«Ποιο βιβλίο σας άλλαξε τη ζωή;» Κανένα, γαμώ το κέρατό μου, μην λέτε βλακείες. Η ανεργία αλλάζει τη ζωή. Υπάρχουν ωστόσο μερικά βιβλία αναγνωρισμένα ή και παραγνωρισμένα που τα θυμάσαι έντονα πολλά χρόνια μετά την ανάγνωσή τους. Ένα από αυτά ήταν για μένα το «Κανείς δεν άναβε τα φώτα» του Φελισμπέρτο Ερνάντες. Γελάω τρανταχτά με όποιες αναφορές γίνονται ότι τα διηγήματα του Ερνάντες υπήρξαν ο προπομπός του μαγικού ρεαλισμού. Ο μαγικός ρεαλισμός είναι μια παιδική ασθένεια της λογοτεχνίας (εννοώ του αναγνώστη που καταπιάνεται μαζί της)· κανείς δεν ασχολείται σοβαρά με τα Εκατό χρόνια μοναξιάς του Μάρκες ύστερα από τα είκοσι χρόνια της δικής του ζωής! Ο κόσμος του Ερνάντες είναι πολύ πιο βαθύς, σιωπηλός και υποφωτισμένος, μοιρασμένος στη ζωή των ανθρώπων και στη ζωή των αντικειμένων. Και πατάει υπέροχα τα λογοτεχνικά πλήκτρα. «Έχωνα τα χέρια μέσα στην ηχητική μάζα και τη μάλαζα σαν να δούλευα ένα εύπλαστο και ζεστό υλικό· κάθε τόσο σταματούσα, τροποποιώντας το τέμπο, και προσπαθούσα να δώσω νέα μορφή στη μάζα· όταν όμως έβλεπα ότι κινδύνευε να μου κρυώσει, έπαιζα πιο γρήγορα και της έδινα πίσω τη ζεστασιά της. Ένιωθα σαν να βρισκόμουν στο εργαστήρι ενός μάγου. Δεν γνώριζα τα υλικά που είχε αναμείξει για να ανάψει ετούτη τη φωτιά, τον ακολουθούσα όμως σε κάθε του έμπνευση». Διαβάστε και προς θεού μην πυροβολείτε τον πιανίστα!
Η απροσδόκητη επανέκδοση των διηγημάτων του μου επιφύλασσε μία δυσάρεστη έκπληξη – πού είναι το αριστουργηματικό «Πλημμυρισμένο σπίτι»; – για να με καθησυχάσει ένα σημείωμα της μεταφράστριας στο τέλος του βιβλίου, ότι αυτή την φορά αποφασίστηκε να βγουν όλα τα διηγήματα της συλλογής «Κανείς δεν άναβε τα φώτα» και το «Πλημμυρισμένο σπίτι» να ενσωματωθεί στην άλλη συλλογή όπου ανήκει και η οποία θα βγει ολόκληρη αν και εφόσον πάει καλά ετούτη εδώ. Γι’ αυτό, το νου σας ρεμάλια, φροντίστε να εκδοθεί· δεν πειράζει, για μια φορά αφήστε την αγορά βιβλίου να καταρρεύσει μην αγοράζοντας μορφωμένες χορτοφαγικές καραβίδες και δώστε τα λεφτά σας σε μια λογοτεχνία που μπορεί να σας ανταμείψει! Θα μου πείτε τώρα ότι και ο Ερνάντες ένας αμόρφωτος ήταν και μάλιστα χωρίς υποτροφία από το Ίδρυμα Γκέιτς – (…) Όταν η οικογενειακή τους φίλη Μαρί Σαιντ-Ιλαίρ Λάμας προσφέρεται να τον προγυμνάσει για να ξαναδώσει εξετάσεις, εκείνος της απαντά: «Δεν ωφελεί κυρία. Δεν μπορώ να μάθω. Πρέπει να δημιουργήσω». Και ήταν ακόμη δώδεκα χρονών. – τέλος πάντων, δικά σας είναι τα λεφτά, πετάξτε τα όπου θέλετε· ίσως με το επερχόμενο λοκντάουν που δεν αργεί, να μοιράσετε πιο συνετά τα 534 ευρώ του επιδόματος, σε ηλεκτρονικές αγορές βιβλίων, βρίζοντας ταυτόχρονα ακόμα πιο ευφάνταστα τις εταιρίες διανομής που καθυστερούν τις παραδόσεις.
Απορεί κανείς που δεν μπορεί να δώσει μια καλύτερη περιγραφή πέρα από την γενική που δίνει και το οπισθόφυλλο ότι τα διηγήματα του Ερνάντες συνδυάζουν το καταλυτικό χιούμορ με την πικρή μελαγχολία του μοναχικού ανθρώπου, αλλά φοβάμαι ότι είναι η αλήθεια – η ολική ανικανότητά μας δηλαδή να το περιγράψουμε καλύτερα. Γιατί μόλις ξεκινάς ένα διήγημα, σύντομα και ανεπαίσθητα, νιώθεις να διολισθαίνεις στο όνειρο, όπως στον ύπνο, αλλά η γλώσσα του Ερνάντες δεν διολισθαίνει ποτέ – είναι ακριβής σαν τον θάνατο και ακριβή σαν τη ζωή. Ψυχανεμίζεσαι ότι η γραφή του θα μπορούσε να μοιάζει με πολλών άλλων συγγραφέων αλλά καθώς διαβάζεις νιώθεις με σιγουριά ότι δεν υπάρχει παρόμοια – το μυαλό σου λέει ναι, η καρδιά σου όμως λέει όχι!
[…] «Όλες αυτές οι αναμνήσεις ζούσαν καταχωνιασμένες σε μια γωνιά της ύπαρξής μου, σαν σε χαμένο χωριουδάκι. Ένα χωριουδάκι αύταρκες, αποκομμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Πάνε χρόνια που κανείς δεν έχει γεννηθεί ούτε έχει πεθάνει εκεί. Ιδρυτές του οι παιδικές μου αναμνήσεις. Ύστερα, πολλά χρόνια αργότερα, ήρθαν και μερικοί ξένοι: οι αναμνήσεις μου από την Αργεντινή. Απόψε είχα την αίσθηση ότι πήγα να ξεκουραστώ στο χωριουδάκι αυτό, θαρρείς και είχα πάρει άδεια διακοπών από τη δυστυχία».
Η «Πράσινη καρδιά» από όπου και το από πάνω απόσπασμα, εκτός από ένα υπέροχο διήγημα είναι και μια αποστομωτική απάντηση στα εργαστήρια δημιουργικής γραφής που σου λένε γράψε ένα διήγημα χρησιμοποιώντας τις τάδε λέξεις, τις τάδε αναμνήσεις, τα τάδε αντικείμενα. Αν και μάλλον δεν το επιδίωκε, με έκανε να διακρίνω αυτή την σατιρική οπτική μέσα στο κείμενό του· ίσως και κάποιοι από εσάς παρατηρήσετε κάτι ανάλογο. Σίγουρα όμως κάποια πράγματα που επαναλαμβάνονται διαρκώς στη γραφή του είναι τα φώτα, που κάποιος τα ανάβει ή κανείς δεν τα ανάβει, η σιωπή πριν και μετά την μουσική, το πιάνο ως ιερό τοτέμ, και πλήθος αντικείμενα που αποκτούν ζωή την οποία έχουν αποστραγγίξει από μοναχικούς ανθρώπους. Η αδυναμία μου να το κρίνω έστω και υποτυπωδώς αντικειμενικά με κάνει να μοιάζω σαν εκείνους τους τύπους που αναφωνούν όλο ενθουσιασμό στο διαδίκτυο: «Ουάου είναι το καλύτερο βιβλίο που διάβασα φέτος!» και μπορεί να διάβασαν μόνο δύο και το ένα να ήταν και ο «Αλχημιστής». Κάπως έτσι συμπεριφέρομαι και εγώ τώρα αλλά δεν μπορώ να πράξω διαφορετικά. Είναι η καλύτερη συλλογή διηγημάτων που έχω διαβάσει· στην ουσία δεν είναι καν συλλογή διηγημάτων, είναι εκείνος ο μυστικός τόπος (πέρα και πάνω από τα είδη) που ξέρουν και έχουν οι σπουδαίοι συγγραφείς για να αυτοπροσδιορίζονται και να χαλαρώνουν από την πνευματική τους κόπωση. Είναι η αρρώστια τους που τους θεραπεύει. «Αγαπώ την… αρρώστια μου περισσότερο κι απ’ τη ζωή μου. Όταν καμιά φορά μού περάσει από το μυαλό ότι μπορεί να θεραπευτώ, με πιάνει θανάσιμη απελπισία».
Η επανέκδοση από το «Μεταίχμιο» είναι πολύ όμορφη. Αρχικά, τσίνησα σαν άλογο. Σιγά σιγά μου άρεσε όμως. Και το κοραλί εξώφυλλο, και ο αλογομούρης και η καρτουνίστικη γραμματοσειρά που τα τελευταία χρόνια μονοπωλεί με παλιμπαιδίστικη διάθεση ο «Ίκαρος». Αν όμως το βρείτε στην πλέον καλτ λογοτεχνική σειρά που πρωτοκυκλοφόρησε, «Αριστουργήματα του 20ου αιώνα», εννοείται να το πάρετε – όπως και την «Τελευταία νύχτα στη Χιλή» του Ρομπέρτο Μπολάνιο. Η μετάφραση και το επίμετρο της Γεωργίας Ζακοπούλου είναι εξαιρετικά. Τα τσιτάτα του Κορτάσαρ και του Μάρκες τα προσπερνώ για δικούς μου προσωπικούς λόγους· του Καλβίνο από την άλλη τα κρατώ, για τους αντίθετους λόγους! Ό,τι και να πει όμως κανείς για να σας διαφωτίσει θα είναι λίγο, μπροστά στο ίδιο το έργο του Φελισμπέρτο Ερνάντες. Μην μένετε στα σκοτάδια. Φως, περισσότερο φως.
«Πάντως, μου φαίνεται ότι κάθε φορά γράφω καλύτερα αυτά που μου συμβαίνουν: κρίμα που αυτά που μου συμβαίνουν είναι ολοένα και χειρότερα».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.