Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο


Επειδή ο «Ροβινσώνας» ήταν το βιβλίο του 2018 για μένα, αποφάσισα να κλείσω την αναγνωστική χρονιά με μερικές παραλλαγές πάνω στον σπουδαίο μύθο του. Επέλεξα το βιβλίο του Τζ. Μ. Κούτσι «Μια γυναίκα στο νησί του Ροβινσώνα»· ωραίο τίτλο διάλεξε, ποιος;, ο συγγραφέας σίγουρα όχι! Δείτε τον πρωτότυπο τίτλο, «FOE», – μοιάζει σχεδόν με αρκτικόλεξο – ενώ η μετάφρασή του είναι ένα flash διήγημα σαν εκείνα που φημολογείται ότι έγραφε ο Χέμινγουει για να τον κερνάνε Daiquiri στα μπαρ («For sale, Baby shoes, Never worn»). Τέλος πάντων, ας μην γίνω αιτία να χάσουν κάποιοι άνθρωποι την δουλειά τους, χρονιάρες μέρες! Ας μπούμε λοιπόν γρήγορα στις λεπτομέρειες της ιστορίας, γιατί ο Παρασκευάς σίγουρα θα έχει βαρεθεί να κρατάει τόση ώρα το φανάρι. 

«Ποιος απ’ τους δυο μας επινόησε τον άλλο» είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Πασκάλ Μπρυκνέρ που είχα διαβάσει πολύ παλιά και πλέον δεν θυμάμαι τίποτα. Ο τίτλος όμως μου έμεινε και τον ανακαλούσα κάθε τόσο με ευχαρίστηση – ηρεμήστε, τσέκαρα και τον πρωτότυπο, «Qui de nous deux invental l’ autre?», μοιάζει να είναι πιστός, όχι σαν τους αστείους πειραματισμούς του Μεταίχμιου. Αυτή η φράση μού ήρθε αμέσως στο μυαλό όταν άρχισα να αντιλαμβάνομαι το τέχνασμα που επινόησε ο Κούτσι για το βιβλίο του. Η κυρία Μπάρτον ναυαγεί στο νησί του Ροβινσώνα και στις πρώτες σελίδες μάς εξιστορεί το πώς ζούσε εκεί ο Ροβινσώνας παρέα με τον Παρασκευά. Όσοι έχουμε διαβάσει την (πλήρη) έκδοση του «Ροβινσώνα» αμέσως αντιλαμβανόμαστε ότι όσα μας εξιστορεί η κυρία Μπάρτον είναι πολύ διαφορετικά από όσα μας έχει εξιστορήσει ο Ντιφόου στο δικό του. Στα μισά του βιβλίου (του Κούτσι, για να μην μπερδεύουμε τα βιβλία!) μαθαίνουμε ότι η εξιστόρηση της κυρίας Μπάρτον γίνεται απευθείας στον Ντιφόου (ή Φόε/Foe όπως αναφέρεται στο βιβλίο, αλλά εγώ θα επιμένω να τον λέω Ντιφόου) μέσω επιστολών που του στέλνει, ο οποίος θα την αναδιαμορφώσει στην γνωστή ιστορία που όλοι ξέρουμε. 

[…] «Ήταν σαν να ευχόταν η ιστορία του να είχε αρχίσει με τον ερχομό του στο νησί, και η δική μου να είχε αρχίσει με τον δικό μου ερχομό, και η ιστορία μας μαζί να τελείωνε κι αυτή στο νησί. Που να μην έσωνε να σωνόταν ο Κρούσος, συλλογίστηκα. Γιατί ο κόσμος περιμένει ιστορίες από τους ταξιδευτές και τους τυχοδιώκτες του, ιστορίες καλύτερες από υπολογισμούς για το πόσες πέτρες μετακίνησαν μέσα στα δεκαπέντε χρόνια κι από πού μέχρι πού τις κουβάλησαν. Ένας Κρούσος διασωθείς θα είναι μια μεγάλη απογοήτευση για τον κόσμο. Η ιδέα ενός Κρούσου πάνω στο νησί του είναι καλύτερη από τον αυθεντικό, λιγόλογο και σκυθρωπό Κρούσο σε μια Αγγλία ξένη». 

Και κάπου σε αυτό το σημείο, το βιβλίο (του Κούτσι, λέμε!) αρχίζει να παίρνει την μοντέρνα όψη του, μετατρέπεται σε μια αλληγορία που εξερευνά μεταξύ άλλων και τα μυστήρια της καλλιτεχνικής δημιουργίας. Η κυρία Μπάρτον, η Γυναίκα, γίνεται το όχημα της δημιουργίας, μεταμορφώνεται στην Έμπνευση, στην ίδια την Δημιουργία. «Μπορείτε πάντως να έχετε κατά νου ότι η ζωή μου είναι φριχτά μετέωρη έως ότου ολοκληρωθεί η συγγραφή σας;» Ζει πλέον στην Αγγλία παρέα με έναν σαστισμένο από τον πολιτισμό Παρασκευά, ο Κρουσός είναι νεκρός, και ο Ντιφόου μετά από μια πρώτη σύντομη συνάντηση με την γυναίκα, αόρατος πια, μετέρχεται όλα τα συγγραφικά του όπλα για να καταφέρει να αποδώσει την ιστορία της γυναίκας όσο το δυνατόν καλύτερα, όχι τόσο πιστή στην πραγματικότητα όμως όσο στην τέχνη και στα αλλόκοτα μυστήριά της. «Σας εκπλήσσει όσο και μένα αυτή η αντιστοίχιση ανάμεσα στα πράγματα όπως είναι στην πραγματικότητα και στις εικόνες που έχουμε γι’ αυτά μες στο μυαλό μας;» 

Είναι από τα πιο όμορφα βιβλία που έχω διαβάσει και που ασχολούνται με το θέμα της συγγραφής και τα μυστικά της. Εμένα δε θα με χάλαγε να διαβάσω οποιοδήποτε βιβλίο κοιτάζει πίσω από την κουρτίνα της δημιουργίας, γιατί έχω την πετριά της συγγραφής, στο ευρύ κοινό όμως ένα ανάλογο εγχείρημα θα φαινόταν τουλάχιστον ελιτίστικο. Σε αυτό το βιβλίο όμως, ο Κούτσι χρησιμοποιώντας τον μύθο του Ροβινσώνα, χτίζει μια ιστορία τρυφερή και παιγνιώδη και έναν εκπληκτικό γυναικείο χαρακτήρα. Μια υπενθύμιση ότι η Γυναίκα είναι σημαντική, είτε ως στήριγμα είτε ως έμπνευση είτε ως κινητήριος μοχλός είτε ως οτιδήποτε άλλο, ακόμα και όταν ο κόσμος την κάνει να φαίνεται και να φέρεται ως αόρατη. 

[…] «Μια μέρα που θα έχουμε φύγει, θα τα ξετρυπώσετε και θα τους ρίξετε μια ματιά. «Καλύτερα να ήταν μόνο ο Κρούσος και ο Παρασκευάς» θα μουρμουρίσετε από μέσα σας. «Καλύτερα χωρίς τη γυναίκα». Κι όμως, σε ποιο σημείο θα βρισκόσασταν χωρίς τη γυναίκα; Θα σας είχε πλησιάσει με δική του πρωτοβουλία ο Κρούσος; Θα μπορούσατε να συναρμολογήσετε την εικόνα με τον Κρούσο και τον Παρασκευά και το νησί με τους ψύλλους του, με τους πιθήκους και τις σαύρες του; Νομίζω πως όχι. Έχετε πολλά δυνατά σημεία, αλλά η ευρηματικότητα δεν είναι ένα απ’ αυτά». 

Είναι απαραίτητο να έχετε διαβάσει πρώτα τον «αυθεντικό» Ροβινσώνα για να απολαύσετε το βιβλίο του Κούτσι; Η απάντηση είναι όχι και ναι: Όχι δεν είναι απαραίτητο και Ναι πανάθεμά σας, ο Ροβινσώνας είναι σημαντικότατο βιβλίο για να εκτιμήσεις και να επανεκτιμήσεις πολλά και διαφορετικά βιβλία! Όσοι όμως έχει τύχει και το διαβάσατε θα χαρείτε λίγο παραπάνω το βιβλίο του Κούτσι γιατί θα βρίσκετε τις διαφορές ανάμεσα στον «άχρωμο» Ροβινσώνα που συναντά η γυναίκα και σε εκείνον που τελικά καταλήγει να γίνει στα χέρια του Ντιφόου. Οι πίθηκοι του νησιού θα μετατραπούν σε κατσίκια, το μοναδικό μαχαίρι που έχει ο Ροβινσώνας θα μετατραπεί σε πανδαισία εργαλείων που θα σώσει από το ναυάγιο, η απροθυμία του να κρατήσει ημερολόγιο θα μετατραπεί σε παθιασμένη σειρά εξομολογήσεων κλπ. Ωραία πινελιά του Κούτσι είναι και όταν οι επιστολές που βάζει την γυναίκα να στέλνει στον Ντιφόου με την ημερολογιακή καταγραφή πάνω πάνω, παραπέμπουν σαφώς στο ημερολόγιο που (θα) κρατούσε και ο αυθεντικός Ροβινσώνας! 

Ένα μικρό παράπτωμα του Κούτσι είναι όταν βάζει την κυρία Μπάρτον να λέει ότι είναι ανίκανη να γράψει η ίδια τις εμπειρίες που έζησε. Διαβάζοντας όμως τις παθιασμένες επιστολές που στέλνει στον Ντιφόου, διακρίνουμε ένα γλαφυρότατο ύφος και μια εκτεταμένη χρήση εικόνων και μεταφορών που μας κάνει να απορούμε γιατί να μην μπορούσε η ίδια να γράψει το βιβλίο. Νομίζω ότι ο Κούτσι παρασύρθηκε από την γραφή του, χαλώντας σε κείνο το σημείο την λογική της πλοκής του. «Αυτό όμως που μπορούμε να δεχτούμε στη ζωή δεν μπορούμε να το δεχτούμε στην ιστορία». Είναι σχεδόν αμελητέο το παράπτωμα, ωστόσο. Η μετάφραση είναι της Άννας Παπασταύρου (χρόνια της πολλά και σήμερα, για την ονομαστική της εορτή!) και είναι πολύ καλή. Όπως και η γενικότερη έκδοση του Μεταίχμιου. Ακόμα και το εξώφυλλο δείχνει να αποπνέει μια κάποια καλαισθησία. Συγκρίνετε την έκδοση αυτή, του 2004, με τις τελευταίες εκδόσεις του και θα καταλάβετε τον ξεπεσμό. Για την διαστρέβλωση του τίτλου, τα είπαμε στην αρχή. 

[…] «Είμαι εξίσου εξοικειωμένη όσο κι εσείς με τους πολλούς, πάμπολλους τρόπους με τους οποίους μπορούμε να εξαπατήσουμε τους εαυτούς μας. Πώς όμως μπορούμε να ζήσουμε αν δεν πιστέψουμε ότι ξέρουμε ποιοι είμαστε και ποιοι υπήρξαμε κάποτε;» 

Εν τέλει, δεν του το είχα του Κούτσι. Δεν με έπειθε να διαβάσω κάποιο βιβλίο του και τον θεωρούσα ένα ακόμα αποτυχημένο νόμπελ λογοτεχνίας μέσα στα υπόλοιπα. Έτυχε να μάθω για αυτό το βιβλίο με την παραλλαγή του Ροβινσώνα και να αναθεωρήσω τις απόψεις μου. Ομολογώ ότι η γραφή του δεν με ξετρέλανε, μέσα στο συγκεκριμένο βιβλίο όμως, έδενε τέλεια με την ιστορία. Θα του δώσω ακόμα μια ευκαιρία, Χριστούγεννα έρχονται, δεν είμαι δα και τόσο σκατόψυχος! Το βιβλίο του Κούτσι, παρά την εύκολη αφήγηση και το μικρό μέγεθος, δεν είναι ένα βιβλίο που μπορεί να διαβάσει και η κουτσή Μαρία, προϋποθέτει μια πολύπλευρη ευαισθησία και μια εκλεπτυσμένη αντιμετώπιση της λογοτεχνίας. Το βιβλίο είναι πολύ καλό και αυτό το αντιλαμβανόμαστε από τον εξής απλό καβαφικό κανόνα: θέτει παραπάνω ερωτήματα από όσα προτίθεται ή μπορεί να απαντήσει. «Έχεις όμως υπολογίσει ότι οι αμφιβολίες σου μπορεί να είναι κομμάτι της ιστορίας που ζεις, και να μην έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα από οποιαδήποτε άλλη περιπέτειά σου; Εγώ απλώς θέτω την ερώτηση». Ο μύθος του Ροβινσώνα, ακόμα και φιλτραρισμένος, συνεχίζει να προσφέρει σε όλους την όμορφη φιλοσοφία του – ήδη θα το κατάλαβες η Ροβινσώνες τι σημαίνουν. 


[…] «Μερικές φορές ξυπνάω μην ξέροντας πού βρίσκομαι. Ο κόσμος είναι γεμάτος νησιά, είπε κάποτε ο Κρούσος. Τα λόγια του κάθε μέρα ηχούν και πιο αληθινά».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .