Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Γλυκοχαράζει λογοτεχνία


 
 
 
Το λογοτεχνικό του ντεμπούτο έγινε με το «Κομπλεξικό», ένα λεξικό που θα έκανε ακόμη και τον Μπαμπινιώτη να αναφωνήσει OMG! Μετά από αυτό το πρώτο βήμα λογικό είναι να ακολουθήσει κάτι εντελώς διαφορετικό. Όταν ξέρεις πλέον πώς λειτουργεί ένα λεξικό, ξεκινάς να το χρησιμοποιείς σωστά – μην κρίνετε από την πλειονότητα των Ελλήνων συγγραφέων που πρωτίστως λειτουργούν… ανελέξεγκτοι! «Ο Καραβάγγος, πρώην τσομπανόσκυλο σε στάνη των Γρεβενών, δεν κατάλαβε ποτέ πώς είχε καταφέρει να μπλέξει τόσο άσχημα… Η μία μικρή υποχώρηση είχε φέρει την άλλη, και εντελώς ξαφνικά βρέθηκε να συμμετέχει σε διαγωνισμούς ομορφιάς και να φωτογραφίζεται σε γελοίες πόζες, που καθόλου δεν ταίριαζαν με την ιδιοσυγκρασία του». Wanna be on top! Και δεν ξέρω τόσο για τον Καραβάγγο, αλλά ο Αχιλλέας ΙΙΙ σίγουρα στοχεύει ψηλά με την λογοτεχνία του και αυτό είναι πολύ καλό – κυρίως για την λογοτεχνία που πασχίζει με αξιοπρέπεια να γίνει μόδα, και όχι τόσο για την μόδα που νομίζει εδώ και χρόνια ότι έγινε λογοτεχνία.
 
Λέγεται ότι είναι πιο εύκολο να γράφεις πρώτα την μουσική και μετά τους στίχους· ή και το αντίστροφο, θα σας γελάσω. Δεν ξέρω από μουσική, εγώ είμαι κριτικός λογοτεχνίας, και αυτό που μπορώ να συνεισφέρω στην άσκοπη συζήτηση είναι ότι θεωρείται σαφώς ευκολότερο να γράφεις πρώτα την κριτική και μετά (αν θες, αν όχι, κλάην) να διαβάζεις το βιβλίο. Συμφωνείτε; Ο Αχιλλέας ΙΙΙ όμως είναι (και) μουσικός και μου ερχόταν αυτή η σκέψη στο μυαλό καθ’ όλη την διάρκεια της ανάγνωσης. Οι εικόνες που συνοδεύουν τα διηγήματα, και εν μέρει τα ίδια τα διηγήματα, είναι αυτό που σε ελληνικά που θα ζήλευε και ο Μπαμπινιώτης, θα χαρακτηρίζαμε awkward. Και αυτή η συνθήκη είναι το μεγαλύτερο προσόν του βιβλίου. Ο συγγραφέας ξεκινά από αυτή την συσχέτιση, χωρίς να κάνει εντελώς σαφές στον αναγνώστη αν η εικόνα υπαγόρευσε το διήγημα ή το διήγημα φιλοτέχνησε την εικόνα. Σε πολλές στιγμές μού θύμισαν (και πολύ χάρηκα γι’ αυτό) το βιτριολικό χιούμορ του αγαπημένου μου Αμβρόσιου Μπηρς, και άλλων χολερικών του είδους, χωρίς όμως να χάνουν λεπτό την προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα τους. Οι περισσότερες ιστορίες του μοιάζουν αλλόκοτες το λιγότερο, αλλά μέσα εκεί υπάρχουν τα περισσότερα που αφορούν την ανθρώπινη συνθήκη, κάνοντάς τες προσιτές σε όλους, κρύβοντας ταυτόχρονα πάντα ένα πικρό κεντρί εντός τους (όπως μας εξηγεί και το εναρκτήριο διήγημα «Εντωμότητες τύπου Ε»), βουίζοντας ωστόσο διαρκώς από ένα καθόλα επικονιαστικό και λυτρωτικό χιούμορ. 
 
[…] «Όταν, προς το μεσημέρι, έκλεινε το βιβλίο που διάβαζε, μπορεί να χρειαζόταν μέχρι και μισή ώρα έως ότου να ξεμπλέξει τον εαυτό της από όσα είχε ζήσει μέσα σε κάθε σελίδα και, ισιώνοντας το σώμα της, να επανέλθει στην πρότερή της μορφή, προκειμένου να καταφέρει να χωρέσει στο καλούπι που σχημάτιζαν οι καθημερινές της υποχρεώσεις και οι ανάγκες των οικείων της.
Ένα μεσημέρι ο σύζυγός της επέστρεψε στο σπίτι νωρίτερα απ’ ό,τι συνήθως και τη βρήκε δεμένη σε έναν κόμπο που έμοιαζε ναυτικός. «Δεν είναι αυτό που νομίζεις», του είπε η Τασούλα και άρχισε κατακόκκινη από ντροπή να ξεδιπλώνεται, αφήνοντας συγχρόνως στο πλάι το βιβλίο που μέχρι τότε κρατούσε στο χέρι της. Εκείνος, με γουρλωμένα μάτια, διάβασε στο εξώφυλλο: Μόμπι Ντικ».
 
Ένα άλλο θελκτικό στοιχείο του βιβλίου είναι η χρήση της γλώσσας που τεντώνεται στις αμέτρητα ευφάνταστες δυνατότητές της βγάζοντας γλώσσα σε όλες τις αρτηριοσκληρωτικές πένες αυτού του ταλαίπωρου κόσμου. Βάζω ένα υπέροχο και ολίγον φορτωμένο απόσπασμα – επειδή εδώ το απαιτεί το ίδιο το διήγημα, που φέρει τον τίτλο «Σε γνωρίζω από την κόψη» (!) – για να πάρετε μια γεύση. Είναι και ένας τρόπος να σας δείξω και την δύναμη της γλώσσας επειδή εδώ τυχαίνει να είναι συμπυκνωμένη. Στο μεγαλύτερο μέρος των διηγημάτων όμως αυτή η δύναμη βρίσκεται ναρκοθετημένη σε καίρια σημεία της αφήγησης προσφέροντάς μας εκρηκτικά αποτελέσματα. 
 
[…] «Η Κατερινούλα είχε δείξει από νωρίς ότι διέθετε έμφυτη την ικανότητα να κόβει πράγματα, καθώς το πρώτο που έκανε μόλις γεννήθηκε ήταν να κόψει μόνη της τον ομφάλιο λώρο που τη συνέδεε με τη μητέρα της. Αργότερα, οι δικοί της την άφηναν πάντα να κόβει τη γαλοπούλα και τη βασιλόπιτα στο τραπέζι, αλλά και τα ξύλα για το τζάκι, αν και εκείνη προτιμούσε να τους κόβει τη χολή κυκλοφορώντας με οτιδήποτε κοφτερό έπεφτε στα χέρια της. Μεγαλώνοντας, θα έκοβε την ανάσα σε όσους την γνώριζαν, τον αέρα σε εκείνους που προσπαθούσαν να της επιβάλλουν κάτι που η ίδια δεν το ήθελε, την καλημέρα σε αυτούς που δεν συμπαθούσε και τις μαλακίες σε όσους τολμούσαν να ξεπεράσουν τα όρια – παρά το γεγονός ότι κάτι τέτοιους συνήθιζε να τους κόβει από την πρώτη στιγμή και να μην τους επιτρέπει να πολυπλησιάσουν».
 
Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Νεφέλη» σε μια όμορφη και λιτή έκδοση, χωρίς περιττές εισαγωγές και επίμετρα, γιατί σε αυτή την περίπτωση κάθε εικόνα είναι (περίπου) 1000 λέξεις, το υπέροχο και αξέχαστο διήγημα δηλαδή που ακολουθεί κάθε φορά. Όπως και κάθε συγγραφέας που είναι μπροστά από την εποχή του, έτσι και εδώ (μεταξύ πολλών άλλων), ο Αχιλλέας ΙΙΙ δίνει εύστοχα και το στίγμα της περιόδου που πλησιάζει και δεν θυμίζει τόσο Χριστούγεννα όσο… Αχρηστούγεννα – ένα διαρκές ατύχημα! Θα τον ακολουθήσω σίγουρα και στα επόμενα βήματά του. Το βιβλίο, όπως λέει και το Βικάκι «υπακούοντας στις προσταγές μίας εσωτερικής, βραχνής από το κάπνισμα φωνής, την οποία άλλες φορές απέδιδε στον Θεό, άλλες στον Διάβολο και κάποιες άλλες φορές στον ίδιο της τον εαυτό», είναι mind blowing και δεν βρίσκω τον λόγο κάποιος να μην κάνει πασαρέλα στα βιβλιοπωλεία όταν ξανανοίξουν, για να το πάρει. Συγκλό, all the way!
 

Σχόλια

  1. Βρίσκομαι στην παράδοξη θέση να συμφωνώ με όλα, ενώ το βιβλίο δεν έχει φτάσει ακόμα στα χέρια μου (το περιμένω) . Επίσης, ο Αχιλλέας ΙΙΙ είναι και καλός μουσικός!
    Περαιτέρω ενημέρωση, συντόμως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Καλημέρα Φωτεινή,

      χαχα, όλα όσα αφορούν τον Αχιλλέα ΙΙΙ είναι παράδοξα, αυτή είναι η γοητεία του! Το ξέρω ότι θα σου αρέσει πολύ, περιμένω ολοκληρωμένη (και πάλι, παράδοξη) άποψη στο τέλος. Γνωρίζω για την μουσική του ενασχόληση, αλλά δεν έχω ακούσει ακόμα, η μουσική γενικότερα δεν είναι το φόρτε μου, το παραδέχομαι.

      Διαγραφή
    2. Καλημέρα κι από μένα! Υπόσχομαι ολοκληρωμένη και εννοείται λοξή άποψη. Καλά να περνάς!

      Διαγραφή
  2. Καλησπέρα!

    Έγραψα σχόλιο-απάντηση πριν λίγο και πάει, εξαφανίστηκε. Τέλος πάντων, αν το βρεις πουθενά, μη του φερθείς άσχημα, έβαλα όλη μου την τέχνη.
    Υποσχέθηκα ολοκληρωμένη και λοξή άποψη για το βιβλίο, κι επειδή, ως κλασική ενοχική, η υπόσχεση μου έχει γίνει βραχνάς επειδή το έχω διαβάσει εδώ και είκοσι μέρες, καταθέτω πάραυτα ότι ήταν όπως το περίμενα.
    Ανατρεπτικό, πρωτότυπο, λοξάτο και επιτέλους κάτι διαφορετικό από το κόπι παστέ της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας, το διάβασα και το απόλαυσα.
    Του οφείλω, βέβαια, μια δεύτερη ανάγνωση, γιατί νιώθω ότι σε σημεία έχασα νοήματα.
    Για να μην πολυλογώ, συμφωνώ με την κριτική σου για το συγκεκριμένο βιβλίο σχεδόν εξ ολοκλήρου (το ότι απορρίπτεις τη Λισπέκτορ, με πληγώνει βαθύτατα) και δεν έχω πολλά να προσθέσω.
    Η μόνη παρατήρηση που θα είχα είναι ότι σε κάποιες ιστορίες, το τέλος μου φάνηκε αμήχανο ή η ανάπτυξη της πρωτότυπης ιδέας σαν να παρέπαιε.
    Αυτό δεν μειώνει την αξία του βιβλίου σε καμία περίπτωση. Τον Αχιλλέα τον πιστεύω και τον παρακολουθώ, είναι από τις φωνές που ξεχωρίζω.
    Ήδη ο Παραχαράκτης μπήκε στη λίστα δώρων για φίλους.
    Επειδή όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν και τόσο "ολοκληρωμένη" άποψη, καθώς με περιμένουν άλλα δύο χιλιάδες οχτακόσια είκοσι δύο πράγματα που πρέπει να κάνω, θα αναπτύξω αυτοστιγμή τη θεωρία "ό,τι ημιτελές είναι πιο γοητευτικό".
    Μπορείς να την ασπαστείς κι εσύ, δεν θα διεκδικήσω τη μητρότητα.

    Καλό Σαββατόβραδο, όπως εσύ το επιθυμείς!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Όχι δεν βρήκα κάποιο άλλο σχόλιο σου -- τυχαία βρήκα και αυτό, καθώς χάζευα στο υπέροχο μπλογκ μου!! ;) Πάντως πρέπει να σου πω ότι είναι πολύ άσχημο να χάνονται σχόλια ή κείμενα, να σβήνονται κατά λάθος ή ό,τι άλλο. Το έχω πάθει κάποιες φορές και είναι εκνευριστικότατο, πλέον πάντα μα πάντα κάνω αντιγραφή πριν το ποστάρω ή ακόμα και όταν έχει γίνει ήδη μεγάλο σε έκταση και μια απροσεξία μπορεί να το εξαφανίσει.

      Τέλος πάντων, μια χαρά τα είπες και στο δεύτερο, αναπόφευκτα πιο ελλειπτικό σε σύγκριση με το αρχικό, σχόλιο. Και εγώ ένιωθα ότι κάποιες ιστορίες ήθελαν δεύτερη ανάγνωση (μερικές τις ξαναδιάβασα) όχι όμως γιατί χανόταν κάποιο νόημα αλλά επειδή η ιστορία κουβαλούσε πολλαπλά νοήματα που έπρεπε να αναδειχθούν σε επανειλημμένες αναγνώσεις, όπως άλλωστε αξιώνει κάθε καλό βιβλίο. Σχετικά με την όποια αμηχανία θεωρώ ότι αποτελούσε μέρος της παραδοξότητας των ιστοριών και όχι μιας τεχνικής ανεπάρκειας από μέρους του συγγραφέα. Εμένα δεν με ενόχλησε, αντιθέτως το βρήκα γοητευτικό.

      Να το δωρίσεις σε φίλους, ναι. Δώρισε και την Λισπέκτορ. Για να δεις πόσο μεγαλόψυχος γίνομαι στις γιορτές! Καλά να περνάς.

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!