Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

The Walking Dead


Επιτέλους ανάσταση! Περιμένετε, δεν είναι αυτό που νομίζετε. Μιλάω για το επίμετρο – ναι, θα ξεκινήσω από το τέλος, υπάρχει πρόβλημα; –, ένα επίμετρο μεστό και ουσιώδες που, ευτυχώς Παναγιά μου, δεν κουβαλάει τα συνήθη συγγραφικά και διανοητικά κόμπλεξ κάθε αλλοπαρμένου γραφιά και επίσης δεν είναι μια ή δυο σελίδες έτσι ώστε να αναιρεί την ίδια του την ύπαρξη. Μπράβο λοιπόν στην Ελένη Κεχαγιόγλου που απογείωσε με το επίμετρό της ένα μέτριο αν και αρκετά ενδιαφέρον βιβλίο. Γιατί ομολογώ ότι χωρίς αυτό όλα θα ήταν πιο άνοστα και ίσως δεν θα ήμασταν τώρα εδώ να τα συζητάμε. Είχα την έμπνευση να το διαβάσω καταμεσής της ανάγνωσης, και εκείνο με τη σειρά του είχε την δύναμη να με κρατήσει ζωντανό σε μία σχετική αναγνωστική εγρήγορση, που λίγες στιγμές νωρίτερα, νόμιζα ότι είχε ήδη αρχίσει να πνέει τα λοίσθια. 

Πριν όμως ασχοληθώ με μια ιστορία του καιρού μας θα απομακρυνθώ ακόμα περισσότερο και θα πω δυο λόγια για την νεά λογοτεχνική σειρά του «Πατάκη», τη «sub rosa». Όταν κάνεις ποδαρικό με βιβλίο του Μαρκ Τουέην δεν γίνεται παρά όλα να πάνε κατ’ ευχήν! Πολύ χάρηκα που θα έχω την ευκαιρία να διαβάσω ένα ακόμα βιβλίο του Τουέην, του συγγραφέα που με έκανε να αγαπήσω την λογοτεχνία. Το εκπληκτικότερο όλων όμως κρύβεται στο πίσω αυτί της παρούσας έκδοσης, που δίνονται πληροφορίες για τα βιβλία που ετοιμάζονται. Γράφει: «Χέρμαν Μέλβιλ, Ο απατεώνας»! Γουάτ;;! Παίδες, εκεί στου «Πατάκη», όταν θα αναφέρεστε στον μεγαλύτερο συγγραφέα που γνώρισε ετούτος ο κόσμος, θα το κάνετε με μεγάλα φωτεινά γράμματα, στο οπισθόφυλλο, στο εξώφυλλο, ή δεν ξέρω και γω πού αλλού! Εννοείται ότι ο χρόνος σταμάτησε σε αυτή την πληροφορία. Ελπίζω να αποτελέσει αφορμή να εκδοθεί κάποτε και το βιβλίο του, «Mardi». Έλληνες εκδότες, βγάλτε τα άπαντα του Μέλβιλ και αφήστε για λίγο στην άκρη τους σύγχρονους «πολυβραβευμένους» συγγραφείς που η γραφή τους μυρίζει σαν σαπισμένο κουφάρι φάλαινας! 

Ο Άρνολντ Μπέννετ ήταν το είδος του συγγραφέα που πάσχισε να πετύχει μέσω της δουλειάς του και τα κατάφερε περίφημα. Έφυγε από την ασφυκτική επαρχία και κατάφερε να γίνει ένας κοσμοπολίτης και διάσημος συγγραφέας. Ταυτόχρονα, οξυδερκής κριτικός, ο οποίος έγραφε συνεχώς με ψευδώνυμα – κλασικός «ανυπάρκτιαν» της εδουαρδιανής εποχής, τα ύστερα του κόσμου! – αναγνώρισε και εκτιμήσε το στυλ μοντέρνων συγγραφέων (όπως του Τζόυς και της «μισητής» Γουλφ) παρόλο που το δικό του στυλ διέφερε από εκείνων. Η μακροχρόνια διαμάχη με την Γουλφ – της οποίας το δοκίμιο «Ο κύριος Μπένετ και η κυρία Μπράουν» μόλις τώρα απέκτησε την πραγματική σημασία του για μένα, εννοείται πως θα το διαβάσω με χαρά – που έληξε με τον θάνατο του Μπέννετ είχε να κάνει με την πεποίθηση της Γουλφ ότι ο Μπέννετ δεν εστιάζει στο βάθος και στην συνείδηση των χαρακτήρων του, όπως έκανε ο μοντερνισμός της εποχής που και εκείνη πρέσβευε αλλά εμμένει σε μια επιφανειακή μεν, εκπληκτική δε, απεικόνιση του σύγχρονου κόσμου, τόσο έξυπνα δομημένη συγγραφικά που είναι δύσκολο να δει κανείς τις ρωγμές της γραφής του. Δείτε παρακάτω ένα ενδεικτικό απόσπασμα που περιγράφει το «τεχνολογικό θαύμα» ενός αυτοκινήτου στις αρχές του περασμένου αιώνα. Αν στη θέση του αυτοκινήτου σκεφτείτε ένα σύγχρονο κινητό, η αναγωγή είναι εκπληκτική. Κάντε μια βόλτα στην πόλη και θα δείτε ένα σωρό walking deads με το κινητό ανά χείρας! 

[…] «Στο «σώμα» του αυτοκινήτου υπήρχε τραπεζάκι για να γράφεις και θήκες για έγγραφα παντού και επίσης δυο πολυθρόνες και μια συσκευή, στερεωμένη στο ταβάνι, η οποία έδειχνε ώρα, θερμοκρασία και τις διακυμάνσεις του βαρόμετρου· διέθετε επίσης χωνί επικοινωνίας. Είχες την αίσθηση πως, αν το όχημα ήταν συνδεδεμένο δια ασυρμάτου και με το χρηματιστήριο, τα σημαντικότερα ατελιέ και τη βουλή, και αν υπήρχε κι ένα μικρό εστιατόριο στο πίσω μέρος, ο κύριος Όξφορντ δε θα αναγκαζόταν ποτέ να βγει από το αυτοκίνητό του· ότι θα περνούσε εκεί μέσα όλη του την ημέρα, από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ». 

Μια μέρα μετά τον θάνατο του Μπέννετ η Γουλφ, με την γνώριμη βαθιά ευαισθησία της, βάζει μια καταχώριση στο προσωπικό της ημερολόγιο που φανερώνει εν τέλει τον ισχυρό δεσμό που είχε ίσως και εν αγνοία της αναπτύξει με τον αντίπαλό της. Βέβαια, το πιθανότερο είναι αυτή η ημερολογιακή καταγραφή να μην ήθελε να δει το φως αλλά εμείς οι ηδονοθήρες αναγνώστες είμαστε σκληρόπετσοι και δεν μασάμε εύκολα. 

[…] «Ο Άρνολντ Μπέννετ πέθανε χθες το βράδυ, και το γεγονός με αφήνει πιο θλιμμένη από ό,τι φανταζόμουν... ήταν ένας αξιαγάπητος γνήσιος άνθρωπος, που είχε γνωρίσει δυσκολίες, κάπως αδέξιος στη ζωή, με καλές προθέσεις, δυσκίνητος, με ευγένεια, τραχύς, κορεσμένος από επιτυχία. (…) Έχει πραγματικά ενδιαφέρουσα δύναμη κατανόησης […] Παράξενο πόσο κανείς στεναχωριέται για τον θάνατο κάθε ανθρώπου που είναι – όπως λέω – γνήσιος: που είχε άμεση επαφή με τη ζωή – διότι με κακομεταχειριζόταν, και παρ' όλα αυτά εύχομαι να μπορούσε να με κακομεταχειρίζεται· και να τον κακομεταχειρίζομαι και εγώ». 


Ωστόσο, πολύ φοβάμαι ότι θα συμφωνήσω με την Γουλφ. Όσο καλός και ευχάριστος συγγραφέας και αν είναι ο Μπέννετ, το θέμα που επιλέγει στο συγκεκριμένο βιβλίο επιβάλλει συνειδησιακές βουτιές στα σκοτεινά βάθη ενώ εκείνος αρκείται σε πλατσουρίσματα στα ρηχά με ένα κοκτέιλ κολλημένο στο χέρι! Ο υπηρέτης ενός διάσημου ζωγράφου πεθαίνει και εκείνος, εξαιρετικά αδέξιος στις κοινωνικές επαφές, και συνεσταλμένος μέχρι αγωνίας, σε μια στιγμή άκριτης παρόρμησης, υιοθετεί την ταυτότητα του υπηρέτη του για να αποφύγει την δημοσιότητα που από πάντα απολάμβανε αλλά εν κρυπτώ και στην ασφάλεια της απομόνωσής του. Ακολουθούν πάμπολλες παρεξηγήσεις και ευτράπελα αλλά το στοιχείο που τον έκανε πάντα να ξεχωρίζει μένει ενεργό και βραδυφλεγές. 

[…] «Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί να πέσουν χαμηλότερα από τον ανώτερο εαυτό τους, και ο Πρίαμ Φαρλ επίσης, από πολλές απόψεις. Όχι, όμως, στον καμβά! Εκεί, μπορούσε να κάνει μόνο το καλύτερο. Μπορούσε να αποδίδει τη φύση μόνο όπως την έβλεπε. Δεν ήταν τόσο συνειδητό, αλλά μάλλον κάτι ενστικτώδες αυτό που τον εμπόδιζε να πέσει πιο χαμηλά.» 

Η τόσο βίαιη αλλαγή ταυτότητας στα χέρια ενός Πιραντέλλο θα έπαιρνε διαστάσεις αριστουργήματος, η ασυμφωνία καλλιτέχνη-κοινωνίας στα χέρια ενός Κανέτι θα έβριθε σκοτεινών και φιλοφοσικών συνδηλώσεων, στα χέρια του Μπέννετ όμως κινείται σε μέτρια επίπεδα, χωρίς ωστόσο να λείπουν κάποιες οξυδερκείς και εύστοχες παρατηρήσεις. Σε καμία περίπτωση δεν είναι κακό βιβλίο. Εκείνο που εμένα με χάλασε και δεν μπόρεσα να το χαρώ παρόλες τις σκαμπρόζικες στιγμές του είναι το γεγονός ότι ο Μπέννετ δεν έκανε κάποιο από τα εξής δύο πράγματα: είτε να δώσει φιλοσοφικό βάθος στο δράμα του ήρωά του είτε να δώσει έντοντες φαρσικές και γκροτέσκες διαστάσεις στο μύθο του ώστε να τονίσει καλύτερα το θέμα του μέσω της υπερβολής.

 
Η συνολική έκδοση του «Πατάκη» είναι απίθανη, περιμένουμε με ανυπομονησία τις υπόλοιπες εκδόσεις της σειράς. Η άψογη μετάφραση είναι της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου, το σπουδαίο επίμετρο – όπως ήδη ανέφερα – της Ελένης Κεχαγιόγλου ενώ μνεία αξίζουν και τα ψυχεδελικά εξώφυλλα του Πάρι Μέξη, που δίνουν τον γραφιστικό τόνο που μάλλον θα ακολουθήσει η σειρά «sub rosa». Αναζητήστε το συγκεκριμένο βιβλίο γιατί δεν απογοητεύει στο σύνολό του και θα σας γνωρίσει, αν μη τι άλλο, έναν συγγραφέα με ταμπεραμέντο και ταλέντο. Διαβάστε το γιατί ασχολείται με την διαχρονική ασυμφωνία που διέπει τις καλλιτεχνικές φύσεις με τον περίγυρό τους. Μπορεί να μην φτάνει στην ύψιστη πρωτοτυπία άλλων καλλιτεχνών που ασχολήθηκαν επισταμένως με αυτή την αιώνια συνθήκη (π.χ. «Η τύφλωση» του Κανέτι, «Το πορτρέτο του καλλιτέχνη» του Τζόυς, κλπ), τουλάχιστον όμως είναι μια καλή απομίμηση. Προσοχή, λοιπόν, στις απομιμήσεις – εδώ με θετικό πρόσημο! 

«Αλλά το ωραίο της υπόθεσης είναι ότι για το κοινό όλα θα παραμένουν μια χαρά. Γιατί η απομίμηση που κανείς δεν μπορεί να διακρίνει από το πρωτότυπο είναι, ασφαλώς, τόσο καλή όσο και το πρωτότυπο».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !