Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

RIP Mattia Pascal


Είθε το facebook να αναπαύσει τη ψυχούλα σου! Με εκατοντάδες συναισθηματικές και αναθηματικές αναρτήσεις και άλλα τόσα δακρυσμένα emoticons, όπως κάνει ανελλιπώς τα τελευταία χρόνια. Η λίστα του θανάτου αυξάνεται ανάλογα με την λίστα των φίλων σου. Ξέρεις ποιος είμαι εγώ ρε; Για πες, ποιος. Είμαι αυτός που έχει διαβάσει όλα τα βιβλία του Φίλιπ Ροθ, τον ξέρω τόσο καλά όσο αυτός το πέος του! Τι λε ρε, εσύ ξες ποιος είμαι εγώ; Χμ... για να μάθουμε; Ένα θα σου πω, έχω δει την Αρλέτα live, ναι, live!! Ωωωω, φίλε, τα παρατάω, συγγνώμη για το θράσος μου. Να ζήσεις να την θυμάσαι! Μέσα σε όλες αυτές τις αναθηματικές κονταρομαχίες λοιπόν, εγώ επιλέγω να μνημονεύσω τον Ματία Πασκάλ, ο οποίος στην τελική πέθανε δύο φορές. ΔΥΟ φορές, bitch. Πιάσε ξαπλώστρα και λάρωσε, ξεκινάω. Pirandello on the beach!
 
Ο Πιραντέλλο πέρα από τις δυσκολίες που ενέχει η γραφή του, διατηρεί ένα ακαταμάχητο πλεονέκτημα για τους Έλληνες αναγνώστες του, και το κατάλαβα διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, ένα από τα πρώτα του. Είναι η allegria, το μεσογειακό ταμπεραμέντο που λένε, η Μόνικα Μπελούτσι που κρύβουμε μέσα μας και το σαβούριασμα στις ταβέρνες των ακρογιαλών που φανερώνουμε απ' έξω μας! Γιατί οι περισσότεροι Έλληνες συγγραφείς να μην προσπαθούσαν να γράψουν έτσι; Σαν άνθρωποι του τόπου τους; Ο Πιραντέλλο γράφει για τα πιο καταθλιπτικά πράγματα του κόσμου, για όλη την τραγικότητα της ύπαρξης, με έναν ολόλαμπρο ήλιο όμως να φωτίζει διαρκώς μέσα από τις σελίδες του. Αυτό δεν φθονούν οι ξένοι; Τον ήλιο μας; Ο Πιραντέλλο λοιπόν δεν τους τον χαρίζει, ούτε τους χαρίζεται.
 
[...] Ω, Θεέ μου, τι με νοιάζουν αυτά; Είμαστε ή δεν είμαστε πάνω σε μια αόρατη σβούρα λουσμένη στο φως μιας ηλιαχτίδας, πάνω σε έναν τρελαμένο κόκκο άμμου που γυρίζει και γυρίζει και γυρίζει δίχως να ξέρει γιατί, σάμπως του κάνει κέφι να στριφογυρίζει έτσι, για να νιώθουμε άλλοτε λίγο παραπάνω ζέστη, άλλοτε λίγο παραπάνω κρύο, και να πεθαίνουμε – συχνά με την συναίσθηση πως κάναμε ένα σωρό χαζομάρες – μετά από πενήντα ή εξήντα γύρους; Ο Κοπέρνικος, ο Κοπέρνικος, δον Ελίτζιο, κατέστρεψε ανεπανόρθωτα την ανθρωπότητα.
 

 
Ο Πιραντέλλο ξεκινάει το πρώιμο βιβλίο του με μια πρέζα φιλοσοφία αλλά γρήγορα το αλλάζει, κρατώντας την βαριά φιλοσοφία για τα επόμενα σπουδαία βιβλία του (αλλά, εντέχνως, και για τα επόμενα κεφάλαια του ίδιου αυτού βιβλίου). Ο πρωταγωνιστής μας, Ματία Πασκάλ, ξεκινάει τους γύρους του με άνεση και χάρη, γρήγορα όμως τον παίρνει η κατρακύλα. Του στερούν την πατρική κληρονομιά, τον φορτώνουν χρέη, παντρεύεται, αποκτά παιδιά, αποκτά θανάσιμη πεθερά, δεν έχει λεφτά να ζήσει την οικογένειά του, δεν τον εμπιστεύεται κανείς για δουλειά λόγω πρότερου τεμπέλικου βίου και έτσι το μόνο που του μένει είναι να (ρίξει τα μούτρα του και να) δουλέψει ως βιβλιοθηκάριος στην βιβλιοθήκη που είχε δωρίσει ένας λόγιος του τόπου στον δήμο και πλέον φυλάσσεται σε ένα εκκλησάκι. Όπα, μια στάση εδώ... να σταματήσω θέλω την κυκλοφορία.
 
[...] «Πώς όχι! Αυτός που μένει εκεί πάνω στη βιβλιοθήκη Μποκαμάτσα; Είναι κουφός, σχεδόν τυφλός, ξεκούτης, και δεν τον κρατάνε τα πόδια του. Χτες βράδυ, την ώρα που τρώγαμε, ο πατέρας μου είπε ότι η βιβλιοθήκη είναι σε άθλια κατάσταση και πρέπει να την φροντίσουν το συντομότερο δυνατόν. Αυτή είναι θέση για σένα!»
«Βιβλιοθηκάριος;» αναφώνησα. «Μα εγώ...»
«Γιατί όχι», συνέχισε ο Πομίνο. «Εδώ το έκανε ο Ρομιτέλι...»
 
Το επιχείρημα αυτό με έπεισε.
 
Μια γρήγορη αναγωγή με το βιβλιοθηκονομικό παρόν της Ελλάδας. Ακόμα θεωρούν ότι ένα σάψαλο (αν όχι σωματικό, έστω διανοητικό) είναι κατάλληλο για θέση βιβλιοθηκονόμου. Δεν απαιτεί δα και σπουδαίες δεξιότητες, εδώ το έκανε ο τάδε... σου αντιτείνουν πάντα. Οι δήμοι και γενικά το αρμόδιο υπουργείο αδιαφορούν πλήρως για τις βιβλιοθήκες, ειδικά για εκείνες που είναι αποτέλεσμα δωρεάς. Επίσης, ο βιβλιοθηκονόμος, κατά κανόνα, αμείβεται με ψίχουλα (όπως και άλλες δουλειές) αλλά σε φορτώνουν και ενοχές από πάνω, σαν να σου λένε, για την απλή δουλειά που κάνεις, που θα μπορούσε να την κάνει ο οποιοσδήποτε (γκρρ!), και πολλά παίρνεις, μην μιλάς καθόλου. Αφού λοιπόν ο ήρωάς μας έπιασε πάτο δουλεύοντας ως βιβλιοθηκονόμος, ξαφνικά είχε την αναπάντεχη τύχη να πεθάνει. Αντίο ζωή, καλημέρα ζωή!
 
Τρόπον τινά αναγκασμένος αλλά και απροσδόκητα απελευθερωμένος, ενδύεται μια νέα ταυτότητα, μια νέα εμφάνιση, μια νέα φιλοσοφία. [...] Δεν υπήρχε μέση οδός: με τέτοια εμφάνιση, μόνο φιλόσοφος θα μπορούσα να είμαι. Υπομονή, λοιπόν: θα οπλιζόμουν με μια διακριτική εύθυμη φιλοσοφία για να περάσω μέσα από αυτή την φτωχή ανθρωπότητα, την οποία, όσο καλοπροαίρετος και αν ήμουν, δυσκολευόμουν να μην τη θεωρώ γελοία και αχρεία. Αυτή ακριβώς είναι και η φιλοσοφία του ίδιου του Πιραντέλλο που ξεδιπλώνεται θαυμαστά σε κάθε έργο του, μικρό ή μεγάλο, όλα μεγάλα!
 
«[...] δεν μπορούμε να δυσπιστούμε και για τον ίδιο μας τον εαυτό...»
«Και γιατί όχι; Κάθε άλλο!»
 
Η μετάφραση της Δήμητρας Δότση είναι κομψότατη και αλέγκρα. Η έκδοση από το «Μεταίχμιο» είναι από τις καλές, όχι τις b-editions· βαρύ ωραίο χαρτί, στιβαρή κατασκευή, άνετα τυπογραφικά, και ένα υπέροχο εξώφυλλο. Για την ακρίβεια ένα από τα ομορφότερα εξώφυλλα που έχω δει τα τελευταία 2-3 χρόνια – όχι μόνο στο «Μεταίχμιο» που είναι πασίγνωστο ότι μαζεύει συχνότατα καφάσια με τα Χρυσά Βατόμουρα Εξωφύλλων, αλλά γενικώς. Αυτή η ανακατεμένη κατακερματισμένη προσωπογραφία του εξωφύλλου είναι εξόχως πιραντελλική και ο συνδυασμός των χρωμάτων απολαυστικός. Ευχαρίστως θα την αγόραζα σε αφίσα! Η έκδοση συνοδεύεται από έναν αδιάφορο 3σέλιδο πρόλογο του Δημήτρη Στεφανάκη. Εφόσον το συγκεκριμένο βιβλίο εντάσσεται στην σειρά «Μεγάλες αφηγήσεις» με έργα-ορόσημα της παγκόσμιας πεζογραφίας, θα άξιζε (αν όχι, θα έπρεπε) να συνοδεύεται από έναν δυνατό και σημαντικό, δοκιμιακού ύφους, πρόλογο για το έργο και την τέχνη του Πιραντέλλο – δεν γίνεται η δική μου γελοία ανάρτηση να ξεπερνά σε λέξεις και ενδιαφέρον τον πρόλογο για έργο του Πιραντέλλο. Αν γινόταν διαφορετικά, η έκδοση θα άγγιζε την τελειότητα. 
 
Το μοναδικό ελάττωμα του Πιραντέλλο που εντοπίζω είναι η ηλίθια ιδέα που είχε να αρχίσει να γράφει θεατρικά – και δεν σταμάταγε άλλο, ρε γαμώτο! Πώς του ήρθε τέτοια αλλόκοτη ιδέα; Στη θέση τους θα μπορούσε να είχε γράψει άλλα πέντε μεγάλα θαυμάσια μυθιστορήματα. Τέλος πάντων, για να δείξω καλή διαγωγή, μετά τα εννιάμερα του Ματία, θα ξεκινήσω ένα μικρό εξαντλημένο βιβλιαράκι με δύο θεατρικά κείμενα, από τις εκδόσεις «Εξάντας», που έφτασε αναπάντεχα στα χέρια μου. Της παρηγοριάς, που λένε!
 
Ο Πιραντέλλο είναι δάσκαλος της μεθυσμένης φιλοσοφίας και του μεθυστικού λόγου. Όταν τελειώνεις ένα οποιοδήποτε βιβλίο του δεν (ξέρεις αν) είσαι ο ίδιος που το άρχισε. Και αυτό, παρά την δύναμη του κλισέ, δεν μπορεί να ειπωθεί και να ισχύσει για κανένα άλλο βιβλίο και κανέναν άλλο συγγραφέα. Τα βιβλία του Πιραντέλλο σε πονάνε με την ομορφιά της αλήθειας τους και την αληθινή ομορφιά τους, και όπως είναι ευρέως γνωστό, δεν είσαι ο εαυτός σου όταν πονάς!
 
[...] Εσύ δεν τα ξέρεις αυτά τα πράγματα, φουκαρά μεθυσμένε φιλόσοφε· ούτε καν σου περνάνε από το μυαλό. Ξέρεις όμως ποια είναι η πραγματική αιτία όλων των δεινών μας, της δυστυχίας μας; Η δημοκρατία, αγαπητέ μου, η κυβέρνηση δηλαδή της πλειονότητας. Γιατί όταν η εξουσία βρίσκεται στα χέρια ενός και μόνο, αυτός ο ένας ξέρει πως είναι ένας και πως πρέπει να ευχαριστήσει τους πολλούς· μα όταν κυβερνούν οι πολλοί, το μόνο που σκέφτονται είναι πώς θα ευχαριστήσουν τον εαυτό τους και τότε έχουμε την πιο ανίκανη, την πιο ειδεχθή τυραννία: την τυραννία μασκαρεμένη σε ελευθερία. Μα και βέβαια! Ω, γιατί νομίζεις πως υποφέρω εγώ; Υποφέρω από αυτήν την τυραννία μασκαρεμένη σε ελευθερία... Ας γυρίσουμε σπίτια μας τώρα!
 

 
Όλοι τον αγαπήσαμε τον μακαρίτη. Ζωή σε λόγου μας!
 
Υ.Γ. 2666 Αφήστε δυο-τρία σχόλια αγάπης και ζέσης στην μνήμη του. Να θυμάστε όμως αυτό, ότι, ο μακαρίτης σιχαινόταν το κουτσομπολιό!

Σχόλια

  1. Δεν έχω κανένα σχόλιο, τώρα διαβάζω τον "μακαρίτη". Γράφω μόνο για να πω ότι τα κείμενά σου δεν έκαναν ποτέ "αρμένικη" ή άλλου είδους βίζιτα στο δωδεκάχρονο blog μου, και τα περιμένω. Χαιρετώ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Χαχα, anagnostria, οι αρμένικες βίζιτες τελείωσαν από την στιγμή που έφτιαξα ετούτο το μπλογκ. Αν ήξερα ότι ενδιαφέρεσαι για τα κείμενά μου ίσως να σου έστελνα. Μπορεί ξανά όταν σταματήσω από δω, γιατί παρόλο που είμαι ακόμα τρίχρονο δεν το κόβω να φτάνω την ηλικία σου! Μακάρι να διαψευστώ όμως.

      Τα σχόλιά μου από την άλλη είναι διαρκώς ετοιμοπαράδοτα σε ό,τι μπορεί να με κάνει... να μην μπορώ να του αντισταθώ! Καλό απόγευμα :)

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !