Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Δυο μέτρα γη


 

 
Τα συστατικά σημειώματα είναι άχρηστα στις δουλειές· συνήθως φεύγεις από μια δουλειά βρίζοντας το παλιό αφεντικό και πηγαίνεις σε μια άλλη γλείφοντας το νέο. Δεν υπάρχει χρόνος για σύνταξη επιστολών ούτε και για σύνταξη, γενικώς. Στη λογοτεχνία, τα συστατικά σημειώματα λειτουργούν κάπως πιο αξιοκρατικά. Όταν ας πούμε θες να ανελιχθείς αναγνωστικά για πρώτη φορά στο επίπεδο του Τολστόι και το βιβλίο που επιλέγεις περιέχει δυο διηγήματα, όπου το πρώτο θεωρείται από τον Τζέημς Τζόυς το σπουδαιότερο που γράφτηκε ποτέ και το δεύτερο αναλύεται εκτενώς από τον Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ στα δοκίμιά του για τη ρωσική λογοτεχνία, κατατάσσοντάς το κιόλας στο ίδιο επίπεδο με τα μεγάλα έργα του αν όχι και σε υψηλότερο, τότε είσαι σίγουρος ότι… η δουλειά έχει κλείσει! Πείτε μου πόσα λεφτά θα παίρνω καθαρά και ξεκινάω αμέσως το διάβασμα.
 
Τα δύο διηγήματα – αν και μόνο το πρώτο μπορεί να χαρακτηριστεί έτσι, το δεύτερο είναι περισσότερο νουβέλα – συνδέονται μεταξύ τους με μια στενή σχέση: τη συνειδητοποίηση του θανάτου. Και παρόλο που είναι κατά πολλούς τρόπους διαφορετικά από αφηγηματική οπτική, ταυτόχρονα είναι και συγκλονιστικά με τον τρόπο που εκθέτουν τους κοινούς προβληματισμούς τους. «Δεν μπορεί να είναι όλοι, πάντα, καταδικασμένοι να ζήσουν αυτόν τον φρικτό τρόμο». Ω, ναι! Το κατά Τζόυς σπουδαιότερο διήγημα, «Πόση γη χρειάζεται ο άνθρωπος;» κυρίως είναι μια παραβολή, ένα διαβολικό παιχνίδι με δόλωμα την ανθρώπινη απληστία που όταν ξυπνήσει εντός του θα κοιμηθεί ξανά μια και καλή μαζί του. Η ερώτηση του τίτλου του διηγήματος βρίσκει την απάντηση στον τίτλο της ανάρτησης, είναι προφανές αυτό. «Απλώθηκε η γη του Παχόμ, στένεψε ο κόσμος του». Το διήγημα δεν είναι τόσο ηθικοπλαστικό όσο ίσως υποθέτετε αλλά ούτε και κάτι λογοτεχνικά εξεζητημένο – το εξυψώνει η πανανθρώπινη αλήθεια του και ο διαυγής ορίζοντάς του. Μπορώ να καταλάβω γιατί άρεσε στον Τζόυς. «[…] Αν έχω όση γη θέλω, κανέναν διάολο δεν φοβάμαι! (…) Ο Διάβολος όμως ήταν κρυμμένος πίσω από τη σόμπα και τα άκουσε όλα». Από την δεύτερη κιόλας σελίδα ο Τολστόι βάζει αδιόρατα τον Διάβολο στο παιχνίδι και στην αρχή διάβασα το συγκεκριμένο απόσπασμα 3 φορές μέχρι να καταλάβω ότι ο Διάβολος θα έχει (μικρό) ρόλο ως χαρακτήρας του διηγήματος και ότι δεν αποτελεί μια μεταφορά ή κάποιο λάθος της μεταφράστριας. Τίποτα τέτοιο δεν συμβαίνει, απλώς ο μάστορας Τολστόι το κάνει με το δικό του προσωπικό στυλ, ξαναδιαβάζοντάς το δεν βρήκα κάτι άστοχο. Αυτή η διαβολική εμφάνιση και οι σκανταλιές του με έκανε να πιστέψω ότι άρεσε και στον Τζόυς για έναν ακόμα λόγο, που αποτύπωσε χρόνια μετά στο παιδικό του κείμενο «Η γάτα και ο διάβολος» – δεν θυμάμαι πια τις λεπτομέρειες εκείνου του παιδικού βιβλίου αλλά όπως όλοι ξέρετε καλά, ο διάβολος κρύβεται πάντα στις λεπτομέρειες! 
 
[…] «Μα, να ζήσω όπως ζούσα παλιά: καλά, ευχάριστα».
«Πώς και ζούσες καλά και ευχάριστα παλιά;» ρώτησε η φωνή. Και εκείνος βάλθηκε να συλλέγει στη φαντασία του τις καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του. Ωστόσο – τι παράξενο – όλες αυτές οι καλύτερες στιγμές της ευχάριστης ζωής του τώρα δεν του φαίνονταν το ίδιο όπως του είχαν φανεί τότε. Όλες – εκτός από τις πρώτες αναμνήσεις από τα παιδικά του χρόνια. Εκεί, στα παιδικά του χρόνια, υπήρχε κάτι το πραγματικά ευχάριστο, με το οποίο θα μπορούσε να ζήσει, αν επέστρεφε. Αλλά ο άνθρωπος που είχε νιώσει αυτό το ευχάριστο δεν υπήρχε πια: ήταν σαν κάποια ανάμνηση από κάτι άλλο».

 
Όσοι είστε πιστοί του και μιλάει η μνήμη σας, αναγνωρίζετε στο παραπάνω απόσπασμα ό,τι πιο ναμποκοφικό υπάρχει στα έργα του σπουδαίου Ρωσοαμερικανού (ή Αμερικανορώσου… ψυχροπολεμικό δίλημμα!) συγγραφέα. Η επιστροφή στην παιδική ηλικία είναι η ραχοκοκαλιά όλου του έργου του· αλλά εδώ δεν είμαστε για να μιλήσουμε για τον Ναμπόκοφ αλλά για τον Τολστόι. «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς» είναι ένα συγκλονιστικό κείμενο που κατάφερε να με συγκινήσει βαθιά και του το δίνω με χαρά γιατί δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που συνέβη κάτι παρόμοιο – σίγουρα όχι με την Λισπέκτορ! Αισθάνεσαι ότι το ύφος του Τολστόι υπαγορεύεται και καθοδηγείται από τις διακυμάνσεις και τις διαθέσεις της ιστορίας του και αυτό είναι καταπληκτικό. Έτσι, η νουβέλα του ξεκινάει με γκροτέσκα (παρωδία της κηδείας) και ανάλαφρη διάθεση για να αποκτήσει σιγά σιγά βάθος και στο τέλος της να αποτελειώσει και σένα μαζί. «Του συνέβη ό,τι του συνέβαινε μερικές φορές στα βαγόνια του τρένου, όταν έχεις την αίσθηση πως προχωράς προς τα εμπρός ενώ πηγαίνεις προς τα πίσω, και αίφνης αντιλαμβάνεσαι την πραγματική κατεύθυνση».
 
Ο Ιβάν Ιλίτς υπήρξε ένας εν ολίγοις χαρούμενος άνθρωπος· ανώτερος δικαστικός υπάλληλος, με κύρος, λεφτά, οικογένεια, με ανάλαφρη αντιμετώπιση της ζωής, βόλτες, χαρτάκι, όχι σκοτούρες. Και ο θάνατος μέσα στη ζωή είναι, αναμφιβόλως· των άλλων· και έτσι ένιωθε και αυτός χωρίς τύψεις ό,τι ένιωθαν και όλοι οι άλλοι όταν πέθαινε κάποιος γνωστός τους· ένα κάποιο αίσθημα χαράς που είχαν πεθάνει οι άλλοι και όχι αυτός. Μέχρι που ένας επίμονος πόνος κάνει εμφάνιση στο σώμα του. Τσα! Μια αλυσιδωτή συνειδητοποίηση γεννάται τότε εντός του και πλήθος ηθικών μαρτυρίων παίρνει θέση πλάι στα σωματικά. Έζησε την ζωή του όπως ήθελε; Και αυτό που νόμιζε ότι ήθελε, άξιζε τελικά; Ο μόνος που είναι αρμόδιος να δώσει απάντηση είναι ο θάνατος που καταφτάνει γοργά και θα λύσει κάθε θολή εικόνα και μυστήριο. Από τα μισά της νουβέλας και μετά, το δημιούργημα του Τολστόι μετατρέπεται σε κάτι εξαιρετικά αριστουργηματικό που δεν γίνεται να σε αφήσει ανεπηρέαστο. Παρόλο που ο θάνατος του πατέρα μου απέχει πολλά χρόνια προς τα πίσω (ευτυχώς που δεν απέχει προς τα μπροστά γιατί θα ήταν κάπως awkward και creepy!) μου έφερε στο μυαλό όλες εκείνες τις βραχύβιες μέρες της αρρώστιας και του θανάτου, ένα σκηνικό που όσο κοντά και αν βρίσκεσαι σε αυτό, ξέρεις ότι δεν είσαι εσύ ο πρωταγωνιστής του αλλά μόνο ο θεατής και αυτό σε ανακουφίζει κάπως γιατί αναγνωρίζεις ότι αν κάτι πάει στραβά θα κατέβει μια παράσταση, που οι επιπτώσεις αυτού του γεγονότος δεν σε επηρεάζουν τόσο όσο αρχικά υποθέτεις. «Αρκούσε να θυμηθεί ποιος ήταν τρεις μήνες πριν και ποιος τώρα. Να θυμηθεί με πόσο συνεπή ρυθμό κατέρρεε, για να διαλυθεί μέσα του κάθε πιθανότητα ελπίδας». 
 
