Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ρεμάλι όρθιο



To άλλοτε επίκαιρο παραμύθι της συγκεκριμένης γιορτινής περιόδου, το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα», δεν έχει πλέον τύχη στην εποχή μας γιατί είναι πολιτικά μη ορθό, σε σύγκριση με τον συγγραφέα του που είχε την τύχη να πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια γλυτώνοντας τον εξευτελισμό. Αυτά που μας συγκινούν πια είναι παραμύθια για φτωχά κοριτσάκια που ξαπλώνουν δίπλα από τα βιβλιοπωλεία και πεινάνε περισσότερο για βιβλία παρά για ψωμί – αν βέβαια γνώριζαν και το παραμυθάκι των κριτικών που τα συνοδεύει, τότε σίγουρα θα επέλεγαν το ψωμί! Το κοριτσάκι του Άντερσεν, σήμερα θα κρατούσε τα σπίρτα για την πάρτη του και θα άναβε δυο-τρία τσιγάρα εκεί στη μέση του δρόμου ανάμεσα στους δυστυχισμένους καταναλωτές των γιορτών. Θέλει κότσια όμως να μιλήσεις για το κοριτσάκι και το τσιγάρο· ειδικά τώρα με τον αντικαπνιστικό νόμο του Κούλη υπάρχει περίπτωση να πας να ανάψεις ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι σου και να σε συλλάβουν τα ΜΑΤ! «Η παιδική ηλικία έγινε το όνειρο της κοινωνίας, αυτό που της επιτρέπει να ανέχεται τους περιορισμούς, όπως ανεχόμασταν την παιδική μας ηλικία συντηρώντας το όνειρο της ενηλικίωσης…». Καθίστε αναπαυτικά, θα σας μιλήσω για την πολιτική ορθότητα!  
 
Αυτό το βιβλίο ήταν εντελώς άγνωστο σε μένα – συμβαίνει, μην χάσκετε – και μου το έκανε δώρο μία καλή φίλη που φαίνεται ότι ξέρει να με διαβάζει αρκετά σωστά. Το πολλά υποσχόμενο οπισθόφυλλο, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των πολλά υποσχόμενων οπισθόφυλλων, κατάφερε να μην διαψευστεί μετά το πέρας της ανάγνωσης. Βέβαια, η φράση «γραμμένο με τον τρόπο και το χιούμορ του Σουίφτ...» τσινάει κάπως, μιας και κανείς άλλος δεν μπορεί να γράψει με τον τρόπο και το χιούμορ του Σουίφτ – Αγαπητό Οπισθόφυλλο, μέτρα καλύτερα τα λόγια σου την επόμενη φορά, σε παρακαλώ πολύ! Προφανώς και κρίνοντας από την θεματική του βιβλίου του Ντυτέρτρ, εννοεί το βιβλιαράκι του Σουίφτ με τον λακωνικό τίτλο «Σεμνή πρόταση ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν’ αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία». Δεν το είχα μέχρι πρότινος στη συλλογή μου αλλά λέω, wtf, Χριστούγεννα είναι, και έτσι το παρήγγειλα!
 
Η χρονική απόσταση που μας χωρίζει από τα έργα του Σουίφτ ή άλλων άτακτων παιδιών όπως του Βίλχελμ Μπους, κάνει την οργή μας να καταλαγιάζει, χωρίς να έχουμε πλέον την ευχαρίστηση να την εκτονώσουμε στο facebook γράφοντας «ΨΟΦΟΣ» και «ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ!». Έτσι, αναγνωρίζουμε ότι εκείνοι έγραφαν μεν έργα πολιτικά μη ορθά, αλλά εκείνη η εποχή ήταν πρόσφορη. Η δική μας έχει προοδεύσει, σωστά; Τι λέτε και σεις; Το βιβλίο του Μπενουά Ντυτέρτρ είναι γραμμένο το 2005 αλλά θεωρώ ότι τώρα στην αυγή του 2020 κορυφώνεται η δυναμική των προβληματισμών του – βέβαια, μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες αναγνώστες θα το βρουν πιο επίκαιρο λόγω και του πρόσφατου αντικαπνιστικού νόμου, οι άλλες χώρες τα έχουν λύσει χρόνια αυτά. Αυτό που φαίνεται να μην έχει καταφέρει να λύσει καμία χώρα είναι η πολιτική ορθότητα που έγινε πολύ μέινστριμ, περισσότερο και από τον Άγιο Βασίλη τα Χριστούγεννα. «Οτιδήποτε πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου» – αυτό δεν είναι πια μια φράση ενός αστυνομικού που σε συλλαμβάνει αλλά ένα προειδοποιητικό σημάδι καπνού που βγαίνει από τις καμινάδες κάθε σπιτιού. 
 
Η πολιτική ορθότητα στις βάσεις της είναι πολύ σημαντικό πράγμα, όμως αν απλωθεί πολύ και ξεχειλώσει, μπορεί να γίνει ένα απίστευτα διασκεδαστικό βιβλίο ή και οτιδήποτε άλλο. Ο Ντυτέρτρ δεν γίνεται κυνικός ή προκλητικός με τον τρόπο ενός Ουελμπέκ, φερ’ ειπείν, αλλά παίζει ήπια και συναρπαστικά με όλες εκείνες τις φράσεις ή τις ιδέες που αν τις έβλεπες γραμμένες στο facebook θα αναλωνόσουν σε ατέρμονες αναλύσεις για το ποιος είναι πιο προοδευτικός και ποιος… πιο Προοδευτική (χουλιγκάνος, δηλαδή)! Από την μια έχουμε έναν μαύρο ραστοφόρο θανατοποινίτη ο οποίος κατηγορείται ότι σκότωσε έναν αστυνομικό («Είναι αλήθεια ότι δεν τον σκότωσα. Όμως αυτός ο τύπος ήταν πραγματικά μαλάκας ρατσιστής!») και λίγο πριν την εκτέλεσή του έχει ως τελευταία επιθυμία να απολαύσει ένα τσιγάρο, σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα όμως με ανιχνευτές καπνού και καθολική απαγόρευση του τσιγάρου – όπως και σε όλη την υπόλοιπη χώρα, δια νόμου. Αυτό είναι ένα υπέροχο δείγμα λογικής παγίδας, το Catch 22, που περιέγραφε σε απίστευτες καταστάσεις πολεμικού περιβάλλοντος ο Χέλερ στο σπουδαίο μυθιστόρημά του.
 
«Αυτό είναι που δυσκολεύομαι να καταλάβω!» αντέκρουσε ο Ινδονήσιος. «Πώς μπορεί να υπερασπίζεται συγχρόνως το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στο τσιγάρο;»
«Το δικαίωμα στη ζωή» απάντησα «είναι επίσης και το δικαίωμα να γευόμαστε τις επικίνδυνες απολαύσεις».
 
Από την άλλη, έχουμε έναν σαραντάρη δημόσιο υπάλληλο που δεν τρέφει κανένα ενδιαφέρον για τα παιδιά (τα θεωρεί ατελή όντα) και ζει επικούρεια με την σύντροφό του. Ο δήμαρχος όμως («Τα ΜΜΕ ήθελαν πάση θυσία να βλέπουν τον δήμαρχο ως άντρα αλάθητο – αφού είχε παντρευτεί μια μαύρη, είχε υιοθετήσει κίτρινα παιδιά, είχε σταδιοδρομήσει στην αριστερά, πριν κατακτήσει την δημαρχία με την στήριξη της σόομπιζ»Είσαι θεά αγάπη μου!!) στην προσπάθεια να παραμείνει δημοφιλής και να δείξει ότι νοιάζεται τα παιδιά, το μέλλον του κόσμου μας, χωρίζει την Διοικητική Πολιτεία σε γραφεία για τους υπαλλήλους και σε χώρους για παιδιά, νηπιαγωγεία, παιδικούς σταθμούς, χώρους ανάπαυσης, κλπ. Σε αυτό το καθημερινό περιβάλλον γεμάτο παιδιά που εντείνει την βαρυθυμία του ήρωά μας, εκείνος κρύβεται στις τουαλέτες του κτιρίου με ένα κατσαβίδι στο χέρι για να ανοίξει το σφραγιστό παράθυρο, ώστε να μπορέσει να απολαύσει ένα απαγορευμένο τσιγάρο – ό,τι δηλαδή κάνανε τα παιδιά όλου του κόσμου εκεί γύρω στο γυμνάσιο. Σε αυτή την δυστοπία της πολιτικής ορθότητας όμως, τα παιδιά είναι το παν, ο λόγος τους έναντι των ενηλίκων είναι πανίσχυρος και αδιαμφισβήτητος, και γενικά έχε το νου στο παιδί… μπλα μπλα… τα ξέρουμε αυτά. Έτσι λοιπόν, ο ήρωας του βιβλίου χωρίς σχεδόν να μπορεί να το προβλέψει (παρότι είναι έξυπνος άνθρωπος και υπήρξε διορατικός στη δουλειά του) και με συνοπτικότατες διαδικασίες κατηγορείται (εδώ η σύνδεση με τον Κάφκα που αναφέρει το οπισθόφυλλο) για έγκλημα κατά της παιδικής ηλικίας, αυτό που άλλοτε ονομαζόταν παιδεραστία: «Δυο χρόνια νωρίτερα, κάτω από την πίεση συλλόγων των θυμάτων, ο νόμος είχε καταργήσει την χρήση του όρου «παιδεραστής», που θεωρήθηκε πολύ ήπιος για εγκληματίες (ενυπήρχε σε αυτήν την λέξη η ιδέα της «αγάπης για τα παιδιά», που δεν είναι συμβατή με την αποτρόπαια πράξη)»
 

 
Το βιβλίο ενδέχεται να εξοργίσει αρκετούς αναγνώστες αλλά δεν φταίει ο συγγραφέας του γι’ αυτό, όπως ίσως θα πιστεύατε. Δεν είναι επίτηδες προκλητικός ή κυνικός. Απλώς βάζει κάποιες τυχαίες φράσεις που βλέπουμε γραμμένες παντού στο διαδίκτυο κάθε μέρα, σε σωστή σειρά. Είναι σαν να εμπαίζει τους αναγνώστες του με τις ίδιες τους τις σκέψεις! Αυτό βέβαια δεν στερεί βαθύτητα από το έργο του, υπάρχουν κάποιες υπέροχες σκέψεις, ούτε και θεωρείται λογοτεχνικά κατώτερο. Το βρήκα εξαιρετικό και εκπληκτικά επίκαιρο – ο πολιτικά ορθός χαρακτηρισμός «επίκαιρο» που τον κολλάμε μπροστά σε κάθε παλιατζούρα, εδώ βρίσκει, σε μια σπάνια συνάντηση, τις αληθινές του διαστάσεις. Η ωραία μετάφραση είναι της Λίνας Σιπητάνου. Το βιβλίο είναι των εκδόσεων «Εστία» που πρέπει να ομολογήσω ότι ποτέ μου δεν τις συμπάθησα ιδιαιτέρως ως εκδόσεις, πάντοτε τις έβρισκα, αναφερόμενος μόνο εξωτερικά, αρκετά πολιτικά ορθές για τα γούστα μου. Αν έπρεπε να αναφερθώ και εσωτερικά θα έλεγα ότι μια καλή επιμέλεια θα ήταν απαραίτητη, πολλά τυπογραφικά λάθη… παιδιά!!
 
[…] «Ρουφάω ακόμα μια τζούρα και με βρίσκω μάλλον ευφυέστατο, με τον τρόπο μου. Καθισμένος πάνω στη λεκάνη, ευχαριστιέμαι τη γεύση του καπνού, και αυτή η απόλαυση ενισχύει ακόμα περισσότερο το θαυμασμό που τρέφω για το μυαλό μου, γι’ αυτήν την τέχνη μου να ξεσηκώνω πολεμική, όταν οι συνάδελφοί μου αρκούνται σε ευλαβικές επιδοκιμασίες». Χέσε μας ρε Μουζίλη! 
 
 
Let the «Sunshine» in!
 
Υ.Γ. 2020 Ακόμα και αν όλα γίνουν σιγά σιγά πολιτικώς ορθά, να θυμάστε ότι οι γιορτινές μέρες με συγγενείς θα παραμείνουν για πάντα σκληρές και αδυσώπητες! Καλή χρονιά σε όλους 😊

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !