Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Σεληνιασμός



Να δουλεύεις στη NASA είναι καλό, να μην δουλεύεις είναι ακόμα καλύτερο. Το φάγατε το κοριτσάκι επειδή βραβεύτηκε για την δουλειά που δεν έκανε στη NASA, όταν το ίδιο γίνεται κατά κόρον και στο πεδίο της λογοτεχνίας στην Ελλάδα. Πολλοί νομίζουν ότι δουλεύουν σκληρά πάνω στην λογοτεχνία και έρχονται από πάνω και κάποιοι και τους βραβεύουν για αυτό! Σαν να λέμε, η δουλειά γίνεται… όταν ταυτόχρονα δεν γίνεται δουλειά!! Τουλάχιστον, ο Άντι Γουίρ μπορεί να μην δούλευε στη NASA αλλά ήξερε να δουλεύει πάνω στη λογοτεχνία χρησιμοποιώντας όσα πολύτιμα μάθαινε από την δουλειά που δεν έκανε στη NASA. Και στο τέλος ήρθε και το βραβείο – «Goodreads Choice Award 2017». Σιγά το βραβείο θα μου πείτε· άμα ήξεραν οι αναγνώστες να κρίνουν μόνοι τους τα βιβλία που διαβάζουν, θα σταματούσε η περιστροφή της Σελήνης γύρω από τη Γη από την έκπληξή της! Τι να πω και γω επί του θέματος, δεν γνωρίζω. Αν θέλετε «πυραυλοκίνητες» κριτικές, αναζητήστε αλλού – εδώ, μόνο κρότου-λάμψης! Welcome to the dark side of the Moon!
 
Το νέο βιβλίο του Άντι Γουίρ ακολουθεί το hype του πρώτου και πολλοί αποφάινονται ότι δεν είναι τόσο καλό όσο εκείνο. Επιτρέψτε μου να έχω αντίθετη άποψη – έχω ανάδρομο Ερμή και Σελήνη στον Σκορπιό, θα με υποστείτε με το ζόρι τώρα. «Ο Άνθρωπος στον Άρη» είχε μια ιδιαιτερότητα που δεν την έχει η «Άρτεμις» αλλά αυτό δεν σημαίνει κάτι για την ποιότητα του ενός έναντι του άλλου. Το πρώτο βιβλίο ξεκινούσε με μια διαολεμένα άσχημη κατάσταση για τον ήρωά του, κάνοντας τους αναγνώστες να ταυτιστούν από την αρχή. Από κει και πέρα το μόνο που περίμενε ο αναγνώστης ήταν να δει πότε θα ξεφουσκώσει η πλοκή ύστερα από την τεράστια αλληλουχία ατυχιών και κατ’ ακολουθία ευρηματικών λύσεων που τον έσωζαν την τελευταία στιγμή. Ο λόγος που δεν ξεφούσκωσε το βιβλίο είναι γιατί ο Γουίρ είναι ευρηματικότατος συγγραφέας που μοίρασε την πλοκή του ιδανικά. 
 

 
Στην «Άρτεμις» οι αναγνώστες απογοητεύτηκαν κάπως που δεν είδαν την πλοκή να εξελίσσεται τόσο γοργά (εδώ έπρεπε να διαχειριστεί πάμπολλους χαρακτήρες και μια ολόκληρη πόλη) όσο ενδεχομένως θα περίμεναν, ενώ ταυτόχρονα τσαντίστηκαν γιατί είδαν στην ηρωίδα του βιβλίου, Τζασμίν – για τους φίλους, Τζαζ – Μπασάρα ένα κυνικό κακέκτυπο του ήρωα του προηγούμενου βιβλίου, Μαρκ Γουάτνι. Αυτό που με τσάντισε περισσότερο ήταν όταν χάζεψα λίγο τις κριτικές στο Goodreads (για να δω τέλος πάντων, με τι κριτήρια δίνονται τα βραβεία!) και είδα πολλά σχόλια αναγνωστών, στην πλειονότητά τους γυναικών, να λένε ότι ο χαρακτήρας της Τζαζ είναι γεμάτος στερεότυπα και ότι οι γυναίκες δεν είναι τόσο κυνικές και αμοαραλίστριες, κλπ, ξεχνώντας όμως να μας πουν στα σχόλια τους πώς θα έπρεπε να είναι οι γυναίκες… σύμφωνα με τα δικά τους στερεότυπα! Προσωπικά, δεν βρήκα τίποτα άσχημο στην σκιαγράφηση της υπέροχης Τζαζ αλλά εγώ είμαι και απαίσιος άντρας και δεν πρέπει να με πιστεύετε.
 
«Έτοιμη για μείωση;» ρώτησε ο Ντέιλ από τον ασύρματο.
«Ναι, νιώθω αρκετά μειωμένη», είπα.

 
Η Θλιμμένη Τζασμίν τα έχει κάνει ψιλοσκατά με τη ζωή της στη σεληνιακή πόλη «Άρτεμις» όπου ζει, προσπαθώντας να τα φέρει βόλτα όπως όπως. Δεν άκουσε αυτό που μας λένε όλοι οι γονείς κάπου εκεί στο λύκειο, Στρώσου να διαβάσεις αλλιώς θα καταλήξεις χαμάλης, και έτσι, όντως κατάντησε αχθοφόρος στο Λιμάνι εισάγοντας και κάποια παράνομα είδη από την Γη για τους πλούσιους τουρίστες που κατέκλυζαν την πόλη, για να εξασφαλίζει ένα επιπλέον εισόδημα. «Αν αρχίσεις να κάνεις κήρυγμα και να λες ότι πρέπει να αξιοποιήσω τις δυνατότητές μου, καλύτερα να με πυροβολήσεις». Βέβαια, όταν η πλοκή του βιβλίου απογειώθηκε και εκείνη αποφάσισε τελικά να αξιοποιήσει τις δυνατότητές της, και πυροβολισμοί έπεσαν, και χαμός έγινε, και απ’ όλα.
 
Ξέρω ότι δεν γίνεται σύγκριση των μεγεθών, αλλά θα πω ότι ο Άντι Γουίρ μού θυμίζει ελαφρώς τον Τόμας Πύντσον, τουλάχιστον σε 3 καίρια σημεία. Το λέω μετά λόγου γνώσεως αν και υπάρχουν πολλοί εκεί έξω που ισχυρίζονται ότι δεν σκαμπάζω τίποτα από λογοτεχνία ή ότι έχω το ακαταλόγιστο, και γενικά κινούμαι στην επιφάνεια της επιφανειακής επιφάνειας, δίχως καν να οραματίζομαι την βαθιά βαθύτητα της βαθύνοιας. Θεωρώ ότι ο Γουίρ χρησιμοποιεί κάποια βασικά μοτίβα που τον κάνουν ξεχωριστό. Τα τρία σημεία σύγκλισης με τον Πύντσον είναι η συμπάθεια που τρέφει για τους συνήθως αποπροσανατολισμένους ήρωές του, το ιδιαίτερο χιούμορ του και οι δεκάδες επιστημονικές ή επιστημονικοφανείς πληροφορίες που έχει στα βιβλία του – με μια δόση συνωμοσίας μάλιστα, στο τελευταίο του βιβλίο. «Το να φτιάχνεις έναν πολιτισμό έχει και τις βρόμικες πλευρές του, Τζασμίν. Η εναλλακτική, όμως, είναι να μην έχεις καθόλου πολιτισμό»
 

 
Το βιβλίο έρχεται πάλι από τις εκδόσεις «Παπαδόπουλος» σε ωραία μετάφραση του Χριστόδουλου Λιθαρή. Συνήθως όταν χρησιμοποιούμε την φράση «Απλώς καλό» ή «Καλό» για ένα βιβλίο, το εννοούμε με έναν υπονομευτικό τόνο, σαν ευφημισμό. Το κάνω και εγώ κατά καιρούς και μου την σπάει αυτό. Ενώ είναι αξιοθαύμαστο και δύσκολο εγχείρημα να γράψεις ένα απλώς καλό βιβλίο. Ο Γουίρ το κάνει με μαεστρία, και αγάπη για τους αναγνώστες του. Δεν χρησιμοποιεί ευκολίες, ούτε κόλπα, αλλά το κάνει με μια σοβαρή ελαφράδα, σαν να χρησιμοποιεί μόνο το 1/6 της βαρύτητας! Και αυτό δεν είναι καθόλου αμελητέο, οι περισσότεροι συγγραφείς γράφουν… στο κενό!
 
Υ.Γ. 2666 «Η Νέα Υόρκη έχει την Πέμπτη Λεωφόρο, το Λονδίνο έχει την Μποντ Στριτ και η Άρτεμη έχει την Καμάρα». Καμάρα έχει και η Θεσσαλονίκη, φιλαράκι! Πώς το’ πες αυτό Αντίχριστε;

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Γελοιότητες

Αρχίσααααμεεεε… πριν από δύο μέρες και η τελετή λήξης φαντάζει πολύ μακρινή για την ώρα. Ο μπλε Διόνυσος έγινε κόκκινος από το θυμό του που οι διοργανωτές των Ολυμπιακών Αγώνων βγήκαν σήμερα και ζήτησαν συγγνώμη από Χριστιανούς και λοιπές συλλογικότητες ενώ κάπου σε μια παραλία στην Ελλάδα ο Γέρων Παστίτσιος γελάει χαιρέκακα ανακατεύοντας το φρεντάκι του. Η Μαρία Αντουανέτα κόβει το κεφάλι της ότι η Τελετή Έναρξης ήταν αξιοπρεπέστατη και δεν συμμερίζεται καθόλου την κοινή γνώμη που θεωρεί ότι εδώ ο κόσμος καίγεται, βαρκούλες αρμενίζουν (στον Σηκουάνα). Κάποιοι λιγότερο αιθεροβάμονες υποστηρίζουν χλευαστικά και τελεσίδικα ότι μας τα κάνατε αερόστατο, έλεος κάπου. «Γιατί το γελοίο δεν είναι παρά αυτό το παραπάνω που πέφτει στη ζυγαριά της ζωής με στόχο η τελευταία να μη χαθεί στην άβυσσο της σοβαρότητας» . 

Όντα και μη όντα

  Αφού εξαντλήσαμε τον φυσικό τρόμο ας περάσουμε λίγο και στον υπερφυσικό. Και ο Γκυ ντε Μωπασάν όπως κάθε άξιος δημιουργός μυθοπλασίας μπορεί να μη θυμόταν στην πορεία της ζωής του τι έγραψε στα 24 , γιατί ήταν και πολυγραφότατος ο σατανάς και μεταμορφωνόταν κάθε φορά σε κάτι διαφορετικό. Τα μυθιστορήματά του ποτέ δεν με άγγιξαν και τα βαριόμουν αλλά εκεί που διέπρεψε είναι στο διήγημα όπως παραδέχονται όλοι ανεξαιρέτως – αλλά και εκεί όμως υπήρξαν κάποιες διαβαθμίσεις ποιότητας και ενάργειας. Ας πούμε δεν μπορώ να διώξω από την καρδιά μου την τρομακτική αίσθηση που φώλιασε εκεί πριν από πολλά χρόνια όταν έτυχε να διαβάσω την συλλογή « Ιστορίες της μέρας και της νύχτας » – και το πιο τρομακτικό είναι ότι συνειδητοποίησα μόλις τώρα που το γράφω ότι μου χάρισαν πρόσφατα την ίδια συλλογή, στην ίδια μετάφραση, αλλά από τις εκδόσεις «Gema» και νιώθω ήδη ένα ρίγος να με διατρέχει στην σκέψη ότι μπορώ(;) να την ξαναδιαβάσω! Από την άλλη, ετούτες οι υπερφυσικές ιστορίες της συλλογής φαίνετ