Αγαπώ πολύ την σειρά βιβλίων του «Μίνωα», όπου ανήκει και το συγκεκριμένο, «Φάροι ιδεών» – εκεί είχαν βγει και «Η ψυχολογία των μαζών» και «Ο κύριος Μπένετ», να τα αναζητήσετε. Κομψή έκδοση, άνετη γραμματοσειρά, επίμετρα-εισαγωγές, σπουδαία κείμενα, έτσι και έτσι εξώφυλλα (αν και το συγκεκριμένο μου άρεσε, του ταίριαζε). Ο Άθως Δημουλάς που γράφει την εισαγωγή δεν είναι ο γνωστός ποιητής, άντρας της Κικής. Δεν ξέρω αν είναι εγγονός του ή απλή συνωνυμία, βρήκα ότι αρθρογραφεί στην «Καθημερινή» σε σχετική με βιβλία στήλη, αλλά νομίζω ότι θα άξιζε να υπάρχει μια υποσημείωση όπου θα ξεκαθάριζε το πράγμα μιας και το χαρακτηριστικό ονοματεπώνυμο είναι ευεπίφορο σε παρανοήσεις. Η εισαγωγή χρησιμοποιεί μεν σύγχρονες αναφορές αλλά ένας απρόσεκτος αναγνώστης μπορεί να παρασυρθεί· αλλά θα μου πείτε, αν είναι απρόσεκτος μπορεί να παρασυρθεί και από την φαινομενική επιφανειακότητα του κειμένου του Τολστόι και να χάσει την ουσία, με πιθανότητα όμως να παρασυρθεί και από κανένα αμάξι αν είναι απρόσεκτος καθώς διασχίζει τον δρόμο, και η αστραπιαία συνειδητοποίηση τότε να τον επαναφέρει με βία ξανά μέσα στην μεγαλόπνοη φιλοσοφία του σπουδαίου Ρώσου! Η αξιόλογη μετάφραση είναι της Αλεξάνδρας Ιωαννίδου όπως και το επίμετρο που αποτελεί τον «λόγο που εκφωνήθηκε το 2010 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από τον θάνατο του Λέοντα Τολστόι». Πόσο τυχερή όμως αποδείχθηκε η άτιμη στην μετάφρασή της μιας και κανείς ήρωας του Τολστόι δεν τρώει κιούι ή ακτινίδιο – εκτός από κάτι νόστιμα γαλλικά δαμάσκηνα που θυμάται ο Ιβάν Ιλίτς ότι έτρωγε ως παιδί – και έτσι δε θα χρειαστεί να περάσει και από άλλο λαϊκό δικαστήριο στο facebook για την μεταφραστική της επάρκεια. 
 


 
Επειδή όμως δεν θέλω να μου πεθάνετε και εσείς πριν διαβάσετε την ανάρτησή μου και κάνετε λάικ, σταματώ εδώ. Η νουβέλα του Τολστόι μάς αφορά όλους άμεσα, γιατί όσο αργά και αν προχωράμε οδεύουμε όλοι στον ίδιο προορισμό και η ιστορία της ζωής μας είναι, παρά τις φαινομενικές διαφορές, ακριβώς ίδια με εκείνη του Ιβάν Ιλίτς, «η πλέον απλή και συνηθισμένη, και την ίδια στιγμή η πλέον τρομερή».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !