Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σας πετάω το μπαλάκι


Όλοι έχετε πάθει Τσιτσιπάς τον τελευταίο καιρό και τρέχετε στα δωρεάν και λιμνάζοντα δημοτικά γηπεδάκια με τις ρακέτες σας παραμάσχαλα. Άλλοτε, σε συζητήσεις σε κλειστό χώρο αναλύετε με περισσή άγνοια γιατί το backhand του Στέφανου δεν λειτούργησε στο συγκεκριμένο γκέιμ και τι έπρεπε να κάνει ο Φέντερερ για να μην χάσει – κάπως δηλαδή όπως συζητάμε και εμείς γιατί ο Τζόυς μονολογεί μόνο εσωτερικά, ο Γουάλας δεν κάνει για μυθιστοριογράφος και η Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι για τα μπάζα! Έτσι είναι, το τένις και η λογοτεχνία είναι απαιτητικά αθλήματα. Εμείς όμως δεν θα μιλήσουμε για τένις, και εδώ που τα λέμε, ούτε καν για λογοτεχνία. «Μπροστά στο κανονικό τένις σηκώναμε αδιάφορα τους ώμους. Ήταν πολύ αργό για να μας αρέσει. Το βλέμμα μας δεν θα άντεχε τις γαργαντουικές διαστάσεις ενός γηπέδου τένις. Είχαμε ανάγκη από ένα τραπέζι 2,70 επί 1,50, ένα τεντωμένο πράσινο φιλέ κι ένα ωχρό μπαλάκι που μπορούσαμε να το λιώσουμε με τη φτέρνα, στη λέσχη του Μάρτυ Ράισμαν». Πιστεύω να καταλάβατε από το παραπάνω απόσπασμα ότι το λιωμένο μπαλάκι είναι μεταφορά της λογοτεχνίας. Λοιπόν, ποιος σερβίρει;
 
Αγάπησα πολύ το πινγκ πονγκ. Ένα από τα ελάχιστα δώρα της παιδικής μου ηλικίας που θυμάμαι ήταν ένα σετ πινγκ πονγκ που μου είχε δωρίσει μια θεία μου, με ένα φιλέ που ήταν πολύ μεγάλο για να προσαρμοστεί στα πλαστικά τραπέζια που αγοράζαμε από τα Ντάτσουν που βολόδερναν τότε στη γειτονιά. Πολύ αργότερα το ξανασυνάντησα στον στρατό. Κατά την διεστραμμένη λογική του στρατού, το μόνο που είχες να κάνεις εκεί μέσα είναι να παίζεις με μπαλάκια ή με άλλες συνδηλώσεις του πέους, όπως τα όπλα, που μας έβαζαν διαρκώς να λύνουμε και να δένουμε με αυνανιστική προσήλωση. Και στις δύο περιπτώσεις, η επαφή μου με αυτό δεν προχώρησε, αν και πιστεύω ότι θα γινόμουν πολύ καλός. Πλέον, το αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα αλλά δεν το βρίσκω παρά μόνο σε κάτι μπιλιαρδάδικα πληρώνοντας μια περιουσία για μια ώρα παιχνιδιού ή αν αναμειχθώ στην Χριστιανική Αδελφότητα Νέων Θεσσαλονίκης (δυστυχώς από το αρκτικόλεξο Χ.Α.Ν.Θ πληρώ μόνο το Θ!!). Το πινγκ πονγκ βιώνει πια περίοδο ξεπεσμού όπως ακριβώς συνέβη και στο Μπρούκλυν της δεκαετίας του 70, ύστερα από το πικ της δημοτικότητάς του. Ανέκαθεν ήταν ένα άθλημα του περιθωρίου και ο Τσάρυν στο βιβλίο του περιγράφει γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Τελευταία το γύρισα στο τένις γιατί βρίσκω ελεύθερα γήπεδα (απορώ γιατί είναι τόσο δύσκολο για τον Δήμο να βάλει 5 τραπέζια πινγκ πονγκ σε έναν χώρο, με δωρεάν είσοδο ή έστω είσοδο με μικρό αντίτιμο) αλλά θεωρώ το πινγκ πονγκ απείρως καλύτερο από το τένις. Όπως θα καταλάβετε αν συνεχίσετε την ανάγνωση του παρόντος, στο πινγκ πονγκ εισέρχεσαι κρατώντας υπό μάλης τον Τζόυς, ενώ στο τένις τον Γουάλας! Καμία σχέση, παιδιά!! 
 
Τζερόμ Τσάρυν και Ζορζ Μουστακί

 
[…] Ο Μάρτυ άρχισε πάλι να συμμετέχει σε τουρνουά. Παράτησε την λαστιχένια ρακέτα του στους Παναμερικανούς του 1960, έπαιξε με ρακέτα με σπόγγο και κέρδισε το πρωτάθλημα στο απλό των ανδρών. Αλλά το γεγονός δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα. «Πριν από την εισαγωγή του σπόγγου υπήρχε ένας διάλογος μεταξύ των δύο παικτών, που οι περισσότεροι τον καταλάβαιναν. Ένας κορυφαίος επιθετικός, διερευνώντας την κατάσταση σαν μεγάλος σκακιστής που έχει τα λευκά, μπορούσε να κάνει δέκα, είκοσι ή και τριάντα κινήσεις μόνο και μόνο για να φτάσει στο ματ, στο θανατηφόρο καρφί».

Ίσως αποτελεί ειρωνεία της τύχης αλλά ο Bobby Fisher, ένας από τους σπουδαιότερους πρωταθλητές όλων των εποχών στο σκάκι, έπαιξε επίσης πινγκ πονγκ, και μάλιστα στη λέσχη του Μάρτυ. «Ο Φίσερ έπαιζε επιτραπέζιο τένις με τον ίδιο τρόπο που έπαιζε σκάκι: έντονα, άγρια, θέλοντας να αρπάξει τον αντίπαλο απ’ τον λαιμό. Δεν έπαιζε άσχημα, παρόλο που το στυλ του ήταν αδέξιο και ανορθόδοξο. Η αυτοσυγκέντρωσή του ήταν εκπληκτική». Ο Ράισμαν τον θυμάται ως «φονιά, έναν ανελέητο, ασυνείδητο, ψυχρό τύπο που σε ευνούχιζε…»

Και ο Ράισμαν; Έπαιξε ποτέ τόσο άγρια όσο ο Μπόμπυ Φίσερ έχοντας τα «λευκά»;

 
Πριν ακόμα φτάσω στο συγκεκριμένο απόσπασμα, διαβάζοντας για τα πρώτα βήματα του Μάρτυ Ράισμαν, είχα ήδη αρχίσει να δημιουργώ στο μυαλό μου κάποιες εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στους δύο αθλητές. Όπως ο Μπόμπι Φίσερ, έτσι και ο Μάρτυ Ράισμαν, ήταν ρομαντικοί τύποι που αγαπούσαν υπερβολικά το άθλημά τους και αγανακτούσαν να το βλέπουν να τυποποιείται. Ο εκσυγχρονισμός φέρνει και μια κάποια τυποποίηση, δεκτό, αλλά στερεί μέρος από την γοητεία που του ενέπνευσαν οι πρωτοπόροι του είδους. Ο Φίσερ αγανακτούσε με το γεγονός ότι το σκάκι είχε μετατραπεί σε μια εγκυκλοπαίδεια χιλιάδων ανοιγμάτων έτσι ώστε ακόμα και ένας μέτριος παίκτης με καλή μνήμη να μπορούσε να διεκδικήσει κάτι καλύτερο. Αποστραγγιζόταν η φαντασία και η προσωπική δυναμική κάθε παίκτη. Γι’ αυτό δημιούργησε την παραλλαγή «Chess960» όπου η σειρά των βαριών κομματιών στην αρχική θέση θα είναι ανακατεμένη (με δυνατότητα να λάβει 960 διαφορετικές αρχικές θέσεις) αποτρέποντας τους επίδοξους παίκτες να βουτήξουν σε μια δεξαμενή έτοιμων ανοιγμάτων αλλά να βουτήξουν επισφαλώς στο ίδιο τους το μυαλό, με όποια αποτελέσματα συνεπάγεται πάντα αυτό. Ο Ράισμαν από την άλλη αγανάκτησε όταν σε ένα κρίσιμο παγκόσμιο πρωτάθλημα για αυτόν, εμφανίστηκε ένας γιαπωνέζος κρατώντας μια ρακέτα-σάντουιτς, με σπόγγο, που μπορούσε να δώσει διαβολεμένα φάλτσα και απίστευτη ταχύτητα στο μπαλάκι στέλνοντάς το στα πιο πιθανά και απίθανα μέρη. Μία ρακέτα που απορροφούσε τον ήχο από ένα άθλημα που ονομάστηκε έτσι λόγω του ήχου που κάνει χτυπώντας μια στην ρακέτα και μια στο τραπέζι (ας πούμε, σιώπησε… το πινγκ!) και συνεκδοχικά απορρόφησε και όλη την τεχνική και επιδεξιότητα που απαιτούσε το άθλημα από τους προηγούμενους σπεσιαλίστες παίκτες πριν την εμφάνισή της. 
 

Σε αντίθεση με τον Φίσερ που τα έκανε πουτάνα όλα στον σκακιστικό κόσμο, ο Ράισμαν φέρθηκε πιο ήπια, αποδέχθηκε εκείνη την μοιραία σπογγώδη ήττα του παγκόσμιου πρωταθλήματος, «η πραγματική του ιστορία βρίσκεται στην ήττα», και έμεινε για πάντα ο φινετσάτος παίκτης που υπήρξε σε όλη του την ζωή. Το βιβλίο του Τσάρυν είναι απολύτως γαμάτο φέρνοντας στο προσκήνιο εμβληματικές μορφές του πινγκ πινγκ, όπως ο Μάρτυ Ράισμαν, ο Ντικ Μάιλς («Ο Μάιλς ήταν ένας isolato που κουβαλούσε τον Οδυσσέα του Τζόυς υπό μάλης όπου πήγαινε»), ο Βίκτορ Μπάρνα, η Ρουθ Άαρονς, καλλιτέχνες που το λάτρεψαν όπως ο Χένρυ Μίλερ και ο Ζορζ Μουστακί, αναλύσεις για τα οφέλη στην υγεία, την διπλωματία και αλλού. Επιπλέον, έχει μέσα τον ίδιο τον Τσάρυν, σπουδαίο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας που μια ζωή μοιραζόταν ανάμεσα στη συγγραφή και το πινγκ πονγκ χωρίς να καλοξέρει και ο ίδιος σε ποιον τομέα έπρεπε να αφιερωθεί. «Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η ζωή μου! Δεν θα χρειαζόταν να κλείνομαι μέσα σε μια ζούγκλα από λέξεις. Θα είχα περάσει πενήντα χρόνια παίζοντας αδιάλειπτα πινγκ πονγκ αντί να ασχολούμαι με τις τσακισμένες σκάλες και τις κουπαστές της συγγραφικής τέχνης».
 
Ας μαθαίνουν και κάποιες «πρωτοετείς» συγγραφείς πώς γράφεται ένα αξιανάγνωστο memoir! Μορφωθείτε από τους καλύτερους, o Τσάρυν καταφέρνει να συγκινεί χωρίς μελούρες και χαρτομάντιλα (άσε μας, ακόμα μια φορά, κουκλίτσα μας Τάρα – έχω παρακολουθήσει για έξι συναπτά έτη, σε prime time zone, παρέα με την γιαγιά και λοιπούς random συγγενείς, ίσαμε 700 επεισόδια της «Λάμψης» και καμιά 500 του «Καλημέρα Ζωή», καθένα τους απολύτως βγαλμένο από την ζωή, γι’ αυτό ξεφορτώσου μας)! Η έκδοση της «Άγρας» είναι πανέμορφη, με ένα εξώφυλλο από τα πιο όμορφα που έχω δει ποτέ σε βιβλία, και έναν υπότιτλο που με την αμφίσημη χρήση της γλώσσας δίνει μια τέλεια αίσθηση στο περιεχόμενο. Υπέροχη σύνθεση και αν δώσετε αρκετοί τα λεφτά σας για να την αποκτήσετε, ίσως κάποτε εκδοθεί και το βιβλίο του Μάρτυ Ράισμαν, «The Money Player». Ενός φοβερά κουλ τύπου. Λέμε τώρα, σιγά μην εκδοθεί, έχουν σειρά άλλα memoir και λοιπές μπούρδες που θα κάνουν τις καρδιές μας να λιώσουν και τις εταιρείες χαρτομάντιλων να πλουτίσουν. Λίγη Ζωή… Πολλά Βιβλία! Έτσι πάει.  
 
 
Υ.Γ. 2666 […] Τον ρώτησα για τη συχνά επαναλαμβανόμενη φήμη ότι δεν πήγαινε ποτέ στη λέσχη του Λώρενς χωρίς τον Οδυσσέα υπό μάλης. Τον άκουσα να γελάει. «Εξακολουθώ να έχω τον Οδυσσέα υπό μάλης. Τον έχω διαβάσει μόλις πενήντα φορές. Μια ζωή διαβάζω αυτό το βιβλίο».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!