αλλά και τα πολυσύνθετα πλέον θεσμικά πλαίσια που αναδύθηκαν βάζοντας ενεργά στο παιχνίδι και τους όρους αγοράς, ειδικά στο κίνημα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού στην μεταπολεμική Αμερική, με κύριους εκφραστές τους Πόλλοκ και Ρόθκο, μετάλλαξαν το κυρίαρχο πρότυπο του καλλιτέχνη, διατηρώντας όμως και κάποιες αλλοτινές ρομαντικές ιδέες.

[…] «η αμερικανική πρωτοπορία δεν μπορούσε παρά να ανακυκλώσει, ανεξάρτητα από τις δικές της ιδιαιτερότητες, την αντίστοιχη πορεία της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, και μάλιστα με ιδιαίτερη έμφαση σε ορισμένες πλευρές του καλλιτεχνικού συστήματος που συνάδουν απόλυτα με ένα ακραιφνέστερο φιλελεύθερο πρότυπο: ανάδειξη προμηθεϊκών ηρώων με αντιφατική, αντικοινωνική συμπεριφορά, μεταφορά στο πεδίο της καλλιτεχνικής έκφρασης οποιασδήποτε προβληματικής σε σχέση με την πραγματικότητα, διάλυση της ίδιας της καλλιτεχνικής κοινότητας και υποκατάσταση των ουσιαστικών δεσμών μεταξύ των καλλιτεχνών από συσχετισμούς στο πλαίσιο καλλιτεχνικών κινημάτων επιβεβλημένων από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης. Ταυτόχρονα, η εμπλοκή στο σύστημα μιας νέας αγοράς, όπου κυριαρχεί απολύτως ο ιδιωτικός τομέας, αποτελεί φυσικά και τη μοναδική διέξοδο για την επιβίωση των φορέων της καλλιτεχνικής παραγωγής». 

Edouard Manet, Το πρόγευμα στη χλόη, 1863

Από κει και ύστερα, ας πούμε στη μετα-Πόλλοκ εποχή, οι καλλιτέχνες νιώθοντας την ανάγκη να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τους («Η εξέλιξη του ηρωικού καλλιτεχνικού μύθου ταυτίζεται στο εξής με την ιστορία του ίδιου του επαναπροσδιορισμού του»), αρχίζουν να απομακρύνονται από την εικαστική τέχνη, δημιουργώντας έργα μεταξύ ζωγραφικής και γλυπτικής ή και έξω από τα όρια αυτών· και εκεί άρχισα να απομακρύνομαι και εγώ. Εμένα μου αρέσει η ζωγραφική – ένας καμβάς-σκακιέρα με αυστηρά όρια όπου εκεί μέσα θα γίνει το όποιο καλλιτεχνικό παιχνίδι. Δεν τρελαίνομαι για το εξωτερικό σκάκι με ανθρώπινα κομμάτια, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δε θα σταθώ να περιεργαστώ την τέχνη που απορρέει (και) από αυτό! Στο τρίτο κεφάλαιο λοιπόν, στην «απώλεια του καλλιτέχνη» μπαίνουμε στα (συνήθως άγονα) χωράφια της Documenta, των Μπιενάλε, της ποπ αρτ, της ροκ αισθητικής, των τζαζ συνθέσεων, κλπ… εκεί δηλαδή όπου δεν υπάρχει λογική. Όσοι θέλετε να μπείτε καλύτερα στο πνεύμα του τρίτου κεφαλαίου μπορείτε να δείτε και το απολαυστικό προβοκατόρικο θριλεράκι «Το βελούδινο πριόνι». Εντάξει δεν είναι και όλη η τέχνη ενδιαφέρουσα. Υπάρχουν και μερικά έργα, σκέτες μαλακίες, όπως εκείνο του Santiago Sierra «Δέκα άτομα πληρωμένα για να αυνανιστούν, 2000». Δεν έβαλα φωτογραφία του έργου γιατί έχει γεμίσει το διαδίκτυο με dick pics – εξάλλου, μια μαλακία και μισή, ήταν. 

Henri Matisse, Χλιδή, γαλήνη κι ηδονή, 1904-1905

Οι προβληματισμοί που αναλύονται καθ’ όλη την έκταση του βιβλίου είναι καίριοι και διαφωτιστικοί. Ο συγγραφέας αποδεικνύεται μεγάλος καλλιτέχνης – καλός κατατονικός είναι και αυτός! Δεν αρκεί όμως μία ανάγνωση για να πεις ότι διάβασες τέχνη. Έχει γράψει και μια μονογραφία για έναν αγαπημένο μου ζωγράφο και έτσι σίγουρα θα ξαναδιαβάσω κάτι δικό του. Η έκδοση της «Άγρας» κυμαίνεται στα γνωστά ποιοτικά στάνταρ. Οι πίνακες που ανθολογούνται είναι ασπρόμαυροι και αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό μειονέκτημα αν και αμελητέο στην εποχή του ίντερνετ και της εμμονικής καλλιτεχνικής αυτοπροβολής στο μουσείο του instagram. Δεδομένου όμως ότι σε παρόμοια έκδοση στη σειρά «Κείμενα για την τέχνη», συγκεκριμένα στο βιβλίο «Ο μηχανικός του χαμένου χρόνου» είχαν χρησιμοποιηθεί έγχρωμες εικόνες χωρίς να αλλάζει ιδιαίτερα η τελική τιμή του βιβλίου, θεωρώ ότι κάτι αντίστοιχο έπρεπε να είχε γίνει και εδώ (δεν έχω το βιβλίο κοντά μου για να το επιβεβαιώσω αλλά είμαι σχεδόν βέβαιος ότι ήταν έγχρωμες εικόνες, αν η μνήμη μου με παραπλανά τόσο πολύ, ζητώ ταπεινά συγγνώμη). Η απουσία χρωμάτων ήταν εντελώς αντικαλλιτεχνική. Τέλος πάντων, το γενικό συμπέρασμα είναι ότι πρέπει να διαβάσετε πρώτα το βιβλίο για να μάθετε αν είστε ο κυρίαρχος τύπος καλλιτέχνη. «Πρέπει λοιπόν δεόντως να υπογραμμιστεί πως, όταν μιλάμε για κυρίαρχους τύπους μιας περιόδου, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως αναφερόμαστε σε όσους η δική μας εποχή θεωρεί κυρίαρχους». Αν λοιπόν νιώθετε καλλιτέχνες την σήμερον, αγοράστε το οπωσδήποτε – πώς τσιμπήσατε όμως, έτσι; 

Mathew Barney, Her Giant, στιγμιότυπο από το Cremaster 5, 1997

Υ.Γ. 2666 Το διπλό «S» στο όνομα του NOTIS είναι κωδικοποιημένη αφιέρωση και ουδεμία σχέση έχει με αυτό που καταλάβατε – αν και, ορθώς καταλάβατε ό,τι καταλάβατε! 

Υ.Γ. 67 Στην μνήμη του πατέρα μου που κάπου κάπου και εντελώς αυθόρμητα με προσφωνούσε «καλλιτέχνη» χωρίς να καλοκαταλαβαίνει γιατί το λέει αλλά ήταν τόσο τρύφερο. Γιατί είμαι ιστορικό υποκείμενο, μπαμπά. Γι’ αυτό.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Αλλόκοτα πράγματα

Το Πάσχα είναι ένας γρήγορος ορισμός του απόκοσμου – υπάρχει εκεί που κανονικά δεν θα έπρεπε να υπάρχει τίποτα. Ευτυχώς τελείωσε όμως και ο καθένας γύρισε ευτυχής στην αλλόκοτη ρουτίνα του∙ καπιταλιστικός ρεαλισμός και εκλογές. Ω γες! Το βιβλίο του Μαρκ Φίσερ «Το αλλόκοτο και το απόκοσμο» κυκλοφόρησε πρόσφατα και φαίνεται ότι αγοράστηκε αμέσως από πολλούς αναγνώστες, μένει να διαβαστεί τώρα. Εμένα μου αρκούσε μόνο ο τίτλος του για να το πάρω, όλα τα άλλα τα ανακάλυψα στην πορεία και δεν απογοητεύτηκα καθόλου. Δείτε και εσείς και πείτε μου! «Η αποτυχία να δούμε, η ακούσια διαδικασία της παράβλεψης πραγμάτων που έρχονται σε αντίθεση – ή απλώς δεν ταιριάζουν – με τις βασικές ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας, είναι μέρος της συνεχούς «διαδικασίας επεξεργασίας» μέσω της οποίας παράγεται αυτό που βιώνουμε ως ταυτότητα» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με!