Για να μπορέσεις να γίνεις συνειδητά πνευματικός απόκληρος πρέπει πρώτα να γνωρίσεις σε βάθος τι έπραξαν οι προηγούμενοι κληρονόμοι με την περιφερόμενη κληρονομιά και για να μην καταλήξει κάποτε να προδοθεί και η δική σου διαθήκη («Αλλά ποιος τις λογαριάζει τις διαθήκες;») το καλύτερο που έχεις να κάνεις είναι να μην αφήσεις καμία. «Περισσότερο και από την Τρομοκρατία, ο εκλυρισμός της Τρομοκρατίας υπήρξε τραυματική εμπειρία για μένα. Απέκτησα έτσι μια ανοσία μια για πάντα απέναντι σε όλους τους λυρικούς πειρασμούς. Το μόνο που επιθυμούσα τότε βαθιά και άπληστα ήταν ένα καθαρό βλέμμα, απαλλαγμένο από ψευδαισθήσεις. Το βρήκα τελικά στην τέχνη του μυθιστορήματος. Γι’ αυτό και το να είμαι μυθιστοριογράφος υπήρξε για μένα κάτι παραπάνω από το να ασκώ κάποιο απ’ τα «λογοτεχνικά είδη».· υπήρξε στάση, σύνεση, θέση· μια θέση που απέκλειε κάθε ταύτιση με πολιτική, με θρησκεία, με ιδεολογία, με ηθική, με συλλογικότητα· μια συνειδητή, πεισματική και μανιασμένη μη ταύτιση, που δεν την αντιλαμβανόμουν σαν φυγή ή παθητικότητα παρά σαν αντίσταση, πρόκληση, εξέγερση. Κατέληξα να κάνω τους εξής παράξενους διαλόγους: «Είστε κομμουνιστής κύριε Κούντερα; – Όχι, είμαι μυθιστοριογράφος». «Είστε διαφωνών; – Όχι, είμαι μυθιστοριογράφος». «Είστε αριστερός ή δεξιός;» – Ούτε το ένα ούτε το άλλο. Είμαι μυθιστοριογράφος». Μεγάλε Κούντερα, πώς μας αποκλήρωσες έτσι;
Αυτή η περίφημη μη ταύτιση είναι που με συναρπάζει περισσότερο στα έργα του Κούντερα καθώς και η υψηλής λειτουργικότητας χρήση της ειρωνείας και του χιούμορ μέσα τους. Να εξηγούμαστε (ακόμα μια φορά) για να μην παρεξηγούμαστε (ακόμα μια φορά). Χιούμορ με ταύτιση είναι απλώς χιούμορ που τα ’φτυσε! «Ειρωνεία θα πει: κανένας από τους ισχυρισμούς που βρίσκουμε σ’ ένα μυθιστόρημα δεν μπορεί να εκληφθεί μεμονωμένα, καθένας τους βρίσκεται σε περίπλοκη και αντιφατική αντιπαράθεση με άλλους ισχυρισμούς, άλλες καταστάσεις, άλλες χειρονομίες, άλλες ιδέες, άλλα γεγονότα. Μόνο μια αργή ανάγνωση, που επαναλαμβάνεται δυο φορές, πολλές φορές, θα προβάλει όλες τις ειρωνικές σχέσεις που βρίσκονται στο εσωτερικό του μυθιστορήματος, χωρίς τις οποίες το μυθιστόρημα θα μείνει ακατανόητο». Και καθετί άλλο, θα πρόσθετα εγώ, όταν περιδιαβάζει η ειρωνεία. Αυτή η ειρωνεία του Κούντερα, που την αναζητάει και την βρίσκει και σε έργα άλλων μεγάλων συγγραφέων, όπως του Κάφκα, αλλά και συνθετών, σε συνδυασμό με την μη ταύτιση δίνει νομίζω έναν προσωπικό τόνο και ύφος στο έργο του που πολλοί χαρακτηρίζουν διανοουμενίστικο και ρηχό. Αλλά πόσο έτσι δεν είναι γαμώτο! ΠΑΣΟΚ σώσε μας και δείξε μας ξανά πώς διαβάζεται ο Κούντερα! Βάζω ένα ακόμα απόσπασμα από τα δεκάδες που σημείωσα που δείχνει ποιο είναι το πρόβλημα… των αναγνωστών απέναντι στην γραφή του Κούντερα και ίσως βοηθήσει να επαναπροσδιοριστεί η σχέση τους μαζί του. «Αυτό ακριβώς με συναρπάζει στον Ραμπελαί και σε άλλους παλαιούς μυθιστοριογράφους: μιλούν γι’ αυτό που βρίσκουν μαγευτικό και σταματούν μόλις σταματήσει η μαγεία. Η ελευθερία τους στη σύνθεση μ’ έκανε να ονειρεύομαι: να γράφεις χωρίς να κατασκευάζεις σασπένς, χωρίς να χτίζεις μια ιστορία και να προσποιείσαι ότι είναι αληθοφανής, να γράφεις χωρίς να περιγράφεις μια εποχή, έναν περίγυρο, μια πόλη· να τα εγκαταλείψεις όλα αυτά και να είσαι σε επαφή μόνο με το ουσιώδες· που σημαίνει: να δημιουργείς μια σύνθεση όπου δεν θα ’χουν κανένα λόγο ύπαρξης οι γέφυρες και τα παραγεμίσματα και όπου ο μυθιστοριογράφος δεν θα ’ναι υποχρεωμένος να απομακρυνθεί έστω και κατά μία αράδα, από αυτό που τον ενδιαφέρει, από αυτό που τον μαγεύει, προκειμένου να ικανοποιήσει τη μορφή και τα προστάγματά της».
Η λέξη που μπορεί κάπως να περιγράψει όσα διάβασα είναι η λέξη «σαρωτικός». Ποτέ άλλοτε, και κόντρα σε όλα τα βιβλιοφιλικά κλισέ, δεν ένιωσα ότι κρατώντας ένα μονάχα βιβλίο, θα είχα την ψευδαίσθηση ότι διάβασα είκοσι βιβλία μαζί. Το μολύβι με το οποίο κρατούσα σημειώσεις πήρε φωτιά μαζί με το μυαλό μου. Νιώθω μια σχετική αμηχανία γιατί το μόνο που μπορώ να κάνω σε αυτή την παρουσίαση – όχι ότι στις υπόλοιπες κάνω κάτι διαφορετικό αλλά λέμε τώρα! – είναι να βάζω όσα περισσότερα αποσπάσματα του βιβλίου μπορώ, αντιβαίνοντας λίγο και σε όσα εύστοχα λέει ο Κούντερα για τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών (αν και εκείνος μιλάει κυρίως για παραποίηση του έργου τους) στο τέλος του βιβλίου· καθώς και κόντρα στα δικαιώματα που διατηρεί ο εκδοτικός. Ας περιοριστώ στον κύριο άξονα του βιβλίου του. Ο Κούντερα μιλάει για όλες τις προδομένες διαθήκες, έχοντας στον πυρήνα της σκέψης του την πιο τρανταχτή από όλες, εκείνη του Κάφκα από τον φίλο του και… εκτελεστή Μαξ Μπροντ («Καφκολογία δεν είναι όσα λέγονται για τον Κάφκα. Πώς θα ορίσουμε λοιπόν την καφκολογία; Με μια ταυτολογία: καφκολογία είναι ο λόγος που προορίζεται να καφκολογήσει τον Κάφκα. Να υποκαταστήσει τον Κάφκα με τον καφκολογημένο Κάφκα»). Για τους περισσότερους αναγνώστες η περίπτωση Κάφκα θεωρούμε πως είναι νεανική υπόθεση: διαβάζουμε τα έργα του εκεί κοντά στα είκοσι και νομίζουμε ότι καταλαβαίνουμε τι λένε ή ακριβέστερα δεν καταλαβαίνουμε τι λένε. Αλλά μην νιώθετε άσχημα, δεν φταίει μόνο η δική σας ανωριμότητα, φταίει και εκείνη του Μπροντ που παρά την ανιδιοτελή του διάθεση απέναντι στον φίλο του, αποδείχθηκε ανεπαρκής να εκτιμήσει την αισθητική του βούληση και μεγαλοσύνη· και ως ο κυρίαρχος καθοδηγητής του λογοτεχνικού έργου του Κάφκα, δημιούργησε άθελά του πάμπολλες παρανοήσεις και αποκλίσεις. Ο Κούντερα γράφει μία εμβριθή – μη καφκολογημένη – μελέτη για την σπουδαιότητα των έργων του Κάφκα που διασπείρει σε όλο το εύρος του δοκιμίου του ανάμεσα σε άλλα σπουδαία που αναλύει με χιούμορ και λαμπρή σκέψη, και πάντα κατά το πνεύμα του αγαπημένου του Ραμπελαί, δηλαδή, μιλάει για καθετί μαγευτικό και σταματά μόλις σταματά και η μαγεία, για να ξαναρχίσει και πάλι από την αρχή λίγο παρακάτω.
Με αφορμή το έργο του Κάφκα, γράφει και ένα υπέροχο κεφάλαιο για την έννοια της δίκης, έχει και αυτός ομολογουμένως να συνεισφέρει προσωπικά πάνω στο θέμα – «το πνεύμα της δίκης είναι η αναγωγή των πάντων στην ηθική· είναι ο απόλυτος μηδενισμός απέναντι σε όλα όσα είναι δουλειά, τέχνη, έργο». Σήμερα με έκανε να θέλω να ξαναδιαβάσω τον Κάφκα με ένα πιο μεστό πλέον βλέμμα και να θέλω να τον αποσυνδέσω (κάτι που είχα αρχίσει να αισθάνομαι αμυδρά και παλιότερα, στα νιάτα μου) από την πνευματική κυριαρχία του Μπροντ. Πλάι στον Κάφκα, υπάρχουν και άλλες προδομένες διαθήκες, των συνθετών Στραβίνσκι και Γιάνατσεκ, που εκτιμούσε πολύ, και γενικότερα στοχασμοί για την μουσική, που αντιλαμβάνεσαι από τα συγκεκριμένα αποσπάσματα ότι κατείχε σε βάθος – ακόμα και σε κάποιον που δεν τρελαίνεται για την μουσική, όπως εγώ, οι σκέψεις και οι προβληματισμοί του Κούντερα αποτυπώνονται εύγλωττα και με διαύγεια ανάμεσα στους μουσικούς όρους. Η μετάφραση του Γιάννη Χάρη κινείται παρασκηνιακά αλλά ακολουθεί κατά πόδας την σαρωτική σκέψη του Κούντερα. Από αυτόν τον πυρήνα εξακτινώνονται και συνωστίζονται εκατοντάδες θαυμάσιες σκέψεις (ξεκάθαρο «Επίπεδο 4», καλέστε τον Χαρδαλιά!) που αποδεικνύουν το προφανές, ότι ο Κούντερα είναι μεγάλος συγγραφέας. Δεν μπορώ να φανταστώ ότι υπάρχει κάποιος εκεί έξω που αγαπάει την λογοτεχνία και δεν θα βρει αυτό το βιβλίο απλώς υπέροχο – και αν υπάρχει, να μην κυκλοφορεί ούτε πριν τις 00:30 για να μην τον πετύχω!
«Δεν υπάρχει αμφιβολία πως θα μπορούσε κανείς να γράψει καλύτερα κάποιες φράσεις του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο. Μα πού θα βρισκόταν ο τρελός που θα ’θελε να διαβάσει βελτιωμένο Προυστ;»
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.