Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Ρεμάλι όρθιο



To άλλοτε επίκαιρο παραμύθι της συγκεκριμένης γιορτινής περιόδου, το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα», δεν έχει πλέον τύχη στην εποχή μας γιατί είναι πολιτικά μη ορθό, σε σύγκριση με τον συγγραφέα του που είχε την τύχη να πεθάνει εδώ και πολλά χρόνια γλυτώνοντας τον εξευτελισμό. Αυτά που μας συγκινούν πια είναι παραμύθια για φτωχά κοριτσάκια που ξαπλώνουν δίπλα από τα βιβλιοπωλεία και πεινάνε περισσότερο για βιβλία παρά για ψωμί – αν βέβαια γνώριζαν και το παραμυθάκι των κριτικών που τα συνοδεύει, τότε σίγουρα θα επέλεγαν το ψωμί! Το κοριτσάκι του Άντερσεν, σήμερα θα κρατούσε τα σπίρτα για την πάρτη του και θα άναβε δυο-τρία τσιγάρα εκεί στη μέση του δρόμου ανάμεσα στους δυστυχισμένους καταναλωτές των γιορτών. Θέλει κότσια όμως να μιλήσεις για το κοριτσάκι και το τσιγάρο· ειδικά τώρα με τον αντικαπνιστικό νόμο του Κούλη υπάρχει περίπτωση να πας να ανάψεις ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι σου και να σε συλλάβουν τα ΜΑΤ! «Η παιδική ηλικία έγινε το όνειρο της κοινωνίας, αυτό που της επιτρέπει να ανέχεται τους περιορισμούς, όπως ανεχόμασταν την παιδική μας ηλικία συντηρώντας το όνειρο της ενηλικίωσης…». Καθίστε αναπαυτικά, θα σας μιλήσω για την πολιτική ορθότητα!  
 
Αυτό το βιβλίο ήταν εντελώς άγνωστο σε μένα – συμβαίνει, μην χάσκετε – και μου το έκανε δώρο μία καλή φίλη που φαίνεται ότι ξέρει να με διαβάζει αρκετά σωστά. Το πολλά υποσχόμενο οπισθόφυλλο, σε αντίθεση με την πλειοψηφία των πολλά υποσχόμενων οπισθόφυλλων, κατάφερε να μην διαψευστεί μετά το πέρας της ανάγνωσης. Βέβαια, η φράση «γραμμένο με τον τρόπο και το χιούμορ του Σουίφτ...» τσινάει κάπως, μιας και κανείς άλλος δεν μπορεί να γράψει με τον τρόπο και το χιούμορ του Σουίφτ – Αγαπητό Οπισθόφυλλο, μέτρα καλύτερα τα λόγια σου την επόμενη φορά, σε παρακαλώ πολύ! Προφανώς και κρίνοντας από την θεματική του βιβλίου του Ντυτέρτρ, εννοεί το βιβλιαράκι του Σουίφτ με τον λακωνικό τίτλο «Σεμνή πρόταση ώστε να παύσουν τα τέκνα των φτωχών ν’ αποτελούν βάρος για τους γονείς τους και τον τόπο και να καταστούν ωφέλιμα στην κοινωνία». Δεν το είχα μέχρι πρότινος στη συλλογή μου αλλά λέω, wtf, Χριστούγεννα είναι, και έτσι το παρήγγειλα!
 
Η χρονική απόσταση που μας χωρίζει από τα έργα του Σουίφτ ή άλλων άτακτων παιδιών όπως του Βίλχελμ Μπους, κάνει την οργή μας να καταλαγιάζει, χωρίς να έχουμε πλέον την ευχαρίστηση να την εκτονώσουμε στο facebook γράφοντας «ΨΟΦΟΣ» και «ΚΑΡΚΙΝΟΣ ΣΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΣΟΥ!». Έτσι, αναγνωρίζουμε ότι εκείνοι έγραφαν μεν έργα πολιτικά μη ορθά, αλλά εκείνη η εποχή ήταν πρόσφορη. Η δική μας έχει προοδεύσει, σωστά; Τι λέτε και σεις; Το βιβλίο του Μπενουά Ντυτέρτρ είναι γραμμένο το 2005 αλλά θεωρώ ότι τώρα στην αυγή του 2020 κορυφώνεται η δυναμική των προβληματισμών του – βέβαια, μην ξεχνάμε ότι οι Έλληνες αναγνώστες θα το βρουν πιο επίκαιρο λόγω και του πρόσφατου αντικαπνιστικού νόμου, οι άλλες χώρες τα έχουν λύσει χρόνια αυτά. Αυτό που φαίνεται να μην έχει καταφέρει να λύσει καμία χώρα είναι η πολιτική ορθότητα που έγινε πολύ μέινστριμ, περισσότερο και από τον Άγιο Βασίλη τα Χριστούγεννα. «Οτιδήποτε πεις μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σου» – αυτό δεν είναι πια μια φράση ενός αστυνομικού που σε συλλαμβάνει αλλά ένα προειδοποιητικό σημάδι καπνού που βγαίνει από τις καμινάδες κάθε σπιτιού. 
 
Η πολιτική ορθότητα στις βάσεις της είναι πολύ σημαντικό πράγμα, όμως αν απλωθεί πολύ και ξεχειλώσει, μπορεί να γίνει ένα απίστευτα διασκεδαστικό βιβλίο ή και οτιδήποτε άλλο. Ο Ντυτέρτρ δεν γίνεται κυνικός ή προκλητικός με τον τρόπο ενός Ουελμπέκ, φερ’ ειπείν, αλλά παίζει ήπια και συναρπαστικά με όλες εκείνες τις φράσεις ή τις ιδέες που αν τις έβλεπες γραμμένες στο facebook θα αναλωνόσουν σε ατέρμονες αναλύσεις για το ποιος είναι πιο προοδευτικός και ποιος… πιο Προοδευτική (χουλιγκάνος, δηλαδή)! Από την μια έχουμε έναν μαύρο ραστοφόρο θανατοποινίτη ο οποίος κατηγορείται ότι σκότωσε έναν αστυνομικό («Είναι αλήθεια ότι δεν τον σκότωσα. Όμως αυτός ο τύπος ήταν πραγματικά μαλάκας ρατσιστής!») και λίγο πριν την εκτέλεσή του έχει ως τελευταία επιθυμία να απολαύσει ένα τσιγάρο, σε ένα σωφρονιστικό ίδρυμα όμως με ανιχνευτές καπνού και καθολική απαγόρευση του τσιγάρου – όπως και σε όλη την υπόλοιπη χώρα, δια νόμου. Αυτό είναι ένα υπέροχο δείγμα λογικής παγίδας, το Catch 22, που περιέγραφε σε απίστευτες καταστάσεις πολεμικού περιβάλλοντος ο Χέλερ στο σπουδαίο μυθιστόρημά του.
 
«Αυτό είναι που δυσκολεύομαι να καταλάβω!» αντέκρουσε ο Ινδονήσιος. «Πώς μπορεί να υπερασπίζεται συγχρόνως το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στο τσιγάρο;»
«Το δικαίωμα στη ζωή» απάντησα «είναι επίσης και το δικαίωμα να γευόμαστε τις επικίνδυνες απολαύσεις».
 
Από την άλλη, έχουμε έναν σαραντάρη δημόσιο υπάλληλο που δεν τρέφει κανένα ενδιαφέρον για τα παιδιά (τα θεωρεί ατελή όντα) και ζει επικούρεια με την σύντροφό του. Ο δήμαρχος όμως («Τα ΜΜΕ ήθελαν πάση θυσία να βλέπουν τον δήμαρχο ως άντρα αλάθητο – αφού είχε παντρευτεί μια μαύρη, είχε υιοθετήσει κίτρινα παιδιά, είχε σταδιοδρομήσει στην αριστερά, πριν κατακτήσει την δημαρχία με την στήριξη της σόομπιζ»Είσαι θεά αγάπη μου!!) στην προσπάθεια να παραμείνει δημοφιλής και να δείξει ότι νοιάζεται τα παιδιά, το μέλλον του κόσμου μας, χωρίζει την Διοικητική Πολιτεία σε γραφεία για τους υπαλλήλους και σε χώρους για παιδιά, νηπιαγωγεία, παιδικούς σταθμούς, χώρους ανάπαυσης, κλπ. Σε αυτό το καθημερινό περιβάλλον γεμάτο παιδιά που εντείνει την βαρυθυμία του ήρωά μας, εκείνος κρύβεται στις τουαλέτες του κτιρίου με ένα κατσαβίδι στο χέρι για να ανοίξει το σφραγιστό παράθυρο, ώστε να μπορέσει να απολαύσει ένα απαγορευμένο τσιγάρο – ό,τι δηλαδή κάνανε τα παιδιά όλου του κόσμου εκεί γύρω στο γυμνάσιο. Σε αυτή την δυστοπία της πολιτικής ορθότητας όμως, τα παιδιά είναι το παν, ο λόγος τους έναντι των ενηλίκων είναι πανίσχυρος και αδιαμφισβήτητος, και γενικά έχε το νου στο παιδί… μπλα μπλα… τα ξέρουμε αυτά. Έτσι λοιπόν, ο ήρωας του βιβλίου χωρίς σχεδόν να μπορεί να το προβλέψει (παρότι είναι έξυπνος άνθρωπος και υπήρξε διορατικός στη δουλειά του) και με συνοπτικότατες διαδικασίες κατηγορείται (εδώ η σύνδεση με τον Κάφκα που αναφέρει το οπισθόφυλλο) για έγκλημα κατά της παιδικής ηλικίας, αυτό που άλλοτε ονομαζόταν παιδεραστία: «Δυο χρόνια νωρίτερα, κάτω από την πίεση συλλόγων των θυμάτων, ο νόμος είχε καταργήσει την χρήση του όρου «παιδεραστής», που θεωρήθηκε πολύ ήπιος για εγκληματίες (ενυπήρχε σε αυτήν την λέξη η ιδέα της «αγάπης για τα παιδιά», που δεν είναι συμβατή με την αποτρόπαια πράξη)»
 

 
Το βιβλίο ενδέχεται να εξοργίσει αρκετούς αναγνώστες αλλά δεν φταίει ο συγγραφέας του γι’ αυτό, όπως ίσως θα πιστεύατε. Δεν είναι επίτηδες προκλητικός ή κυνικός. Απλώς βάζει κάποιες τυχαίες φράσεις που βλέπουμε γραμμένες παντού στο διαδίκτυο κάθε μέρα, σε σωστή σειρά. Είναι σαν να εμπαίζει τους αναγνώστες του με τις ίδιες τους τις σκέψεις! Αυτό βέβαια δεν στερεί βαθύτητα από το έργο του, υπάρχουν κάποιες υπέροχες σκέψεις, ούτε και θεωρείται λογοτεχνικά κατώτερο. Το βρήκα εξαιρετικό και εκπληκτικά επίκαιρο – ο πολιτικά ορθός χαρακτηρισμός «επίκαιρο» που τον κολλάμε μπροστά σε κάθε παλιατζούρα, εδώ βρίσκει, σε μια σπάνια συνάντηση, τις αληθινές του διαστάσεις. Η ωραία μετάφραση είναι της Λίνας Σιπητάνου. Το βιβλίο είναι των εκδόσεων «Εστία» που πρέπει να ομολογήσω ότι ποτέ μου δεν τις συμπάθησα ιδιαιτέρως ως εκδόσεις, πάντοτε τις έβρισκα, αναφερόμενος μόνο εξωτερικά, αρκετά πολιτικά ορθές για τα γούστα μου. Αν έπρεπε να αναφερθώ και εσωτερικά θα έλεγα ότι μια καλή επιμέλεια θα ήταν απαραίτητη, πολλά τυπογραφικά λάθη… παιδιά!!
 
[…] «Ρουφάω ακόμα μια τζούρα και με βρίσκω μάλλον ευφυέστατο, με τον τρόπο μου. Καθισμένος πάνω στη λεκάνη, ευχαριστιέμαι τη γεύση του καπνού, και αυτή η απόλαυση ενισχύει ακόμα περισσότερο το θαυμασμό που τρέφω για το μυαλό μου, γι’ αυτήν την τέχνη μου να ξεσηκώνω πολεμική, όταν οι συνάδελφοί μου αρκούνται σε ευλαβικές επιδοκιμασίες». Χέσε μας ρε Μουζίλη! 
 
 
Let the «Sunshine» in!
 
Υ.Γ. 2020 Ακόμα και αν όλα γίνουν σιγά σιγά πολιτικώς ορθά, να θυμάστε ότι οι γιορτινές μέρες με συγγενείς θα παραμείνουν για πάντα σκληρές και αδυσώπητες! Καλή χρονιά σε όλους 😊

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!