Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ποιος φοβάται τις κριτικές;


«Η τολμηρότητα τους Τζόις στον Οδυσσέα μού μοιάζει με τη συνειδητή και καλά υπολογισμένη τόλμη ενός ανθρώπου απελπισμένου που νιώθει πως προκειμένου να πάρει ανάσα είναι υποχρεωμένος να σπάσει τα παράθυρα. Κάποιες στιγμές, όταν το παράθυρο έχει σπάσει, είναι υπέροχος. Αλλά πόση σπατάλη ενέργειας! Και, εντέλει, πόσο βαρετή είναι μια τέτοια παραβίαση, όταν δεν πρόκειται για το ξέσπασμα μιας ενέργειας ή μιας βαρβαρότητας που ξεχειλίζει, αλλά για την προαποφασιμένη και κοινοποιηπένη ενέργεια ενός ανθρώπου που χρειάζεται φρέσκο αέρα!» Αν είσαι η Βιρτζίνια Γουλφ και γράψεις το παραπάνω τότε είναι απλώς Δευτέρα ή Τρίτη – ή εν προκειμένω, Παρασκευή – ενώ αν είσαι ένας μπλόγκερ στην Ελλάδα που δεν έχει σχέση με τα κέντρα εξουσίας των Εξαρχείων τότε οι μέρες σου είναι μετρημένες. Θα μου πείτε, τι σχέση έχεις εσύ ρε γελοίε με την Βιρτζίνια Γουλφ; Πιθανότατα καμία, εκτός ίσως από το δικαίωμα να κοιτάζω και γω, με τα δικά μου μάτια, τη κυρία Μπράουν που κάθεται στο βαγόνι της… και ένα δικό μου δωμάτιο, για να γράφω τις απόψεις μου για εκείνην, όποια και αν είναι η κυρία Μπράουν κάθε φορά! «Ο Οδυσσέας, η βασίλισσα Βικτόρια, ο κύριος Προύφροκ – για να δώσουμε στην κυρία Μπράουν κάποια από τα ονόματα με τα οποία έχει γίνει πρόσφατα διάσημη – προβάλλει λίγο χλωμή και αναμαλλιασμένη έως ότου τη βρουν οι διασώστες της».
 
Κατέληξα στην αγκαλιά της Γουλφ λόγω αναγνωστικής απογοήτευσης από το βιβλίο του Άρνολντ Μπένετ «Θαμμένος ζωντανός». Το πιο ενδιαφέρον στο βιβλίο του Μπένετ ήταν η σκιαγράφηση της κόντρας ανάμεσα σε αυτόν και την Γουλφ, ανάμεσα στους Εδουαρδιανούς (Μπένετ, Γουέλς, Γκαλσγουόρθι – περίοδος 1901-1910) και στους Γεωργιανούς (Τζόυς, Γουλφ, Έλιοτ, κ.α. – περίοδος 1910-1936), ανάμεσα στο παραδοσιακό και το μοντέρνο στη λογοτεχνία, που αναλυόταν στο επίμετρο. Το βιβλίο του Μπένετ ήταν καλό αλλά κάτι δεν μου αρκούσε και η Γουλφ το ξεκαθαρίζει με την πιο εύστοχη φράση: «Κι όμως τι παράξενα βιβλία που είναι! Κάποιες φορές αναρωτιέμαι αν πρέπει να τα αποκαλούμε βιβλία, καθώς μας αφήνουν μια αίσθηση ανολοκλήρωτου και ανικανοποίητου. Προκειμένου να ολοκληρωθούν φαίνεται πως είναι απαραίτητο να κάνεις κάτι εσύ – να γίνεις μέλος σε κάποιον σύλλογο ή, ακόμα χειρότερα, να συμπληρώσεις μια επιταγή. Αφού το κάνεις αυτό, παύει η νευρικότητα, το βιβλίο τελειώνει και μπορεί να μπει σε ένα ράφι χωρίς να χρειαστεί να ξαναδιαβαστεί».
 

 
Στο εναρκτήριο δοκίμιό της, «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν», η Γουλφ μέσα από το εύρημά της με την κυρία Μπράουν, μια ηλικιωμένη γυναίκα που κάθεται αμίλητη στο βαγόνι μιας συνηθισμένης διαδρομής, προσπαθεί να αναδείξει το χάσμα που αρχίζει να αναδύεται ανάμεσα στην παλιά λογοτεχνία και στην μοντέρνα που ευαγγελίζεται και η ίδια η Γουλφ. Με λίγα λόγια, ούτε να την φτύσουν την κυρία Μπράουν, κανείς δεν προτίθεται να πάει… με τα νερά της, δηλαδή με την συνειδησιακή ροή που ρέει ορμητική εντός της! Το δοκίμιο της είναι θα λέγαμε ένα δοκίμιο του καιρού της, καθώς πλέον είναι σπανιότατο κάποιος συγγραφέας να γράψει σαν την Γουλφ και τον Τζόυς, αλλά αποτελεί ένα ορόσημο, μία μεταιχμιακή γραμμή που μαρτυρά πώς αλλάζουν οι λογοτεχνίες στο πέρασμα του χρόνου, έστω και δύσκολα, και πώς αυτές οι αλλαγές έχουν καθορίσει τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα γύρω μας, σήμερα. Όλα τα δοκίμια της συλλογής φανερώνουν την βαθιά ευαισθησία της Γουλφ καθώς και ένα εκλεπτυσμένο χιούμορ. 
 
Στο προβοκατόρικο άρθρο της «Πώς πρέπει να διαβάζει κανείς ένα βιβλίο;» η Γουλφ σημειώνει: «Κατ’ αρχήν, θα ήθελα να σταθώ στο ερωτηματικό που υπάρχει στο τέλος του τίτλου. Ακόμα και αν είχα τη δυνατότητα να απαντήσω σε μια τέτοια ερώτηση, η απάντηση θα ίσχυε μόνο για μένα και όχι για σας». Αχ, αγαπητή μου Βιρτζίνια, 100 χρόνια πέρασαν και ακόμα υπάρχουν αναγνώστες που νομίζουν ότι τους κάνουμε υποδείξεις στο τι και πώς θα διαβάσουν, μόνο και μόνο επειδή τονίζουμε τι δεν αρέσει σε μας, αισθανόμενοι και προσβολή από πάνω, λες και τους βρίσαμε τη μάνα, τη θεία, τα Θεία, ή δε ξέρω και γω τι άλλο. Ρώτα και μένα! Η Γουλφ διαχώριζε τα άρθρα της από την απαιτητική γραφή της αλλά όπως φαίνεται και από την ωραία εισαγωγή (και άψογη μετάφραση) της Αργυρώς Μαντόγλου, κάποιες συλλήψεις ιδεών και μεταφορών που πρωτοεμφανίστηκαν στα άρθρα της, αργότερα πήραν εκτενή μορφή στα μυθιστορήματά της, κάνοντας έτσι τα άρθρα αυτά ένα προπύργιο του λογοτεχνικού της έργου. Το βιβλίο ανήκει στην καλαίσθητη σειρά «Φάροι Ιδεών» (όπως και το εξαιρετικό «Ψυχολογία των μαζών», που είχα διαβάσει παλιότερα) των εκδόσεων «Μίνωας» – αν εξαιρέσεις κάποιους, κατά περιόδους, άκυρους προλόγους.
 
[…] «Η Γουλφ δεν γράφει ως ακαδημαϊκός αλλά ούτε και ως κριτικός που φιλοδοξεί να επεκτείνει το γνωστικό πεδίο των αναγνωστών και να επαναπροσδιορίσει τις θεωρίες της κριτικής. Όταν γράφει για βιβλία ή αναφέρεται σε βιβλία, αποφεύγει την αξιολόγηση και την ιεράρχηση, υιοθετώντας τη στάση του «ευφυούς αναγνώστη» που «αντλεί ό,τι μπορεί να της προσφέρει ένα βιβλίο» και, με αφορμή κάποιο ερέθισμα που προκαλείται από την ανάγνωση, μιλάει για κρίσιμα θέματα του καιρού της. Γράφει για τους συγγραφείς που προηγήθηκαν αλλά και για τους συγχρόνους της και, όταν αναφέρεται στα αδύναμα σημεία τους, το κάνει για να καταδείξει το πόσο ελάχιστα αυτά επηρεάζουν το ύφος τους. Στο άρθρο της «Προσωπικότητες», σχεδόν καταδικάζει αυτή τη μορφή κριτικής ως κακόβουλη. Τη Γουλφ την απασχολούσε η ίδια η ιστορία της λογοτεχνίας, οι σχέσεις και οι επιρροές, τα λογοτεχνικά είδη, η παράδοση, αλλά και η σχέση των συγγραφέων με άλλους συγγραφείς».  
 
Γουλφ, ΛΕΙΠΕΙΣ από την μπλογκόσφαιρα, αυτό σου λέω μόνο! 
 
Υ.Γ. 2666  Ποιος είδε την Γουλφ και δεν την φοβήθηκε!  
 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!