Επιτέλους ανάσταση! Περιμένετε, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Μιλάω για το επίμετρο – ναι, θα ξεκινήσω από το τέλος, υπάρχει πρόβλημα; –, ένα επίμετρο μεστό και ουσιώδες που, ευτυχώς Παναγιά μου, δεν κουβαλάει τα συνήθη συγγραφικά και διανοητικά κόμπλεξ κάθε αλλοπαρμένου γραφιά και επίσης δεν είναι μια ή δυο σελίδες έτσι ώστε να αναιρεί την ίδια του την ύπαρξη. Μπράβο λοιπόν στην Ελένη Κεχαγιόγλου που απογείωσε με το επίμετρό της ένα μέτριο αν και αρκετά ενδιαφέρον βιβλίο. Γιατί ομολογώ ότι χωρίς αυτό όλα θα ήταν πιο άνοστα και ίσως δεν θα ήμασταν τώρα εδώ να τα συζητάμε. Είχα την έμπνευση να το διαβάσω καταμεσής της ανάγνωσης, και εκείνο με τη σειρά του είχε την δύναμη να με κρατήσει ζωντανό σε μία σχετική αναγνωστική εγρήγορση, που λίγες στιγμές νωρίτερα, νόμιζα ότι είχε ήδη αρχίσει να πνέει τα λοίσθια.
Πριν όμως ασχοληθώ με μια ιστορία του καιρού μας θα απομακρυνθώ ακόμα περισσότερο και θα πω δυο λόγια για την νεά λογοτεχνική σειρά του «Πατάκη», τη «sub rosa». Όταν κάνεις ποδαρικό με βιβλίο του Μαρκ Τουέην δεν γίνεται παρά όλα να πάνε κατ’ ευχήν! Πολύ χάρηκα που θα έχω την ευκαιρία να διαβάσω ένα ακόμα βιβλίο του Τουέην, του συγγραφέα που με έκανε να αγαπήσω την λογοτεχνία. Το εκπληκτικότερο όλων όμως κρύβεται στο πίσω αυτί της παρούσας έκδοσης, που δίνονται πληροφορίες για τα βιβλία που ετοιμάζονται. Γράφει: «Χέρμαν Μέλβιλ, Ο απατεώνας»! Γουάτ;;! Παίδες, εκεί στου «Πατάκη», όταν θα αναφέρεστε στον μεγαλύτερο συγγραφέα που γνώρισε ετούτος ο κόσμος, θα το κάνετε με μεγάλα φωτεινά γράμματα, στο οπισθόφυλλο, στο εξώφυλλο, ή δεν ξέρω και γω πού αλλού! Εννοείται ότι ο χρόνος σταμάτησε σε αυτή την πληροφορία. Ελπίζω να αποτελέσει αφορμή να εκδοθεί κάποτε και το βιβλίο του, «Mardi». Έλληνες εκδότες, βγάλτε τα άπαντα του Μέλβιλ και αφήστε για λίγο στην άκρη τους σύγχρονους «πολυβραβευμένους» συγγραφείς που η γραφή τους μυρίζει σαν σαπισμένο κουφάρι φάλαινας!
Ο Άρνολντ Μπέννετ ήταν το είδος του συγγραφέα που πάσχισε να πετύχει μέσω της δουλειάς του και τα κατάφερε περίφημα. Έφυγε από την ασφυκτική επαρχία και κατάφερε να γίνει ένας κοσμοπολίτης και διάσημος συγγραφέας. Ταυτόχρονα, οξυδερκής κριτικός, ο οποίος έγραφε συνεχώς με ψευδώνυμα – κλασικός «ανυπάρκτιαν» της εδουαρδιανής εποχής, τα ύστερα του κόσμου! – αναγνώρισε και εκτιμήσε το στυλ μοντέρνων συγγραφέων (όπως του Τζόυς και της «μισητής» Γουλφ) παρόλο που το δικό του στυλ διέφερε από εκείνων. Η μακροχρόνια διαμάχη με την Γουλφ – της οποίας το δοκίμιο «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν» μόλις τώρα απέκτησε την πραγματική σημασία του για μένα, εννοείται πως θα το διαβάσω με χαρά – που έληξε με τον θάνατο του Μπέννετ είχε να κάνει με την πεποίθηση της Γουλφ ότι ο Μπέννετ δεν εστιάζει στο βάθος και στην συνείδηση των χαρακτήρων του, όπως έκανε ο μοντερνισμός της εποχής που και εκείνη πρέσβευε αλλά εμμένει σε μια επιφανειακή μεν, εκπληκτική δε, απεικόνιση του σύγχρονου κόσμου, τόσο έξυπνα δομημένη συγγραφικά που είναι δύσκολο να δει κανείς τις ρωγμές της γραφής του. Δείτε παρακάτω ένα ενδεικτικό απόσπασμα που περιγράφει το «τεχνολογικό θαύμα» ενός αυτοκινήτου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Αν στη θέση του αυτοκινήτου σκεφτείτε ένα σύγχρονο κινητό, η αναγωγή είναι εκπληκτική. Κάντε μια βόλτα στην πόλη και θα δείτε ένα σωρό walking deads με το κινητό ανά χείρας!
[…] «Στο «σώμα» του αυτοκινήτου υπήρχε τραπεζάκι για να γράφεις και θήκες για έγγραφα παντού και επίσης δυο πολυθρόνες και μια συσκευή, στερεωμένη στο ταβάνι, η οποία έδειχνε ώρα, θερμοκρασία και τις διακυμάνσεις του βαρόμετρου· διέθετε επίσης χωνί επικοινωνίας. Είχες την αίσθηση πως, αν το όχημα ήταν συνδεδεμένο δια ασυρμάτου και με το χρηματιστήριο, τα σημαντικότερα ατελιέ και τη βουλή, και αν υπήρχε κι ένα μικρό εστιατόριο στο πίσω μέρος, ο κύριος Όξφορντ δε θα αναγκαζόταν ποτέ να βγει από το αυτοκίνητό του· ότι θα περνούσε εκεί μέσα όλη του την ημέρα, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ».
Μια μέρα μετά τον θάνατο του Μπέννετ η Γουλφ, με την γνώριμη βαθιά ευαισθησία της, βάζει μια καταχώριση στο προσωπικό της ημερολόγιο που φανερώνει εν τέλει τον ισχυρό δεσμό που είχε ίσως και εν αγνοία της αναπτύξει με τον αντίπαλό της. Βέβαια, το πιθανότερο είναι αυτή η ημερολογιακή καταγραφή να μην ήθελε να δει το φως αλλά εμείς οι ηδονοθήρες αναγνώστες είμαστε σκληρόπετσοι και δεν μασάμε εύκολα.
[…] «Ο Άρνολντ Μπέννετ πέθανε χθες το βράδυ, και το γεγονός με αφήνει πιο θλιμμένη από ό,τι φανταζόμουν... ήταν ένας αξιαγάπητος γνήσιος άνθρωπος, που είχε γνωρίσει δυσκολίες, κάπως αδέξιος στη ζωή, με καλές προθέσεις, δυσκίνητος, με ευγένεια, τραχύς, κορεσμένος από επιτυχία. (…) Έχει πραγματικά ενδιαφέρουσα δύναμη κατανόησης […] Παράξενο πόσο κανείς στεναχωριέται για τον θάνατο κάθε ανθρώπου που είναι – όπως λέω – γνήσιος: που είχε άμεση επαφή με τη ζωή – διότι με κακομεταχειριζόταν, και παρ' όλα αυτά εύχομαι να μπορούσε να με κακομεταχειρίζεται· και να τον κακομεταχειρίζομαι και εγώ».
Ωστόσο, πολύ φοβάμαι ότι θα συμφωνήσω με την Γουλφ. Όσο καλός και ευχάριστος συγγραφέας και αν είναι ο Μπέννετ, το θέμα που επιλέγει στο συγκεκριμένο βιβλίο επιβάλλει συνειδησιακές βουτιές στα σκοτεινά βάθη ενώ εκείνος αρκείται σε πλατσουρίσματα στα ρηχά με ένα κοκτέιλ κολλημένο στο χέρι! Ο υπηρέτης ενός διάσημου ζωγράφου πεθαίνει και εκείνος, εξαιρετικά αδέξιος στις κοινωνικές επαφές, και συνεσταλμένος μέχρι αγωνίας, σε μια στιγμή άκριτης παρόρμησης, υιοθετεί την ταυτότητα του υπηρέτη του για να αποφύγει την δημοσιότητα που από πάντα απολάμβανε αλλά εν κρυπτώ και στην ασφάλεια της απομόνωσής του. Ακολουθούν πάμπολλες παρεξηγήσεις και ευτράπελα αλλά το στοιχείο που τον έκανε πάντα να ξεχωρίζει μένει ενεργό και βραδυφλεγές.
[…] «Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί να πέσουν χαμηλότερα από τον ανώτερο εαυτό τους, και ο Πρίαμ Φαρλ επίσης, από πολλές απόψεις. Όχι, όμως, στον καμβά! Εκεί, μπορούσε να κάνει μόνο το καλύτερο. Μπορούσε να αποδίδει τη φύση μόνο όπως την έβλεπε. Δεν ήταν τόσο συνειδητό, αλλά μάλλον κάτι ενστικτώδες αυτό που τον εμπόδιζε να πέσει πιο χαμηλά.»
Η τόσο βίαιη αλλαγή ταυτότητας στα χέρια ενός Πιραντέλλο θα έπαιρνε διαστάσεις αριστουργήματος, η ασυμφωνία καλλιτέχνη-κοινωνίας στα χέρια ενός Κανέτι θα έβριθε σκοτεινών και φιλοφοσικών συνδηλώσεων, στα χέρια του Μπέννετ όμως κινείται σε μέτρια επίπεδα, χωρίς ωστόσο να λείπουν κάποιες οξυδερκείς και εύστοχες παρατηρήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό βιβλίο. Εκείνο που εμένα με χάλασε και δεν μπόρεσα να το χαρώ παρόλες τις σκαμπρόζικες στιγμές του είναι το γεγονός ότι ο Μπέννετ δεν έκανε κάποιο από τα εξής δύο πράγματα: είτε να δώσει φιλοσοφικό βάθος στο δράμα του ήρωά του είτε να δώσει έντοντες φαρσικές και γκροτέσκες διαστάσεις στο μύθο του ώστε να τονίσει καλύτερα το θέμα του μέσω της υπερβολής.
Η συνολική έκδοση του «Πατάκη» είναι απίθανη, περιμένουμε με ανυπομονησία τις υπόλοιπες εκδόσεις της σειράς. Η άψογη μετάφραση είναι της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, το σπουδαίο επίμετρο – όπως ήδη ανέφερα – της Ελένης Κεχαγιόγλου ενώ μνεία αξίζουν και τα ψυχεδελικά εξώφυλλα του Πάρι Μέξη, που δίνουν τον γραφιστικό τόνο που μάλλον θα ακολουθήσει η σειρά «sub rosa». Αναζητήστε το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί δεν απογοητεύει στο σύνολό του και θα σας γνωρίσει, αν μη τι άλλο, έναν συγγραφέα με ταμπεραμέντο και ταλέντο. Διαβάστε το γιατί ασχολείται με την διαχρονική ασυμφωνία που διέπει τις καλλιτεχνικές φύσεις με τον περίγυρό τους. Μπορεί να μην φτάνει στην ύψιστη πρωτοτυπία άλλων καλλιτεχνών που ασχολήθηκαν επισταμένως με αυτή την αιώνια συνθήκη (π.χ. «Η τύφλωση» του Κανέτι, «Το πορτρέτο του καλλιτέχνη» του Τζόυς, κλπ), τουλάχιστον όμως είναι μια καλή απομίμηση. Προσοχή, λοιπόν, στις απομιμήσεις – εδώ με θετικό πρόσημο!
«Αλλά το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι για το κοινό όλα θα παραμένουν μια χαρά. Γιατί η απομίμηση που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει από το πρωτότυπο είναι, ασφαλώς, τόσο καλή όσο και το πρωτότυπο».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.