Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Fantasia

 
Να πω και δυο λόγια για τα βιβλία του Μπλέηκ – για όσα έχω στην κατοχή μου εννοώ, δηλαδή μόνο δύο, τυχερούληδες! Το ξέρετε βέβαια ότι εγώ με την ποίηση δεν τα πάω καλά· να φανταστείτε ότι, ούτε η ποίηση του Τίτου Πατρίκιου δεν με βρίσκει! Αν θέλετε μπόλικη ποίηση υπάρχει ένα μπλογκ που και την τιμά και την αγαπά. Πριν όμως κάποιος προσπαθήσει να ερμηνεύσει την ποίηση πρέπει πρώτα να την κατανοήσει, και αυτό που μου έδειξε η πρόσφατη εμπειρία της ανάγνωσης της βιογραφίας του Μπλέηκ, είναι ότι κάποιος πολύ δύσκολα θα κατανοήσει την ποίησή του αν δεν αφήσει τον εαυτό του να εισχωρήσει στην πολυτάραχη ζωή και την πολυσχιδή προσωπικότητα του δημιουργού της. Ωστόσο, ο μύθος κατέλαβε τον Μπλέικ και ο ίδιος, έχοντας ως χαρακτηριστικά γνωρίσματα το πείσμα και την εμμονή, άρχισε να εμβαθύνει σε αυτόν και να τον επεξεργάζεται ώσπου έγινε μια άκρως περίπλοκη, και από ορισμένες απόψεις ακατανόητη, summa theologica. Μερικοί δημιουργοί είναι σαν περίκλειστα στρείδια που το μαργαριτάρι τους θα το δουν μόνο οι πιο επίμονοι δύτες.

Πρωταρχικός στόχος αυτής της ανάρτησης ήταν να σχολιάσω τις μεταφράσεις περισσότερο, παρά τα ίδια τα ποιήματα, τα οποία εξάλλου συχνά δεν επιδέχονται καν ερμηνείας από σπουδαίους θεωρητικούς, πόσο μάλλον από την θλιβερή μου μετριότητα – και κυρίως να σχολιάσω την ανεκδιήγητη μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα στα «Τραγούδια της Αθωότητας». Παλιά είχα βρει στο βιβλιοπωλείο, τα τραγούδια της Αθωότητας και εκείνα της Εμπειρίας πλάι πλάι, και επειδή ήμουν αθώος περί Μπλέηκ, σκέφτηκα να ξεκινήσω από το πρώτο. Εντούτοις, γνώριζα σχεδόν προφητικά και ένιωθα με έναν μυστικιστικό τρόπο ότι η ποίηση του Μπλέηκ δεν είναι ποτέ απλή και κρύβει περισσότερα από όσα φανερώνει. Άρχισα λοιπόν την ανάγνωση και έπεσα σε κάτι χαζοχαρούμενα παιδικά τραγουδάκια! 
 
Ώπα, για στάσου, σύμφωνα με την βιογραφία είναι όντως παιδικά τραγουδάκια ( [...] Φέρει όλα τα σημάδια ότι έχει γραφτεί και έχει σχεδιαστεί για παιδιά, με «εύθυμα άσματα/Που κάθε παιδί θέλει να ακούει», και αναμφίβολα ο Μπλέικ προσπαθούσε να επωφεληθεί από την αναδυόμενη αγορά εκείνης της εποχής για μια τέτοια λογοτεχνία [...] Αυτά τα ποιήματα συχνά επιχειρηματολογούν ή έχουν στόχο τη σάτιρα και είναι σαφές ότι δεν εκφράζουν το λυρικό αίσθημα ή την αυθόρμητη υπερχείλιση της συγκίνησης κατά τον συμβατικό «ρομαντικό» τρόπο. Γι' αυτό τα Άσματα αξιώνουν να είναι εξίσου τυπικά και απρόσωπα όσο οι λαικές μπαλάντες και τα παιδικά τραγούδια από τα οποία ο Μπλέικ δανείστηκε στοιχεία· συνεπώς, μπορούσε να δραματοποιεί την πνευματική σπουδαιότητα καθώς και τις πιθανές ατέλειες της ίδιας της «αθωότητας» [...] Η αλήθεια όμως είναι πως θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί μόνο από έναν καλλιτέχνη που πίστευε πως είναι πνευματικός ποιητής· εδώ, όλες οι αναφορές σχετίζονται με τις μεσαιωνικές εικονογραφήσεις, τα υαλογραφήματα, τις προφητείες των βάρδων, τους ρυθμούς της Βίβλου και τους λαικούς ύμνους), όχι όμως και χαζοχαρούμενα. Ο Μπλέηκ δεν ήταν χαζοχαρούμενος ποιητής, γιατί να τον κάνεις να φαίνεται τέτοιος; 
 
Ιδού ένα παράδειγμα:
 
 
THE ECCHOING GREEN
 

The Sun does arise,
And make happy the skies;
The merry bells ring
To welcome the Spring;
The skylark and thrush,
The birds of the bush,
Sing lounder around
To the bell's chearful sound,
While our sports shall be seen
On the Ecchoing Green.
 
Old John, with white hair,
Does laugh away care,
Sitting under the oak,
Among the old folk.
They laugh at our play,
And soon they all say:
«Such, such were the joys
When we all, girls & boys,
In our youth time were seen
On the Ecchoing Green».
 
Till the little ones, weary,
No more can be merry;
The sun does descend,
And our sports have on end.
Round the laps of their mothers
Many sisters and brothers,
Like birds in their nest,
Are ready for rest,
And sports no more seen
On the darkening Green.
 
 
ΟΛΗ Η ΠΛΑΣΗ ΞΕΦΩΝΙΖΕΙ 
 
 
Βγαίνει ο ήλιος κι οι σκιές
τρέχουν, κάνουνε χαρές.
Γέλια στα καμπαναριά:
«Ήρθε η Άνοιξη, παιδιά!»
Νάτος ο κορυδαλλός
κι ο σπουργίτης ο μικρός.
Νάτη η τσίχλα η πεταχτή.
Δες φωνή και ταραχή!
Μες στα θάμνα οι πουλομάνες
παραβγαίνουν τις καμπάνες.
Η παρέα παιχνίδι αρχίζει
κι όλη η πλάση ξεφωνίζει.
 
Τρέχει και ο μπάρμπα-Γιάννης
-στις χαρές του, δεν τον πιάνεις-
κάτω απ' τη βελανιδιά
μ' όλα τα μπάρμπα-παιδιά.
Κάθονται και μας κοιτάνε,
τα κεφάλια τους κουνάνε:
«Αχ, τα νιάτα πως περνάνε
κι είναι μόνο μια φορά!»
Η παρέα τους τριγυρίζει
κι όλη η πλάση ξεφωνίζει.
 
Μα για δείτε, το μικρό
δεν μπορεί άλλο χορό.
Τότε ο ήλιος κατεβαίνει
κι η παρέα κουρασμένη
το παιχνίδι παρατά.
Τρέχουν όλα τα παιδιά
ν' αγκαλιάσουν τη μαμά τους,
σαν πουλάκια στη φωλιά τους,
Πρώτο το μικρό νυστάζει
κι όλη η πλάση σκοτεινιάζει.
 
Έλα και ένα ακόμα (How's the lamb going?):
 
 
THE LAMB
 

Little Lamb, who made thee?
Dost thou know who made thee?
Gave thee life, & bid thee feed
By the stream & o' er the mead;
Gave thee clothing of delight,
Softest clothing, wooly, bright;
Gave thee such a tender voice,
Making all the vales rejoice?
Little Lamb, who made thee?
Dost thou know who made thee?
 
Little Lamb, i' ll tell thee,
Little Lamb, i' ll tell thee,
He is called by thy name,
For the calls himself a Lamb.
He is meek, & he is mild;
He became a little child.
I a child, & thou a lamb,
We are called by his name.
Little Lamb, God bless thee!
Little Lamb, God bless thee!
 
 
ΤΟ ΑΡΝΑΚΙ
 
 
Πες μου, αρνάκι μου μικρό,
ξέρεις σε παρακαλώ,
ποιος σου δίνει τη ζωή,
ποιος σου δίνει το φαί,
το νερό, το χορταράκι,
ποιος σου φτιάχνει ρουχαλάκι
από φωτεινο μαλλί,
ποιος σου κάνει τη φωνή
τόσο, αχ, τόσο τρυφερή;
Πες μου, αρνάκι μου μικρό,
ξέρεις, σε παρακαλώ; 
 
Όχι; Τέντωσε τ' αυτιά σου!
Ξέρεις... έχει τ' όνομά σου.
Έτσι λέει τον εαυτό του.
Το παρουσιαστικό του
είναι ήρεμο πολύ.
Κάποτε έγινε παιδί
κι έτσι παίζουμε μαζί:
το παιδί και το αρνί.
Ο Θεός να σε ευλογεί.
 
Δίγλωσση έκδοση, θα μου πείτε. Άνοιξε τα στραβά σου και διάβασε το πρωτότυπο. Αν μπορούσα να το διαβάσω, θα αγόραζα το πρωτότυπο και ο μεταφραστής θα έχανε τη δουλειά του! Επίσης, αν ο Μπλέηκ έγραφε σε μια λιγότερο «προνομιούχα» γλώσσα; Αυτές, λοιπόν, οι επιλογές μου; Είτε το πρωτότυπο κείμενο είτε μια κακή μετάφραση; Ξέρω, ξέρω, η ποίηση δεν μεταφράζεται, μπλα, μπλα, μπλα. Τουλάχιστον όμως, ας μην προδίδεται το πνεύμα του συγγραφέα. Και πνεύμα ο Μπλέηκ είχε μπόλικο, κρίμα που εξατμίστηκε όλο κατά την μετάβαση από την αριστερή σελίδα στην δεξιά.
 
«Δεν σου βγαίνει εν τέλει η ρίμα;
Πω πω, πράγματι, στο λέω, μεγάλο κρίμα.
Τι σου φταίω και γω όμως που ξεκίνησα πρύμα
για ποίηση αληθινή και έσταξα χρήμα;»
 
Η επιδίωξη της ομοιοκαταληξίας κατέστρεψε όλη την ποίηση του Μπλέηκ. Κάποιες δικαιολογίες του μεταφραστή στην εισαγωγή του βιβλίου («Η παρούσα μετάφραση επεξεργάζεται τα ποιήματα με στόχο τη διατήρηση της αποτελεσματικότητάς τους. Είναι μετάφραση καμωμένη για να διαβαστεί, πρώτα πρώτα, από παιδιά. Ασφαλώς, πλαγιοκοπεί το κείμενο, απομακρυνόμενη προς τα μέσα ή προς τα έξω, αλλά πάντα από δρόμους που δείχνει το ίδιο το κείμενο») δεν μπόρεσαν καθόλου να με πείσουν ότι σε αυτό το βιβλίο επιχειρήθηκε μια αξιόλογη μεταφραστική προσπάθεια. Κάθε άλλο, με έκαναν να στρέψω την πλάτη μου στον Μπλέηκ και να περάσουν κάμποσα χρόνια μέχρι να διαβάσω την βιογραφία του και αντιληφθώ το ποιητικό του μεγαλείο. 
 
Τα καημένα τα νιάτα, τι γρήγορα που περνούν... Μεταφραστική σχολή «ΣΤΕΛΛΑ ΓΚΡΕΚΑ»! Άσ' τα τα ποιηματάκια του ανακατωμένα! Στο δεύτερο ποίημα γίνεται μια εμφανής συγχώνευση του αρνιού με τον Χριστό... η μόνη λέξη στα ελληνικά που μπορεί να πετύχει κάπως την σύνδεση είναι η λέξη «αμνός», η λέξη «αρνάκι» αποδεικνύεται εντελώς άνοστη, εκτός και αν συνοδεύεται από πατάτες και δεντρολίβανο! Με εκνεύρισε πολύ αυτή η μετάφραση και αν δεν σβούριξα το βιβλίο από το παραθύρι, είναι γιατί υπήρχε και το πρωτότυπο κείμενο του Μπλέηκ, και επιπλέον, οι εκδόσεις Ερατώ διαθέτουν μία αρκετά καλή αισθητική. Αν είναι τόσο στρεβλή η αναγνωστική μου ματιά, παρακαλώ να με διαφωτίσετε, θα το εκτιμήσω δεόντως. Μην μου πείτε όμως ότι δεν σκαμπάζω τίποτα από ποίηση, αυτό το ξέρω ήδη, δεν θέλω να γίνω ποιητής για να μπορώ να απολαμβάνω την ποίηση. Ο Μπλέηκ απεχθανόταν την ποίηση του Γερμανού ποιητή Κλόπστοκ και κάποτε τον «τίμησε» με μερικούς ειρωνικούς στίχους όπου το καταληκτικό δίστιχο πήγαινε κάπως έτσι:
 
«Αν τούτα ο Μπλέικ έγραφε αφότου είχε χέσει / Φαντάσου τι θα έγραφε στου τραπεζιού τη θέση»
 
Δυστυχώς, σε ανάλογο συμπέρασμα καταλήγω και εγώ, για την μεταφραστική αποτύπωση των πρωτότυπων ποιημάτων. Εννοώ ότι ετούτα τα ποιήματα είναι, κατά την γνώμη μου, το αποτέλεσμα μιας «διανοητικής αφόδευσης». Σκατά μετάφραση, δηλαδή. Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει μια λίστα με τα βιβλία του Μπλέηκ που βρίσκονται σε κυκλοφορία, συνοδευόμενη από έναν σύντομο κριτικό σχολιασμό για τις μεταφράσεις αυτών, κάτι αρκετά πρωτότυπο για τα ελληνικά δεδομένα (σπάνια το έχω ξανασυναντήσει σε ελληνικό βιβλίο) αλλά συνάμα και αρκετά παράτολμο (να κρίνεις, με σχετικά ψυχρή διάθεση, τις μεταφράσεις των άλλων εκδόσεων, όταν η δική σου μετάφραση είναι καταφανώς τόσο κακή). Ωστόσο, ανάμεσα σε αυτές τις κριτικές αποτιμήσεις, υπάρχει μία για την μετάφραση του Χάρη Βλαβιανού στους «Γάμους του Ουρανού και της Κόλασης» και απ' όσο μπορώ να κρίνω λέει την αλήθεια – και είναι και το καλύτερο σημείο του βιβλίου, που τόση ώρα βρίζω και τώρα θα σταματήσω γιατί κουράστηκα! 
 

 
[Η μετάφραση έχει λογοτεχνικό χαρακτήρα. Αποδίδει σε διαυγέστατα Ελληνικά και με σύγχρονη τεχνική, την ουσία και τη μορφή του έργου]
 
Αυτή η μετάφραση αφορά στο βιβλίο που εκδόθηκε από την Νεφέλη το 1997, και προφανώς είναι η ίδια που επανεκδόθηκε σε εκπληκτική αναθεωρημένη έκδοση, το 2014. Και αυτή η έκδοση είναι η καλύτερη αρχή για όποιον θέλει να αναμετρηθεί με το Θηρίο της Αποκάλυψης που λέγεται Μπλέηκ! Περιεκτικότατη εισαγωγή, σημαντικές και διευκρινιστικές σημειώσεις που εξηγούν στους αμύητους τα «τρελά» του συγγραφέα, με μία μετάφραση αξιανάγνωστη και σοβαρή. Η έκδοση περιλαμβάνει και τις 27 χαλκογραφίες του πρωτοτύπου – κάτι που περιλαμβάνει και η έκδοση για τα «Τραγούδια της Αθωότητας», όχι όμως με την ομορφιά και την χάρη που έχει η έκδοση της Νεφέλης. Ασπρόμαυρες και μικρόκουτσικες χαλκογραφίες, για έναν ζωγράφο που χρησιμοποίησε το χρώμα με τόση ένταση και δυναμική, είναι άχρηστες και γελοίες. Η έκδοση της Νεφέλης έδωσε πίσω στον Μπλέηκ όλη την μεγαλοπρέπεια που του αξίζει! Εύχομαι ότι στο μέλλον (δεν είμαι και προφήτης!) θα εκδοθούν τα άπαντα του Μπλέηκ σε 2 πολυτελείς τόμους και σε μία σοβαρή μετάφραση.
 
Η ποίησή του είναι δύσκολη και απαιτεί όλες τις ανθρώπινες ικανότητές σας. Εκείνος όμως πιστεύει σε σας. Μένει μόνο να το πιστέψετε και εσείς. Η ποίηση του Μπλέικ έχει μεγάλη φυσική δύναμη όταν διαβάζεται φωναχτά· μοιάζει να απαιτεί το εύρος και την ανάσα της φωνής – δεν είναι μόνο ένα κείμενο προς ανάγνωση, αλλά και η επίρρωση της πίστης του στην ενότητα όλων των ανθρώπινων ικανοτήτων.
 
Υ.Γ. 2666 Πριν κάμποσα χρόνια είχα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να διαβάσω την «Αγωνία της επίδρασης» του Χάρολντ Μπλουμ. Για να πιάσεις κάποιο νόημα πρέπει να έχεις εξαντλητικές γνώσεις της ποιητικής εξεχουσών ποιητικών μορφών, όπως του Μπλέηκ και του Μίλτον. Θυμάμαι, ο Μπλέηκ «έπαιζε» πολύ στο βιβλίο – τώρα πια, μπορώ να πω ότι έχω αποκτήσει μερική (αν δεν είναι βλάσφημο αυτό που λέω) γνώση της ποιητικής του. Αλλά από Μίλτον δεν σκαμπάζω ντιπ. «Ποτέ δε διάβασα Μίλτον, αλλά θα το κάνω» είπε ένας αφελής επισκέπτης στον Φουζέλι. «Σε συμβουλεύω να μην το κάνεις» απάντησε ο ζωγράφος «γιατί θα δυσκολευτείς τρομερά». Έχω πολύ δρόμο μπροστά μου... και η αγωνία μου, φουντώνει!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .  

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

The Elephant Man

Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο – όχι ρε, δεν εννοώ εσάς, φάτε ελεύθερα όσο θέλετε! – και αυτός δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον άνθρωπο. Οξύμωρο, καταλαβαίνω, αλλά στο περίκλειστο δωμάτιο που είναι ο κόσμος ολάκερος, αν θες να παραμένεις ανθρώπινος πρέπει να έχεις καρφωμένα τα μάτια σου στον ελέφαντα. «–Είναι επειδή, με τον τρόπο που ο κερατάς σου παρουσιάζει τα πράγματα, παραέδινε την εντύπωση ότι έφτυνε κατάμουτρα το είδος για το οποίο πέθανε ο Κύριός μας. Δεν είχες την αίσθηση ότι υπέγραφες υπέρ των ελεφάντων αλλά εναντίον των ανθρώπων» . Διαβάζω το βιβλίο του Ρομαίν Γκαρύ περίπου από τον Ιούλιο, κυρίως επειδή τα μεγάλα βιβλία τα διαβάζω τραπεζίως , δηλαδή ανάμεσα σε άλλα μικρότερα αναγνωστικά γεύματα (και τις τελευταίες μέρες και κυριολεκτικά)∙ αλλά αυτό δεν με ενοχλεί καθόλου γιατί υπήρξε ένα από τα καλύτερα βιβλία που διάβασα τα πολλά τελευταία χρόνια, και αν δεν ανανέωσε την πίστη μου στον άνθρωπο, τουλάχιστον ανανέωσε εκείνη στο μυθιστόρημα: «ο καθείς και οι ελέφαντές του, ...

100% cotton

Μπορεί τον τελευταίο χρόνο να δουλεύω στον τριτογενή τομέα παραγωγής και συγκεκριμένα σε στεγνοκαθαριστήριο – φροντίζοντας να μην τα κάνω μούσκεμα με τα ρούχα… ενώ τα κάνω μούσκεμα! – και να χαζεύω στα ταμπελάκια τι ποσοστό επί τοις εκατό βαμβάκι περιέχουν – πολυεστέρα, κερδάμε! – αλλά υπήρξαν σκληρές εποχές που δεν βελτιώθηκαν και ιδιαίτερα για πολλούς ανθρώπους, που για 100% βαμβάκι πληρωνόσουν ένα υποπολλαπλάσιό του και θα έπρεπε να λες και ευχαριστώ από πάνω. «Η αχαριστία αποτελεί συστατικό στοιχείο του χαρακτήρα των ανθρώπων σε τέτοιο βαθμό, που είναι προτιμότερο να τη θεωρεί κανείς προκαταβολικά δεδομένη και να μη στενοχωριέται» . Εδώ το ίδιο σου το πλυντήριο δεν είναι αξιόπιστο (στους χρόνους) και δεν λέει την αλήθεια, γιατί περιμένεις να το κάνουν οι άνθρωποι;

Σαν ναυαγοί, σαν ροβινσώνες

Ο βιασμός ενός βιβλίου και ενός συγγραφέα γίνεται με τις διασκευές . Συγγραφείς μεγάλου βεληνεκούς και εξαιρετικού κύρους όπως ο Ντάνιελ Ντιφόου, ο Ρόμπερτ Στήβενσον, ο Ιούλιος Βερν και ο Τζόναθαν Σουίφτ (με την ευκαιρία, να ξαναπώ ότι «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία. Δεν είναι απλώς ένα από τα καλύτερα βιβλία του είδους· ή του 18ου αιώνα· ή της αγγλοσαξονικής λογοτεχνίας. Πέρα από κάθε είδους περιορισμό, τροπικό, χρονικό ή χωρικό, το βιβλίο του Σουίφτ είναι ένα από τα καλύτερα βιβλία που έχουν γραφτεί επί γης) αντιμετωπίζονται από το αναγνωστικό συγγραφικό φαντασιακό σαν μικρομέγαλοι συγγγραφίσκοι που είχαν κόλλημα με την παιδική ηλικία και ανακλύκλωναν απλοϊκές ιστορίες που δεν πρέπει να διαβάζονται μετά τα δώδεκα – λες και το να είσαι παιδί είναι ιδιότητα μόνο ενός παιδιού. Κούνια που σας κούναγε! 

Το κτίσμα

  Τώρα που έφτασε αισίως 46 Αυγούστου και χειμώνιασε για τα καλά, ποιος δε θα ήθελε να διαβάσει μία καλή ιστορία δίπλα στο τζάκι! Τι γίνεται όμως αν το τζάκι, και συγκεκριμένα η καμινάδα, είναι το θέμα της ίδιας της ιστορίας; Μην σας παγώνει αυτό, γιατί την ιστορία την έγραψε ο Χέρμαν Μέλβιλ και τίποτα δεν μπορεί να πάει στραβά όταν συμβαίνει αυτό. Η λογοτεχνία του είναι πάντα πρόσφορη σε αναλύσεις που θεωρητικά θα βελτίωναν την κατανόηση που κρύβεται βαθιά στα θεμέλια κάθε έργου του, αλλά ταυτόχρονα ίσως θα κατέστρεφε τα οφέλη που υπάρχουν στα υψηλότερα διανοητικά πατώματα, απόρροια της μαγευτικής του αρχιτεκτονικής γραφής – «Ή, μάλλον, αυτή η ίδια δίνει απαντήσεις ασταμάτητα, ασταμάτητα ταλανίζοντάς με μ’ αυτή την τρομερή της ζέση για βελτίωση, η οποία δεν είναι παρά μια ελαφρότερη απόδοση της λέξης καταστροφή».