Όλοι έχετε πάθει Τσιτσιπάς τον τελευταίο καιρό και τρέχετε στα δωρεάν και λιμνάζοντα δημοτικά γηπεδάκια με τις ρακέτες σας παραμάσχαλα. Άλλοτε, σε συζητήσεις σε κλειστό χώρο αναλύετε με περισσή άγνοια γιατί το backhand του Στέφανου δεν λειτούργησε στο συγκεκριμένο γκέιμ και τι έπρεπε να κάνει ο Φέντερερ για να μην χάσει – κάπως δηλαδή όπως συζητάμε και εμείς γιατί ο Τζόυς μονολογεί μόνο εσωτερικά, ο Γουάλας δεν κάνει για μυθιστοριογράφος και η Κλαρίσε Λισπέκτορ είναι για τα μπάζα ! Έτσι είναι, το τένις και η λογοτεχνία είναι απαιτητικά αθλήματα. Εμείς όμως δεν θα μιλήσουμε για τένις, και εδώ που τα λέμε, ούτε καν για λογοτεχνία. «Μπροστά στο κανονικό τένις σηκώναμε αδιάφορα τους ώμους. Ήταν πολύ αργό για να μας αρέσει. Το βλέμμα μας δεν θα άντεχε τις γαργαντουικές διαστάσεις ενός γηπέδου τένις. Είχαμε ανάγκη από ένα τραπέζι 2,70 επί 1,50, ένα τεντωμένο πράσινο φιλέ κι ένα ωχρό μπαλάκι που μπορούσαμε να το λιώσουμε με τη φτέρνα, στη λέσχη του Μάρτυ Ράισμαν» . Πιστεύω να καταλάβατ
«Να ονομάσω την άποψη ετούτη σοφή ή ανόητη; αν είναι πράγματι σοφή, έχει κάτι που φαίνεται ανόητο, αν είναι πράγματι ανόητη, τότε φαίνεται να έχει κάποια λογική». -- Μόμπι Ντικ