Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Θα φάτε τα μούτρα σας


 
Πού βαδίζει η λογοτεχνία; Όπου και όπως βάδιζε πάντα, ελεύθερη και ασυμβίβαστη, ασυνόδευτη και ασυνόρευτη, πριν έρθει ο (κακός μας) καιρός με την πρόφαση του υποστηρίγματος/«υποστήριξης» κάποιοι να της προσφέρουν τα δεκανίκια της πολιτικής ορθότητας που θα την καθιστούσαν έκτοτε αδιανόητα στάσιμη. «Αυτό που βλέπουμε το σκεφτόμαστε, κι έτσι τελικά δεν το βλέπουμε, λέει ο Όλερ, ενώ άλλοι βλέπουν αυτό που βλέπουν χωρίς πρόβλημα, επειδή δεν το σκέφτονται αυτό που βλέπουν. Αυτό που αποκαλούμε αντίληψη είναι για μας κατά βάση στασιμότητα, ακινησία, τίποτα. Τίποτα. Οτιδήποτε έχει συμβεί το έχουμε σκεφτεί, δεν το έχουμε δει, λέει ο Όλερ». Είδα και απόειδα λοιπόν με το… φαινόμενο Φερνάντα Μελτσόρ και είπα ό,τι βρέξει ας κατεβάσει! Βαδίζοντας στην εποχή των τυφώνων.
 
Κάθε φορά που κατεβαίνω στα άδυτα της γραφής του Μπέρνχαρντ θυμάμαι τον Αχέροντα. Τις φορές που πάτησα στις πηγές του δεν ένιωθα τα πόδια μου από την γάμπα και κάτω. Κάθε βήμα ήταν επίπονο. Όσο ανέβαινα το ποτάμι όμως ένιωθα παραδόξως όμορφα. Είτε το νερό γινόταν πιο ζεστό είτε εγώ πλέον το είχα συνηθίσει. Ήταν αξεδιάλυτο μέσα μου και μου άρεσε πολύ αυτό το παιχνίδι της αμφισημίας. Όταν ανέβηκα ως ένα σημείο και επέστρεψα ξανά στις πηγές, κατάλαβα ότι η θερμοκρασία του νερού άλλαζε. Αλλά και η δύναμη της συνήθειας υπήρξε έκτοτε αρωγός μου σε μελλοντικές εξορμήσεις. Το ίδιο συμβαίνει με τα βιβλία του Μπέρνχαρντ∙ οι πρώτες σελίδες του σε παγώνουν ολοκληρωτικά, σκέφτεσαι αμέσως να μην συνεχίσεις παρακάτω. Η ζεστασιά της σκέψης του έρχεται στην πορεία και η ολοένα και πιο σύντομη βύθιση εντός του λογοτεχνικού του κόσμου έρχεται με την συνήθεια να επιμένεις να διαβάζεις περισσότερα βιβλία του. 
 
https://litos.wordpress.com/tag/thomas-bernhard/

Και σε αυτό το βιβλίο του – από τα τρία το καλύτερο, που έβγαλε η «Κριτική» – συναντάμε όλα τα θέματα που τον κάνουν τόσο… αγαπητό. Ενταγμένο εδώ σε μια παράδοση (αν μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι τέτοιο) βιβλίων βάδισης από τον Βάλζερ μέχρι και την Διβάνη(!), ο Μπέρνχαρντ κινείται στον χώρο που ξέρει τόσο καλά, στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του μυαλού που οδηγούν δια περιπάτου στην παράνοια, εκεί όπου οδηγήθηκε και ο απών πρωταγωνιστής του βιβλίου, Κάρερ, και όπου ακολουθούμε τα βήματά του και οι υπόλοιποι. Λίγες μόλις μέρες μετά την Bloomsday, ένας ιδιότυπος εξωτερικός/εσωτερικός μονόλογος που γοητεύει και προβληματίζει περισσότερο από άλλοτε, 50 χρόνια μετά την συγγραφή του. Θα ζητήσω όμως συγγνώμη από τον αγαπημένο μου Μπέρνχαρντ για την – αδιαμφισβήτητη, κατά αυτόν – αμβλύνοιά μου, και ενδεχομένως ακόμα αμφισβητούμενη για τους αναγνώστες που με διαβάζουν, αλλά θέλω να μιλήσω για την «Εποχή των τυφώνων» ένα αδιανόητα κακογραμμένο βιβλίο που πρόλαβε να με εκνευρίσει αφάνταστα, πριν έρθει ο Μπέρνχαρντ να με παρηγορήσει αναγνωστικά και με την δηκτική του διαύγεια να με προειδοποιήσει: «Πολύ συχνά αντιλαμβανόμαστε πολύ αργά ότι δεν θα έπρεπε να έχουμε εμπλακεί σε μια κατάσταση απροσδόκητα εξευτελιστική»
 
Ας αρχίσουμε από τα απλά ελέω καύσωνα∙ υπάρχει λογοτεχνικό αριστούργημα που κάθε δυο σελίδες πίνουν χλιαρές μπύρες; Υπάρχει, και δεν είναι οι «Τυφώνες». Δεν είναι μύθος (ε, εννοώ είναι και μύθος, μυθιστόρημα, τέλος πάντων). Το οπισθόφυλλο του βιβλίου προειδοποιεί ότι εδώ δεν υπάρχει μελόδραμα αλλά από τις πρώτες σελίδες πέφτεις στο καζάνι με το μελόδραμα της Μάγισσας και δεν ξαναβγαίνεις ποτέ, σαν μύγα σε σούπα. Σούπα; Ναι, λογοτεχνίζουσα, ξινισμένη και άγευστη που ανακατεύονται εντός της ετερόκλητα υλικά, που σίγουρα θα σου χαλάσουν το στομάχι και όχι για τους λόγους που υποθέτεις∙ ως μεταφορά δηλαδή για τον βίαιο και σκληρό κόσμο που νομίζει ότι παρουσιάζει. Να ήξερε τουλάχιστον να τον παρουσιάζει. Εδώ δεν μπορεί να κάνει τους χαρακτήρες της να βρίζουν χωρίς να φαίνονται σαν δεκάχρονα που πρωτομαθαίνουν βρισιές – χίλιες φορές να ακούσουμε Trannos. Όλες αυτές τις κακοτεχνίες όμως θα μπορούσε να τις παρακάμψει κάποιος, παρόλο που είναι τα στοιχεία που κάνουν μια λογοτεχνία ελκυστική, ο τρόπος δηλαδή να τα παρουσιάζεις, αν η συγγραφέας δεν επέλεγε να χτίσει τον μύθο της σε κάτι σαθρότερο. Θέλει να γράψει φεμινιστική λογοτεχνία και φαίνεται (ότι δεν μπορεί). Για την ανεπάρκεια στη λογοτεχνία, τα είπαμε, ανοίξτε μια τυχαία σελίδα. Από εκεί και πέρα, μια δήθεν αρχετυπική Μάγισσα που συνουσιάζεται με τον Σατανά, μια πιο Μικρή Μάγισσα, ξόρκια, μαγγανείες, φιλοσοφίες κατατονικού Κοέλιο, ατελείωτες γυναίκες που αδικούνται από την ανδρική βία και κυριαρχία, φέρνουν στην επιφάνεια ένα κείμενο που μοιάζει με κακοδιασκευασμένο σενάριο που έγραψε η Μάρα Μειμαρίδη για μεξικάνικο σίριαλ με σκοπό να προβληθεί σε prime time zone στις αρχές του 2000 μπας και κλέψει νούμερα από το Big Brother. Και όλα αυτά χωρίς ειρμό, χωρίς περίσκεψη και κυρίως χωρίς αιδώ, γαμώ την τρέλα μου. Θεέ μου πώς αυτός ο αχταρμάς μπορεί να έχει την παραμικρή σχέση με τον Μπολάνιο, ή ακόμα και με τον ΜακΚάρθυ που δεν συμπαθώ και ιδιαίτερα; Αν θέλετε πραγματικά και ουσιωδώς να καταλάβετε το Μεξικό, απολαμβάνοντας ταυτόχρονα ένα σπουδαίο φεμινιστικό λόγο, διαβάστε το «Αποκάτω» της Λεονόρα Κάρινγκτον και αφήστε τα πάνω πάνω. Πόσες φορές θα σας το πω πια; – προσοχή στις απομιμήσεις. Προτιμήστε μια έμπειρη Αρχάρια και αφήστε την σκόνη του μάρκετινγκ να την σηκώσει ο άνεμος.
 
[…] «γιατί η Γριά – που δεν θα ’ταν τότε πάνω από σαράντα χρονών, μα μ’ όλες εκείνες τις ρυτίδες, τα ψαρά μαλλιά και τα ατίθασα τσουλούφια, την έκανες τουλάχιστον για εξήντα –, η Γριά λοιπόν, είχε αρχίσει να τα χάνει και ξεχνούσε ακόμα και να χρεώνει ή έμενε ικανοποιημένη μ’ ό,τι της έδιναν οι γυναίκες: μια πλάκα μαύρη ζάχαρη, ένα τέταρτο ξερά ρεβίθια, ένα χωνί σάπια λεμόνια ή κάνα σκουληκιασμένο κοτόπουλο∙ μαλακίες δηλαδή, ώσπου η Μικρή Μάγισσα έβαλε τέλος σ’ όλα αυτά, μπήκε μια μέρα στην κουζίνα και με την τραχιά φωνή της, άμαθη όπως ήταν να μιλάει, είπε πως οι προσφορές των γυναικών δεν κάλυπταν την αξία των συνεδριών και πως δεν πήγαινε άλλο το πράγμα, από δω κι μπρος θα έμπαινε ταρίφα ανάλογα με τη δυσκολία του περιστατικού, τη μέθοδο που θα αναγκαζόταν να χρησιμοποιήσει η μάνα της και το είδος της μαγείας που θ’ απαιτούνταν για να επιτευχθεί το ζητούμενο, γιατί δεν είναι το ίδιο να θεραπεύεις αιμορροϊδες και το ίδιο να κάνεις τον άντρα που σ’ το παίζει δύσκολος να σέρνεται στην κυριολεξία στα πόδια σου, ή να τις βοηθήσει να επικοινωνήσουν με τη νεκρή μητέρα τους για να μάθουν αν τις είχε συγχωρέσει που όσο ζούσε την είχαν τελείως παραμελημένη, έτσι δεν είναι;» 
 
Το μόνο που με παρηγορεί από όλ’ αυτά είναι ότι όλοι μας μπορούμε κάποτε στο μέλλον να γράψουμε τόσο άσχημα και να βγάλουμε και κανένα φράγκο. Επιστρέφοντας στον Τόμας, να πω ότι κυκλοφορεί σε ωραία έκδοση από «Κριτική» και σε αξιόλογη μετάφραση της Μαρίας Γκεγκοπούλου που πολλαπλασιάζει την μαγεία της γραφής του, ενώ «Η εποχή των τυφώνων» από το «Δώμα» σε μετάφραση Αγγελικής Βασιλάκου που δεν ξέρω κατά πόσο μπορεί να σώσει τα προσχήματα σε ένα τόσο άσχημο πρωτότυπο κείμενο∙ ίσως μόνο με μάγια. Ό,τι μπορεί να ψελλίσει η Μελτσόρ μέσα από ανεμομαζώματα λόγου και διαβολοσκορπίσματα σκέψης, ο Τόμας Μπέρνχαρντ μπορεί να το συνοψίσει σε μια φράση και να αφήσει από κει και ύστερα τις χαλαρωτικά κομψές μουσικές του λεκτικές επαναλήψεις να ευφράνουν το μυαλό και την καρδιά κάθε αναγνώστη. Δεν θέλει βία. Προσέχετε τα αναγνωστικά σας βήματα.
 
«Αν συμψηφίσουμε την ομορφιά αυτής της χώρας με τη μικροπρέπεια αυτής της πολιτείας, λέει ο Όλερ, οδηγούμαστε στην αυτοκτονία».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .