Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πες τα μας απλά

 
Γιατί μου το κάνατε αυτό; Καλά ήμουν προστατευμένος μέσα στην αφέλεια και στην άγνοιά μου, όπως και ο Σιμπλίκιος στις πρώτες σελίδες του βιβλίου του. Τι σας έχω κάμει, μωρέ;; Πλάκα κάνω, καλά μου κάνατε, το χρειαζόμουν, βαράτε κι άλλο! Μου αρέσουν διάφοροι «τύποι» λογοτεχνίας αλλά ετούτη εδώ η λογοτεχνία αποτελεί για μένα, την συνισταμένη όλων των «τύπων» και είμαι χαρούμενος που βρέθηκε εμπρός μου. Το χαρακτηριστικό της είναι η απλότητα, όχι όμως σαν μια μεμπτή έννοια, αλλά σαν μια ευφρόσυνη συνθήκη, μια οικουμενική και ζεστή αγκαλιά λόγου που σου χαιδεύει παρηγορητικά την πλάτη, από όποιον μακρινό αιώνα και αν προέρχεσαι. Μια καθαρότητα ύφους συνδυασμένη με καθαρότητα σκέψεων και στοχασμών. Και μια «βρώμικη» ειρωνεία. Σαρκάσμιο Σαρκασμίσιμο θα έπρεπε να τον λεν!  
 
Αυτό που με συναρπάζει σε τέτοιου είδους βιβλία (συμπεριλαμβάνω τον «Τρίστραμ Σάντι», ίσως «Τα ταξίδια του Γκιούλιβερ» και ένα-δυο που μου διαφεύγουν αυτή την στιγμή – προτείνετε και εσείς μερικά), πέρα από την μεγάλη χρονική απόσταση που μας χωρίζει από την εποχή που γράφτηκαν και την κοντινή συναισθηματική/εγκεφαλική που βιώνουμε καθώς τα διαβάζουμε, είναι αναμφιβόλως, η τελειότητα που αποπνέουν είτε ως ολοκληρωμένα σύνολα είτε ως επιμέρους κομμάτια. Μπορεί να ήταν αποτελέσματα ενός συγκεκριμένου τρόπου γραφής εκείνων των εποχών, όμως στα μάτια μου φαντάζουν αδιανόητα μοντέρνα. Ας περιορίσω το παράδειγμά μου στον «Σιμπλίκιο» που είναι το πιο πρόσφατο και για μένα το πιο ξεκάθαρο. Το βιβλίο χωρίζεται σε αναρίθμητα μικρά κεφάλαια που χρονικά τοποθετούνται την περίοδο του Τριακονταετή πολέμου (1618-1648) στην Γερμανία και εξιστορούν τις περιπέτειες ενός αφελή ανθρώπου που αποκτά σταδιακά την γνώση για τον τρελό κόσμο που τον περιβάλλει. So simple! 
 
https://www.youtube.com/watch?v=Ej7eFLgFzN4

Το σύνολο του βιβλίου προσφέρει μια αίσθηση μεγαλείου και πληρότητας. Αυτό που δεν περιμένεις με τίποτα είναι να σου προσφέρει το ίδιο, και κάθε μεμονωμένο μικρό κεφάλαιο! Δεν είναι «σπαράγματα» ενός συνόλου, είναι αυθύπαρκτες μονάδες τεχνικής αρτιότητας και συμπυκνωμένης στοχαστικής προοπτικής. Είχα διαβάσει παλιότερα ότι μερικές παρεκκλίνουσες τάσεις του Χριστιανισμού χρησιμοποιούσαν την ανάγνωση της Βίβλου ως τον απόλυτο οδηγό για την ζωή των πιστών τους. Άνθρωποι να διαβάζουν την Βίβλο κατά γράμμα και να καθορίζουν την ζωή τους με βάση τις αλλόφρονες επιταγές της – μου φαίνεται εντελώς τρομακτικό αυτό ( – Κύριε, είπε, διαπράττετε μέγα σφάλμα! Ο Θεός να σας φωτίσει για να βγείτε απ' το βούρκο. Μετά χαράς και με βάση την Αγία Γραφή θα στεριώσω την πίστη σας, ώστε ν' αποφύγετε τις πύλες της κολάσεως), αλλά ταυτόχρονα, με έναν παράξενο τρόπο, και ιδιαζόντως ελκυστικό. Πάντοτε έψαχνα ένα βιβλίο (πέρα από τις συλλογές αποφθεγμάτων, ό,τι πιο κοντινό σε αυτό που σκεφτόμουν, αλλά αρκετά μακρινό από άποψη μορφής) που να μπορούσε να το καταφέρει αυτό και νομίζω ότι πλέον το βρήκα. 
 
Ας πούμε, ανοίγετε τυχαία ένα ράθυμο απόγευμα την σελίδα 165, Δεύτερο βιβλίο, 7ο Κεφάλαιο, «Πώς τα έβγανε πέρα ο Σιμπλίκιος με αυτή τη ζωώδη κατάσταση»; Πέσατε διάνα! Την 658; Διάνα, πάλι! Την 112, 397, 796; Διάνα, διάνα, διάνα! Δεν είναι υπέροχο αυτό; Κατά μία σατανική σύμπτωση της σελιδοποίησης, η σελίδα 666 μάς βρίσκει εν μέσω ενός θυελλώδους συμβουλίου της Κόλασης, με τον Σκοτεινό Άρχοντα να τα έχει πάρει κρανίο που υπογράφηκε τελικά η γερμανική ειρήνη προς ζημίαν της επιχείρησης Του, θα πέσουν κεφάλια σίγουρα! Πώς γίνεται να μην λατρέψεις λοιπόν το βιβλίο ετούτο; Δεν μου κάνει εντύπωση που μεγάλοι συγγραφείς όπως ο Τόμας Μαν, ο Μπρεχτ και ο Γκύντερ Γκρας είχαν ενθουσιαστεί μ' αυτό. Ο συγγραφέας του υπήρξε στα σίγουρα μια μεγαλοφυία. Ίσως να πίστευε ότι έγραφε απλώς ένα βιβλίο της εποχής του (αν και σύμφωνα με το επίμετρο, αυτής της μορφής η πολυφωνία αποτελεί ένα μοναδικό χαρακτηριστικό για τη λογοτεχνία εκείνης της εποχής, εξαιρετικά νεωτερικό ως προς την σύλληψή του), όμως, άθελά του, δεν ξεχνούσε να ενσταλάζει και κάτι αθάνατο σε κάθε σελίδα του! 
 
[...] Κοντολογίς, με αυτό τον τρόπο πολλοί με κρίνανε για άπραγο παλαβό, ενώ εγώ τους είχα όλους για γνωστικούς μωρούς. Από όσο ξεύρω, τούτο το συνήθειο είναι ακόμα διαδεδομένο στον κόσμο, αφού όλοι είναι ευχαριστημένοι με την εξυπνάδα τους και νομίζουνε πως είναι πιο προκομμένοι από τους άλλους.

Το βιβλίο έχει στοιχεία του μπαρόκ και του πικαρέσκου μυθιστορήματος, αλλά όλοι αυτοί οι όροι που αναλύονται εκτενώς στο όμορφο επίμετρο, ίσως και να μην έχουν ιδιαίτερη σημασία τελικά. Γιατί ο «Σιμπλίκιος» κυρίως είναι ένα βιβλίο για την «σαλεμένη» πλευρά που ο καθένας μας κρύβει εντός του (η conditio humana χαρακτηρίζεται από εσωτερική πολυφωνία και συνεχή μεταβολή) – την λοξή οπτική γωνία με την οποία θα θέλαμε να αντιμετωπίζουμε τα πράγματα όταν εκείνα θολώνουν εκνευριστικά. Να μπορούμε να γελάμε σαρκαστικά στα μούτρα των κοινωνικών συμβάσεων. Να μπορούμε να κλαίμε για τον πόνο που προσθέτουμε στον πόνο του κόσμου. Να μπορούμε να αισθανόμαστε όντας φαινομενικά αναίσθητοι. Βγάλε τον τρελό από μέσα σου («Θαρρώ πως άνθρωπος δεν είναι στον κόσμο που να μην κρύβει μέσα του κι έναν τρελό, αφού όλοι είμαστε δα από το ίδιο το σκαρί»). Αποκάλυψε τον τζόκερ που κρύβεις στο μανίκι σου, γίνε ο γελωτοποιός του εαυτού σου! Μουγκάνισε λυτρωτικά, βόδι!
 

Ο Γιάννης Κοιλής αποτελεί για μένα μια ιδιάζουσα περίπτωση μεταφραστή. Με τιμάει με διαδικτυακή φιλία και τον ευχαριστώ πολύ γι' αυτό. Γιατί είναι μια ευγενέστατη μορφή του μεταφραστικού κόσμου, συμπαθής, μετρημένος, ασχολείται διεξοδικά με την δουλειά του και μιλάει κυρίως μέσω αυτής. Αντιμετωπίζοντας καθημερινά την άγνοιά μου, είμαι βαθύτατα ευγνώμων προς όλους τους μεταφραστές που μάχονται στο πλάι μου – όμως, μερικοί εξ αυτών, ενίοτε διεξάγουν βρώμικο πόλεμο, στήνουν παγίδες στο διάβα μου, ή απλώς είναι πολύ υπερφίαλοι και ενοχλητικοί «σύντροφοι» για να καταφέρουμε να φάμε τον αντίπαλο πριν φαγωθούμε μεταξύ μας! Ο Γιάννης Κοιλής δεν ανήκει σ' αυτούς, είναι ο καλύτερος σύμμαχος των αναγνωστών. Η μετάφρασή του είναι εξαιρετική – κοιτάξτε, δεν ξέρω γερμανικά, αλλά και να 'ξερα, σιγά μην ήξερα του 17ου αιώνα! – και κερδίζει εύκολα τον πόλεμο των εντυπώσεων, και των χαρακωμάτων. Τα γλωσσικά ιδιώματα και οι ορθογραφικές αποκλίσεις είναι επιλογές του μεταφραστή, σημειώνεται ορθώς στην αρχή του βιβλίου και έτσι ο επίδοξος αναγνώστης είναι ενήμερος και προετοιμασμένος. Εγώ βρήκα ότι αυτή η ιδιωματική γλώσσα δένει τέλεια με το ύφος του βιβλίου και τον αφελή Σιμπλίκιο, ρέει αβίαστα (σαν κίτρινη τσίρλα, όπως θα έλεγε σε κάποιο σημείο του βιβλίου και ο καλός μας Σιμπλίκιος!!) και γενικά, όποιος απο σας έχει τα κότσια να παραδεχτεί ότι δεν γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά σε κάποιο από τα χιλιάδες χωριά της Ελλάδας, τότε σίγουρα θα την απολαύσει στο έπακρο. Δεν ξέρω πόσο ισχνή ανταμοιβή μπορεί να είναι αυτή για έναν μεταφραστή, αλλά εύχομαι να νιώθει με έναν τρόπο δικαιωμένος για τους κόπους 20 χρόνων, γνωρίζοντας ότι έκανε ευτυχισμένο τουλάχιστον έναν αναγνώστη. Εμένα.
 
Καλή αρχή και στην νέα πορεία της Λευκής Σειράς του «Εξάντα» υπό την καθοδήγηση του «περπατημένου» Librofilo. Γνώριμο μέγεθος, γνώριμη γραμματοσειρά, κανένα παράπονο από μένα – είμαι οπαδός της. Ωστόσο, προς στιγμήν θεώρησα ότι ένα τέτοιο βιβλίο αναφοράς θα άξιζε μια πιο ευρύχωρη έκδοση, από την άλλη όμως, σκέφτομαι, την Βίβλο πρέπει να μπορείς να την κουβαλάς παντού μαζί σου! Προς το τέλος του βιβλίου υπάρχουν λίγες σελίδες (815-831) με σημειώσεις στις οποίες ΔΕΝ παραπέμπει το κυρίως σώμα του βιβλίου. Ρε παιδιά, σας το έχω ξαναπεί, πρέπει οπωσδήποτε να υπάρχουν αριθμημένες παραπομπές προς τις σημειώσεις, αλλιώς οι σημειώσεις είναι άχρηστες, μην το ξανακάνετε, μακριά, nein, πώς αλλιώς να το πω; Βέβαια, στα κεφάλαια του «Σιμπλίκιου» μπορείς να μαντέψεις με σχετική ευκολία, την αναφορά εκείνη που θα μπορούσε να συνοδεύεται και από σημείωση. Όμως, δεν μπορείς συνεχώς να σκέφτεσαι ότι ίσως κάτι σου ξέφυγε, είναι ενοχλητικό. Και μια προτροπή για τις μελλοντικές εκδόσεις του «Εξάντα», ελπίζω να μην επιστρέψουν ξανά στα εξώφυλλα εκείνα που απεικόνιζαν τις φάτσες των συγγραφέων, δεν το βλέπετε και εσείς ότι αρκετοί από δαύτους δεν έχουν φωτογένεια; Το γεγονός ότι επέλεξαν να γίνουν συγγραφείς, αντί για ηθοποιοί, ας πούμε, δεν σας ψυλλιάζει κάπως;
 
Πέρα από την εμπρηστική και ανατρεπτική του διάθεση, ο «Σιμπλίκιος» παραμένει ένα μεγαλειώδες μυθιστόρημα που σε συναρπάζει με τις ευφάνταστες περιπέτειές του και την περιπετειώδη φαντασία του. Οι εναλλαγές της δράσης πραγματοποιούνται με καταιγιστικό ρυθμό, τόσο έντονα μα και καλοδουλεμένα, που μου προκάλεσε θετικότατη έκπληξη αυτή η ευκολία εναλλαγής. Δεν σε κάνει να πλήττεις – το υπ' αριθμόν ένα στοιχείο της καλής λογοτεχνίας – έχει αστείρευτο χιούμορ – το δεύτερο στοιχείο της καλής λογοτεχνίας, και για μένα, ίσως το βασικότερο – και από κει και ύστερα, συγκεντρώνει μια ντουζίνα ακόμα λογοτεχνικές αρετές που θα ικανοποιήσουν με ευκολία και τους πιο ετερόκλητους αναγνώστες. Ο τίτλος του είναι κατάφωρα παραπλανητικός γιατί μόλις τελειώσεις την ανάγνωση, το μόνο που δεν θα έλεγες, είναι ότι διάβασες ένα απλό βιβλίο! 
 

[...] Έι, παλικάρι μου! θα ειπείτε. Επειδή 'σαι παλαβός εσύ, πρέπει να 'ν' κι οι άλλοι; Όχι, δεν το υποστηρίζω εγώ αυτό, γιατί θα έλεγα λόγια του αέρα, μόνο θαρρώ πως μερικοί κρύβουνε μέσα τους τον παλαβό καλύτερα από τους άλλους. Για να είσαι παλαβός, δεν φτάνει να έχεις ιδέες παλαβές, που στα νιάτα όλοι τις έχουμε. Όμως, άμα τις βγάνει κανείς προς τα έξω, τότε τον έχουνε για λωλό, καθότι οι περισσότεροι δεν τις δείχνουνε καθόλου ή δείχνουνε μόνο τις μισές. Εκείνοι που τις καταπιέζουνε εντελώς είναι σωστοί ξινομούτσουνοι, εκείνους, όμως, που αφήνουνε τις δικές τους λιγουλάκι να ξεμυτίσουνε, για να πάρουνε καμιά ανάσα και για να μην πλαντάξουνε μέσα τους, τους λογαριάζω για τους πιο καλούς και γνωστικούς ανθρώπους.

Υ.Γ. 2666  Το βιβλίο μού το δώρισε η Κλαίρη Παπαμιχαήλ, μία ακόμη ευγενέστατη μορφή του μεταφραστικού κόσμου και την ευχαριστώ θερμά. Το αναφέρω όχι για να δείξω ότι με γλύτωσε από ένα σεβαστό χρηματικό ποσό – δεν είναι αμελητέα πράγματα αυτά, παιδιά! Και τα λεπτά είναι λεφτά! – αλλά γιατί, η συγκινητική γενναιοδωρία της συγχωνεύτηκε δια παντός με την ακόρεστη απόλαυση που μου πρόσφερε η ανάγνωση του σπουδαίου αυτού βιβλίου. Και ήθελα να το ξέρει.

Σχόλια

  1. Εξαιρετική και χορταστικότατη η παρουσίασή σας, ντίαρ Μαραμπού. Μου έχετε ανοίξει την όρεξη να διαβάσω το βιβλίο γρηγορότερα από όσο υπολόγιζα.
    Με συγκινεί η πλούσια αναφορά σας στο μεταφραστή, αυτόν τον αφανή ήρωα που αγωνίζεται, μέσα από από άπειρες αντιξοότητες και δυσκολίες, να μεταφέρει το πνεύμα και την ατμόσφαιρα της εποχής, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα τόσο φυσικά, σα να του προέκυψε αβίαστα η κάθε λέξη, το κάθε νόημα.
    Καλά κάνετε και αναφέρετε τις Σημειώσεις χωρίς παραπομπή, κάτι που συνηθιζόταν και στις παλιότερς εκδόσεις του "Εξάντα". Το λέω μετά λόγου γνώσεως, γιατί συμβαίνει και στο βιβλίο που διαβάζω τώρα ("Ερωτικό απόδειπνο" του Τουρνιέ) και με κουράζει να προσπαθώ να το γίνω Πυθία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Μα είναι να μην σας ανοίγει η όρεξη; Και γω μόλις διάβασα τις πρώτες σελίδες το ίδιο έπαθα... το διάβασα γρηγορότερα από όσο υπολόγιζα :p

      Αυτό με τις παραπομπές δεν μπορώ να το χωνέψω όπου και αν το συναντώ. Δέχομαι να μην υπάρχουν καθόλου, αλλά να υπάρχουν και να μην σου τις υποδεικνύουν; Μα είναι και τζάμπα κόπος για αυτόν που φτιάχνει το βιβλίο - αφού παιδεύεται να φτιάξει τις σημειώσεις, ας αναγνωρίσουμε τουλάχιστον τον κόπο του με κάτι μικρά διακριτικά αρθιμητικούλια πάνω δεξιά στις λέξεις! Έρχομαι σπίτι σας και δεν έχει όνομα το κουδούνι; Να τα χτυπήσω όλα δηλαδή;;

      Διαγραφή
  2. Γιάννης31.10.17

    Το πέτυχα τις προάλλες σε κεντρικό (και αγαπημένο) βιβλιοπωλείο στο κέντρο και το ξεφύλλισα αρκετή ώρα διαβάζοντας σκόρπια αποσπάσματα. Μου θυμισε αμέσως Στέρν και Ραμπελαί και σκέφτηκα να το πάρω αλλά τελευταία στιμή το μετάνιωσα. Μετά από αυτή την παρουσίαση σπεύδω...ταχέως.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Σε συναρπάζει αμέσως, όντως. Μπορεί να σου χτυπάει κάπως η τιμή στην αρχή (λογικό είναι) αλλά νομίζω ότι τα αξίζει με το παραπάνω τα λεφτά του. Θα το ξαναδιαβάσεις σίγουρα τουλάχιστον μία φορά από την αρχή ως το τέλος, και πολλές ακόμα θα διαβάσεις διάσπαρτα κεφάλαια, ίσα ίσα για να ψυχαγωγηθείς και να σου φτιάξει το κέφι. Είναι σπάνια τέτοια βιβλία! Ελπίζω να το απολαύσεις όσο κι εγώ. Καλή συνέχεια :)

      Διαγραφή
  3. σ' ευχαριστώ πολύ, μαραμπού. χαίρομαι αφάνταστα που το απόλαυσες όσο κι εγώ. και ο κοιλής είναι πραγματικά ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΗΣ και διδάσκει με κάθε σελίδα αυτού του βιβλίου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Εγώ ευχαριστώ και τους δυο σας! Με την μοναδική μου ιδιότητα ως αναγνώστη, μπορεί να νιώθω σαν ο «τελευταίος τροχός της αμάξης» - και δεν το λέω υποτιμητικά, ούτε για να ψαρέψω κομπλιμέντα, απλώς αναγνωρίζω τη θέση μου - αλλά όταν μου προσφέρονται τέτοια σπουδαία βιβλία νιώθω πως λαμβάνω μια ιδιαίτερη και τιμητική θέση, κάτι που με χαροποιεί και το παίρνω εντελώς... προσωπικά! ;)

      Να 'σαι καλά Κλαίρη. Και πάλι σ' ευχαριστώ για το όμορφο δώρο σου!

      Διαγραφή
  4. Γιάννης Κοιλής6.11.17

    Καλά τα λέτε (χιχιχι). Μόνο για τα σχόλια, γιατί τόσο παράπονο; Τα κεφάλαια είναι τοσοδούλια κι η παραπομπή οδηγεί τον αναγνώστη εύκολα το σωστό σημείο. Ένα κορδελάκι για σελιδοδείκτη (ή δύο, όπως σε αρκετές όμορφες εκδόσεις που έχω) το ήθελε πάντως. Ευχαριστώ και πάι για τα καλά σας λόγια.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Γιάννης Κοιλής6.11.17

      πάι; Οι αμαρίες εδώ πληρώνονται όλες!

      Διαγραφή
    2. Εγώ σας ευχαριστώ περισσότερο! ;)

      Ε έχουμε και μεις τα κολλήματά μας. Δεν μπορώ να σκεφτώ έναν βάσιμο λόγο να υπάρχουν σημειώσεις σε ένα βιβλίο αλλά να μην υπάρχουν παραπομπές προς αυτές. Γενικά, είμαι ευπροσάρμοστος στις αναγνώσεις μου αλλά ενίοτε επαναστατώ, ενθυμούμενος παλιές «ανταρσίες». Ας πούμε, είχα θυμώσει με την «Θεία Κωμωδία» από Γκούτενμπεργκ όπου δεν υπήρχαν οι αριθμημένες παραπομπές προς τις σημειώσεις. Για μένα οι σημειώσεις σε τέτοια σπουδαία έργα, δεν αποτελούν ένα διακοσμητικό «πάρεργο», ενισχύουν ουσιωδώς την απόλαυση του έργου και δεν θέλω να την λαμβάνω ετεροχρονισμένα, αλλά την στιγμή που το διαβάζω. Όμως, μπροστά στην σκέψη ότι ένα μεγάλο λογοτεχνικό έργο καταφέρνει να φτάσει στην γλώσσα μου, όλες οι άλλες αβλεψίες που τυχόν υπάρχουν, λαμβάνουν πολύ μικρή σημασία για μένα.

      Και μιας και εξομολογούμαστε τις... αμαρίες μας, ας πω και εγώ ότι αντιπαθώ τα κορδελάκια και μόλις τα βλέπω παίρνω ψαλίδι και τα κόβω. Όλα τα παλιά βιβλία του Εξάντα δεν έχουν κορδελάκια και χαίρομαι πολύ που δεν χρειάστηκε να επέμβω και στον Σιμπλίκιο :p

      Διαγραφή
  5. Κι εσείς "του Τριακονταετη Πολέμου"; Δεν υπάρχει σωτηρία. Σκέφτηκα αρχικά ότι είναι εκ παραδρομής, αλλά φευ στην αμέσως επόμενη σειρά διαβάζω "του αφελή", και είμαι ακόμη στην αρχή του άρθρου.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Διαβάζετε αυτή την περίοδο τον «Σιμπλίκιο» αν καταλαβαίνω σωστά; Ελπίζω να σας αρέσει. Να ξέρετε ότι ο «αφελής» Σιμπλίκιος δε θα μείνει για πολλή ώρα έτσι, και σίγουρα ο συγγραφέας που τον έπλασε και τον καθοδηγεί, δεν είναι διόλου αφελής!

      Διαγραφή

Δημοσίευση σχολίου

Κουβεντολόι με μια μούμια!

Σημ: Εδώ λέγονται ιστορίες μόνο για αραχνιασμένα κρανία, οι "ψεκασμένοι" θα απομακρύνονται διακριτικά.

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Η λογοτεχνία ως μη βούληση και παράσταση

Το μέλλον δείχνει ότι σε λίγο καιρό θα παριστάνουμε ότι γράφουμε λογοτεχνία. Ο Τζήμας που παριστάνει τον Μπουκόφσκι που παριστάνει τον Φάντε που παριστάνει την Γιαδικιάρογλου. Η λογοτεχνία τρώει πολύ ξύλο, μπας και μάθει επιτέλους καλούς τρόπους και καταφέρει κάποτε να μπει στον παράδεισο. «Ήρθε ένας κύριος για τα ριντό. Ήταν αδερφή . Είχε νύχια που έλαμπαν κι ένα κασμίρ φουλάρι κάτω απ’ το σπορ σακάκι με τη ζώνη» . Θα γράφεται λογοτεχνία απίστευτα βαρετή, πολύ πιο βαρετή από όση υπάρχει ήδη. Οι υπερευαίσθητοι αναγνώστες θα μισούν ακόμα περισσότερο την ζωή τους γιατί θα την βλέπουν να μετατρέπεται σε αυτό που οι ίδιοι διορθώνουν. Οι άλλοι οι αναγνώστες, οι αναίσθητοι, θα αναπολούν μια λογοτεχνία που με τα υλικά που έβρισκες εντός της θα μπορούσες να αναδιαμορφώσεις την πραγματική σου ζωή – να μισήσεις, να νιώσεις θυμό, να βρίσεις, να σιχαθείς, να αποσυμπιεστείς τέλος πάντων για να μην σκάσεις. Αλλά το πρόβλημα είναι τελικά πιο απλό και εμφανές από όσο θέλουν να το παρουσιάζουν: της

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Οι αποσυνάγωγοι

  Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής . «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζε

Ο ακρωτηριασμός της Δύσης

    Όσο διάβαζα το βιβλίο μού ερχόταν στο μυαλό μια εντυπωσιακή φράση του Κούντερα που υπάρχει στο δοκίμιο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης» , καθώς και στις «Προδομένες διαθήκες» αν θυμάμαι καλά, που λέει ότι πλέον η ζωγραφική έγινε μια περιθωριακή τέχνη, ο κόσμος έπαψε να ενδιαφέρεται για αυτή όπως το έκανε όσο ζούσε ο Πικάσο και οι άνθρωποι δυσκολεύονται να αναφέρουν έναν σύγχρονο ζωγράφο πια. Το ίδιο μπορεί κανείς να πει και για το σκάκι και αν όλα πάνε καλά (και κατά διαόλου) και για οτιδήποτε άλλο. «Μαζί με τον Αλιέχιν, ένας κόσμος πέθαινε. Ο θάνατός του δεν αφορούσε μόνο το σκάκι. Ο Αλιέχιν υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους μιας κλάσης παικτών χωρίς δάσκαλο, αριστοκρατών χωρίς βασιλιά, ατόμων χωρίς υποστήριξη, πνευματικών ανθρώπων χωρίς ιδεολογία, πολιτών χωρίς σύνορα, βασιλέων της φαντασίας, ανθρώπων ανένταχτων… Τώρα που δεν υπήρχε πια, ποιος θα έπαιζε;» Ας παίξουμε με τις λέξεις, για την ώρα. Οι λέξεις chess και chase ηχούν πολύ όμοια

Γεύση πικραμύγδαλου

Να είσαι φαν του κουραμπιέ, να τον ξεκινάς με λαχτάρα και να σου σκάει πικραμύγδαλο. Κάπως έτσι ένιωσα με το συγκεκριμένο βιβλίο. Ήθελα πολύ να μου αρέσει. Αγαπώ την ιταλική λογοτεχνία (ειδικά την λίγο πιο παλιά, δεν έχω μελετήσει τόσο την σύγχρονη), βρίσκεται σταθερά στις τοπ λογοτεχνίες μου, συνθέτοντας πάντα δείγματα γεμάτα αισθητική κομψότητα και τόλμη μαζί, γιατί καλώς ή κακώς στη λογοτεχνία όλα τα υπόλοιπα οφείλουν να ακολουθούν∙ αν προηγούνται ή κυριαρχούν, δυναμιτίζουν την συνολική αξία του έργου και καταλήγεις να περιπλανιέσαι αμήχανος ανάμεσα σε λεκτικά ερείπια ενώ γνωρίζεις βέβαια ότι η λογοτεχνία είναι κατ’ αρχήν σκοτεινή και υπόγεια διαδρομή. Πρώτα θα γίνει ορυχείο, βαθύ και αδυσώπητο, και αν καταφέρει να βρει φλέβα ίσως εξορύξει και ό, τι πολύτιμο κουβαλά εντός της. Ο ήρωας του μυθιστορήματος «Πικρή ζωή» και άλτερ έγκο του Λουτσάνο Μπιαντσάρντι τα γνώριζε καλά όλα αυτά όταν ξεκίνησε να το γράφει αλλά προτίμησε να τα ξεχάσει γρήγορα, και μαζί και ο αναγνώστης την ελπίδα

Round About Midnight

  Μεγάλο Σάββατο απόψε και λίγο μετά τις μονότονες κροτίδες και αφού σταματήσουν και οι πρόβες με τις εφτά σάλπιγγες της Αποκάλυψης, όλοι μας θα ετοιμαστούμε ψυχολογικά για την μουσική που αγαπάμε να μισούμε: τα κλαρίνα. Εναλλακτική δεν έχει δυστυχώς και οι πιθανοί αυτοσχεδιασμοί εξαντλούνται στο πασχαλινό τραπέζι, τίποτα περισσότερο. Τα μαύρα πρόβατα της κάθε οικογένειας, πάντα υπάρχουν τέτοια, καμμένα από χέρι όπως και τα άλλα τα κανονικά, θα δείχνουν λίγο τζαζ μέσα σε όλο αυτό το ομοιόμορφο μπουλούκι αλλά δεν μπορείς να κάνεις και πολλά για να βοηθήσεις. Θα φαλτσάρουν κοινότοπες ευχές όπως όλοι και θα ελπίζουν να δείχνουν κάπως φυσιολογικοί – αλλά μέσα τους θα είναι χαρούμενοι και θα νιώθουν αγαλλίαση καθώς θα θυμούνται τον Ted Joans που έλεγε χαρακτηριστικά και το υποστήριζε εμπράκτως, ότι «Jazz is my religion and Surrealism is my point of view».  

Mission impossible

  Η μοναδική αποστολή του βιβλιοθηκάριου (βιβλιοθηκονόμοι πλέον ρε Ορτέγκα, μας προσβάλλεις γαμώτο∙ ναι, ο φερετζές μάς έλειπε), τουλάχιστον στην Ελλάδα και για μια γεμάτη 25ετία, είναι να μην πεθάνει από την πείνα. Τα πάμε καλά, συνάδελφοι! Άλλος για μπαρ τράβηξε, άλλος για γραμματειακή υποστήριξη και άλλος στου ΟΑΕΔ τα ΚΟΧ αίμα και δάκρυα πίνει. Ευαισθητοποιημένοι πολίτες λένε συνεχώς να χαρίσουμε βιβλία στις βιβλιοθήκες μας, είναι ο πολιτιστικός μας πνεύμονας (με χρόνια βρογχίτιδα), το κράτος από την μεριά του λέει κανένα πρόβλημα, στα τέτοια μου, αλλά να ξέρετε όποτε χρειαστεί να κόψω χρήματα για τις εκλογικές διαφημίσεις θα τα πάρω από τις βιβλιοθήκες, no offense. Και η σχολή Βιβλιοθηκονομίας συνεχίζει να βγάζει εκατοντάδες επιστήμονες κάθε χρόνο σαν να μην υπάρχει αύριο (που δεν υπάρχει!), μια θλιβερή γραμμή παραγωγής από ρομποτάκια σε μια δυστοπική και λοβοτομημένη πολιτιστικά χώρα. Does that make sense? «Οι άνθρωποι χαρακτηρίζονται από μια παράξενη τάση να τρέφονται, κυρίως, με

Ποίηση χωρίς τέλος

  Αυτή η χρονιά θα ξεκινήσει ακριβώς όπως τελείωσε: με ποίηση. Συλλεκτική ανάρτηση, σπάνια θα ξαναδιαβάσετε τέτοια. Σπάω την παράδοση (και το ρόδι)! Ακόμα σπανιότερα εντυπωσιάζομαι από ποιητές και ποιήματα. Δεν με συγκινεί η συμπύκνωση του λόγου όταν του λείπει ένα είδος «φλυαρίας» – ψάχνω ποιήματα που είναι αμετροεπή με έναν δικό τους τρόπο και ταυτόχρονα στοχευμένα και ουσιώδη. Ποιήματα που δεν πολυπαίρνουν στα σοβαρά τον εαυτό τους καθώς τσαλαβουτούν χαρούμενα στον χυλό της ειρωνείας. Ποιήματα που, απ' ό,τι σωστά αντιλαμβάνεστε, δεν γράφει η πλειοψηφία των ποιητών. Με δυο λόγια, κυνηγώ το ανέφικτο. Αλλά, αυτό δεν κυνηγάμε όλοι στην έναρξη κάθε χρονιάς; Το φλουρί μου για φέτος – λίρα εκατό – ήταν η Βισουάβα ή Βισλάβα ή όπως αλλιώς, Σιμπόρσκα. Η παλιά ποίηση, η ορθόδοξη, είναι Εδώ!