Το λογοτεχνικό του ντεμπούτο έγινε με το «Κομπλεξικό», ένα λεξικό που θα έκανε ακόμη και τον Μπαμπινιώτη να αναφωνήσει OMG! Μετά από αυτό το πρώτο βήμα λογικό είναι να ακολουθήσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Όταν ξέρεις πλέον πώς λειτουργεί ένα λεξικό, ξεκινάς να το χρησιμοποιείς σωστά – μην κρίνετε από την πλειονότητα των Ελλήνων συγγραφέων που πρωτίστως λειτουργούν… ανελέξεγκτοι! «Ο Καραβάγγος, πρώην τσομπανόσκυλο σε στάνη των Γρεβενών, δεν κατάλαβε ποτέ πώς είχε καταφέρει να μπλέξει τόσο άσχημα… Η μία μικρή υποχώρηση είχε φέρει την άλλη, και εντελώς ξαφνικά βρέθηκε να συμμετέχει σε διαγωνισμούς ομορφιάς και να φωτογραφίζεται σε γελοίες πόζες, που καθόλου δεν ταίριαζαν με την ιδιοσυγκρασία του». Wanna be on top! Και δεν ξέρω τόσο για τον Καραβάγγο, αλλά ο Αχιλλέας ΙΙΙ σίγουρα στοχεύει ψηλά με την λογοτεχνία του και αυτό είναι πολύ καλό – κυρίως για την λογοτεχνία που πασχίζει με αξιοπρέπεια να γίνει μόδα, και όχι τόσο για την μόδα που νομίζει εδώ και χρόνια ότι έγινε λογοτεχνία.
Λέγεται ότι είναι πιο εύκολο να γράφεις πρώτα την μουσική και μετά τους στίχους· ή και το αντίστροφο, θα σας γελάσω. Δεν ξέρω από μουσική, εγώ είμαι κριτικός λογοτεχνίας, και αυτό που μπορώ να συνεισφέρω στην άσκοπη συζήτηση είναι ότι θεωρείται σαφώς ευκολότερο να γράφεις πρώτα την κριτική και μετά (αν θες, αν όχι, κλάην) να διαβάζεις το βιβλίο. Συμφωνείτε; Ο Αχιλλέας ΙΙΙ όμως είναι (και) μουσικός και μου ερχόταν αυτή η σκέψη στο μυαλό καθ’ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης. Οι εικόνες που συνοδεύουν τα διηγήματα, και εν μέρει τα ίδια τα διηγήματα, είναι αυτό που σε ελληνικά που θα ζήλευε και ο Μπαμπινιώτης, θα χαρακτηρίζαμε awkward. Και αυτή η συνθήκη είναι το μεγαλύτερο προσόν του βιβλίου. Ο συγγραφέας ξεκινά από αυτή την συσχέτιση, χωρίς να κάνει εντελώς σαφές στον αναγνώστη αν η εικόνα υπαγόρευσε το διήγημα ή το διήγημα φιλοτέχνησε την εικόνα. Σε πολλές στιγμές μού θύμισαν (και πολύ χάρηκα γι’ αυτό) το βιτριολικό χιούμορ του αγαπημένου μου Αμβρόσιου Μπηρς, και άλλων χολερικών του είδους, χωρίς όμως να χάνουν λεπτό την προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα τους. Οι περισσότερες ιστορίες του μοιάζουν αλλόκοτες το λιγότερο, αλλά μέσα εκεί υπάρχουν τα περισσότερα που αφορούν την ανθρώπινη συνθήκη, κάνοντάς τες προσιτές σε όλους, κρύβοντας ταυτόχρονα πάντα ένα πικρό κεντρί εντός τους (όπως μας εξηγεί και το εναρκτήριο διήγημα «Εντωμότητες τύπου Ε»), βουίζοντας ωστόσο διαρκώς από ένα καθόλα επικονιαστικό και λυτρωτικό χιούμορ.
[…] «Όταν, προς το μεσημέρι, έκλεινε το βιβλίο που διάβαζε, μπορεί να χρειαζόταν μέχρι και μισή ώρα έως ότου να ξεμπλέξει τον εαυτό της από όσα είχε ζήσει μέσα σε κάθε σελίδα και, ισιώνοντας το σώμα της, να επανέλθει στην πρότερή της μορφή, προκειμένου να καταφέρει να χωρέσει στο καλούπι που σχημάτιζαν οι καθημερινές της υποχρεώσεις και οι ανάγκες των οικείων της.
Ένα μεσημέρι ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως και τη βρήκε δεμένη σε έναν κόμπο που έμοιαζε ναυτικός. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις», του είπε η Τασούλα και άρχισε κατακόκκινη από ντροπή να ξεδιπλώνεται, αφήνοντας συγχρόνως στο πλάι το βιβλίο που μέχρι τότε κρατούσε στο χέρι της. Εκείνος, με γουρλωμένα μάτια, διάβασε στο εξώφυλλο: Μόμπι Ντικ».
Ένα μεσημέρι ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως και τη βρήκε δεμένη σε έναν κόμπο που έμοιαζε ναυτικός. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις», του είπε η Τασούλα και άρχισε κατακόκκινη από ντροπή να ξεδιπλώνεται, αφήνοντας συγχρόνως στο πλάι το βιβλίο που μέχρι τότε κρατούσε στο χέρι της. Εκείνος, με γουρλωμένα μάτια, διάβασε στο εξώφυλλο: Μόμπι Ντικ».
Ένα άλλο θελκτικό στοιχείο του βιβλίου είναι η χρήση της γλώσσας που τεντώνεται στις αμέτρητα ευφάνταστες δυνατότητές της βγάζοντας γλώσσα σε όλες τις αρτηριοσκληρωτικές πένες αυτού του ταλαίπωρου κόσμου. Βάζω ένα υπέροχο και ολίγον φορτωμένο απόσπασμα – επειδή εδώ το απαιτεί το ίδιο το διήγημα, που φέρει τον τίτλο «Σε γνωρίζω από την κόψη» (!) – για να πάρετε μια γεύση. Είναι και ένας τρόπος να σας δείξω και την δύναμη της γλώσσας επειδή εδώ τυχαίνει να είναι συμπυκνωμένη. Στο μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων όμως αυτή η δύναμη βρίσκεται ναρκοθετημένη σε καίρια σημεία της αφήγησης προσφέροντάς μας εκρηκτικά αποτελέσματα.
[…] «Η Κατερινούλα είχε δείξει από νωρίς ότι διέθετε έμφυτη την ικανότητα να κόβει πράγματα, καθώς το πρώτο που έκανε μόλις γεννήθηκε ήταν να κόψει μόνη της τον ομφάλιο λώρο που τη συνέδεε με τη μητέρα της. Αργότερα, οι δικοί της την άφηναν πάντα να κόβει τη γαλοπούλα και τη βασιλόπιτα στο τραπέζι, αλλά και τα ξύλα για το τζάκι, αν και εκείνη προτιμούσε να τους κόβει τη χολή κυκλοφορώντας με οτιδήποτε κοφτερό έπεφτε στα χέρια της. Μεγαλώνοντας, θα έκοβε την ανάσα σε όσους την γνώριζαν, τον αέρα σε εκείνους που προσπαθούσαν να της επιβάλλουν κάτι που η ίδια δεν το ήθελε, την καλημέρα σε αυτούς που δεν συμπαθούσε και τις μαλακίες σε όσους τολμούσαν να ξεπεράσουν τα όρια – παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιους συνήθιζε να τους κόβει από την πρώτη στιγμή και να μην τους επιτρέπει να πολυπλησιάσουν».
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νεφέλη» σε μια όμορφη και λιτή έκδοση, χωρίς περιττές εισαγωγές και επίμετρα, γιατί σε αυτή την περίπτωση κάθε εικόνα είναι (περίπου) 1000 λέξεις, το υπέροχο και αξέχαστο διήγημα δηλαδή που ακολουθεί κάθε φορά. Όπως και κάθε συγγραφέας που είναι μπροστά από την εποχή του, έτσι και εδώ (μεταξύ πολλών άλλων), ο Αχιλλέας ΙΙΙ δίνει εύστοχα και το στίγμα της περιόδου που πλησιάζει και δεν θυμίζει τόσο Χριστούγεννα όσο… Αχρηστούγεννα – ένα διαρκές ατύχημα! Θα τον ακολουθήσω σίγουρα και στα επόμενα βήματά του. Το βιβλίο, όπως λέει και το Βικάκι «υπακούοντας στις προσταγές μίας εσωτερικής, βραχνής από το κάπνισμα φωνής, την οποία άλλες φορές απέδιδε στον Θεό, άλλες στον Διάβολο και κάποιες άλλες φορές στον ίδιο της τον εαυτό», είναι mind blowing και δεν βρίσκω τον λόγο κάποιος να μην κάνει πασαρέλα στα βιβλιοπωλεία όταν ξανανοίξουν, για να το πάρει. Συγκλό, all the way!
Βρίσκομαι στην παράδοξη θέση να συμφωνώ με όλα, ενώ το βιβλίο δεν έχει φτάσει ακόμα στα χέρια μου (το περιμένω) . Επίσης, ο Αχιλλέας ΙΙΙ είναι και καλός μουσικός!
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεραιτέρω ενημέρωση, συντόμως.
Καλημέρα Φωτεινή,
Διαγραφήχαχα, όλα όσα αφορούν τον Αχιλλέα ΙΙΙ είναι παράδοξα, αυτή είναι η γοητεία του! Το ξέρω ότι θα σου αρέσει πολύ, περιμένω ολοκληρωμένη (και πάλι, παράδοξη) άποψη στο τέλος. Γνωρίζω για την μουσική του ενασχόληση, αλλά δεν έχω ακούσει ακόμα, η μουσική γενικότερα δεν είναι το φόρτε μου, το παραδέχομαι.
Καλημέρα κι από μένα! Υπόσχομαι ολοκληρωμένη και εννοείται λοξή άποψη. Καλά να περνάς!
ΔιαγραφήΚαλησπέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΈγραψα σχόλιο-απάντηση πριν λίγο και πάει, εξαφανίστηκε. Τέλος πάντων, αν το βρεις πουθενά, μη του φερθείς άσχημα, έβαλα όλη μου την τέχνη.
Υποσχέθηκα ολοκληρωμένη και λοξή άποψη για το βιβλίο, κι επειδή, ως κλασική ενοχική, η υπόσχεση μου έχει γίνει βραχνάς επειδή το έχω διαβάσει εδώ και είκοσι μέρες, καταθέτω πάραυτα ότι ήταν όπως το περίμενα.
Ανατρεπτικό, πρωτότυπο, λοξάτο και επιτέλους κάτι διαφορετικό από το κόπι παστέ της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, το διάβασα και το απόλαυσα.
Του οφείλω, βέβαια, μια δεύτερη ανάγνωση, γιατί νιώθω ότι σε σημεία έχασα νοήματα.
Για να μην πολυλογώ, συμφωνώ με την κριτική σου για το συγκεκριμένο βιβλίο σχεδόν εξ ολοκλήρου (το ότι απορρίπτεις τη Λισπέκτορ, με πληγώνει βαθύτατα) και δεν έχω πολλά να προσθέσω.
Η μόνη παρατήρηση που θα είχα είναι ότι σε κάποιες ιστορίες, το τέλος μου φάνηκε αμήχανο ή η ανάπτυξη της πρωτότυπης ιδέας σαν να παρέπαιε.
Αυτό δεν μειώνει την αξία του βιβλίου σε καμία περίπτωση. Τον Αχιλλέα τον πιστεύω και τον παρακολουθώ, είναι από τις φωνές που ξεχωρίζω.
Ήδη ο Παραχαράκτης μπήκε στη λίστα δώρων για φίλους.
Επειδή όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν και τόσο "ολοκληρωμένη" άποψη, καθώς με περιμένουν άλλα δύο χιλιάδες οχτακόσια είκοσι δύο πράγματα που πρέπει να κάνω, θα αναπτύξω αυτοστιγμή τη θεωρία "ό,τι ημιτελές είναι πιο γοητευτικό".
Μπορείς να την ασπαστείς κι εσύ, δεν θα διεκδικήσω τη μητρότητα.
Καλό Σαββατόβραδο, όπως εσύ το επιθυμείς!
Όχι δεν βρήκα κάποιο άλλο σχόλιο σου -- τυχαία βρήκα και αυτό, καθώς χάζευα στο υπέροχο μπλογκ μου!! ;) Πάντως πρέπει να σου πω ότι είναι πολύ άσχημο να χάνονται σχόλια ή κείμενα, να σβήνονται κατά λάθος ή ό,τι άλλο. Το έχω πάθει κάποιες φορές και είναι εκνευριστικότατο, πλέον πάντα μα πάντα κάνω αντιγραφή πριν το ποστάρω ή ακόμα και όταν έχει γίνει ήδη μεγάλο σε έκταση και μια απροσεξία μπορεί να το εξαφανίσει.
ΔιαγραφήΤέλος πάντων, μια χαρά τα είπες και στο δεύτερο, αναπόφευκτα πιο ελλειπτικό σε σύγκριση με το αρχικό, σχόλιο. Και εγώ ένιωθα ότι κάποιες ιστορίες ήθελαν δεύτερη ανάγνωση (μερικές τις ξαναδιάβασα) όχι όμως γιατί χανόταν κάποιο νόημα αλλά επειδή η ιστορία κουβαλούσε πολλαπλά νοήματα που έπρεπε να αναδειχθούν σε επανειλημμένες αναγνώσεις, όπως άλλωστε αξιώνει κάθε καλό βιβλίο. Σχετικά με την όποια αμηχανία θεωρώ ότι αποτελούσε μέρος της παραδοξότητας των ιστοριών και όχι μιας τεχνικής ανεπάρκειας από μέρους του συγγραφέα. Εμένα δεν με ενόχλησε, αντιθέτως το βρήκα γοητευτικό.
Να το δωρίσεις σε φίλους, ναι. Δώρισε και την Λισπέκτορ. Για να δεις πόσο μεγαλόψυχος γίνομαι στις γιορτές! Καλά να περνάς.