Από τα μαθητικά τα χρόνια, που δεν τα άλλαζε με τίποτα η Απόλυτη Θεά, θυμάμαι να μου γίνεται ανυπόφορη η φιγούρα του Μπάιρον· κυρίως γιατί αποτελούσε μέρος κάποιας διδακτέας ύλης («Για τους Έλληνες ο Μπάιρον είναι πιο πολύ ένας δικός μας αγωνιστής παρά ένας Άγγλος ποιητής, έστω και ο πιο σπουδαίος της γενιάς του ή ο πιο δημοφιλής»), μια περίοδο που ήμουν εν γένει ανεπίδεκτος μαθήσεως. Από την άλλη, ο Γ. Χ. Ώντεν συνδέθηκε μυστηριωδώς με την ποίηση και τη φιγούρα του Καβάφη, του μοναδικού πραγματικά εξαγώγιμου καλλιτεχνικού προϊόντος που έβγαλε ετούτη η χώρα. «Σκέφτομαι ποιήματά [μου] που, αν δεν γνώριζα τον Καβάφη, θα τα είχα γράψει εντελώς διαφορετικά, ή δε θα τα είχα γράψει ίσως καθόλου». Επίσης, έγραψε και ένα μεγάλο ποίημα με τίτλο «Letter to Lord Byron» και έτσι σκέφτηκα να παρουσιάσω μαζί αυτά τα δύο βιβλία, μέσα από τα οποία φαίνεται αρκετά καθαρά ότι, παρόλο που είχαν διαφορετική καλλιτεχνική διαδρομή και πορεία ζωής, είχαν επίσης και μια μεγάλη μεταξύ τους αλλά ελαφρώς συγκλίνουσα παράλληλη και αλλόκοτη τροχιά.
Και τώρα που έχω τελειώσει πια με το σχολείο πάλι δεν ήθελα να διαβάσω οτιδήποτε για τον Μπάιρον ή τα έργα του. Συγγνώμη αλλά έχω χάσει τον… ρομαντισμό μου! Ωστόσο, το γεγονός ότι αυτή την μελέτη την έγραψε ο αγαπημένος συγγραφέας Τομάζι Ντι Λαμπεντούζα (ένας συγγραφέας σπάνιας κοπής που δεν ξαναβγαίνει, κατασπαράξτε άμεσα τον «Γατόπαρδό» του) με έκανε να αλλάξω γνώμη. Σε αυτό συνέβαλε και η μεταφράστριά του Δήμητρα Δότση, που κανονικά δεν θα έπρεπε να ασχολούμαι τόσο επισταμένα με τις μεταφράσεις της γιατί είναι δουλειά της και όχι δική μου δουλειά, αλλά για κάποιον παράξενο λόγο κάθε φορά που βλέπω το όνομά της κοντοστέκομαι να δω και το βιβλίο, πεπεισμένος ότι ενίοτε έχει βάλει το χεράκι της πέρα από την μετάφραση και στην ίδια την επιλογή του βιβλίου.
Ο Λαμπεντούζα δίνει μια διάλεξη για τον Μπάιρον το 1954 και εδώ βλέπουμε το γραπτό της αποτύπωμα. Δεν σημαίνει ότι είναι η πιο ολοκληρωμένη ή εμπεριστατωμένη μελέτη αλλά δίνει το ακριβές στίγμα της συγγραφικής ιδιοφυΐας του Λαμπεντούζα και μαζί με αυτό σκιαγραφεί και έναν υπέροχο ήρωα, τον ίδιο τον Μπάιρον. Μπορεί όντως ο Μπάιρον να έζησε μια ζωή σαν μυθιστόρημα, αλλά όπου βλέπετε αυτή την φράση να κρατάτε μικρό καλάθι, γιατί σχεδόν πάντα το μυθιστόρημα βγαίνει μάπα! Στα χέρια του Λαμπεντούζα όμως το αποτέλεσμα είναι εντελώς διαφορετικό. Ο συγγραφέας χωρίζει την διάλεξή του σε τρία μέρη: το πολιτικό, κοινωνικό και θρησκευτικό περιβάλλον που γέννησε τον ποιητή· την πολυτάραχη ζωή του· την κριτική αποτίμηση του έργου του. Όλα διαβάζονται με ενδιαφέρον, με το μεσαίο μέρος να έχει αναπόφευκτα την πιο λογοτεχνική μορφή. Μου άρεσε πολύ η κριτική αποτίμηση που του επιφυλάσσει ο Λαμπεντούζα γιατί παρόλο που αναγνωρίζει ότι ήταν μεταχμιακή αλλά εξαιρετικά αμφιλεγόμενη μορφή της εποχής του, τα έργα του δεν διαβάζονται πλέον με την ίδια λάμψη που είχαν τότε. Εντούτοις διασώζει τρία εξ αυτών που τα θεωρεί σημαντικά: Τον «Κάιν», τον «Δον Ζουάν» και την σάτιρα για την αγγλική αυλή «Το όραμα της κρίσης», το οποίο πείστηκα να αγοράσω και εγώ και ύστερα να ζήσω ελεύθερος, μακριά από την πολιορκία της επαναστατικής φιγούρας του που με καταδιώκει από παιδί. «Για τους παππούδες μας ο Μπάιρον ήταν ο δημιουργός του Λάρα και του Μάνφρεντ. Για εμάς είναι κυρίως ο δημιουργός του Δον Ζουάν».
Η ωραία έκδοση της «Αιώρας», πέρα από την άψογη μετάφραση της Δήμητρας Δότση, συμπληρώνεται με μία καλή εισαγωγή της Θεοδώρας Πασαχίδου, ένα εκτενές χρονολόγιο στο τέλος και μια εκπληκτική ξυλογραφία στο εξώφυλλο έργο του Χρήστου Δαγκλή. Στη διάλεξη του Λαμπεντούζα, ο Μπάιρον δεν έχει αφήσει θηλυκιά γάτα σε όλον τον τότε γνωστό κόσμο και σε κάποιες φάσεις θα λέγαμε ότι το παράκανε κιόλας. Ο Λαμπεντούζα παρότι είναι τολμηρός στην παρουσίαση του Μπάιρον αποκρύπτει τις πληροφορίες που αφορούν την ομοφυλοφιλία του, λόγω κοινωνικών (και άλλων) περιορισμών της δικής του εποχής, όπως διευκρινίζει στην εισαγωγή της η Πασαχίδου. «Και όντως, οι πρώτες βιογραφίες δεν έχουν σχέση με τις πιο πρόσφατες, νέα στοιχεία και αρχεία έχουν έρθει στο φως, η ματιά και η τόλμη των βιογράφων είναι πλέον διαφορετική, το ίδιο και η ανεκτικότητα ή η περιέργεια των αναγνωστών και των επίσημων φορέων». Αυτό όμως που πρέπει σίγουρα να κρατήσουμε από αυτό το υπέροχο βιβλιαράκι, είναι η τόλμη του ίδιου του Μπάιρον και η λεπτή ειρωνεία του Λαμπεντούζα που μας πρόσφεραν αποσπάσματα σαν αυτό:
[…] «Και τώρα που η ποίηση εγκατέλειψε ένα από τα πιο ισχυρά της όπλα, είμαστε αναγκασμένοι να πούμε ότι το 1954, αυτό που θα χρειαζόταν η κοινωνία μας θα ήταν ένας… Μπάιρον, ένας ποιητής δηλαδή που δεν θα ήταν σκλάβος του αναγνωστικού κοινού ή των εκδοτών, ένας ποιητής με είκοσι εκατομμύρια εισόδημα, που θα τολμούσε να πει τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη». Και τώρα που πλησιάζει το 2021, το ίδιο χρειαζόμαστε· μαζί με ένα καλά στελεχωμένο εμβόλιο.
