Επειδή ο «Ροβινσώνας» ήταν το βιβλίο του 2018 για μένα, αποφάσισα να κλείσω την αναγνωστική χρονιά με μερικές παραλλαγές πάνω στον σπουδαίο μύθο του. Επέλεξα το βιβλίο του Τζ. Μ. Κούτσι «Μια γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα»· ωραίο τίτλο διάλεξε, ποιος;, ο συγγραφέας σίγουρα όχι! Δείτε τον πρωτότυπο τίτλο, «FOE», – μοιάζει σχεδόν με αρκτικόλεξο – ενώ η μετάφρασή του είναι ένα flash διήγημα σαν εκείνα που φημολογείται ότι έγραφε ο Χέμινγουει για να τον κερνάνε Daiquiri στα μπαρ («For sale, Baby shoes, Never worn»). Τέλος πάντων, ας μην γίνω αιτία να χάσουν κάποιοι άνθρωποι την δουλειά τους, χρονιάρες μέρες! Ας μπούμε λοιπόν γρήγορα στις λεπτομέρειες της ιστορίας, γιατί ο Παρασκευάς σίγουρα θα έχει βαρεθεί να κρατάει τόση ώρα το φανάρι.
«Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ που είχα διαβάσει πολύ παλιά και πλέον δεν θυμάμαι τίποτα. Ο τίτλος όμως μου έμεινε και τον ανακαλούσα κάθε τόσο με ευχαρίστηση – ηρεμήστε, τσέκαρα και τον πρωτότυπο, «Qui de nous deux invental l’ autre?», μοιάζει να είναι πιστός, όχι σαν τους αστείους πειραματισμούς του Μεταίχμιου. Αυτή η φράση μού ήρθε αμέσως στο μυαλό όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το τέχνασμα που επινόησε ο Κούτσι για το βιβλίο του. Η κυρία Μπάρτον ναυαγεί στο νησί του Ροβινσώνα και στις πρώτες σελίδες μάς εξιστορεί το πώς ζούσε εκεί ο Ροβινσώνας παρέα με τον Παρασκευά. Όσοι έχουμε διαβάσει την (πλήρη) έκδοση του «Ροβινσώνα» αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι όσα μας εξιστορεί η κυρία Μπάρτον είναι πολύ διαφορετικά από όσα μας έχει εξιστορήσει ο Ντιφόου στο δικό του. Στα μισά του βιβλίου (του Κούτσι, για να μην μπερδεύουμε τα βιβλία!) μαθαίνουμε ότι η εξιστόρηση της κυρίας Μπάρτον γίνεται απευθείας στον Ντιφόου (ή Φόε/Foe όπως αναφέρεται στο βιβλίο, αλλά εγώ θα επιμένω να τον λέω Ντιφόου) μέσω επιστολών που του στέλνει, ο οποίος θα την αναδιαμορφώσει στην γνωστή ιστορία που όλοι ξέρουμε.
[…] «Ήταν σαν να ευχόταν η ιστορία του να είχε αρχίσει με τον ερχομό του στο νησί, και η δική μου να είχε αρχίσει με τον δικό μου ερχομό, και η ιστορία μας μαζί να τελείωνε κι αυτή στο νησί. Που να μην έσωνε να σωνόταν ο Κρούσος, συλλογίστηκα. Γιατί ο κόσμος περιμένει ιστορίες από τους ταξιδευτές και τους τυχοδιώκτες του, ιστορίες καλύτερες από υπολογισμούς για το πόσες πέτρες μετακίνησαν μέσα στα δεκαπέντε χρόνια κι από πού μέχρι πού τις κουβάλησαν. Ένας Κρούσος διασωθείς θα είναι μια μεγάλη απογοήτευση για τον κόσμο. Η ιδέα ενός Κρούσου πάνω στο νησί του είναι καλύτερη από τον αυθεντικό, λιγόλογο και σκυθρωπό Κρούσο σε μια Αγγλία ξένη».
Και κάπου σε αυτό το σημείο, το βιβλίο (του Κούτσι, λέμε!) αρχίζει να παίρνει την μοντέρνα όψη του, μετατρέπεται σε μια αλληγορία που εξερευνά μεταξύ άλλων και τα μυστήρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η κυρία Μπάρτον, η Γυναίκα, γίνεται το όχημα της δημιουργίας, μεταμορφώνεται στην Έμπνευση, στην ίδια την Δημιουργία. «Μπορείτε πάντως να έχετε κατά νου ότι η ζωή μου είναι φριχτά μετέωρη έως ότου ολοκληρωθεί η συγγραφή σας;» Ζει πλέον στην Αγγλία παρέα με έναν σαστισμένο από τον πολιτισμό Παρασκευά, ο Κρουσός είναι νεκρός, και ο Ντιφόου μετά από μια πρώτη σύντομη συνάντηση με την γυναίκα, αόρατος πια, μετέρχεται όλα τα συγγραφικά του όπλα για να καταφέρει να αποδώσει την ιστορία της γυναίκας όσο το δυνατόν καλύτερα, όχι τόσο πιστή στην πραγματικότητα όμως όσο στην τέχνη και στα αλλόκοτα μυστήριά της. «Σας εκπλήσσει όσο και μένα αυτή η αντιστοίχιση ανάμεσα στα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα και στις εικόνες που έχουμε γι’ αυτά μες στο μυαλό μας;»
Είναι από τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει και που ασχολούνται με το θέμα της συγγραφής και τα μυστικά της. Εμένα δε θα με χάλαγε να διαβάσω οποιοδήποτε βιβλίο κοιτάζει πίσω από την κουρτίνα της δημιουργίας, γιατί έχω την πετριά της συγγραφής, στο ευρύ κοινό όμως ένα ανάλογο εγχείρημα θα φαινόταν τουλάχιστον ελιτίστικο. Σε αυτό το βιβλίο όμως, ο Κούτσι χρησιμοποιώντας τον μύθο του Ροβινσώνα, χτίζει μια ιστορία τρυφερή και παιγνιώδη και έναν εκπληκτικό γυναικείο χαρακτήρα. Μια υπενθύμιση ότι η Γυναίκα είναι σημαντική, είτε ως στήριγμα είτε ως έμπνευση είτε ως κινητήριος μοχλός είτε ως οτιδήποτε άλλο, ακόμα και όταν ο κόσμος την κάνει να φαίνεται και να φέρεται ως αόρατη.
[…] «Μια μέρα που θα έχουμε φύγει, θα τα ξετρυπώσετε και θα τους ρίξετε μια ματιά. «Καλύτερα να ήταν μόνο ο Κρούσος και ο Παρασκευάς» θα μουρμουρίσετε από μέσα σας. «Καλύτερα χωρίς τη γυναίκα». Κι όμως, σε ποιο σημείο θα βρισκόσασταν χωρίς τη γυναίκα; Θα σας είχε πλησιάσει με δική του πρωτοβουλία ο Κρούσος; Θα μπορούσατε να συναρμολογήσετε την εικόνα με τον Κρούσο και τον Παρασκευά και το νησί με τους ψύλλους του, με τους πιθήκους και τις σαύρες του; Νομίζω πως όχι. Έχετε πολλά δυνατά σημεία, αλλά η ευρηματικότητα δεν είναι ένα απ’ αυτά».
Είναι απαραίτητο να έχετε διαβάσει πρώτα τον «αυθεντικό» Ροβινσώνα για να απολαύσετε το βιβλίο του Κούτσι; Η απάντηση είναι όχι και ναι: Όχι δεν είναι απαραίτητο και Ναι πανάθεμά σας, ο Ροβινσώνας είναι σημαντικότατο βιβλίο για να εκτιμήσεις και να επανεκτιμήσεις πολλά και διαφορετικά βιβλία! Όσοι όμως έχει τύχει και το διαβάσατε θα χαρείτε λίγο παραπάνω το βιβλίο του Κούτσι γιατί θα βρίσκετε τις διαφορές ανάμεσα στον «άχρωμο» Ροβινσώνα που συναντά η γυναίκα και σε εκείνον που τελικά καταλήγει να γίνει στα χέρια του Ντιφόου. Οι πίθηκοι του νησιού θα μετατραπούν σε κατσίκια, το μοναδικό μαχαίρι που έχει ο Ροβινσώνας θα μετατραπεί σε πανδαισία εργαλείων που θα σώσει από το ναυάγιο, η απροθυμία του να κρατήσει ημερολόγιο θα μετατραπεί σε παθιασμένη σειρά εξομολογήσεων κλπ. Ωραία πινελιά του Κούτσι είναι και όταν οι επιστολές που βάζει την γυναίκα να στέλνει στον Ντιφόου με την ημερολογιακή καταγραφή πάνω πάνω, παραπέμπουν σαφώς στο ημερολόγιο που (θα) κρατούσε και ο αυθεντικός Ροβινσώνας!
Ένα μικρό παράπτωμα του Κούτσι είναι όταν βάζει την κυρία Μπάρτον να λέει ότι είναι ανίκανη να γράψει η ίδια τις εμπειρίες που έζησε. Διαβάζοντας όμως τις παθιασμένες επιστολές που στέλνει στον Ντιφόου, διακρίνουμε ένα γλαφυρότατο ύφος και μια εκτεταμένη χρήση εικόνων και μεταφορών που μας κάνει να απορούμε γιατί να μην μπορούσε η ίδια να γράψει το βιβλίο. Νομίζω ότι ο Κούτσι παρασύρθηκε από την γραφή του, χαλώντας σε κείνο το σημείο την λογική της πλοκής του. «Αυτό όμως που μπορούμε να δεχτούμε στη ζωή δεν μπορούμε να το δεχτούμε στην ιστορία». Είναι σχεδόν αμελητέο το παράπτωμα, ωστόσο. Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου (χρόνια της πολλά και σήμερα, για την ονομαστική της εορτή!) και είναι πολύ καλή. Όπως και η γενικότερη έκδοση του Μεταίχμιου. Ακόμα και το εξώφυλλο δείχνει να αποπνέει μια κάποια καλαισθησία. Συγκρίνετε την έκδοση αυτή, του 2004, με τις τελευταίες εκδόσεις του και θα καταλάβετε τον ξεπεσμό. Για την διαστρέβλωση του τίτλου, τα είπαμε στην αρχή.
[…] «Είμαι εξίσου εξοικειωμένη όσο κι εσείς με τους πολλούς, πάμπολλους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να εξαπατήσουμε τους εαυτούς μας. Πώς όμως μπορούμε να ζήσουμε αν δεν πιστέψουμε ότι ξέρουμε ποιοι είμαστε και ποιοι υπήρξαμε κάποτε;»
Εν τέλει, δεν του το είχα του Κούτσι. Δεν με έπειθε να διαβάσω κάποιο βιβλίο του και τον θεωρούσα ένα ακόμα αποτυχημένο νόμπελ λογοτεχνίας μέσα στα υπόλοιπα. Έτυχε να μάθω για αυτό το βιβλίο με την παραλλαγή του Ροβινσώνα και να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Ομολογώ ότι η γραφή του δεν με ξετρέλανε, μέσα στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως, έδενε τέλεια με την ιστορία. Θα του δώσω ακόμα μια ευκαιρία, Χριστούγεννα έρχονται, δεν είμαι δα και τόσο σκατόψυχος! Το βιβλίο του Κούτσι, παρά την εύκολη αφήγηση και το μικρό μέγεθος, δεν είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβάσει και η κουτσή Μαρία, προϋποθέτει μια πολύπλευρη ευαισθησία και μια εκλεπτυσμένη αντιμετώπιση της λογοτεχνίας. Το βιβλίο είναι πολύ καλό και αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τον εξής απλό καβαφικό κανόνα: θέτει παραπάνω ερωτήματα από όσα προτίθεται ή μπορεί να απαντήσει. «Έχεις όμως υπολογίσει ότι οι αμφιβολίες σου μπορεί να είναι κομμάτι της ιστορίας που ζεις, και να μην έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιαδήποτε άλλη περιπέτειά σου; Εγώ απλώς θέτω την ερώτηση». Ο μύθος του Ροβινσώνα, ακόμα και φιλτραρισμένος, συνεχίζει να προσφέρει σε όλους την όμορφη φιλοσοφία του – ήδη θα το κατάλαβες η Ροβινσώνες τι σημαίνουν.
[…] «Μερικές φορές ξυπνάω μην ξέροντας πού βρίσκομαι. Ο κόσμος είναι γεμάτος νησιά, είπε κάποτε ο Κρούσος. Τα λόγια του κάθε μέρα ηχούν και πιο αληθινά».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.