Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά


Όσο και να έψαχνα πιο ταιριαστό βιβλίο για να ακολουθήσει το προηγούμενό μου, τέτοιο φοβερό βιβλιο-συνοικέσιο αποκλείεται να πετύχαινα – μόνο στο Power of love (of reading)… και πάλι παίζει αυτό! Μία λογοτεχνική ιδιωτική πινακοθήκη μόνο για πάρτη μου (ή πάρτυ μου, όπως βλέπω  να γράφεται συχνά σε διάφορα σχόλια… party is here και ξεσαλώνει εις βάρος της ελληνικής γλώσσας!). Κυρίως όμως ο Περέκ είναι ιδιωτική βιβλιοθήκη, και αν θέλω να είμαι πιο ακριβής είναι ιδιωτικός βιβλιοθηκονόμος. Γιατί τις βιβλιοθήκες πολλοί εμίσησαν, τους βιβλιοθηκονόμους ουδείς! Η πολυετής ενασχόληση του Περέκ με την βιβλιοθηκονομία προσέδωσε στην γραφή του όλα εκείνα τα γοητευτικά χαρακτηριστικά που κάποιοι θαυμάζουμε και με τα οποία κάποιοι άλλοι αγανακτούμε. Σίγουρα και άλλοι βιβλιοθηκονόμοι έγιναν στην πορεία συγγραφείς αλλά κανείς δεν κατάφερε να χειριστεί αυτή την επιστήμη με τόσο καλλιτεχνικό τρόπο. Ask a (random) librarian, τα ίδια θα σου πει! 

Αναμφιβόλως, η βιβλιοθηκονομία είναι πολύ απαιτητική επιστήμη. Μην κρίνετε από τον περισσότερο κόσμο που με την πρώτη του δειλή επίσκεψη στην βιβλιοθήκη φέρει ταυτόχρονα την βλακώδη βεβαιότητα ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του ότι ξέρει πού ακριβώς μπαίνει το κάθε βιβλίο. «Ναι, θυμάμαι ακριβώς από πού το πήρα, θα το ξαναβάλω στη θέση του». Και αν δείτε την βιβλιοθήκη στο τέλος μιας εργάσιμης μέρας, θα έχετε μία εμπεριστατωμένη «ακτινογραφία» της νόσου Αλτσχάιμερ – τύφλα να’ χουν οι νευρολόγοι, που φάγαν τα χρόνια τους στα θρανία. Η βιβλιοθηκονομία, πρωτίστως, είναι μια μηχανιστική επιστήμη. Μέχρι να φθάσεις στο εξωστρεφές (αν υποθέσουμε ότι πληρώνεται επαρκώς) υποκείμενο, που στα μάτια των κοινών θνητών προσιδιάζει σε Artificial Intelligence android της Google που θα σου δώσει την μοναδική και σωστή απάντηση που ζητάς, θα έχεις ήδη περάσει από αθέατους και απόκρυφους μηχανισμούς που αγνοείς ολοκληρωτικά και εν πολλοίς δεν σε ενδιαφέρουν κιόλας. Κάπως έτσι λειτουργεί και η λογοτεχνία του Ζορζ Περέκ – προς θεού, δεν προορίζεται μόνο για πτυχιούχους βιβλιοθηκονομίας αλλά ούτε και για αναγνώστες που αναζητούν την μοναδική και σωστή απάντηση σε όσο το δυνατόν συντομότερο χρόνο. Αν είστε τέτοιοι αναγνώστες, μην χάνετε τον χρόνο σας, πηγαίνετε στην κοντινότερη βιβλιοθήκη και διαλέξτε ένα άλλο βιβλίο. Αφού ρωτήσετε τον βιβλιοθηκόνομο, εννοείται αυτό! 

Τα βιβλία του Περέκ δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε «εγκυκλοπαιδικά», δεν εγκολπώνονται δηλαδή την γενική γνώση μιας οποιασδήποτε βιβλιοθήκης (αν και το κάνουν και αυτό ως έναν βαθμό), αλλά αποτελούν ένα παραπέτασμα εντός της βιβλιοθήκης που πίσω του θάλλει ο ζωντανός οργανισμός της πραγματικής βιβλιοθήκης. Όταν μπαίνετε σε μια βιβλιοθήκη τα βιβλία δεν σας κοιτούν όπως θα σας κοιτούσαν τα βιβλία ενός βιβλιοπωλείου· σας κοιτούν με τα θέματά τους λυμένα (εν αντιθέσει με κάποιους επισκέπτες της βιβλιοθήκης!)· σας κοιτούν με την ταξιθετική τους υπεροψία· σας κοιτούν με την «αριστοκρατική» τους ταξινομική καταγωγή· σας κοιτούν με το χαμογελαστό «οδοντωτό» barcode που πιστοποιεί την αξία τους και όχι την τιμή τους· σας κοιτούν και ξέρουν τι (και αν) σκέφτεστε· τα βιβλία σκέφτονται, και σκέφτονται γιατί κάποιοι με πολύ κόπο φρόντισαν να τους μάθουν πώς να το κάνουν αυτό. Και είναι οι ίδιοι που βοηθούν και τους αναγνώστες πώς να σκέφτονται. Πάει κάπου το μυαλό σας; 

Willem Van Haecht, Alexander the Great Visiting the Studio of Apelles, π. 1630

[…] Αυτή η σχεδόν νοσηρή γοητεία που ασκούσε το έργο, μπορεί να πει κανείς ότι οφειλόταν εν μέρει στην τεχνική δεξιότητα του ζωγράφου, κυρίως όμως σ’ εκείνη την όχι μόνο χωρική, αλλά και χρονική, προοπτική. «Ας μη γελιόμαστε» κατέληγε ο Λέστερ Νάουακ. «Το έργο αυτό είναι η απεικόνιση του θανάτου της τέχνης, ένας εικοτολογικός στοχασμός γύρω απ’ αυτόν τον κόσμο, τον καταδικασμένο στην αέναη επανάληψη των ίδιων των προτύπων του. Κι αυτές οι ανεπαίσθητες παραλλαγές από αντιγραφή σε αντιγραφή, που τόσο πολύ είχαν ερεθίσει τους επισκέπτες, μπορεί και να συνιστούν την απώτατη έκφραση της μελαγχολίας του καλλιτέχνη: ως εάν, ζωγραφίζοντας την ιστορία των δικών του έργων μέσα από την ιστορία των έργων των άλλων, είχε κατορθώσει, έστω για μια στιγμή, να αυταπατηθεί ότι είχε διασαλεύσει την “καθεστηκύια τάξη” της τέχνης, ότι είχε ξαναβρεί την έμπνευση πέρα απ’ την απαρίθμηση, την έκρηξη των ιδεών πέρα απ’ την παράθεση, την ελευθερία πέρα από την μνήμη. Και μπορεί σ’ αυτό το έργο να μην υπάρχει τίποτα πιο αλγεινό και πιο καταγέλαστο από την προσωπογραφία εκείνου του φριχτά εικονογραφημένου άντρα με το τατουάζ, από εκείνο το ζωγραφισμένο σώμα που θαρρείς και φύλαγε σκοπιά μπροστά σε κάθε επανάληψη του πίνακα: άνθρωπος που έγινε ζωγραφιά υπό το βλέμμα του συλλέκτη, σύμβολο νοσταλγικό και σκωπτικό, ειρωνικό και απομυθευτικό ενός “δημιουργού” στερημένου από το δικαίωμα του ζωγραφίζειν, αφοσιωμένου εφεξής στο να κοιτάζει και να επιδεικνύει ως μοναδικό του επίτευγμα μια απ’ άκρη σ’ άκρη ζωγραφισμένη επιφάνεια». 

Ο Περέκ φιλοτεχνεί μία πανέμορφη νουβέλα για έναν ζωγράφο, έναν συλλέκτη και έναν πίνακα πινάκων που μέσω συνεχών αντικατοπτρισμών οδηγεί την ιστορία πολύ πιο μακριά από ό,τι το περιορισμένο θέμα της υποδηλώνει αρχικά. Δεν υπάρχει λόγος να αναφερθώ περισσότερο στους εσωτερικούς μηχανισμούς του κειμένου. Αν είστε από αυτούς τους βιαστικούς αναγνώστες που αναζητούν την μοναδική και σωστή απάντηση, μπορείτε να διαβάσετε κατευθείαν την τελευταία παράγραφο του κειμένου. Θα μείνετε απόλυτα ευχαριστημένοι, σας το υπόσχομαι. Μέσα της περικλείει όλη την φιλοσοφία του Περέκ και έγινε η αφορμή να μιλήσω σε αυτό το κείμενο περισσότερο για την βιβλιοθηκονομία παρά για την ζωγραφική ή την λογοτεχνία. Εννοείται ότι ήδη από την αρχή διάβασα την τελευταία πρόταση, το κάνω με όλα τα βιβλία αυτό – εγώ όμως είμαι βιβλιοθηκονόμος και έχω μάθει εδώ και χρόνια να εκτιμώ κυρίως τους εσωτερικούς μηχανισμούς που οδηγούν (αναπόφευκτα) στις τελικές απαντήσεις! 

Ο μεταφραστής Αχιλλέας Κυριακίδης που εδώ και χρόνια λειτουργεί κάπως σαν συλλέκτης των λογοτεχνικών έργων του Ζορζ Περέκ, αποδεικνύεται αλάνθαστος εκτιμητής. Η ωραία έκδοση έρχεται από τις εκδόσεις «Ύψιλον» και πλέον αρχίζει να σπανίζει – πλειοδοτήστε όσο ακόμα προλαβαίνετε. «(…) χάρη στο παιχνίδι αυτών των διαδοχικών κατοπτρισμών, χάρη στη σχεδόν μαγική γοητεία που ασκούν αυτές οι ολοένα και πιο μικροσκοπικές επαναλήψεις, είναι ένα έργο που αιωρείται μέσα σ’ ένα κατ’ εξοχήν ονειρικό σύμπαν, όπου η δύναμη της γοητείας του μεγεθύνεται ως το άπειρο και όπου ο ακριβολογικός παροξυσμός του εικονογραφικού υλικού, πόρρω απέχοντας απ’ το να είναι αυτοσκοπός, εκβάλλει αναπάντεχα στην ιλιγγιώδη Πνευματικότητα της Αιωνίας Επιστροφής». Μην μας οικτίρετε λοιπόν, η μηχανιστική θεώρηση της βιβλιοθηκονομίας δεν μας στερεί τις απολαύσεις. Η παιγνιώδης και αλλόκοτη φράση του Ναμπόκοφ που μιλούσε για «το πάθος του επιστήμονα και την ακρίβεια του καλλιτέχνη» μάς ταιριάζει γάντι.

Υ.Γ. 2666  Ετούτο το βιβλίο θα μπορούσε να δέσει αρμονικά και με την ταινία του Τορνατόρε, «The best offer»

Σχόλια

  1. Η ΖΩΓΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

    Η ζωγραφιά του κόσμου,
    όπως και πάσα εξάλλου ζωγραφιά,
    δεν είναι να βλέπεται
    από κοντά.

    Από κοντά, αχ,
    σύγχυση μόνο είναι όλα
    και σκοτεινιά.

    Η ζωγραφιά του κόσμου,
    παρά κάθε άλλη αυτή,
    χρειάζεται απόσταση
    να φανεί.

    Χρειάζεται απόσταση, αλίμονο,
    την κανονική
    και πού να βρεθεί.

    Πού να βρεθεί που
    εμπρός είναι το
    βαθύ και πίσω
    το ρέμα…

    ΛΟΥΚΑΣ ΚΟΥΣΟΥΛΑΣ, ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ΣΧΗΜΑΤΟΠΟΙΗΣΗ (1962-2002), εκδόσεις Δόμος


    ΥΓ. Ζήτω ο Περέκ!
    Ζήτω η ζωγραφική!
    Ζήτω ο βιβλιοθηκονόμος!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!