Στον αντίποδα (κυριολεκτικά) έχουμε τον σπουδαίο Ώντεν, μεγάλο ανανεωτή της ποιητικής γλώσσας που με άφησε άφωνο με τα ποιήματά του. Δεν μπορώ να πω πολλά για την ποίησή του, γιατί εγώ δεν είμαι ποιητής είμαι στοιχειό, αλλά σας προκαλώ να αναζητήσετε την συγκεκριμένη συλλογή. «Δεν μπορώ να καταλάβω, από μια καθαρά ηδονιστική άποψη, πώς γίνεται ν’ απολαμβάνεις το γράψιμο όταν δεν υπάρχει καμία φόρμα. Όταν παίζεις ένα παιχνίδι, χρειάζεσαι κανόνες, αλλιώς δεν υπάρχει απόλαυση. Ο έμμετρος στίχος μάς απελευθερώνει από τα δεσμά του εγώ […]». Πες τα ρε Ώντεν γιατί μας έχουν φλομώσει οι ποιητές μας με τις μπούρδες τους σε ελεύθερο στίχο! Έτσι ένιωσε ο ποιητής, λένε – αχ, να ξέρατε πώς νιώθει ο αναγνώστης…
Η έκδοση των «Αντιπόδων» είναι καταπληκτική. Ο μελετητής του Ώντεν, Ερρίκος Σοφράς που ανέλαβε την εισαγωγή, την μετάφραση και τον σχολιασμό των ποιημάτων, έκανε θαυμάσια δουλειά. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχουν και κάποιες ενδεικτικές φωτογραφίες από όλη την πορεία της ζωής του ποιητή. Πολύ μου άρεσε ο Ώντεν, θα το ψάξω περισσότερο. Θα αρέσει και σε σας. «Ο Ώντεν είναι ο ποιητής του δυτικού κόσμου που ανέδειξε σε νέο πλαίσιο το ιδεώδες της αρχαιοελληνικής πολιτείας μέσα από τη θεματολογία των ποιημάτων και τον κλασικισμό του, από το λεπτό τρόπο με τον οποίο εντοπίζει την παρουσία των ελληνικών προτύπων στο σύγχρονο μητροπολιτικό περιβάλλον». Το αναφέρω αυτό εδώ για να ενισχύσω κάπως τον αυθαίρετο ισχυρισμό μου περί φιλελληνισμού, που προσπαθεί να καλύψει τους φτωχούς και περιορισμένους σκοπούς τούτης της ανάρτησης. Τέλος, θα μπορούσα να αντιγράψω ένα ποίημα του και θα το έκανα αν το μάτι μου φευγαλέα δεν απομόνωνε ένα δίστιχο παράξενα ταιριαστό στο δύστυχο ετούτο έτος που ευτυχώς σύντομα τελειώνει.
«Καραδοκεί απ’ τη σκιά ο Χρόνος
και ξεροβήχει στο κάθε μας φιλί».
και ξεροβήχει στο κάθε μας φιλί».
Υ.Γ. 2666 Ο τίτλος της ανάρτησης παραπέμπει ξεκάθαρα και ξεδιάντροπα στο υπέροχο βιβλίο του Νικήτα Σινιόσογλου «Αλλόκοτος Ελληνισμός».
Και επειδή μία ποιητική συλλογή αξιώνει (και σωστά) ένα ολόκληρο ποίημα και όχι ένα δίστιχο, αφήνω εδώ ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα της συλλογής:
ΑπάντησηΔιαγραφήΟΙ ΒΡΥΞΕΛΛΕΣ ΤΟ ΧΕΙΜΩΝΑ
Στους κρύους δρόμους τριγυρνάς ένα κουβάρι,
Τα συντριβάνια πάγωσαν μες στο χιονιά,
Σου ξεγλιστρά η μορφή της πόλης και το χνάρι,
Κ' η υπόστασή της σβήνεται στη χειμωνιά.
Οι γέροι, οι νηστικοί κι οι καταφρονεμένοι
Μονάχα αυτοί νιώθουν το μέρος ακριβώς,
Στη δυστυχία τους είναι συγκεντρωμένοι·
Τους κρύβει όπως η Όπερα ο ψυχρός καιρός.
Πλουσιόσπιτα στου σκοταδιού την ερημία,
Παράθυρα μοναχικά. Σα φορτηγό,
Με σημασία φορτωμένη, πάει μια φράση.
Σε μια ματιά χωρά η ανθρώπινη ιστορία.
Πενήντα φράγκα στον ξένο επιτρέπουν
Την πολιτεία που τρέμει τώρα ν' αγκαλιάσει.
Δεκέμβριος 1938
-- Γ.Χ. Ώντεν, «Η ασπίδα του Αχιλλέα», μετ. Ερρίκος Σοφράς, εκδ. Αντίποδες