Είθε το facebook να αναπαύσει τη ψυχούλα σου! Με εκατοντάδες συναισθηματικές και αναθηματικές αναρτήσεις και άλλα τόσα δακρυσμένα emoticons, όπως κάνει ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια. Η λίστα του θανάτου αυξάνεται ανάλογα με την λίστα των φίλων σου. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; Για πες, ποιος. Είμαι αυτός που έχει διαβάσει όλα τα βιβλία του Φίλιπ Ροθ, τον ξέρω τόσο καλά όσο αυτός το πέος του! Τι λε ρε, εσύ ξες ποιος είμαι εγώ; Χμ... για να μάθουμε; Ένα θα σου πω, έχω δει την Αρλέτα live, ναι, live!! Ωωωω, φίλε, τα παρατάω, συγγνώμη για το θράσος μου. Να ζήσεις να την θυμάσαι! Μέσα σε όλες αυτές τις αναθηματικές κονταρομαχίες λοιπόν, εγώ επιλέγω να μνημονεύσω τον Ματία Πασκάλ, ο οποίος στην τελική πέθανε δύο φορές. ΔΥΟ φορές, bitch. Πιάσε ξαπλώστρα και λάρωσε, ξεκινάω. Pirandello on the beach!
Ο Πιραντέλλο πέρα από τις δυσκολίες που ενέχει η γραφή του, διατηρεί ένα ακαταμάχητο πλεονέκτημα για τους Έλληνες αναγνώστες του, και το κατάλαβα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, ένα από τα πρώτα του. Είναι η allegria, το μεσογειακό ταμπεραμέντο που λένε, η Μόνικα Μπελούτσι που κρύβουμε μέσα μας και το σαβούριασμα στις ταβέρνες των ακρογιαλών που φανερώνουμε απ' έξω μας! Γιατί οι περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς να μην προσπαθούσαν να γράψουν έτσι; Σαν άνθρωποι του τόπου τους; Ο Πιραντέλλο γράφει για τα πιο καταθλιπτικά πράγματα του κόσμου, για όλη την τραγικότητα της ύπαρξης, με έναν ολόλαμπρο ήλιο όμως να φωτίζει διαρκώς μέσα από τις σελίδες του. Αυτό δεν φθονούν οι ξένοι; Τον ήλιο μας; Ο Πιραντέλλο λοιπόν δεν τους τον χαρίζει, ούτε τους χαρίζεται.
[...] Ω, Θεέ μου, τι με νοιάζουν αυτά; Είμαστε ή δεν είμαστε πάνω σε μια αόρατη σβούρα λουσμένη στο φως μιας ηλιαχτίδας, πάνω σε έναν τρελαμένο κόκκο άμμου που γυρίζει και γυρίζει και γυρίζει δίχως να ξέρει γιατί, σάμπως του κάνει κέφι να στριφογυρίζει έτσι, για να νιώθουμε άλλοτε λίγο παραπάνω ζέστη, άλλοτε λίγο παραπάνω κρύο, και να πεθαίνουμε – συχνά με την συναίσθηση πως κάναμε ένα σωρό χαζομάρες – μετά από πενήντα ή εξήντα γύρους; Ο Κοπέρνικος, ο Κοπέρνικος, δον Ελίτζιο, κατέστρεψε ανεπανόρθωτα την ανθρωπότητα.
Ο Πιραντέλλο ξεκινάει το πρώιμο βιβλίο του με μια πρέζα φιλοσοφία αλλά γρήγορα το αλλάζει, κρατώντας την βαριά φιλοσοφία για τα επόμενα σπουδαία βιβλία του (αλλά, εντέχνως, και για τα επόμενα κεφάλαια του ίδιου αυτού βιβλίου). Ο πρωταγωνιστής μας, Ματία Πασκάλ, ξεκινάει τους γύρους του με άνεση και χάρη, γρήγορα όμως τον παίρνει η κατρακύλα. Του στερούν την πατρική κληρονομιά, τον φορτώνουν χρέη, παντρεύεται, αποκτά παιδιά, αποκτά θανάσιμη πεθερά, δεν έχει λεφτά να ζήσει την οικογένειά του, δεν τον εμπιστεύεται κανείς για δουλειά λόγω πρότερου τεμπέλικου βίου και έτσι το μόνο που του μένει είναι να (ρίξει τα μούτρα του και να) δουλέψει ως βιβλιοθηκάριος στην βιβλιοθήκη που είχε δωρίσει ένας λόγιος του τόπου στον δήμο και πλέον φυλάσσεται σε ένα εκκλησάκι. Όπα, μια στάση εδώ... να σταματήσω θέλω την κυκλοφορία.
[...] «Πώς όχι! Αυτός που μένει εκεί πάνω στη βιβλιοθήκη Μποκαμάτσα; Είναι κουφός, σχεδόν τυφλός, ξεκούτης, και δεν τον κρατάνε τα πόδια του. Χτες βράδυ, την ώρα που τρώγαμε, ο πατέρας μου είπε ότι η βιβλιοθήκη είναι σε άθλια κατάσταση και πρέπει να την φροντίσουν το συντομότερο δυνατόν. Αυτή είναι θέση για σένα!»
«Βιβλιοθηκάριος;» αναφώνησα. «Μα εγώ...»
«Γιατί όχι», συνέχισε ο Πομίνο. «Εδώ το έκανε ο Ρομιτέλι...»
«Βιβλιοθηκάριος;» αναφώνησα. «Μα εγώ...»
«Γιατί όχι», συνέχισε ο Πομίνο. «Εδώ το έκανε ο Ρομιτέλι...»
Το επιχείρημα αυτό με έπεισε.
Μια γρήγορη αναγωγή με το βιβλιοθηκονομικό παρόν της Ελλάδας. Ακόμα θεωρούν ότι ένα σάψαλο (αν όχι σωματικό, έστω διανοητικό) είναι κατάλληλο για θέση βιβλιοθηκονόμου. Δεν απαιτεί δα και σπουδαίες δεξιότητες, εδώ το έκανε ο τάδε... σου αντιτείνουν πάντα. Οι δήμοι και γενικά το αρμόδιο υπουργείο αδιαφορούν πλήρως για τις βιβλιοθήκες, ειδικά για εκείνες που είναι αποτέλεσμα δωρεάς. Επίσης, ο βιβλιοθηκονόμος, κατά κανόνα, αμείβεται με ψίχουλα (όπως και άλλες δουλειές) αλλά σε φορτώνουν και ενοχές από πάνω, σαν να σου λένε, για την απλή δουλειά που κάνεις, που θα μπορούσε να την κάνει ο οποιοσδήποτε (γκρρ!), και πολλά παίρνεις, μην μιλάς καθόλου. Αφού λοιπόν ο ήρωάς μας έπιασε πάτο δουλεύοντας ως βιβλιοθηκονόμος, ξαφνικά είχε την αναπάντεχη τύχη να πεθάνει. Αντίο ζωή, καλημέρα ζωή!
Τρόπον τινά αναγκασμένος αλλά και απροσδόκητα απελευθερωμένος, ενδύεται μια νέα ταυτότητα, μια νέα εμφάνιση, μια νέα φιλοσοφία. [...] Δεν υπήρχε μέση οδός: με τέτοια εμφάνιση, μόνο φιλόσοφος θα μπορούσα να είμαι. Υπομονή, λοιπόν: θα οπλιζόμουν με μια διακριτική εύθυμη φιλοσοφία για να περάσω μέσα από αυτή την φτωχή ανθρωπότητα, την οποία, όσο καλοπροαίρετος και αν ήμουν, δυσκολευόμουν να μην τη θεωρώ γελοία και αχρεία. Αυτή ακριβώς είναι και η φιλοσοφία του ίδιου του Πιραντέλλο που ξεδιπλώνεται θαυμαστά σε κάθε έργο του, μικρό ή μεγάλο, όλα μεγάλα!
«[...] δεν μπορούμε να δυσπιστούμε και για τον ίδιο μας τον εαυτό...»
«Και γιατί όχι; Κάθε άλλο!»
«Και γιατί όχι; Κάθε άλλο!»
Το μοναδικό ελάττωμα του Πιραντέλλο που εντοπίζω είναι η ηλίθια ιδέα που είχε να αρχίσει να γράφει θεατρικά – και δεν σταμάταγε άλλο, ρε γαμώτο! Πώς του ήρθε τέτοια αλλόκοτη ιδέα; Στη θέση τους θα μπορούσε να είχε γράψει άλλα πέντε μεγάλα θαυμάσια μυθιστορήματα. Τέλος πάντων, για να δείξω καλή διαγωγή, μετά τα εννιάμερα του Ματία, θα ξεκινήσω ένα μικρό εξαντλημένο βιβλιαράκι με δύο θεατρικά κείμενα, από τις εκδόσεις «Εξάντας», που έφτασε αναπάντεχα στα χέρια μου. Της παρηγοριάς, που λένε!
Ο Πιραντέλλο είναι δάσκαλος της μεθυσμένης φιλοσοφίας και του μεθυστικού λόγου. Όταν τελειώνεις ένα οποιοδήποτε βιβλίο του δεν (ξέρεις αν) είσαι ο ίδιος που το άρχισε. Και αυτό, παρά την δύναμη του κλισέ, δεν μπορεί να ειπωθεί και να ισχύσει για κανένα άλλο βιβλίο και κανέναν άλλο συγγραφέα. Τα βιβλία του Πιραντέλλο σε πονάνε με την ομορφιά της αλήθειας τους και την αληθινή ομορφιά τους, και όπως είναι ευρέως γνωστό, δεν είσαι ο εαυτός σου όταν πονάς!
[...] Εσύ δεν τα ξέρεις αυτά τα πράγματα, φουκαρά μεθυσμένε φιλόσοφε· ούτε καν σου περνάνε από το μυαλό. Ξέρεις όμως ποια είναι η πραγματική αιτία όλων των δεινών μας, της δυστυχίας μας; Η δημοκρατία, αγαπητέ μου, η κυβέρνηση δηλαδή της πλειονότητας. Γιατί όταν η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός και μόνο, αυτός ο ένας ξέρει πως είναι ένας και πως πρέπει να ευχαριστήσει τους πολλούς· μα όταν κυβερνούν οι πολλοί, το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα ευχαριστήσουν τον εαυτό τους και τότε έχουμε την πιο ανίκανη, την πιο ειδεχθή τυραννία: την τυραννία μασκαρεμένη σε ελευθερία. Μα και βέβαια! Ω, γιατί νομίζεις πως υποφέρω εγώ; Υποφέρω από αυτήν την τυραννία μασκαρεμένη σε ελευθερία... Ας γυρίσουμε σπίτια μας τώρα!
Όλοι τον αγαπήσαμε τον μακαρίτη. Ζωή σε λόγου μας!
Υ.Γ. 2666 Αφήστε δυο-τρία σχόλια αγάπης και ζέσης στην μνήμη του. Να θυμάστε όμως αυτό, ότι, ο μακαρίτης σιχαινόταν το κουτσομπολιό!
Δεν έχω κανένα σχόλιο, τώρα διαβάζω τον "μακαρίτη". Γράφω μόνο για να πω ότι τα κείμενά σου δεν έκαναν ποτέ "αρμένικη" ή άλλου είδους βίζιτα στο δωδεκάχρονο blog μου, και τα περιμένω. Χαιρετώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαχα, anagnostria, οι αρμένικες βίζιτες τελείωσαν από την στιγμή που έφτιαξα ετούτο το μπλογκ. Αν ήξερα ότι ενδιαφέρεσαι για τα κείμενά μου ίσως να σου έστελνα. Μπορεί ξανά όταν σταματήσω από δω, γιατί παρόλο που είμαι ακόμα τρίχρονο δεν το κόβω να φτάνω την ηλικία σου! Μακάρι να διαψευστώ όμως.
ΔιαγραφήΤα σχόλιά μου από την άλλη είναι διαρκώς ετοιμοπαράδοτα σε ό,τι μπορεί να με κάνει... να μην μπορώ να του αντισταθώ! Καλό απόγευμα :)