Τότε είναι στα μάτια σου... δηλαδή στις σελίδες που διαβάζεις! Ο Μάριο Βάργκας Λιόσα, από το πρώτο του βιβλίο που διάβασα με καθήλωσε, και δεν ήταν καν από τα σπουδαιότερα ή τα πιο γνωστά. «Το όνειρο του Κέλτη», μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Ιρλανδό Ρότζερ Κέιζμεντ, τον πρώτο από τους Ευρωπαίους που κατήγγειλαν τις φρικαλεότητες της αποικιοκρατίας, αποδείχθηκε ένα ονειρικό ανάγνωσμα. Ο Λιόσα είναι μεγάλο συγγραφικό ταλέντο και αδιαφορώ πλήρως για τις πολιτικές ή άλλες πεποιθήσεις του. Μια ζωή η ίδια βαρετή ιστορία. Μια ζωή ο Σελίν να σας κοροιδεύει κατά πρόσωπο! Η τέχνη αδιαφορεί ολοκληρωτικά για το αν οι καλλιτέχνες είναι κάφροι, φασίστες, εγκληματίες ή κτηνοβάτες. Ο νόμος ενδιαφέρεται για αυτά (εφόσον υπάρχει παράβαση) και καλά θα κάνει να συνεχίσει να το πράττει. Το να μποϋκοτάρεις το έργο ενός καλλιτέχνη επειδή, ας πούμε, έβρεχε το κρεβάτι του μέχρι τα 27 είναι εντέλως γελοίο! Το αυτό συμβαίνει και για θετικές παρεμβάσεις, να τον λατρεύεις επειδή ας πούμε ταΐζει τις αδέσποτες γάτες ή κάνει ανακύκλωση. Αυτό μου θυμίζουν κάτι ανάλογες συζητήσεις. Δηλαδή, διασπείρει ρατσιστικές ιδέες ο Σελίν και όχι οι ειδήσεις στην τηλεόραση; Σας παρακαλώ πολύ, ελάτε στον 21ο αιώνα, ανοίξαμε και σας περιμένουμε. Την καλή λογοτεχνία δεν την ενδιαφέρει η προπαγάνδα, και στον αντίποδα, όσους ενδιάφερει η προπαγάνδα (ή πέφτουν θύματά της) δεν τους ενδιαφέρει η καλή λογοτεχνία. Ξεκάθαρα πράγματα, πεντακαθαρίδης. Βέβαια, τι είναι καλή λογοτεχνία, τι είναι προπαγάνδα, τι είναι τέχνη, πού είναι τα όρια της, κλπ, καλό είναι να τα λύσει ο καθένας μας με τον καθρέφτη του μπάνιου του και αφού θα έχει κάνει πρώτα ένα κρύο ντους για να κατευνάσει τις διανοητικές του ορμές.
Ναι αλλά ένα μέρος της τέχνης δημιουργήθηκε εις βάρος κάποιων άτυχων ανθρώπων. Ο Πολ Γκογκέν σάπιζε στο ξύλο την γυναίκα του ενώ η γιαγιά του ήταν μια από τις πρώτες φεμινίστριες της Ευρώπης – τι έχεις να πεις γι’ αυτό; Τίποτα δεν έχω να πω. Η κοινωνία – θέλω να πιστεύω – προοδεύει και προσπαθεί μερικές παρεκκλίνουσες συμπεριφορές να τις αντιμετωπίζει με περισσότερη ευαισθησία. Η τέχνη δεν πρόκεται να πάψει να δημιουργείται όσο και αν «απολυμανθεί» η κοινωνία, ούτε όμως και πρέπει να αγνοήσουμε μια σπουδαία τέχνη που δυστυχώς άνθισε πάνω σε περιττώματα, κατά τα προηγούμενα έτη. Ας είμαστε τουλάχιστον ειλικρινείς προς τούτο. Η Ευρώπη είναι μήτρα γιγαντιαίων ενοχών, αν τα παίρναμε τόσο τοις μετρητοίς θα έπρεπε να είχαμε πεθάνει από ντροπή εδώ και χρόνια, ή να μην είχαμε γεννηθεί καν.
Το βιβλίο έχει άρτια τεχνική, μοντέρνες μεθόδους αφήγησης, ενδιαφέρον θέμα, εκτεταμένη έρευνα στην εποχή και στα πρόσωπα, και όμως κάτι του λείπει – ή κάτι λείπει από τον αναγνώστη που το διαβάζει κάθε φορά, εν προκειμένω από μένα. Ο Λιόσα χωρίζει χρονικά την αφήγησή του και την εναλλάσσει σε κάθε κεφάλαιο: από την μια ακολουθούμε τα βήματα του Πολ Γκογκέν στην (πρωτίστως καλλιτεχνική) αυτοεξορία του στην Ταϊτή και από την άλλη, την γιαγιά του Γκογκέν, Φλόρα Τριστάν, μια από τις πρώτες φεμινίστριες της Ευρώπης που γυρίζει όλη την Γαλλία για να προπαγανδίσει τις ιδέες της για την Εργατική Ένωση που θα ανακουφίσει τους εργάτες και θα προσπαθήσει να δώσει στις γυναίκες δικαιώματα που χρόνια τους αρνούνται. Αυτή η διασπασμένη πλοκή ενέχει μια παγίδα – αν ο ένας πόλος δεν είναι εξίσου δυνατός με τον άλλον, ο αναγνώστης απωθείται και έλκεται διαδοχικά, πράγμα κουραστικό από ένα σημείο και μετά. Η αφήγηση της Φλόρα δεν είναι τόσο δυνατή όσο του εγγονού της, τουλάχιστον εσωτερικά, γιατί στον τρόπο αφήγησης και οι δυο πόλοι είναι ισοδύναμοι. Κάπως, ο Λιόσα αδυνατεί να εμφυσήσει στην ηρωίδα του την τραγικότητα που «διακαιούνταν», πράγμα που δεν αρνείται στον εγγονό της. Δεν θέλω να αναμασήσω τις κοινότοπες βλακείες ότι ένας άντρας συγγραφέας δεν μπορεί να μπει στον ψυχισμό μιας γυναίκας (κανείς δεν μπορεί να μπει στον ψυχισμό κανενός ή μπορεί να μπει εξίσου καλά σε όλους!), ούτε και ότι λόγω ιδιοσυγκρασίας ο Λιόσα επεξεργάζεται καλύτερα το θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας και της παλινδρομικής ψυχοσύνθεσης ενός καλλιτέχνη. Είναι πολύ μεγάλος συγγραφέας για να του χρεώνει κανείς τέτοιες επιφανειακές απόψεις. Απλώς... κάπου δεν του βγήκε.
Ο συγγραφέας ανά τακτά διαστήματα χρησιμοποιεί μια ενδιαφέρουσα τεχνική, βάζει έναν αφηγητή να απευθύνεται με άμεσο τρόπο, σε β’ πρόσωπο, στους πρωταγωνιστές του βιβλίου: «Καλύτερα έτσι, σωστά, Φλορίτα; Ναι, καλύτερα», «Θα ανακάλυπταν, μετά το θάνατό σου, ότι και εσύ ήσουν μια ιδιοφυΐα, Πολ; Θα άρχιζαν οι πίνακές σου να πουλιούνται στις υψηλές τιμές στις οποίες πουλιούνταν τώρα οι πίνακες του Τρελού Ολλανδού; Υποπτευόσουν πως όχι» κλπ. Ο αφηγητής αυτός (ο ίδιος ο Λιόσα; Χαίρε, ω χαίρε, μεταμυθοπλασία!) μοιάζει πότε να συμπονεί τα πρόσωπα, πότε να τα περιπαίζει, μου θύμισε κάπως την τεχνική στο «House of cards», αν και εδώ γίνεται με αντίστροφο τρόπο. Αρχικά μου φάνηκε η τεχνική να είναι μοιρασμένη ισομερώς στις δυο αφηγήσεις, όμως στην πορεία άρχισα να αντιλαμβάνομαι ότι σε εκείνη της Φλόρα πλήθαιναν οι αναφορές. Είτε εγώ τις παρατηρούσα περισσότερο γιατί δεν ήταν τόσο καλά ενσωματωμένες όσο στην αφήγηση του Πολ είτε γιατί όντως ήταν περισσότερες σε μια προσπάθεια του Λιόσα να σπρώξει τον «ανεπαρκή» μύθο της Φλόρα προς τα μπρος. Με δυο λόγια, ο χαρακτήρας της Φλόρα μού φάνηκε άχρωμος (δεν είχε γεννηθεί ακόμα ο Πολ να ρίξει δυο πινελιές), και εκείνος του Πολ υπερβολικά «χρωματισμένος» που η παράξενη και μυστήρια ζωή του ερχόταν κάπου κάπου σε αντίθεση με την γιαγιά του και τις φεμινιστικές της επιδιώξεις – ανάλογη αντίθεση παρουσίαζε και η ίδια η αφήγηση του Λιόσα, ο οποίος επέμενε εκνευριστικά κατά διαστήματα να πατρονάρει και να χαλιναγωγεί την αφήγηση της Φλόρα με υπέρμετρη χρήση β’ ενικού, προκαλώντας αλλεπάλληλες αναγνωστικές δυσαρμονίες με τον φεμινιστικό και εκρηκτικό («Μαντάμ Οργή» ήταν το προσωνύμιό της) μυθοπλαστικό κόσμο του χαρακτήρα της! Αν η αφήγηση της Φλόρα γράφτηκε για να ενισχύει την αντίστοιχη του Πολ, τότε το βιβλίο είναι επιτυχημένο.
[...] Η γιαγιά Φλόρα δεν θα ενέκρινε αυτά που έκανες, Πολ. Ασφαλώς και όχι. Αυτή η τρελή δοκησίσοφη θα είχε σταθεί στο πλευρό της δικαιοσύνης και όχι του Φρανσουά Καρντεγιά, του βασικού παραγωγού ρουμιού στην Πολυνησία. Ποια ήταν η δικαιοσύνη σε αυτό το βρομονήσι που κάθε μέρα έμοιαζε όλο και πιο λίγο στον κόσμο των αρχαίων Μαορί και όλο και πιο πολύ στη σάπια Γαλλία; Η γιαγιά Φλόρα θα είχε προσπαθήσει να διαπιστώσει σε ποια πλευρά βρισκόταν το δίκιο, χώνοντας τη μυτούλα της σε αυτόν τον δαίδαλο από κατηγορίες, ίντριγκες, πρόστυχα συμφέροντα μεταμφιεσμένα σε αλτρουισμό, για να καταλήξει σε μια ετυμηγορία που θα κατακεραύνωνε τους φταίχτες. Γι’ αυτό είχες πεθάνει μολις στα σαράντα ένα σου, γιαγιά! Αντιθέτως, αυτός, που την είχε γραμμένη την δικαιοσύνη, είχε ήδη ζήσει πεντήντα τρία χρόνια, δώδεκα παραπάνω από τη γιαγιά Φλόρα. Δεν θα βαστούσες πολύ ακόμα, Πολ. Μπα, γι’ αυτά που στ’ αλήθεια είχαν σημασία, το κάλλος και την τέχνη, η βιογραφία σου είχε ολοκληρωθεί.
Οι δύο αφηγήσεις ξεχωριστά είναι κάργα αξιανάγνωστες και ενδιαφέρουσες, η μίξη τους όμως χαλάει την γενική γεύση. Τουλάχιστον αποδεικνύεται (λογοτεχνικά, κυρίως) ότι ο απόγονος ξεπερνάει τον πρόγονο, όπως θα έπρεπε να συμβαίνει γενικά και στην ζωή. Ακόμα και αν θεωρώ ότι η αφήγηση για τον Πολ μού είναι μυθιστορηματικά πιο ελκυστική, δεν αγνοώ την σπουδαιότητα της αφήγησης της Φλόρα. Όταν ακόμα και σήμερα γυναίκες ανά τον κόσμο στερούνται βασικά δικαιώματα, όταν η μισθολογική ανισότητα καλά κρατεί, όταν ο γάμος για πολλές από αυτές είναι ταυτόχρονα διέξοδος και εγκλεισμός, όταν η σεξουαλική αυτοδιάθεση είναι απαγορευμένη (η Φλόρα ήταν λεσβία), και χίλια δυο ακόμα «όταν», αξίζει να διαβαστεί η ιστορία με την ήρεμη ματιά και την αφηγηματική δεινόητα του Λιόσα, έτσι ώστε να αποφύγετε άλλες ηλίθιες κοινοτοπίες συγγραφέων που τώρα τελευταία κακοχωνεύουν αυτές τις ιδέες και μας τις ξερνάνε στα βιβλία τους. Επίσης, θέλω να αναφέρω εδώ την εκπληκτική σειρά «The handmaid’s tale» που παρά τις επικρίσεις που δέχεται την θεωρώ φοβερή σειρά – συγγνώμη, Μάργκαρετ, αλλά σ’ αυτή την περίπτωση η εικόνα κέρδισε κατά κράτος το βιβλίο σου... για να της απευθύνω και γω τον λόγο στο β’ πρόσωπο, τι, μόνο ο Λιόσα; – μια δηκτικότατη ματιά στον σύγχρονο κόσμο. Under His Eye!
[...] Μεταξύ 1835 και 1837, ο Σαζάλ απήγαγε τρεις φορές τη φτωχή Αλίν (και δύο τον Ερνέστ-Καμίγ), μετατρέποντας αυτό το κοριτσάκι στο λυπημένο, μελαγχολικό και συνεσταλμένο ον που ήταν τώρα. Και, κάθε φορά, τα εφιαλτικά δικαστήρια, στα οποία προσέφευγε η Φλόρα για να ζητήσει την κηδεμονία των παιδιών της, έδιναν το δίκιο σ’ αυτόν, παρά το γεγονός ότι ήταν ένας χαραμοφάης, ένας αλκοολικός, ένας βιτσιόζος, ένας έκφυλος, ένας φτωχοδιάβολος που έμενε σε μια τρώγλη που έζεχνε, όπου αυτά τα δυο παιδιά δεν μπορούσαν παρά να ζουν μια αναξιοπρεπή ζωή. Και γιατί; Διότι ο Αντρέ Σαζάλ ήταν ο σύζυγος, εκείνος που είχε την εξουσία και τα δικαιώματα, ακόμα και αν ήταν ένα ανθρώπινο εξάμβλωμα, ικανό να αναζητήσει ηδονή, στο κορμί της ίδιας του της κόρης. Εσένα, αντίθετα, που είχες καταφέρει, με το δικό σου μόχθο, να μορφωθείς και να δημοσιεύσεις βιβλία, να έχεις μια ζωή ευπρεπή, που θα είχες μπορέσει να εξασφαλίσεις γι’ αυτά τα δυο μωρά μια καλή εκπαίδευση και μια αξιοπρεπή ζωή, πάντα σε στραβοκοίταζαν αυτοί οι δικαστές, στο μυαλό των οποίων κάθε ανεξάρτητη γυναίκα ήταν πουτάνα. Δυστυχισμένοι!
Εν κατακλείδι, θα πρότεινα σε όποιον γουστάρει τα κουτσά αναγνωστικά πειράματα αλά Κορτάσαρ να διαβάσει τις ιστορίες ξεχωριστά, πρώτα τα ζυγά κεφάλαια για τον Πολ και ύστερα τα μονά για την Φλόρα ή τανάπαλιν. Εξάλλου, η σύνδεση που γίνεται μεταξύ των δύο ιστοριών είναι απειροελάχιστη και σε τίποτα δε θα δυσκολέψει την κατανόηση. Τώρα θα μου πείτε, γιατί δεν παρατούσες την αφήγηση της Φλόρα να συνεχίσεις μόνο με του Πολ; Έλα ντε! Όταν ο συγγραφέας ξέρει να γράφει, του συγχωρούνται μερικά λαθάκια. Όμως, όταν λείπει η ψυχή σε αυτά που γράφει, όσο σπουδαίος συγγραφέας και αν είναι, στο τέλος θα κουράσει – και εγώ κουράστηκα αρκετά, αλλά άντεξα ο μαχητής. Είναι και αυτό ένα αναγνωστικό μάθημα, στην τελική. Κάθε βιβλίο έχει να σου δώσει το κατιτίς του... έτσι δεν λένε συχνότατα κάτι άσχετοι που διαβάζουν με λοβοτομημένη ευδαιμονία κάθε γραπτή μαλακία που τους σερβίρουν; Πλήρωσα 18 ευρώ για το βιβλίο αλλά δεν ήταν και τόσο κακό, τα βιβλία πάντα κάτι σου δίνουν, έστω και τόσο δα – πέρα από την πλάκα, αν το βιβλίο ήταν ολότελα κακό, δεν είναι, λέμε αν, η ακόλουθη φράση θα μπορούσε να το σώσει από την αφάνεια «[...] μέσα σε αυτό το λίμπο* των αμόρφωτων ανθρώπων, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να διατηρήσει τις πνευματικές του ανησυχίες και την ευαισθησία του». Έσκασα 60 ευρώ στο εστιατόριο, αλλά είχε ένα γαμάτο ψωμί στο κουβέρ, μούρλια!!
Ο καλός ο συγγραφέας κάνει παπάδες και βρίζει παπάδες. Και ο Λιόσα στα δύο βιβλία του που έχω διαβάσει μέχρι στιγμής κάνει θαυμάσια και τα δύο. Εν τέλει, πες πες, μου άρεσε πολύ το βιβλίο του, αν και επιμένω ότι η αφήγηση της Φλόρα υστερεί συγκριτικά με εκείνη του Πολ. Ως συγγραφέας, πάντα, έχει υπέροχη αφηγηματική δύναμη, μοντέρνα εκφραστικά μέσα, καλές ιστορίες για να αφηγηθεί. Αυτά που χρειάζεται ένας αναγνώστης για να είναι ευχαριστημένος, δηλαδή. Η μετάφραση του Κώστα Αθανασίου είναι αρκετά καλή με μερικές ιδιαιτέρως ευτυχείς μεταφραστικές στιγμές. Η έκδοση του «Καστανιώτη» στην γνώριμη ποιότητά της, έχω βαρεθεί και γω να με ακούω να επαναλαμβάνω τα ίδια. Το βιβλίο ωστόσο είναι εξαντλημένο, έχετε βαρεθεί και σεις να με ακούτε να επαναλαμβάνω τα ίδια. Αν το βρείτε, διαβάστε το. Αν δεν το βρείτε, διαβάστε τη «Σαλαμπό» του Φλωμπέρ.
«Έχετε διαβάσει τη Σαλαμπό, το μυθιστόρημα του Φλομπέρ, πάστορα;» ρώτησε.
Ο Βερνιέ είπε πως ναι, αν και, πρόσθεσε, δεν τη θυμόταν πολύ καλά. Μια ιστορία παγανιστική, με Καρχηδόνιους και βάρβαρους μισθοφόρους, σωστά; Ο Κοκέ τον διαβεβαίωσε πως ήταν πανέμορφη. Ο Φλομπέρ είχε περιγράψει με φλογισμένα χρώματα όλη τη ρώμη, τη ζωτική δύναμη και τη δημιουργική ικανότητα ενός βάρβαρου λαού. Και απάγγειλε την πρώτη φράση, η μουσικότητα της οποίας τον ενθουσίαζε: «C' etait a Megara, faubourg de Carthage, dans les jardins d' Hamilcar»**. «Ο εξωτισμός είναι ζωή, έτσι δεν είναι, πάστορα;»
* Στη ρωμαιοκαθολική θεολογία, εκείνη η ενδιάμεση κατάσταση στην οποία τοποθετούνται όσοι δεν μπορούν να μπουν στον παράδεισο αλλά δεν υπάρχουν και λόγοι να πάνε στην κόλαση (π.χ. τα αβάφτιστα μωρά).
** Ήταν στα Μέγαρα, έξω από τα τείχη της Καρχηδόνας, στους κήπους του Αμίλκα.
Υ.Γ. 2666 Οι πίνακες που φιλοξενούνται στην παρούσα ανάρτηση έπαιξαν σημαντικό ρόλο, αν όχι στην καλλιτεχνική ζωή του Γκογκέν (πώς μπορούμε να το ξέρουμε αυτό με σιγουριά;), τουλάχιστον στο βιβλίο του Λιόσα. Δείτε και την πρόσφατη ταινία για τον Πολ Γκογκέν.
Υ.Γ. “SWISS MADE” Εύχομαι να βρίσκεις τον παράδεισο στην άλλη γωνία – και η λέξη-κλειδί εδώ δεν είναι ούτε ο «παράδεισος» ούτε η «άλλη γωνία» αλλά ο σωστός χρόνος του ρήματος «βρίσκω»!
Όλοι ξέρουμε πλέον κάποιον που αυτοεξορίστηκε, η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της και έτσι, άντε να γίνει βίγκαν και αυτή να ηρεμήσουμε. Επειδή όμως είσαι και λίγο καλλιτέχνης, άκου μία απύθμενα παρηγορητική σκέψη (και χωρίς ίχνος θρησκευτικής νύξης, παρακαλώ!)· είναι δεδομένο πια – περισσότερο αυτό το καλοκαίρι, παρά ποτέ – ότι ο καλλιτέχνης οπουδήποτε έξω από το μυαλό του είναι εκ των πραγμάτων εξόριστος· από δω και στο εξής, οι καλλιτέχνες, απελευθερωμένοι από δουλοπρεπείς δεσμούς, θα μπορούσαν να τολμούν τα πάντα στο πλαίσιο της δέσμευσής τους να δημιουργούν κόσμους διαφορετικούς από τον πραγματικό! Πάντα ίσχυε και πάντα θα ισχύει. Μόλις σταθεροποιηθείς οικονομικά, ένα γολόι χειγός ελβετικής ωγολογοποιίας θα ήθελα, γιατί μπορεί να είμεθα καλλιτέχναι αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε και διάστικτοι από υλιστικές ποταπότητες ;)
Τον Κέλτη δεν τον έχω διαβάσει Μαραμπού (τον Παράδεισο ναι), αλλά, σε διαβεβαιώνω, είναι ευτυχές που έχεις διαβάσει δύο, γιατί έχεις μπροστά σου μια συναρπαστική διαδρομή: να διαβάσεις και τα υπόλοιπα. Από απολαυστικές διανοητικές πορείες (Το Πράσινο Σπίτι) μέχρι (μόνο) φαινομενικά απλές ιστορίες (Παλομίνο Μολέρο), ο Λιόσα (ή Γιόσα? στα ισπανικά το ‘ll’ διαβάζεται «γ»), είναι, για κάποιον που αρέσκεται στις λίστες, σοβαρός προβληματισμός για τις πρώτες θέσεις των εν ζωή λογοτεχνών (ή απλά ο κ. Καθηγητής).
ΑπάντησηΔιαγραφήυγ. αυτοεξορία, στην Πνευματική Ανταρκτική, έλεγε μια φίλη, καλλιτέχνις.
Καλησπέρα Νίκο,
Διαγραφήπολύ χαίρομαι για την εφεδρεία σε Λιόσα (Γιόσα) που έχω στις αποθήκες μου. Πολύ μου αρέσει ο τύπος! Τα βιβλία του είναι εκπληκτικά για κάποιον που διαβάζει αλλά και για κάποιον που γράφει -- ώρες ώρες χαζεύω τον τρόπο που ξεδιπλώνει την αφήγηση. Επόμενο δικό του είναι ο «Ο πόλεμος της συντέλειας του κόσμου» ή «Η πόλη και τα σκυλιά»... λίγο πιο μετά όμως, να αποτοξινωθώ πρώτα.
"Η πόλη και τα σκυλιά" ήταν το 2ο που διάβασα, μετά τον "Λιτούμα στις Άνδεις". Λιτούμα είναι το αγαπημένο του όνομα κεντρικού χαρακτήρα. Η Πόλη..θεωρείται μέρος της τριλογίας του (όχι θεματικής, βάσει σπουδαιότητας), μαζί με το Πράσινο Σπίτι και το Conversacion en la Catedral («ελληνιστί» "Πότε πήραμε την κάτω βόλτα?"). Σε αυτά πολλοί προσθέτουν τον Πόλεμο..
ΑπάντησηΔιαγραφήΓράφοντας με πυρήνα τη δύσκολη ζωή απλών (που λέει και το κλισέ) ανθρώπων σε διάφορες χώρες της Ν. Αμερικής, τα βιβλία του είναι γεμάτα πολιτική, αναγκαστικά, και όχι με την έννοια της προσωπικής θέσης. Αν και συμφωνώ, επί της αρχής, με την αρχή να μας αφήνει αδιάφορους η πολιτική τοποθέτηση του καλλιτέχνη, δεν μπορώ να το προσπεράσω πάντα. Γιατί, πολλές φορές το πολιτικό πλαίσιο είναι βασική συνιστώσα του έργου, του (όποιου) μηνύματος του καλλιτέχνη και τελικά, όλα είναι πολιτική (κλισέ #2). Σίγουρα πάντως, υπάρχουν αριστεροί (παρωχημένη και καταργημένη από τον Κορνήλιο από το ’50, έννοια), με το Ταξίδι στην άκρη της Νύχτας σε περίοπτη θέση, αρκετά cd των Death in June και τον Hugh Selwyn Mauberley στη βιβλιοθήκη (δίπλα στον Χάμσουν).
Πολύ ενδιαφέρον θέμα έθιξες, με συγχωρείς για την κατάχρηση.
καλησπέρα.
Σαφώς και δεν είναι εύκολο να προσπεράσεις αρκετές φορές τις πολιτικές (ή όποιες άλλες) τοποθετήσεις του καλλιτέχνη, γιατί στο κάτω κάτω και εσύ ο αναγνώστης, άνθρωπος είσαι και έχεις τις πεποιθήσεις σου. Δεν μπορώ όμως να αποκλείσω -- εγώ τουλάχιστον -- ένα λογοτεχνικό έργο, εφόσον διατείνομαι κιόλας ότι ενδιαφέρομαι για την λογοτεχνία, επειδή έχει (μου λένε) χ «φρικαλεότητες» με τις οποίες ενδεχομένως να διαφωνώ. Θα το ξεκινήσω για να μετρήσω την αντοχή μου και ανοχή μου και στη πορεία θα αποφασίσω αν είναι για μένα ή όχι.
ΔιαγραφήΕυχαριστώ για τα σχόλια· καμία κατάχρηση.