Τα συστατικά σημειώματα είναι άχρηστα στις δουλειές· συνήθως φεύγεις από μια δουλειά βρίζοντας το παλιό αφεντικό και πηγαίνεις σε μια άλλη γλείφοντας το νέο. Δεν υπάρχει χρόνος για σύνταξη επιστολών ούτε και για σύνταξη, γενικώς. Στη λογοτεχνία, τα συστατικά σημειώματα λειτουργούν κάπως πιο αξιοκρατικά. Όταν ας πούμε θες να ανελιχθείς αναγνωστικά για πρώτη φορά στο επίπεδο του Τολστόι και το βιβλίο που επιλέγεις περιέχει δυο διηγήματα, όπου το πρώτο θεωρείται από τον Τζέημς Τζόυς το σπουδαιότερο που γράφτηκε ποτέ και το δεύτερο αναλύεται εκτενώς από τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στα δοκίμιά του για τη ρωσική λογοτεχνία, κατατάσσοντάς το κιόλας στο ίδιο επίπεδο με τα μεγάλα έργα του αν όχι και σε υψηλότερο, τότε είσαι σίγουρος ότι… η δουλειά έχει κλείσει! Πείτε μου πόσα λεφτά θα παίρνω καθαρά και ξεκινάω αμέσως το διάβασμα.
Τα δύο διηγήματα – αν και μόνο το πρώτο μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, το δεύτερο είναι περισσότερο νουβέλα – συνδέονται μεταξύ τους με μια στενή σχέση: τη συνειδητοποίηση του θανάτου. Και παρόλο που είναι κατά πολλούς τρόπους διαφορετικά από αφηγηματική οπτική, ταυτόχρονα είναι και συγκλονιστικά με τον τρόπο που εκθέτουν τους κοινούς προβληματισμούς τους. «Δεν μπορεί να είναι όλοι, πάντα, καταδικασμένοι να ζήσουν αυτόν τον φρικτό τρόμο». Ω, ναι! Το κατά Τζόυς σπουδαιότερο διήγημα, «Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος;» κυρίως είναι μια παραβολή, ένα διαβολικό παιχνίδι με δόλωμα την ανθρώπινη απληστία που όταν ξυπνήσει εντός του θα κοιμηθεί ξανά μια και καλή μαζί του. Η ερώτηση του τίτλου του διηγήματος βρίσκει την απάντηση στον τίτλο της ανάρτησης, είναι προφανές αυτό. «Απλώθηκε η γη του Παχόμ, στένεψε ο κόσμος του». Το διήγημα δεν είναι τόσο ηθικοπλαστικό όσο ίσως υποθέτετε αλλά ούτε και κάτι λογοτεχνικά εξεζητημένο – το εξυψώνει η πανανθρώπινη αλήθεια του και ο διαυγής ορίζοντάς του. Μπορώ να καταλάβω γιατί άρεσε στον Τζόυς. «[…] Αν έχω όση γη θέλω, κανέναν διάολο δεν φοβάμαι! (…) Ο Διάβολος όμως ήταν κρυμμένος πίσω από τη σόμπα και τα άκουσε όλα». Από την δεύτερη κιόλας σελίδα ο Τολστόι βάζει αδιόρατα τον Διάβολο στο παιχνίδι και στην αρχή διάβασα το συγκεκριμένο απόσπασμα 3 φορές μέχρι να καταλάβω ότι ο Διάβολος θα έχει (μικρό) ρόλο ως χαρακτήρας του διηγήματος και ότι δεν αποτελεί μια μεταφορά ή κάποιο λάθος της μεταφράστριας. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, απλώς ο μάστορας Τολστόι το κάνει με το δικό του προσωπικό στυλ, ξαναδιαβάζοντάς το δεν βρήκα κάτι άστοχο. Αυτή η διαβολική εμφάνιση και οι σκανταλιές του με έκανε να πιστέψω ότι άρεσε και στον Τζόυς για έναν ακόμα λόγο, που αποτύπωσε χρόνια μετά στο παιδικό του κείμενο «Η γάτα και ο διάβολος» – δεν θυμάμαι πια τις λεπτομέρειες εκείνου του παιδικού βιβλίου αλλά όπως όλοι ξέρετε καλά, ο διάβολος κρύβεται πάντα στις λεπτομέρειες!
[…] «Μα, να ζήσω όπως ζούσα παλιά: καλά, ευχάριστα».
«Πώς και ζούσες καλά και ευχάριστα παλιά;» ρώτησε η φωνή. Και εκείνος βάλθηκε να συλλέγει στη φαντασία του τις καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του. Ωστόσο – τι παράξενο – όλες αυτές οι καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του τώρα δεν του φαίνονταν το ίδιο όπως του είχαν φανεί τότε. Όλες – εκτός από τις πρώτες αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Εκεί, στα παιδικά του χρόνια, υπήρχε κάτι το πραγματικά ευχάριστο, με το οποίο θα μπορούσε να ζήσει, αν επέστρεφε. Αλλά ο άνθρωπος που είχε νιώσει αυτό το ευχάριστο δεν υπήρχε πια: ήταν σαν κάποια ανάμνηση από κάτι άλλο».
«Πώς και ζούσες καλά και ευχάριστα παλιά;» ρώτησε η φωνή. Και εκείνος βάλθηκε να συλλέγει στη φαντασία του τις καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του. Ωστόσο – τι παράξενο – όλες αυτές οι καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του τώρα δεν του φαίνονταν το ίδιο όπως του είχαν φανεί τότε. Όλες – εκτός από τις πρώτες αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Εκεί, στα παιδικά του χρόνια, υπήρχε κάτι το πραγματικά ευχάριστο, με το οποίο θα μπορούσε να ζήσει, αν επέστρεφε. Αλλά ο άνθρωπος που είχε νιώσει αυτό το ευχάριστο δεν υπήρχε πια: ήταν σαν κάποια ανάμνηση από κάτι άλλο».
Όσοι είστε πιστοί του και μιλάει η μνήμη σας, αναγνωρίζετε στο παραπάνω απόσπασμα ό,τι πιο ναμποκοφικό υπάρχει στα έργα του σπουδαίου Ρωσοαμερικανού (ή Αμερικανορώσου… ψυχροπολεμικό δίλημμα!) συγγραφέα. Η επιστροφή στην παιδική ηλικία είναι η ραχοκοκαλιά όλου του έργου του· αλλά εδώ δεν είμαστε για να μιλήσουμε για τον Ναμπόκοφ αλλά για τον Τολστόι. «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο που κατάφερε να με συγκινήσει βαθιά και του το δίνω με χαρά γιατί δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που συνέβη κάτι παρόμοιο – σίγουρα όχι με την Λισπέκτορ! Αισθάνεσαι ότι το ύφος του Τολστόι υπαγορεύεται και καθοδηγείται από τις διακυμάνσεις και τις διαθέσεις της ιστορίας του και αυτό είναι καταπληκτικό. Έτσι, η νουβέλα του ξεκινάει με γκροτέσκα (παρωδία της κηδείας) και ανάλαφρη διάθεση για να αποκτήσει σιγά σιγά βάθος και στο τέλος της να αποτελειώσει και σένα μαζί. «Του συνέβη ό,τι του συνέβαινε μερικές φορές στα βαγόνια του τρένου, όταν έχεις την αίσθηση πως προχωράς προς τα εμπρός ενώ πηγαίνεις προς τα πίσω, και αίφνης αντιλαμβάνεσαι την πραγματική κατεύθυνση».
Ο Ιβάν Ιλίτς υπήρξε ένας εν ολίγοις χαρούμενος άνθρωπος· ανώτερος δικαστικός υπάλληλος, με κύρος, λεφτά, οικογένεια, με ανάλαφρη αντιμετώπιση της ζωής, βόλτες, χαρτάκι, όχι σκοτούρες. Και ο θάνατος μέσα στη ζωή είναι, αναμφιβόλως· των άλλων· και έτσι ένιωθε και αυτός χωρίς τύψεις ό,τι ένιωθαν και όλοι οι άλλοι όταν πέθαινε κάποιος γνωστός τους· ένα κάποιο αίσθημα χαράς που είχαν πεθάνει οι άλλοι και όχι αυτός. Μέχρι που ένας επίμονος πόνος κάνει εμφάνιση στο σώμα του. Τσα! Μια αλυσιδωτή συνειδητοποίηση γεννάται τότε εντός του και πλήθος ηθικών μαρτυρίων παίρνει θέση πλάι στα σωματικά. Έζησε την ζωή του όπως ήθελε; Και αυτό που νόμιζε ότι ήθελε, άξιζε τελικά; Ο μόνος που είναι αρμόδιος να δώσει απάντηση είναι ο θάνατος που καταφτάνει γοργά και θα λύσει κάθε θολή εικόνα και μυστήριο. Από τα μισά της νουβέλας και μετά, το δημιούργημα του Τολστόι μετατρέπεται σε κάτι εξαιρετικά αριστουργηματικό που δεν γίνεται να σε αφήσει ανεπηρέαστο. Παρόλο που ο θάνατος του πατέρα μου απέχει πολλά χρόνια προς τα πίσω (ευτυχώς που δεν απέχει προς τα μπροστά γιατί θα ήταν κάπως awkward και creepy!) μου έφερε στο μυαλό όλες εκείνες τις βραχύβιες μέρες της αρρώστιας και του θανάτου, ένα σκηνικό που όσο κοντά και αν βρίσκεσαι σε αυτό, ξέρεις ότι δεν είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής του αλλά μόνο ο θεατής και αυτό σε ανακουφίζει κάπως γιατί αναγνωρίζεις ότι αν κάτι πάει στραβά θα κατέβει μια παράσταση, που οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος δεν σε επηρεάζουν τόσο όσο αρχικά υποθέτεις. «Αρκούσε να θυμηθεί ποιος ήταν τρεις μήνες πριν και ποιος τώρα. Να θυμηθεί με πόσο συνεπή ρυθμό κατέρρεε, για να διαλυθεί μέσα του κάθε πιθανότητα ελπίδας».
Αγαπώ πολύ την σειρά βιβλίων του «Μίνωα», όπου ανήκει και το συγκεκριμένο, «Φάροι ιδεών» – εκεί είχαν βγει και «Η ψυχολογία των μαζών» και «Ο κύριος Μπένετ», να τα αναζητήσετε. Κομψή έκδοση, άνετη γραμματοσειρά, επίμετρα-εισαγωγές, σπουδαία κείμενα, έτσι και έτσι εξώφυλλα (αν και το συγκεκριμένο μου άρεσε, του ταίριαζε). Ο Άθως Δημουλάς που γράφει την εισαγωγή δεν είναι ο γνωστός ποιητής, άντρας της Κικής. Δεν ξέρω αν είναι εγγονός του ή απλή συνωνυμία, βρήκα ότι αρθρογραφεί στην «Καθημερινή» σε σχετική με βιβλία στήλη, αλλά νομίζω ότι θα άξιζε να υπάρχει μια υποσημείωση όπου θα ξεκαθάριζε το πράγμα μιας και το χαρακτηριστικό ονοματεπώνυμο είναι ευεπίφορο σε παρανοήσεις. Η εισαγωγή χρησιμοποιεί μεν σύγχρονες αναφορές αλλά ένας απρόσεκτος αναγνώστης μπορεί να παρασυρθεί· αλλά θα μου πείτε, αν είναι απρόσεκτος μπορεί να παρασυρθεί και από την φαινομενική επιφανειακότητα του κειμένου του Τολστόι και να χάσει την ουσία, με πιθανότητα όμως να παρασυρθεί και από κανένα αμάξι αν είναι απρόσεκτος καθώς διασχίζει τον δρόμο, και η αστραπιαία συνειδητοποίηση τότε να τον επαναφέρει με βία ξανά μέσα στην μεγαλόπνοη φιλοσοφία του σπουδαίου Ρώσου! Η αξιόλογη μετάφραση είναι της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου όπως και το επίμετρο που αποτελεί τον «λόγο που εκφωνήθηκε το 2010 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από τον θάνατο του Λέοντα Τολστόι». Πόσο τυχερή όμως αποδείχθηκε η άτιμη στην μετάφρασή της μιας και κανείς ήρωας του Τολστόι δεν τρώει κιούι ή ακτινίδιο – εκτός από κάτι νόστιμα γαλλικά δαμάσκηνα που θυμάται ο Ιβάν Ιλίτς ότι έτρωγε ως παιδί – και έτσι δε θα χρειαστεί να περάσει και από άλλο λαϊκό δικαστήριο στο facebook για την μεταφραστική της επάρκεια.
Επειδή όμως δεν θέλω να μου πεθάνετε και εσείς πριν διαβάσετε την ανάρτησή μου και κάνετε λάικ, σταματώ εδώ. Η νουβέλα του Τολστόι μάς αφορά όλους άμεσα, γιατί όσο αργά και αν προχωράμε οδεύουμε όλοι στον ίδιο προορισμό και η ιστορία της ζωής μας είναι, παρά τις φαινομενικές διαφορές, ακριβώς ίδια με εκείνη του Ιβάν Ιλίτς, «η πλέον απλή και συνηθισμένη, και την ίδια στιγμή η πλέον τρομερή».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.