Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Χωριό που φαίνεται


Μπετόν στην Ακρόπολη; Στο λίκνο του πολιτισμού; Αν είναι δυνατόν! Τον Μπέρνχαρντ δεν θα τον ένοιαζε ακόμα και αν την έκαναν πισίνα – που την έκαναν. Φαινομενικά αδιάφορος για τα πάντα αλλά βαθιά αγαπησιάρης, αγκάλιαζε με θέρμη όλη την ανθρωπότητα για να την τραβήξει αργότερα κάτω στα σκατά μαζί του (plot twist!). Απόλυτα απολαυστικός γιατί ποιος αναγνώστης δεν τρελαίνεται να διαβάζει για μοχθηρότητες που αφορούν άλλους; Τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που αντιλαμβάνεται ότι αφορούν τον ίδιο. Γιατί αυτό καταφέρνει ο Μπέρνχαρντ σε όλο του το έργο: οικοδομεί μια άρρωστη κοινωνία με αρρωστημένους ανθρώπους όπου ο καθένας έχει το προνόμιο να αντιλαμβάνεται υγιή μόνο τον εαυτό του και στην προσπάθειά του να γιατρέψει όσους (νομίζει ότι) αγαπά, (τους) μολύνει ακόμα περισσότερο(υς). «Μια και σχεδόν όλη η ανθρωπότητα είναι άρρωστη στις μέρες μας, και μια και χρησιμοποιεί του κόσμου τα φάρμακα, ας παραδεχτεί τουλάχιστον, πως υπάρχει κατά ένα μεγάλο ποσοστό χάριν της χημείας». Σεσημασμένος υπερ-μεταδότης ο Τόμας.
 
Παρόλο που το συγκεκριμένο βιβλίο του ξεκίνησε λίγο χλιαρά και άτονα κατά την γνώμη μου, γρήγορα βρήκε την χαρακτηριστική ορμή του (με κάποιες ενοχλητικές διαλείψεις, ωστόσο) και μου πρόσφερε την δυνατότητα να κάνω μεγαλόπνοες και μίζερες συγχρόνως σκέψεις αλλά πάντα λυτρωτικές – όπως μας έχει συνηθίσει άλλωστε μέσω της ιδιοφυούς λογοτεχνίας του. Έκανε πάλι τρελό χαμό αλλά δεν τον νοιάζει γιατί είναι νεκρός και πλέον αδιαφορεί για το τι θα πουν για αυτόν στο ιντερνετ· «Εγώ ποτέ μου δεν έδωσα σημασία στην κοινή γνώμη, γιατί πάντοτε ασχολιόμουν μέχρι εξαντλήσεως με τη δική μου γνώμη κι έτσι δεν είχα καιρό για τις γνώμες των άλλων που ποτέ δεν έλαβα υπ’ όψη ούτε πρόκειται να λάβω υπ’ όψη στο μέλλον. Με ενδιαφέρει τι λένε οι άλλοι, αλλά ποτέ δεν παίρνω στα σοβαρά τα λόγια τους». Αλίμονο σε μας! Η μετάφραση του Αλέξανδρου Ίσαρη είναι πολύ καλή (παρόλο που δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά σε «αμβλύνοες» όπως κάνει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Τομανάς στις δικές του – προσοχή! δεν συγκρίνω τις μεταφράσεις, γιατί έτσι όπως το έγραψα μπορεί κάποιος να το εκλάβει ως μομφή, απλώς μου έλειψε η αναφορά της λέξης, τίποτα άλλο) και η έκδοση της «Εστίας» όμορφη. Συμπληρώνεται με έναν πρόλογο της Hannelore Ochs και έναν συγκλονιστικό πίνακα του Jasper Johnes που κρίνεται ισάξιος με τις σκέψεις του ίδιου του συγγραφέα.
 
[…] «Το άκουσα τόσο συχνά να το λένε, που δεν αντέχω να το ξανακούσω: οι άνθρωποι μιλούν συνέχεια γι’ αυτό με τη γνωστή ευτέλεια που χαρακτηρίζει τα κίβδηλα αισθήματα, ότι πρέπει δηλαδή ν’ αγαπάμε τους άλλους, ενώ το πρόβλημα είναι ν’ αγαπήσουμε κυρίως τον εαυτό μας· ο καθένας οφείλει να πλησιάσει πρώτα τον εαυτό του, κι επειδή κάτι τέτοιο δεν συνέβη σχεδόν ποτέ, είναι αδιανόητο το γεγονός ότι κάποιος από τα δισεκατομμύρια των δυστυχισμένων αγάπησε ποτέ κάποιον άλλον ή όπως λένε πολλοί μουσκεύοντας τα υποκριτικά τους μάτια, τον πλησίον του». 
 
Ανάμεσα σε όλα τα γνωστά θέματα των βιβλίων του, ο Τόμας Μπέρνχαρντ καταπιάνεται και με την επαρχία· ο τρόπος που χειρίζεται και αυτήν είναι εκπληκτικός και μου έδωσε την αφορμή («Και η φράση που μισούσε περισσότερο απ' όλες ήταν η φράση αφορμή για σκέψη») να μιλήσω για κάτι που με ενοχλούσε καιρό. Επιτρέψτε μου λοιπόν και μένα λίγη γκρίνια, ο γκρινιάρης των Χριστουγέννων του 2020 οφείλει να είναι πολλαπλά μισάνθρωπος. «Εμένα μου έρχεται να ξεράσω μ’ όλες αυτές τις εκατοντάδες, τις χιλιάδες δημοσιεύσεις των άλλων, πόσο μάλλον με τις δικές μου». Ας μην δίνατε θάρρος στον χωριάτη!
 
Όταν το χωριό (λογοτεχνία) φαίνεται δεν χρειάζεται καθοδήγηση, συμφωνώ· όπου φαίνεται χωριό (σκέτο) όμως – κυρίως στην επαρχιώτικη σύγχρονή μας εγχώρια λογοτεχνία – μια καθοδήγηση την χρειάζεσαι ομολογουμένως, ώστε να μην χάνεις τον χρόνο σου με τέτοια βιβλία και να ψάξεις κάτι καλύτερο. Ο βασικός λόγος που δεν διαβάζω σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία είναι η εμμονή με την επαρχία και τις φαντασιώσεις της. Σταθερά και επίμονα, τα τελευταία 20 και πλέον χρόνια εξάγουμε επαρχιω… πολιτισμό και αυτό βγαίνει προς τα μέσα· μπορεί οι ξένοι να έρχονται και να σας παίρνουν τις δουλειές, αλλά αν νομίζετε ότι θα έρθουν να πάρουν και τα βιβλία σας, είστε πολύ γελασμένοι! Η επαρχία κατάντησε η Σμύρνη του σήμερα, η χαμένη πατρίδα, την οποία όλοι νοσταλγούν αλλά κανείς δεν θέλει να πάει. Από παγανιστικές δοξασίες του θεσσαλικού κάμπου μέχρι την μαύρη μόρα που ρουφά την ψυχή της λογοτεχνίας – μαύρη σας μοίρα, βαριόμοιροι! Γουστάρουμε επαρχία σαν τρελοί γιατί όπως λέει και ο σοφός λαός, μπορείς να βγάλεις τον λογοτέχνη από το χωριό του αλλά όχι το χωριό από την λογοτεχνία του.
 
Οι περισσότεροι από εμάς πάμε στην επαρχία 2-3 σαββατοκύριακα τον χρόνο, 5 μέρες το Πάσχα και ίσως 1 βδομάδα το καλοκαίρι αν έχει θάλασσα κοντά, αλλά όταν γράφουμε τα βιβλία μας ζούμε τον μύθο μας… στην Ελλάδα, που αντιστέκεται, που επιβιώνει, που ελπίζει. Αντιπαρέρχομαι το γεγονός ότι σε πολλούς συγγραφείς φαίνεται πολύ γρήγορα ότι δεν έχουν καμία σχέση με την επαρχία, ενώ κάποιοι «δημιουργικότεροι» την μεταπλάθουν σε ξεχαρβαλωμένο σκηνικό Μαντ Μαξ με ούγκανους που τρώνε σάρκες και ψάχνουν πετρέλαιο· απλώς, δεν καταλαβαίνω προς τι αυτή η εμμονή και η μόδα. Το μόνο που πετυχαίνει, είναι να αναδίδει μικροαστικό… επαρχιωτισμό η γραφή τους. 
 
Jasper Johnes, «Watchman», 1964


 
[…] «Με μελαγχολούσαν από πάντα τα μέρη αυτά, κυρίως το Γκρατς, γιατί πρόκειται για τελείως παρακατιανές επαρχίες, αν και η κάθε μία θεωρεί τον εαυτό της τον ομφαλό της γης και πιστεύει ότι έχει νοικιάσει το Πνεύμα, μόνο που πρόκειται για εντελώς πρωτόγονο και μικροαστικό πνεύμα. Εκεί γνώρισα την ηλιθιότητα όλων εκείνων των λούστρων που διδάσκουν φιλοσοφία και ασχολούνται με τη λογοτεχνία, καθώς και την απαίσια μυρωδιά της στενοκέφαλης χυδαιότητας που ξεχύνεται από τους αυστριακούς οχετούς, που μου αφαιρούσε κάθε διάθεση, όχι να θέλω να μείνω για μεγάλο διάστημα εκεί, αλλά ούτε και για το πιο σύντομο».
 
Έτσι λοιπόν η πονηρή συνταγή είναι μία και τόσο πετυχημένη όσο τα οικογενειακά χριστουγεννιάτικα τραπέζια: κότες, γριές, γέροι, τσοπανόσκυλα, τζάκι, κυνήγι αγριογούρουνου, αλκοολικοί θαμώνες καφενείου, πρέφα, κλέφτικο, μάζεμα ελιάς, φέτα, θυμαρορίγανη, γιαούρτι με την πέτσα, γιδοβοσκοί, τραχανοπλαγιάδες, πανηγύρια, χορός ελεύθερος, νάυλον ντέφια, προπάντων η παράδοση, στραβά το καβουράκι, μαγκιές, κλανιές, εξατμίσεις κωλοφτιαγμένων, αερικά του βουνού, στοιχειά του λόγγου, σκιάχτρα του κάμπου, όλα αυτά συνθέτουν μία λογοτεχνία που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τις αριστουργηματικές Άγριες Μέλισσες – έτσι είναι, άμα είσαι κηφήνας της λογοτεχνίας, εντυπωσιάζεσαι από τις άγριες μέλισσες, δεν αντιλέγω!
 
Προτείνω λοιπόν, έτσι όπως επιθυμούσαμε διακαώς να φύγουμε για σπουδές σε κάποια πόλη ρίχνοντας μαύρη πέτρα στην επαρχία, το ίδιο να κάνουν και οι συγγραφείς μας. Και αν μετά από πολλά πολλά βιβλία εμπειρίας, την νοσταλγήσουν, ας ξαναγυρίσουν συνειδητοποιημένα. Όσοι πάλι την τίμησαν μένοντάς της πιστοί, ας συνεχίσουν να το κάνουν, με κάθε επισημότητα και (τουλάχιστον) με κάθε σοβαρότητα. Τα είπα και ξεθύμανα. Ας επιστρέψω τώρα στη φύση να κάνω τον ψόφιο κοριό.
 
«Δεν αγαπώ τη φύση, ουδέποτε την αγαπούσα, και ουδέποτε πίεσα τον εαυτό μου να την αγαπήσει».
 
Εγώ ειμί η Θανάσης...! (Δεν αντελήφθην τι συνέβη)
  

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !