Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αλλόκοτος φιλελληνισμός



 
Από τα μαθητικά τα χρόνια, που δεν τα άλλαζε με τίποτα η Απόλυτη Θεά, θυμάμαι να μου γίνεται ανυπόφορη η φιγούρα του Μπάιρον· κυρίως γιατί αποτελούσε μέρος κάποιας διδακτέας ύλης («Για τους Έλληνες ο Μπάιρον είναι πιο πολύ ένας δικός μας αγωνιστής παρά ένας Άγγλος ποιητής, έστω και ο πιο σπουδαίος της γενιάς του ή ο πιο δημοφιλής»), μια περίοδο που ήμουν εν γένει ανεπίδεκτος μαθήσεως. Από την άλλη, ο Γ. Χ. Ώντεν συνδέθηκε μυστηριωδώς με την ποίηση και τη φιγούρα του Καβάφη, του μοναδικού πραγματικά εξαγώγιμου καλλιτεχνικού προϊόντος που έβγαλε ετούτη η χώρα. «Σκέφτομαι ποιήματά [μου] που, αν δεν γνώριζα τον Καβάφη, θα τα είχα γράψει εντελώς διαφορετικά, ή δε θα τα είχα γράψει ίσως καθόλου». Επίσης, έγραψε και ένα μεγάλο ποίημα με τίτλο «Letter to Lord Byron» και έτσι σκέφτηκα να παρουσιάσω μαζί αυτά τα δύο βιβλία, μέσα από τα οποία φαίνεται αρκετά καθαρά ότι, παρόλο που είχαν διαφορετική καλλιτεχνική διαδρομή και πορεία ζωής, είχαν επίσης και μια μεγάλη μεταξύ τους αλλά ελαφρώς συγκλίνουσα παράλληλη και αλλόκοτη τροχιά.
 
Και τώρα που έχω τελειώσει πια με το σχολείο πάλι δεν ήθελα να διαβάσω οτιδήποτε για τον Μπάιρον ή τα έργα του. Συγγνώμη αλλά έχω χάσει τον… ρομαντισμό μου! Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτή την μελέτη την έγραψε ο αγαπημένος συγγραφέας Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα (ένας συγγραφέας σπάνιας κοπής που δεν ξαναβγαίνει, κατασπαράξτε άμεσα τον «Γατόπαρδό» του) με έκανε να αλλάξω γνώμη. Σε αυτό συνέβαλε και η μεταφράστριά του Δήμητρα Δότση, που κανονικά δεν θα έπρεπε να ασχολούμαι τόσο επισταμένα με τις μεταφράσεις της γιατί είναι δουλειά της και όχι δική μου δουλειά, αλλά για κάποιον παράξενο λόγο κάθε φορά που βλέπω το όνομά της κοντοστέκομαι να δω και το βιβλίο, πεπεισμένος ότι ενίοτε έχει βάλει το χεράκι της πέρα από την μετάφραση και στην ίδια την επιλογή του βιβλίου. 
 
Ο Λαμπεντούζα δίνει μια διάλεξη για τον Μπάιρον το 1954 και εδώ βλέπουμε το γραπτό της αποτύπωμα. Δεν σημαίνει ότι είναι η πιο ολοκληρωμένη ή εμπεριστατωμένη μελέτη αλλά δίνει το ακριβές στίγμα της συγγραφικής ιδιοφυΐας του Λαμπεντούζα και μαζί με αυτό σκιαγραφεί και έναν υπέροχο ήρωα, τον ίδιο τον Μπάιρον. Μπορεί όντως ο Μπάιρον να έζησε μια ζωή σαν μυθιστόρημα, αλλά όπου βλέπετε αυτή την φράση να κρατάτε μικρό καλάθι, γιατί σχεδόν πάντα το μυθιστόρημα βγαίνει μάπα! Στα χέρια του Λαμπεντούζα όμως το αποτέλεσμα είναι εντελώς διαφορετικό. Ο συγγραφέας χωρίζει την διάλεξή του σε τρία μέρη: το πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον που γέννησε τον ποιητή· την πολυτάραχη ζωή του· την κριτική αποτίμηση του έργου του. Όλα διαβάζονται με ενδιαφέρον, με το μεσαίο μέρος να έχει αναπόφευκτα την πιο λογοτεχνική μορφή. Μου άρεσε πολύ η κριτική αποτίμηση που του επιφυλάσσει ο Λαμπεντούζα γιατί παρόλο που αναγνωρίζει ότι ήταν μεταχμιακή αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενη μορφή της εποχής του, τα έργα του δεν διαβάζονται πλέον με την ίδια λάμψη που είχαν τότε. Εντούτοις διασώζει τρία εξ αυτών που τα θεωρεί σημαντικά: Τον «Κάιν», τον «Δον Ζουάν» και την σάτιρα για την αγγλική αυλή «Το όραμα της κρίσης», το οποίο πείστηκα να αγοράσω και εγώ και ύστερα να ζήσω ελεύθερος, μακριά από την πολιορκία της επαναστατικής φιγούρας του που με καταδιώκει από παιδί. «Για τους παππούδες μας ο Μπάιρον ήταν ο δημιουργός του Λάρα και του Μάνφρεντ. Για εμάς είναι κυρίως ο δημιουργός του Δον Ζουάν».
 
Η ωραία έκδοση της «Αιώρας», πέρα από την άψογη μετάφραση της Δήμητρας Δότση, συμπληρώνεται με μία καλή εισαγωγή της Θεοδώρας Πασαχίδου, ένα εκτενές χρονολόγιο στο τέλος και μια εκπληκτική ξυλογραφία στο εξώφυλλο έργο του Χρήστου Δαγκλή. Στη διάλεξη του Λαμπεντούζα, ο Μπάιρον δεν έχει αφήσει θηλυκιά γάτα σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο και σε κάποιες φάσεις θα λέγαμε ότι το παράκανε κιόλας. Ο Λαμπεντούζα παρότι είναι τολμηρός στην παρουσίαση του Μπάιρον αποκρύπτει τις πληροφορίες που αφορούν την ομοφυλοφιλία του, λόγω κοινωνικών (και άλλων) περιορισμών της δικής του εποχής, όπως διευκρινίζει στην εισαγωγή της η Πασαχίδου. «Και όντως, οι πρώτες βιογραφίες δεν έχουν σχέση με τις πιο πρόσφατες, νέα στοιχεία και αρχεία έχουν έρθει στο φως, η ματιά και η τόλμη των βιογράφων είναι πλέον διαφορετική, το ίδιο και η ανεκτικότητα ή η περιέργεια των αναγνωστών και των επίσημων φορέων». Αυτό όμως που πρέπει σίγουρα να κρατήσουμε από αυτό το υπέροχο βιβλιαράκι, είναι η τόλμη του ίδιου του Μπάιρον και η λεπτή ειρωνεία του Λαμπεντούζα που μας πρόσφεραν αποσπάσματα σαν αυτό:
 
[…] «Και τώρα που η ποίηση εγκατέλειψε ένα από τα πιο ισχυρά της όπλα, είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ότι το 1954, αυτό που θα χρειαζόταν η κοινωνία μας θα ήταν ένας… Μπάιρον, ένας ποιητής δηλαδή που δεν θα ήταν σκλάβος του αναγνωστικού κοινού ή των εκδοτών, ένας ποιητής με είκοσι εκατομμύρια εισόδημα, που θα τολμούσε να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη». Και τώρα που πλησιάζει το 2021, το ίδιο χρειαζόμαστε· μαζί με ένα καλά στελεχωμένο εμβόλιο. 
 


 
Στον αντίποδα (κυριολεκτικά) έχουμε τον σπουδαίο Ώντεν, μεγάλο ανανεωτή της ποιητικής γλώσσας που με άφησε άφωνο με τα ποιήματά του. Δεν μπορώ να πω πολλά για την ποίησή του, γιατί εγώ δεν είμαι ποιητής είμαι στοιχειό, αλλά σας προκαλώ να αναζητήσετε την συγκεκριμένη συλλογή. «Δεν μπορώ να καταλάβω, από μια καθαρά ηδονιστική άποψη, πώς γίνεται ν’ απολαμβάνεις το γράψιμο όταν δεν υπάρχει καμία φόρμα. Όταν παίζεις ένα παιχνίδι, χρειάζεσαι κανόνες, αλλιώς δεν υπάρχει απόλαυση. Ο έμμετρος στίχος μάς απελευθερώνει από τα δεσμά του εγώ […]». Πες τα ρε Ώντεν γιατί μας έχουν φλομώσει οι ποιητές μας με τις μπούρδες τους σε ελεύθερο στίχο! Έτσι ένιωσε ο ποιητής, λένε – αχ, να ξέρατε πώς νιώθει ο αναγνώστης…
 
Η έκδοση των «Αντιπόδων» είναι καταπληκτική. Ο μελετητής του Ώντεν, Ερρίκος Σοφράς που ανέλαβε την εισαγωγή, την μετάφραση και τον σχολιασμό των ποιημάτων, έκανε θαυμάσια δουλειά. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν και κάποιες ενδεικτικές φωτογραφίες από όλη την πορεία της ζωής του ποιητή. Πολύ μου άρεσε ο Ώντεν, θα το ψάξω περισσότερο. Θα αρέσει και σε σας. «Ο Ώντεν είναι ο ποιητής του δυτικού κόσμου που ανέδειξε σε νέο πλαίσιο το ιδεώδες της αρχαιοελληνικής πολιτείας μέσα από τη θεματολογία των ποιημάτων και τον κλασικισμό του, από το λεπτό τρόπο με τον οποίο εντοπίζει την παρουσία των ελληνικών προτύπων στο σύγχρονο μητροπολιτικό περιβάλλον». Το αναφέρω αυτό εδώ για να ενισχύσω κάπως τον αυθαίρετο ισχυρισμό μου περί φιλελληνισμού, που προσπαθεί να καλύψει τους φτωχούς και περιορισμένους σκοπούς τούτης της ανάρτησης. Τέλος, θα μπορούσα να αντιγράψω ένα ποίημα του και θα το έκανα αν το μάτι μου φευγαλέα δεν απομόνωνε ένα δίστιχο παράξενα ταιριαστό στο δύστυχο ετούτο έτος που ευτυχώς σύντομα τελειώνει.  
 
«Καραδοκεί απ’ τη σκιά ο Χρόνος
και ξεροβήχει στο κάθε μας φιλί».
 
Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης παραπέμπει ξεκάθαρα και ξεδιάντροπα στο υπέροχο βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου «Αλλόκοτος Ελληνισμός»
 

Σχόλια

  1. Και επειδή μία ποιητική συλλογή αξιώνει (και σωστά) ένα ολόκληρο ποίημα και όχι ένα δίστιχο, αφήνω εδώ ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα της συλλογής:



    ΟΙ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ

    Στους κρύους δρόμους τριγυρνάς ένα κουβάρι,
    Τα συντριβάνια πάγωσαν μες στο χιονιά,
    Σου ξεγλιστρά η μορφή της πόλης και το χνάρι,
    Κ' η υπόστασή της σβήνεται στη χειμωνιά.

    Οι γέροι, οι νηστικοί κι οι καταφρονεμένοι
    Μονάχα αυτοί νιώθουν το μέρος ακριβώς,
    Στη δυστυχία τους είναι συγκεντρωμένοι·
    Τους κρύβει όπως η Όπερα ο ψυχρός καιρός.

    Πλουσιόσπιτα στου σκοταδιού την ερημία,
    Παράθυρα μοναχικά. Σα φορτηγό,
    Με σημασία φορτωμένη, πάει μια φράση.

    Σε μια ματιά χωρά η ανθρώπινη ιστορία.
    Πενήντα φράγκα στον ξένο επιτρέπουν
    Την πολιτεία που τρέμει τώρα ν' αγκαλιάσει.

    Δεκέμβριος 1938

    -- Γ.Χ. Ώντεν, «Η ασπίδα του Αχιλλέα», μετ. Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Αντίποδες

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !