Όλοι έχετε πάθει Τσιτσιπάς τον τελευταίο καιρό και τρέχετε στα δωρεάν και λιμνάζοντα δημοτικά γηπεδάκια με τις ρακέτες σας παραμάσχαλα. Άλλοτε, σε συζητήσεις σε κλειστό χώρο αναλύετε με περισσή άγνοια γιατί το backhand του Στέφανου δεν λειτούργησε στο συγκεκριμένο γκέιμ και τι έπρεπε να κάνει ο Φέντερερ για να μην χάσει – κάπως δηλαδή όπως συζητάμε και εμείς γιατί ο Τζόυς μονολογεί μόνο εσωτερικά, ο Γουάλας δεν κάνει για μυθιστοριογράφος και η Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι για τα μπάζα! Έτσι είναι, το τένις και η λογοτεχνία είναι απαιτητικά αθλήματα. Εμείς όμως δεν θα μιλήσουμε για τένις, και εδώ που τα λέμε, ούτε καν για λογοτεχνία. «Μπροστά στο κανονικό τένις σηκώναμε αδιάφορα τους ώμους. Ήταν πολύ αργό για να μας αρέσει. Το βλέμμα μας δεν θα άντεχε τις γαργαντουικές διαστάσεις ενός γηπέδου τένις. Είχαμε ανάγκη από ένα τραπέζι 2,70 επί 1,50, ένα τεντωμένο πράσινο φιλέ κι ένα ωχρό μπαλάκι που μπορούσαμε να το λιώσουμε με τη φτέρνα, στη λέσχη του Μάρτυ Ράισμαν». Πιστεύω να καταλάβατε από το παραπάνω απόσπασμα ότι το λιωμένο μπαλάκι είναι μεταφορά της λογοτεχνίας. Λοιπόν, ποιος σερβίρει;
Αγάπησα πολύ το πινγκ πονγκ. Ένα από τα ελάχιστα δώρα της παιδικής μου ηλικίας που θυμάμαι ήταν ένα σετ πινγκ πονγκ που μου είχε δωρίσει μια θεία μου, με ένα φιλέ που ήταν πολύ μεγάλο για να προσαρμοστεί στα πλαστικά τραπέζια που αγοράζαμε από τα Ντάτσουν που βολόδερναν τότε στη γειτονιά. Πολύ αργότερα το ξανασυνάντησα στον στρατό. Κατά την διεστραμμένη λογική του στρατού, το μόνο που είχες να κάνεις εκεί μέσα είναι να παίζεις με μπαλάκια ή με άλλες συνδηλώσεις του πέους, όπως τα όπλα, που μας έβαζαν διαρκώς να λύνουμε και να δένουμε με αυνανιστική προσήλωση. Και στις δύο περιπτώσεις, η επαφή μου με αυτό δεν προχώρησε, αν και πιστεύω ότι θα γινόμουν πολύ καλός. Πλέον, το αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα αλλά δεν το βρίσκω παρά μόνο σε κάτι μπιλιαρδάδικα πληρώνοντας μια περιουσία για μια ώρα παιχνιδιού ή αν αναμειχθώ στην Χριστιανική Αδελφότητα Νέων Θεσσαλονίκης (δυστυχώς από το αρκτικόλεξο Χ.Α.Ν.Θ πληρώ μόνο το Θ!!). Το πινγκ πονγκ βιώνει πια περίοδο ξεπεσμού όπως ακριβώς συνέβη και στο Μπρούκλυν της δεκαετίας του 70, ύστερα από το πικ της δημοτικότητάς του. Ανέκαθεν ήταν ένα άθλημα του περιθωρίου και ο Τσάρυν στο βιβλίο του περιγράφει γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Τελευταία το γύρισα στο τένις γιατί βρίσκω ελεύθερα γήπεδα (απορώ γιατί είναι τόσο δύσκολο για τον Δήμο να βάλει 5 τραπέζια πινγκ πονγκ σε έναν χώρο, με δωρεάν είσοδο ή έστω είσοδο με μικρό αντίτιμο) αλλά θεωρώ το πινγκ πονγκ απείρως καλύτερο από το τένις. Όπως θα καταλάβετε αν συνεχίσετε την ανάγνωση του παρόντος, στο πινγκ πονγκ εισέρχεσαι κρατώντας υπό μάλης τον Τζόυς, ενώ στο τένις τον Γουάλας! Καμία σχέση, παιδιά!!
[…] Ο Μάρτυ άρχισε πάλι να συμμετέχει σε τουρνουά. Παράτησε την λαστιχένια ρακέτα του στους Παναμερικανούς του 1960, έπαιξε με ρακέτα με σπόγγο και κέρδισε το πρωτάθλημα στο απλό των ανδρών. Αλλά το γεγονός δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα. «Πριν από την εισαγωγή του σπόγγου υπήρχε ένας διάλογος μεταξύ των δύο παικτών, που οι περισσότεροι τον καταλάβαιναν. Ένας κορυφαίος επιθετικός, διερευνώντας την κατάσταση σαν μεγάλος σκακιστής που έχει τα λευκά, μπορούσε να κάνει δέκα, είκοσι ή και τριάντα κινήσεις μόνο και μόνο για να φτάσει στο ματ, στο θανατηφόρο καρφί».
Ίσως αποτελεί ειρωνεία της τύχης αλλά ο Bobby Fisher, ένας από τους σπουδαιότερους πρωταθλητές όλων των εποχών στο σκάκι, έπαιξε επίσης πινγκ πονγκ, και μάλιστα στη λέσχη του Μάρτυ. «Ο Φίσερ έπαιζε επιτραπέζιο τένις με τον ίδιο τρόπο που έπαιζε σκάκι: έντονα, άγρια, θέλοντας να αρπάξει τον αντίπαλο απ’ τον λαιμό. Δεν έπαιζε άσχημα, παρόλο που το στυλ του ήταν αδέξιο και ανορθόδοξο. Η αυτοσυγκέντρωσή του ήταν εκπληκτική». Ο Ράισμαν τον θυμάται ως «φονιά, έναν ανελέητο, ασυνείδητο, ψυχρό τύπο που σε ευνούχιζε…»
Και ο Ράισμαν; Έπαιξε ποτέ τόσο άγρια όσο ο Μπόμπυ Φίσερ έχοντας τα «λευκά»;
Ίσως αποτελεί ειρωνεία της τύχης αλλά ο Bobby Fisher, ένας από τους σπουδαιότερους πρωταθλητές όλων των εποχών στο σκάκι, έπαιξε επίσης πινγκ πονγκ, και μάλιστα στη λέσχη του Μάρτυ. «Ο Φίσερ έπαιζε επιτραπέζιο τένις με τον ίδιο τρόπο που έπαιζε σκάκι: έντονα, άγρια, θέλοντας να αρπάξει τον αντίπαλο απ’ τον λαιμό. Δεν έπαιζε άσχημα, παρόλο που το στυλ του ήταν αδέξιο και ανορθόδοξο. Η αυτοσυγκέντρωσή του ήταν εκπληκτική». Ο Ράισμαν τον θυμάται ως «φονιά, έναν ανελέητο, ασυνείδητο, ψυχρό τύπο που σε ευνούχιζε…»
Και ο Ράισμαν; Έπαιξε ποτέ τόσο άγρια όσο ο Μπόμπυ Φίσερ έχοντας τα «λευκά»;
Πριν ακόμα φτάσω στο συγκεκριμένο απόσπασμα, διαβάζοντας για τα πρώτα βήματα του Μάρτυ Ράισμαν, είχα ήδη αρχίσει να δημιουργώ στο μυαλό μου κάποιες εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στους δύο αθλητές. Όπως ο Μπόμπι Φίσερ, έτσι και ο Μάρτυ Ράισμαν, ήταν ρομαντικοί τύποι που αγαπούσαν υπερβολικά το άθλημά τους και αγανακτούσαν να το βλέπουν να τυποποιείται. Ο εκσυγχρονισμός φέρνει και μια κάποια τυποποίηση, δεκτό, αλλά στερεί μέρος από την γοητεία που του ενέπνευσαν οι πρωτοπόροι του είδους. Ο Φίσερ αγανακτούσε με το γεγονός ότι το σκάκι είχε μετατραπεί σε μια εγκυκλοπαίδεια χιλιάδων ανοιγμάτων έτσι ώστε ακόμα και ένας μέτριος παίκτης με καλή μνήμη να μπορούσε να διεκδικήσει κάτι καλύτερο. Αποστραγγιζόταν η φαντασία και η προσωπική δυναμική κάθε παίκτη. Γι’ αυτό δημιούργησε την παραλλαγή «Chess960» όπου η σειρά των βαριών κομματιών στην αρχική θέση θα είναι ανακατεμένη (με δυνατότητα να λάβει 960 διαφορετικές αρχικές θέσεις) αποτρέποντας τους επίδοξους παίκτες να βουτήξουν σε μια δεξαμενή έτοιμων ανοιγμάτων αλλά να βουτήξουν επισφαλώς στο ίδιο τους το μυαλό, με όποια αποτελέσματα συνεπάγεται πάντα αυτό. Ο Ράισμαν από την άλλη αγανάκτησε όταν σε ένα κρίσιμο παγκόσμιο πρωτάθλημα για αυτόν, εμφανίστηκε ένας γιαπωνέζος κρατώντας μια ρακέτα-σάντουιτς, με σπόγγο, που μπορούσε να δώσει διαβολεμένα φάλτσα και απίστευτη ταχύτητα στο μπαλάκι στέλνοντάς το στα πιο πιθανά και απίθανα μέρη. Μία ρακέτα που απορροφούσε τον ήχο από ένα άθλημα που ονομάστηκε έτσι λόγω του ήχου που κάνει χτυπώντας μια στην ρακέτα και μια στο τραπέζι (ας πούμε, σιώπησε… το πινγκ!) και συνεκδοχικά απορρόφησε και όλη την τεχνική και επιδεξιότητα που απαιτούσε το άθλημα από τους προηγούμενους σπεσιαλίστες παίκτες πριν την εμφάνισή της.
Σε αντίθεση με τον Φίσερ που τα έκανε πουτάνα όλα στον σκακιστικό κόσμο, ο Ράισμαν φέρθηκε πιο ήπια, αποδέχθηκε εκείνη την μοιραία σπογγώδη ήττα του παγκόσμιου πρωταθλήματος, «η πραγματική του ιστορία βρίσκεται στην ήττα», και έμεινε για πάντα ο φινετσάτος παίκτης που υπήρξε σε όλη του την ζωή. Το βιβλίο του Τσάρυν είναι απολύτως γαμάτο φέρνοντας στο προσκήνιο εμβληματικές μορφές του πινγκ πινγκ, όπως ο Μάρτυ Ράισμαν, ο Ντικ Μάιλς («Ο Μάιλς ήταν ένας isolato που κουβαλούσε τον Οδυσσέα του Τζόυς υπό μάλης όπου πήγαινε»), ο Βίκτορ Μπάρνα, η Ρουθ Άαρονς, καλλιτέχνες που το λάτρεψαν όπως ο Χένρυ Μίλερ και ο Ζορζ Μουστακί, αναλύσεις για τα οφέλη στην υγεία, την διπλωματία και αλλού. Επιπλέον, έχει μέσα τον ίδιο τον Τσάρυν, σπουδαίο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας που μια ζωή μοιραζόταν ανάμεσα στη συγγραφή και το πινγκ πονγκ χωρίς να καλοξέρει και ο ίδιος σε ποιον τομέα έπρεπε να αφιερωθεί. «Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η ζωή μου! Δεν θα χρειαζόταν να κλείνομαι μέσα σε μια ζούγκλα από λέξεις. Θα είχα περάσει πενήντα χρόνια παίζοντας αδιάλειπτα πινγκ πονγκ αντί να ασχολούμαι με τις τσακισμένες σκάλες και τις κουπαστές της συγγραφικής τέχνης».
Ας μαθαίνουν και κάποιες «πρωτοετείς» συγγραφείς πώς γράφεται ένα αξιανάγνωστο memoir! Μορφωθείτε από τους καλύτερους, o Τσάρυν καταφέρνει να συγκινεί χωρίς μελούρες και χαρτομάντιλα (άσε μας, ακόμα μια φορά, κουκλίτσα μας Τάρα – έχω παρακολουθήσει για έξι συναπτά έτη, σε prime time zone, παρέα με την γιαγιά και λοιπούς random συγγενείς, ίσαμε 700 επεισόδια της «Λάμψης» και καμιά 500 του «Καλημέρα Ζωή», καθένα τους απολύτως βγαλμένο από την ζωή, γι’ αυτό ξεφορτώσου μας)! Η έκδοση της «Άγρας» είναι πανέμορφη, με ένα εξώφυλλο από τα πιο όμορφα που έχω δει ποτέ σε βιβλία, και έναν υπότιτλο που με την αμφίσημη χρήση της γλώσσας δίνει μια τέλεια αίσθηση στο περιεχόμενο. Υπέροχη σύνθεση και αν δώσετε αρκετοί τα λεφτά σας για να την αποκτήσετε, ίσως κάποτε εκδοθεί και το βιβλίο του Μάρτυ Ράισμαν, «The Money Player». Ενός φοβερά κουλ τύπου. Λέμε τώρα, σιγά μην εκδοθεί, έχουν σειρά άλλα memoir και λοιπές μπούρδες που θα κάνουν τις καρδιές μας να λιώσουν και τις εταιρείες χαρτομάντιλων να πλουτίσουν. Λίγη Ζωή… Πολλά Βιβλία! Έτσι πάει.
Υ.Γ. 2666 […] Τον ρώτησα για τη συχνά επαναλαμβανόμενη φήμη ότι δεν πήγαινε ποτέ στη λέσχη του Λώρενς χωρίς τον Οδυσσέα υπό μάλης. Τον άκουσα να γελάει. «Εξακολουθώ να έχω τον Οδυσσέα υπό μάλης. Τον έχω διαβάσει μόλις πενήντα φορές. Μια ζωή διαβάζω αυτό το βιβλίο».
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου
Κουβεντολόι με μια μούμια!
Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.