Πού βαδίζει η λογοτεχνία; Όπου και όπως βάδιζε πάντα, ελεύθερη και ασυμβίβαστη, ασυνόδευτη και ασυνόρευτη, πριν έρθει ο (κακός μας) καιρός με την πρόφαση του υποστηρίγματος/«υποστήριξης» κάποιοι να της προσφέρουν τα δεκανίκια της πολιτικής ορθότητας που θα την καθιστούσαν έκτοτε αδιανόητα στάσιμη. «Αυτό που βλέπουμε το σκεφτόμαστε, κι έτσι τελικά δεν το βλέπουμε, λέει ο Όλερ, ενώ άλλοι βλέπουν αυτό που βλέπουν χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν το σκέφτονται αυτό που βλέπουν. Αυτό που αποκαλούμε αντίληψη είναι για μας κατά βάση στασιμότητα, ακινησία, τίποτα. Τίποτα. Οτιδήποτε έχει συμβεί το έχουμε σκεφτεί, δεν το έχουμε δει, λέει ο Όλερ». Είδα και απόειδα λοιπόν με το… φαινόμενο Φερνάντα Μελτσόρ και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Βαδίζοντας στην εποχή των τυφώνων.
Κάθε φορά που κατεβαίνω στα άδυτα της γραφής του Μπέρνχαρντ θυμάμαι τον Αχέροντα. Τις φορές που πάτησα στις πηγές του δεν ένιωθα τα πόδια μου από την γάμπα και κάτω. Κάθε βήμα ήταν επίπονο. Όσο ανέβαινα το ποτάμι όμως ένιωθα παραδόξως όμορφα. Είτε το νερό γινόταν πιο ζεστό είτε εγώ πλέον το είχα συνηθίσει. Ήταν αξεδιάλυτο μέσα μου και μου άρεσε πολύ αυτό το παιχνίδι της αμφισημίας. Όταν ανέβηκα ως ένα σημείο και επέστρεψα ξανά στις πηγές, κατάλαβα ότι η θερμοκρασία του νερού άλλαζε. Αλλά και η δύναμη της συνήθειας υπήρξε έκτοτε αρωγός μου σε μελλοντικές εξορμήσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τα βιβλία του Μπέρνχαρντ∙ οι πρώτες σελίδες του σε παγώνουν ολοκληρωτικά, σκέφτεσαι αμέσως να μην συνεχίσεις παρακάτω. Η ζεστασιά της σκέψης του έρχεται στην πορεία και η ολοένα και πιο σύντομη βύθιση εντός του λογοτεχνικού του κόσμου έρχεται με την συνήθεια να επιμένεις να διαβάζεις περισσότερα βιβλία του.
https://litos.wordpress.com/tag/thomas-bernhard/ |
Και σε αυτό το βιβλίο του – από τα τρία το καλύτερο, που έβγαλε η «Κριτική» – συναντάμε όλα τα θέματα που τον κάνουν τόσο… αγαπητό. Ενταγμένο εδώ σε μια παράδοση (αν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο) βιβλίων βάδισης από τον Βάλζερ μέχρι και την Διβάνη(!), ο Μπέρνχαρντ κινείται στον χώρο που ξέρει τόσο καλά, στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του μυαλού που οδηγούν δια περιπάτου στην παράνοια, εκεί όπου οδηγήθηκε και ο απών πρωταγωνιστής του βιβλίου, Κάρερ, και όπου ακολουθούμε τα βήματά του και οι υπόλοιποι. Λίγες μόλις μέρες μετά την Bloomsday, ένας ιδιότυπος εξωτερικός/εσωτερικός μονόλογος που γοητεύει και προβληματίζει περισσότερο από άλλοτε, 50 χρόνια μετά την συγγραφή του. Θα ζητήσω όμως συγγνώμη από τον αγαπημένο μου Μπέρνχαρντ για την – αδιαμφισβήτητη, κατά αυτόν – αμβλύνοιά μου, και ενδεχομένως ακόμα αμφισβητούμενη για τους αναγνώστες που με διαβάζουν, αλλά θέλω να μιλήσω για την «Εποχή των τυφώνων» ένα αδιανόητα κακογραμμένο βιβλίο που πρόλαβε να με εκνευρίσει αφάνταστα, πριν έρθει ο Μπέρνχαρντ να με παρηγορήσει αναγνωστικά και με την δηκτική του διαύγεια να με προειδοποιήσει: «Πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε πολύ αργά ότι δεν θα έπρεπε να έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση απροσδόκητα εξευτελιστική».
Ας αρχίσουμε από τα απλά ελέω καύσωνα∙ υπάρχει λογοτεχνικό αριστούργημα που κάθε δυο σελίδες πίνουν χλιαρές μπύρες; Υπάρχει, και δεν είναι οι «Τυφώνες». Δεν είναι μύθος (ε, εννοώ είναι και μύθος, μυθιστόρημα, τέλος πάντων). Το οπισθόφυλλο του βιβλίου προειδοποιεί ότι εδώ δεν υπάρχει μελόδραμα αλλά από τις πρώτες σελίδες πέφτεις στο καζάνι με το μελόδραμα της Μάγισσας και δεν ξαναβγαίνεις ποτέ, σαν μύγα σε σούπα. Σούπα; Ναι, λογοτεχνίζουσα, ξινισμένη και άγευστη που ανακατεύονται εντός της ετερόκλητα υλικά, που σίγουρα θα σου χαλάσουν το στομάχι και όχι για τους λόγους που υποθέτεις∙ ως μεταφορά δηλαδή για τον βίαιο και σκληρό κόσμο που νομίζει ότι παρουσιάζει. Να ήξερε τουλάχιστον να τον παρουσιάζει. Εδώ δεν μπορεί να κάνει τους χαρακτήρες της να βρίζουν χωρίς να φαίνονται σαν δεκάχρονα που πρωτομαθαίνουν βρισιές – χίλιες φορές να ακούσουμε Trannos. Όλες αυτές τις κακοτεχνίες όμως θα μπορούσε να τις παρακάμψει κάποιος, παρόλο που είναι τα στοιχεία που κάνουν μια λογοτεχνία ελκυστική, ο τρόπος δηλαδή να τα παρουσιάζεις, αν η συγγραφέας δεν επέλεγε να χτίσει τον μύθο της σε κάτι σαθρότερο. Θέλει να γράψει φεμινιστική λογοτεχνία και φαίνεται (ότι δεν μπορεί). Για την ανεπάρκεια στη λογοτεχνία, τα είπαμε, ανοίξτε μια τυχαία σελίδα. Από εκεί και πέρα, μια δήθεν αρχετυπική Μάγισσα που συνουσιάζεται με τον Σατανά, μια πιο Μικρή Μάγισσα, ξόρκια, μαγγανείες, φιλοσοφίες κατατονικού Κοέλιο, ατελείωτες γυναίκες που αδικούνται από την ανδρική βία και κυριαρχία, φέρνουν στην επιφάνεια ένα κείμενο που μοιάζει με κακοδιασκευασμένο σενάριο που έγραψε η Μάρα Μειμαρίδη για μεξικάνικο σίριαλ με σκοπό να προβληθεί σε prime time zone στις αρχές του 2000 μπας και κλέψει νούμερα από το Big Brother. Και όλα αυτά χωρίς ειρμό, χωρίς περίσκεψη και κυρίως χωρίς αιδώ, γαμώ την τρέλα μου. Θεέ μου πώς αυτός ο αχταρμάς μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με τον Μπολάνιο, ή ακόμα και με τον ΜακΚάρθυ που δεν συμπαθώ και ιδιαίτερα; Αν θέλετε πραγματικά και ουσιωδώς να καταλάβετε το Μεξικό, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα ένα σπουδαίο φεμινιστικό λόγο, διαβάστε το «Αποκάτω» της Λεονόρα Κάρινγκτον και αφήστε τα πάνω πάνω. Πόσες φορές θα σας το πω πια; – προσοχή στις απομιμήσεις. Προτιμήστε μια έμπειρη Αρχάρια και αφήστε την σκόνη του μάρκετινγκ να την σηκώσει ο άνεμος.
[…] «γιατί η Γριά – που δεν θα ’ταν τότε πάνω από σαράντα χρονών, μα μ’ όλες εκείνες τις ρυτίδες, τα ψαρά μαλλιά και τα ατίθασα τσουλούφια, την έκανες τουλάχιστον για εξήντα –, η Γριά λοιπόν, είχε αρχίσει να τα χάνει και ξεχνούσε ακόμα και να χρεώνει ή έμενε ικανοποιημένη μ’ ό,τι της έδιναν οι γυναίκες: μια πλάκα μαύρη ζάχαρη, ένα τέταρτο ξερά ρεβίθια, ένα χωνί σάπια λεμόνια ή κάνα σκουληκιασμένο κοτόπουλο∙ μαλακίες δηλαδή, ώσπου η Μικρή Μάγισσα έβαλε τέλος σ’ όλα αυτά, μπήκε μια μέρα στην κουζίνα και με την τραχιά φωνή της, άμαθη όπως ήταν να μιλάει, είπε πως οι προσφορές των γυναικών δεν κάλυπταν την αξία των συνεδριών και πως δεν πήγαινε άλλο το πράγμα, από δω κι μπρος θα έμπαινε ταρίφα ανάλογα με τη δυσκολία του περιστατικού, τη μέθοδο που θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει η μάνα της και το είδος της μαγείας που θ’ απαιτούνταν για να επιτευχθεί το ζητούμενο, γιατί δεν είναι το ίδιο να θεραπεύεις αιμορροϊδες και το ίδιο να κάνεις τον άντρα που σ’ το παίζει δύσκολος να σέρνεται στην κυριολεξία στα πόδια σου, ή να τις βοηθήσει να επικοινωνήσουν με τη νεκρή μητέρα τους για να μάθουν αν τις είχε συγχωρέσει που όσο ζούσε την είχαν τελείως παραμελημένη, έτσι δεν είναι;»
Το μόνο που με παρηγορεί από όλ’ αυτά είναι ότι όλοι μας μπορούμε κάποτε στο μέλλον να γράψουμε τόσο άσχημα και να βγάλουμε και κανένα φράγκο. Επιστρέφοντας στον Τόμας, να πω ότι κυκλοφορεί σε ωραία έκδοση από «Κριτική» και σε αξιόλογη μετάφραση της Μαρίας Γκεγκοπούλου που πολλαπλασιάζει την μαγεία της γραφής του, ενώ «Η εποχή των τυφώνων» από το «Δώμα» σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου που δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να σώσει τα προσχήματα σε ένα τόσο άσχημο πρωτότυπο κείμενο∙ ίσως μόνο με μάγια. Ό,τι μπορεί να ψελλίσει η Μελτσόρ μέσα από ανεμομαζώματα λόγου και διαβολοσκορπίσματα σκέψης, ο Τόμας Μπέρνχαρντ μπορεί να το συνοψίσει σε μια φράση και να αφήσει από κει και ύστερα τις χαλαρωτικά κομψές μουσικές του λεκτικές επαναλήψεις να ευφράνουν το μυαλό και την καρδιά κάθε αναγνώστη. Δεν θέλει βία. Προσέχετε τα αναγνωστικά σας βήματα.
«Αν συμψηφίσουμε την ομορφιά αυτής της χώρας με τη μικροπρέπεια αυτής της πολιτείας, λέει ο Όλερ, οδηγούμαστε στην αυτοκτονία».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.