Μπετόν στην Ακρόπολη; Στο λίκνο του πολιτισμού; Αν είναι δυνατόν! Τον Μπέρνχαρντ δεν θα τον ένοιαζε ακόμα και αν την έκαναν πισίνα – που την έκαναν. Φαινομενικά αδιάφορος για τα πάντα αλλά βαθιά αγαπησιάρης, αγκάλιαζε με θέρμη όλη την ανθρωπότητα για να την τραβήξει αργότερα κάτω στα σκατά μαζί του (plot twist!). Απόλυτα απολαυστικός γιατί ποιος αναγνώστης δεν τρελαίνεται να διαβάζει για μοχθηρότητες που αφορούν άλλους; Τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι αφορούν τον ίδιο. Γιατί αυτό καταφέρνει ο Μπέρνχαρντ σε όλο του το έργο: οικοδομεί μια άρρωστη κοινωνία με αρρωστημένους ανθρώπους όπου ο καθένας έχει το προνόμιο να αντιλαμβάνεται υγιή μόνο τον εαυτό του και στην προσπάθειά του να γιατρέψει όσους (νομίζει ότι) αγαπά, (τους) μολύνει ακόμα περισσότερο(υς). «Μια και σχεδόν όλη η ανθρωπότητα είναι άρρωστη στις μέρες μας, και μια και χρησιμοποιεί του κόσμου τα φάρμακα, ας παραδεχτεί τουλάχιστον, πως υπάρχει κατά ένα μεγάλο ποσοστό χάριν της χημείας». Σεσημασμένος υπερ-μεταδότης ο Τόμας.
Παρόλο που το συγκεκριμένο βιβλίο του ξεκίνησε λίγο χλιαρά και άτονα κατά την γνώμη μου, γρήγορα βρήκε την χαρακτηριστική ορμή του (με κάποιες ενοχλητικές διαλείψεις, ωστόσο) και μου πρόσφερε την δυνατότητα να κάνω μεγαλόπνοες και μίζερες συγχρόνως σκέψεις αλλά πάντα λυτρωτικές – όπως μας έχει συνηθίσει άλλωστε μέσω της ιδιοφυούς λογοτεχνίας του. Έκανε πάλι τρελό χαμό αλλά δεν τον νοιάζει γιατί είναι νεκρός και πλέον αδιαφορεί για το τι θα πουν για αυτόν στο ιντερνετ· «Εγώ ποτέ μου δεν έδωσα σημασία στην κοινή γνώμη, γιατί πάντοτε ασχολιόμουν μέχρι εξαντλήσεως με τη δική μου γνώμη κι έτσι δεν είχα καιρό για τις γνώμες των άλλων που ποτέ δεν έλαβα υπ’ όψη ούτε πρόκειται να λάβω υπ’ όψη στο μέλλον. Με ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι, αλλά ποτέ δεν παίρνω στα σοβαρά τα λόγια τους». Αλίμονο σε μας! Η μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη είναι πολύ καλή (παρόλο που δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά σε «αμβλύνοες» όπως κάνει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Τομανάς στις δικές του – προσοχή! δεν συγκρίνω τις μεταφράσεις, γιατί έτσι όπως το έγραψα μπορεί κάποιος να το εκλάβει ως μομφή, απλώς μου έλειψε η αναφορά της λέξης, τίποτα άλλο) και η έκδοση της «Εστίας» όμορφη. Συμπληρώνεται με έναν πρόλογο της Hannelore Ochs και έναν συγκλονιστικό πίνακα του Jasper Johnes που κρίνεται ισάξιος με τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα.
[…] «Το άκουσα τόσο συχνά να το λένε, που δεν αντέχω να το ξανακούσω: οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια γι’ αυτό με τη γνωστή ευτέλεια που χαρακτηρίζει τα κίβδηλα αισθήματα, ότι πρέπει δηλαδή ν’ αγαπάμε τους άλλους, ενώ το πρόβλημα είναι ν’ αγαπήσουμε κυρίως τον εαυτό μας· ο καθένας οφείλει να πλησιάσει πρώτα τον εαυτό του, κι επειδή κάτι τέτοιο δεν συνέβη σχεδόν ποτέ, είναι αδιανόητο το γεγονός ότι κάποιος από τα δισεκατομμύρια των δυστυχισμένων αγάπησε ποτέ κάποιον άλλον ή όπως λένε πολλοί μουσκεύοντας τα υποκριτικά τους μάτια, τον πλησίον του».
Ανάμεσα σε όλα τα γνωστά θέματα των βιβλίων του, ο Τόμας Μπέρνχαρντ καταπιάνεται και με την επαρχία· ο τρόπος που χειρίζεται και αυτήν είναι εκπληκτικός και μου έδωσε την αφορμή («Και η φράση που μισούσε περισσότερο απ' όλες ήταν η φράση αφορμή για σκέψη») να μιλήσω για κάτι που με ενοχλούσε καιρό. Επιτρέψτε μου λοιπόν και μένα λίγη γκρίνια, ο γκρινιάρης των Χριστουγέννων του 2020 οφείλει να είναι πολλαπλά μισάνθρωπος. «Εμένα μου έρχεται να ξεράσω μ’ όλες αυτές τις εκατοντάδες, τις χιλιάδες δημοσιεύσεις των άλλων, πόσο μάλλον με τις δικές μου». Ας μην δίνατε θάρρος στον χωριάτη!
Όταν το χωριό (λογοτεχνία) φαίνεται δεν χρειάζεται καθοδήγηση, συμφωνώ· όπου φαίνεται χωριό (σκέτο) όμως – κυρίως στην επαρχιώτικη σύγχρονή μας εγχώρια λογοτεχνία – μια καθοδήγηση την χρειάζεσαι ομολογουμένως, ώστε να μην χάνεις τον χρόνο σου με τέτοια βιβλία και να ψάξεις κάτι καλύτερο. Ο βασικός λόγος που δεν διαβάζω σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία είναι η εμμονή με την επαρχία και τις φαντασιώσεις της. Σταθερά και επίμονα, τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια εξάγουμε επαρχιω… πολιτισμό και αυτό βγαίνει προς τα μέσα· μπορεί οι ξένοι να έρχονται και να σας παίρνουν τις δουλειές, αλλά αν νομίζετε ότι θα έρθουν να πάρουν και τα βιβλία σας, είστε πολύ γελασμένοι! Η επαρχία κατάντησε η Σμύρνη του σήμερα, η χαμένη πατρίδα, την οποία όλοι νοσταλγούν αλλά κανείς δεν θέλει να πάει. Από παγανιστικές δοξασίες του θεσσαλικού κάμπου μέχρι την μαύρη μόρα που ρουφά την ψυχή της λογοτεχνίας – μαύρη σας μοίρα, βαριόμοιροι! Γουστάρουμε επαρχία σαν τρελοί γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός, μπορείς να βγάλεις τον λογοτέχνη από το χωριό του αλλά όχι το χωριό από την λογοτεχνία του.
Οι περισσότεροι από εμάς πάμε στην επαρχία 2-3 σαββατοκύριακα τον χρόνο, 5 μέρες το Πάσχα και ίσως 1 βδομάδα το καλοκαίρι αν έχει θάλασσα κοντά, αλλά όταν γράφουμε τα βιβλία μας ζούμε τον μύθο μας… στην Ελλάδα, που αντιστέκεται, που επιβιώνει, που ελπίζει. Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι σε πολλούς συγγραφείς φαίνεται πολύ γρήγορα ότι δεν έχουν καμία σχέση με την επαρχία, ενώ κάποιοι «δημιουργικότεροι» την μεταπλάθουν σε ξεχαρβαλωμένο σκηνικό Μαντ Μαξ με ούγκανους που τρώνε σάρκες και ψάχνουν πετρέλαιο· απλώς, δεν καταλαβαίνω προς τι αυτή η εμμονή και η μόδα. Το μόνο που πετυχαίνει, είναι να αναδίδει μικροαστικό… επαρχιωτισμό η γραφή τους.
[…] «Με μελαγχολούσαν από πάντα τα μέρη αυτά, κυρίως το Γκρατς, γιατί πρόκειται για τελείως παρακατιανές επαρχίες, αν και η κάθε μία θεωρεί τον εαυτό της τον ομφαλό της γης και πιστεύει ότι έχει νοικιάσει το Πνεύμα, μόνο που πρόκειται για εντελώς πρωτόγονο και μικροαστικό πνεύμα. Εκεί γνώρισα την ηλιθιότητα όλων εκείνων των λούστρων που διδάσκουν φιλοσοφία και ασχολούνται με τη λογοτεχνία, καθώς και την απαίσια μυρωδιά της στενοκέφαλης χυδαιότητας που ξεχύνεται από τους αυστριακούς οχετούς, που μου αφαιρούσε κάθε διάθεση, όχι να θέλω να μείνω για μεγάλο διάστημα εκεί, αλλά ούτε και για το πιο σύντομο».
Έτσι λοιπόν η πονηρή συνταγή είναι μία και τόσο πετυχημένη όσο τα οικογενειακά χριστουγεννιάτικα τραπέζια: κότες, γριές, γέροι, τσοπανόσκυλα, τζάκι, κυνήγι αγριογούρουνου, αλκοολικοί θαμώνες καφενείου, πρέφα, κλέφτικο, μάζεμα ελιάς, φέτα, θυμαρορίγανη, γιαούρτι με την πέτσα, γιδοβοσκοί, τραχανοπλαγιάδες, πανηγύρια, χορός ελεύθερος, νάυλον ντέφια, προπάντων η παράδοση, στραβά το καβουράκι, μαγκιές, κλανιές, εξατμίσεις κωλοφτιαγμένων, αερικά του βουνού, στοιχειά του λόγγου, σκιάχτρα του κάμπου, όλα αυτά συνθέτουν μία λογοτεχνία που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις αριστουργηματικές Άγριες Μέλισσες – έτσι είναι, άμα είσαι κηφήνας της λογοτεχνίας, εντυπωσιάζεσαι από τις άγριες μέλισσες, δεν αντιλέγω!
Προτείνω λοιπόν, έτσι όπως επιθυμούσαμε διακαώς να φύγουμε για σπουδές σε κάποια πόλη ρίχνοντας μαύρη πέτρα στην επαρχία, το ίδιο να κάνουν και οι συγγραφείς μας. Και αν μετά από πολλά πολλά βιβλία εμπειρίας, την νοσταλγήσουν, ας ξαναγυρίσουν συνειδητοποιημένα. Όσοι πάλι την τίμησαν μένοντάς της πιστοί, ας συνεχίσουν να το κάνουν, με κάθε επισημότητα και (τουλάχιστον) με κάθε σοβαρότητα. Τα είπα και ξεθύμανα. Ας επιστρέψω τώρα στη φύση να κάνω τον ψόφιο κοριό.
«Δεν αγαπώ τη φύση, ουδέποτε την αγαπούσα, και ουδέποτε πίεσα τον εαυτό μου να την αγαπήσει».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.