Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σας πετάω το μπαλάκι


Όλοι έχετε πάθει Τσιτσιπάς τον τελευταίο καιρό και τρέχετε στα δωρεάν και λιμνάζοντα δημοτικά γηπεδάκια με τις ρακέτες σας παραμάσχαλα. Άλλοτε, σε συζητήσεις σε κλειστό χώρο αναλύετε με περισσή άγνοια γιατί το backhand του Στέφανου δεν λειτούργησε στο συγκεκριμένο γκέιμ και τι έπρεπε να κάνει ο Φέντερερ για να μην χάσει – κάπως δηλαδή όπως συζητάμε και εμείς γιατί ο Τζόυς μονολογεί μόνο εσωτερικά, ο Γουάλας δεν κάνει για μυθιστοριογράφος και η Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι για τα μπάζα! Έτσι είναι, το τένις και η λογοτεχνία είναι απαιτητικά αθλήματα. Εμείς όμως δεν θα μιλήσουμε για τένις, και εδώ που τα λέμε, ούτε καν για λογοτεχνία. «Μπροστά στο κανονικό τένις σηκώναμε αδιάφορα τους ώμους. Ήταν πολύ αργό για να μας αρέσει. Το βλέμμα μας δεν θα άντεχε τις γαργαντουικές διαστάσεις ενός γηπέδου τένις. Είχαμε ανάγκη από ένα τραπέζι 2,70 επί 1,50, ένα τεντωμένο πράσινο φιλέ κι ένα ωχρό μπαλάκι που μπορούσαμε να το λιώσουμε με τη φτέρνα, στη λέσχη του Μάρτυ Ράισμαν». Πιστεύω να καταλάβατε από το παραπάνω απόσπασμα ότι το λιωμένο μπαλάκι είναι μεταφορά της λογοτεχνίας. Λοιπόν, ποιος σερβίρει;
 
Αγάπησα πολύ το πινγκ πονγκ. Ένα από τα ελάχιστα δώρα της παιδικής μου ηλικίας που θυμάμαι ήταν ένα σετ πινγκ πονγκ που μου είχε δωρίσει μια θεία μου, με ένα φιλέ που ήταν πολύ μεγάλο για να προσαρμοστεί στα πλαστικά τραπέζια που αγοράζαμε από τα Ντάτσουν που βολόδερναν τότε στη γειτονιά. Πολύ αργότερα το ξανασυνάντησα στον στρατό. Κατά την διεστραμμένη λογική του στρατού, το μόνο που είχες να κάνεις εκεί μέσα είναι να παίζεις με μπαλάκια ή με άλλες συνδηλώσεις του πέους, όπως τα όπλα, που μας έβαζαν διαρκώς να λύνουμε και να δένουμε με αυνανιστική προσήλωση. Και στις δύο περιπτώσεις, η επαφή μου με αυτό δεν προχώρησε, αν και πιστεύω ότι θα γινόμουν πολύ καλός. Πλέον, το αναζητώ στη Σαλονίκη ξημερώματα αλλά δεν το βρίσκω παρά μόνο σε κάτι μπιλιαρδάδικα πληρώνοντας μια περιουσία για μια ώρα παιχνιδιού ή αν αναμειχθώ στην Χριστιανική Αδελφότητα Νέων Θεσσαλονίκης (δυστυχώς από το αρκτικόλεξο Χ.Α.Ν.Θ πληρώ μόνο το Θ!!). Το πινγκ πονγκ βιώνει πια περίοδο ξεπεσμού όπως ακριβώς συνέβη και στο Μπρούκλυν της δεκαετίας του 70, ύστερα από το πικ της δημοτικότητάς του. Ανέκαθεν ήταν ένα άθλημα του περιθωρίου και ο Τσάρυν στο βιβλίο του περιγράφει γιατί συμβαίνει αυτό και γιατί δεν θα έπρεπε να συμβαίνει. Τελευταία το γύρισα στο τένις γιατί βρίσκω ελεύθερα γήπεδα (απορώ γιατί είναι τόσο δύσκολο για τον Δήμο να βάλει 5 τραπέζια πινγκ πονγκ σε έναν χώρο, με δωρεάν είσοδο ή έστω είσοδο με μικρό αντίτιμο) αλλά θεωρώ το πινγκ πονγκ απείρως καλύτερο από το τένις. Όπως θα καταλάβετε αν συνεχίσετε την ανάγνωση του παρόντος, στο πινγκ πονγκ εισέρχεσαι κρατώντας υπό μάλης τον Τζόυς, ενώ στο τένις τον Γουάλας! Καμία σχέση, παιδιά!! 
 
Τζερόμ Τσάρυν και Ζορζ Μουστακί

 
[…] Ο Μάρτυ άρχισε πάλι να συμμετέχει σε τουρνουά. Παράτησε την λαστιχένια ρακέτα του στους Παναμερικανούς του 1960, έπαιξε με ρακέτα με σπόγγο και κέρδισε το πρωτάθλημα στο απλό των ανδρών. Αλλά το γεγονός δεν τον χαροποίησε ιδιαίτερα. «Πριν από την εισαγωγή του σπόγγου υπήρχε ένας διάλογος μεταξύ των δύο παικτών, που οι περισσότεροι τον καταλάβαιναν. Ένας κορυφαίος επιθετικός, διερευνώντας την κατάσταση σαν μεγάλος σκακιστής που έχει τα λευκά, μπορούσε να κάνει δέκα, είκοσι ή και τριάντα κινήσεις μόνο και μόνο για να φτάσει στο ματ, στο θανατηφόρο καρφί».

Ίσως αποτελεί ειρωνεία της τύχης αλλά ο Bobby Fisher, ένας από τους σπουδαιότερους πρωταθλητές όλων των εποχών στο σκάκι, έπαιξε επίσης πινγκ πονγκ, και μάλιστα στη λέσχη του Μάρτυ. «Ο Φίσερ έπαιζε επιτραπέζιο τένις με τον ίδιο τρόπο που έπαιζε σκάκι: έντονα, άγρια, θέλοντας να αρπάξει τον αντίπαλο απ’ τον λαιμό. Δεν έπαιζε άσχημα, παρόλο που το στυλ του ήταν αδέξιο και ανορθόδοξο. Η αυτοσυγκέντρωσή του ήταν εκπληκτική». Ο Ράισμαν τον θυμάται ως «φονιά, έναν ανελέητο, ασυνείδητο, ψυχρό τύπο που σε ευνούχιζε…»

Και ο Ράισμαν; Έπαιξε ποτέ τόσο άγρια όσο ο Μπόμπυ Φίσερ έχοντας τα «λευκά»;

 
Πριν ακόμα φτάσω στο συγκεκριμένο απόσπασμα, διαβάζοντας για τα πρώτα βήματα του Μάρτυ Ράισμαν, είχα ήδη αρχίσει να δημιουργώ στο μυαλό μου κάποιες εκλεκτικές συγγένειες ανάμεσα στους δύο αθλητές. Όπως ο Μπόμπι Φίσερ, έτσι και ο Μάρτυ Ράισμαν, ήταν ρομαντικοί τύποι που αγαπούσαν υπερβολικά το άθλημά τους και αγανακτούσαν να το βλέπουν να τυποποιείται. Ο εκσυγχρονισμός φέρνει και μια κάποια τυποποίηση, δεκτό, αλλά στερεί μέρος από την γοητεία που του ενέπνευσαν οι πρωτοπόροι του είδους. Ο Φίσερ αγανακτούσε με το γεγονός ότι το σκάκι είχε μετατραπεί σε μια εγκυκλοπαίδεια χιλιάδων ανοιγμάτων έτσι ώστε ακόμα και ένας μέτριος παίκτης με καλή μνήμη να μπορούσε να διεκδικήσει κάτι καλύτερο. Αποστραγγιζόταν η φαντασία και η προσωπική δυναμική κάθε παίκτη. Γι’ αυτό δημιούργησε την παραλλαγή «Chess960» όπου η σειρά των βαριών κομματιών στην αρχική θέση θα είναι ανακατεμένη (με δυνατότητα να λάβει 960 διαφορετικές αρχικές θέσεις) αποτρέποντας τους επίδοξους παίκτες να βουτήξουν σε μια δεξαμενή έτοιμων ανοιγμάτων αλλά να βουτήξουν επισφαλώς στο ίδιο τους το μυαλό, με όποια αποτελέσματα συνεπάγεται πάντα αυτό. Ο Ράισμαν από την άλλη αγανάκτησε όταν σε ένα κρίσιμο παγκόσμιο πρωτάθλημα για αυτόν, εμφανίστηκε ένας γιαπωνέζος κρατώντας μια ρακέτα-σάντουιτς, με σπόγγο, που μπορούσε να δώσει διαβολεμένα φάλτσα και απίστευτη ταχύτητα στο μπαλάκι στέλνοντάς το στα πιο πιθανά και απίθανα μέρη. Μία ρακέτα που απορροφούσε τον ήχο από ένα άθλημα που ονομάστηκε έτσι λόγω του ήχου που κάνει χτυπώντας μια στην ρακέτα και μια στο τραπέζι (ας πούμε, σιώπησε… το πινγκ!) και συνεκδοχικά απορρόφησε και όλη την τεχνική και επιδεξιότητα που απαιτούσε το άθλημα από τους προηγούμενους σπεσιαλίστες παίκτες πριν την εμφάνισή της. 
 

Σε αντίθεση με τον Φίσερ που τα έκανε πουτάνα όλα στον σκακιστικό κόσμο, ο Ράισμαν φέρθηκε πιο ήπια, αποδέχθηκε εκείνη την μοιραία σπογγώδη ήττα του παγκόσμιου πρωταθλήματος, «η πραγματική του ιστορία βρίσκεται στην ήττα», και έμεινε για πάντα ο φινετσάτος παίκτης που υπήρξε σε όλη του την ζωή. Το βιβλίο του Τσάρυν είναι απολύτως γαμάτο φέρνοντας στο προσκήνιο εμβληματικές μορφές του πινγκ πινγκ, όπως ο Μάρτυ Ράισμαν, ο Ντικ Μάιλς («Ο Μάιλς ήταν ένας isolato που κουβαλούσε τον Οδυσσέα του Τζόυς υπό μάλης όπου πήγαινε»), ο Βίκτορ Μπάρνα, η Ρουθ Άαρονς, καλλιτέχνες που το λάτρεψαν όπως ο Χένρυ Μίλερ και ο Ζορζ Μουστακί, αναλύσεις για τα οφέλη στην υγεία, την διπλωματία και αλλού. Επιπλέον, έχει μέσα τον ίδιο τον Τσάρυν, σπουδαίο συγγραφέα αστυνομικής λογοτεχνίας που μια ζωή μοιραζόταν ανάμεσα στη συγγραφή και το πινγκ πονγκ χωρίς να καλοξέρει και ο ίδιος σε ποιον τομέα έπρεπε να αφιερωθεί. «Πόσο διαφορετική θα μπορούσε να είναι η ζωή μου! Δεν θα χρειαζόταν να κλείνομαι μέσα σε μια ζούγκλα από λέξεις. Θα είχα περάσει πενήντα χρόνια παίζοντας αδιάλειπτα πινγκ πονγκ αντί να ασχολούμαι με τις τσακισμένες σκάλες και τις κουπαστές της συγγραφικής τέχνης».
 
Ας μαθαίνουν και κάποιες «πρωτοετείς» συγγραφείς πώς γράφεται ένα αξιανάγνωστο memoir! Μορφωθείτε από τους καλύτερους, o Τσάρυν καταφέρνει να συγκινεί χωρίς μελούρες και χαρτομάντιλα (άσε μας, ακόμα μια φορά, κουκλίτσα μας Τάρα – έχω παρακολουθήσει για έξι συναπτά έτη, σε prime time zone, παρέα με την γιαγιά και λοιπούς random συγγενείς, ίσαμε 700 επεισόδια της «Λάμψης» και καμιά 500 του «Καλημέρα Ζωή», καθένα τους απολύτως βγαλμένο από την ζωή, γι’ αυτό ξεφορτώσου μας)! Η έκδοση της «Άγρας» είναι πανέμορφη, με ένα εξώφυλλο από τα πιο όμορφα που έχω δει ποτέ σε βιβλία, και έναν υπότιτλο που με την αμφίσημη χρήση της γλώσσας δίνει μια τέλεια αίσθηση στο περιεχόμενο. Υπέροχη σύνθεση και αν δώσετε αρκετοί τα λεφτά σας για να την αποκτήσετε, ίσως κάποτε εκδοθεί και το βιβλίο του Μάρτυ Ράισμαν, «The Money Player». Ενός φοβερά κουλ τύπου. Λέμε τώρα, σιγά μην εκδοθεί, έχουν σειρά άλλα memoir και λοιπές μπούρδες που θα κάνουν τις καρδιές μας να λιώσουν και τις εταιρείες χαρτομάντιλων να πλουτίσουν. Λίγη Ζωή… Πολλά Βιβλία! Έτσι πάει.  
 
 
Υ.Γ. 2666 […] Τον ρώτησα για τη συχνά επαναλαμβανόμενη φήμη ότι δεν πήγαινε ποτέ στη λέσχη του Λώρενς χωρίς τον Οδυσσέα υπό μάλης. Τον άκουσα να γελάει. «Εξακολουθώ να έχω τον Οδυσσέα υπό μάλης. Τον έχω διαβάσει μόλις πενήντα φορές. Μια ζωή διαβάζω αυτό το βιβλίο».

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !