Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Παραρλάμα

Μετά την παρακολούθηση του 3ου Διεθνούς Συνεδρίου Δημιουργικής Γραφής στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο στην Κέρκυρα αυτό είναι το πιο εύστοχο συμπέρασμά μου: παραρλάμα! Η λέξη από το ομώνυμο διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά που αν την μεταγράψεις δημιουργικά, μπορεί να διαβαστεί και «παραλήρημα», επειδή κάποιες εισηγήσεις δεν έδιναν διόλου πειστικές εξηγήσεις γιατί θα έπρεπε να χαραμίσουμε τον χρόνο μας παρακολουθώντας τες· από την άλλη θα μπορούσε να διαβαστεί και «παρανάλωμα», επειδή τίποτα ωφέλιμο δεν κυκλοφορεί μόνο του εκεί έξω, αν δεν συνοδεύεται απαραιτήτως από το τερπνό ταίρι του.

Ας ξεκινήσω με δυο λόγια για το βιβλιοδώρο που έκανα στον εαυτό μου. Βουτυράς στο ψωμί μου! Η αφορμή δόθηκε από την εισήγηση της Παναγιώτας Σεφερλή: «”Παραρλάμα”: Λέξη ακατάληπτη ή έναυσμα για παιχνίδι με τις λέξεις από το ομώνυμο διήγημα του Δημοσθένη Βουτυρά;» Ένα παιχνίδι που πυροδότησε την φαντασία κάποιων τυχερών μαθητών ενός δημοτικού σχολείου της χώρας και έπεισε και μένα να διαβάσω επιτέλους τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Το καφέ-βιβλιοπωλείο «Πλους» εκτός από υπέροχους καφέδες, γευστικά τσάγια και λοιπά βουτυροειδή, είχε και μια λύση στο πρόβλημά μου – για την ακρίβεια, είχε δυο λύσεις! Δεν είμαι ένθερμος αγοραστής των graphic novels και συνεχώς προσπαθώ να μου αλλάξω γνώμη. Οι εκδόσεις «Τόπος» λοιπόν, με την σεναριογραφική συνεισφορά του Δημήτρη Βανέλλη και την σκιτσογραφική του Θανάση Πέτρου, αποφάσισαν διαφορετικά και εγώ δεν είχα καμία αντίρρηση επ' αυτού. Δεν θα πω περισσότερα για την έκδοση, αν τύχει και το ξεφυλλίσετε, θα είναι μονόδρομος η τελική απόφαση (εκτός και αν ο ενθουσιασμός μου γιγαντώθηκε από τις λίγες όμορφες λέξεις ενός συγγραφέα που μέχρι πρότινος αγνοούσα επιδεικτικά. Διαβάστε και κρίνετε). Ωστόσο, ο συμπαθής βιβλιοπώλης με ενημέρωσε ότι οι ίδιες εκδόσεις ετοιμάζουν μια ακόμα συλλογή επίλεκτων διηγημάτων του Βουτυρά, στην «κανονική φόρμα» αυτή την φορά. Βέβαια, ήδη έχω αρχίσει να αναθεωρώ για όλες εκείνες τις απαξιωτικές ματιές που έριχνα στα Άπαντά του όταν χάζευα τα κάτω ράφια των βιβλιοπωλείων. Ντροπή στα μούτρα μου.


Οι πιο ενδιαφέρουσες εισηγήσεις ήταν αναμφίβολα εκείνες που κουβαλούσαν βαρύ θεωρητικό οπλισμό: θεωρία της κριτικής, λακανικές προσεγγίσεις, Ντεριντά(χτα), ψυχανάλυση και δημιουργική γραφή κλπ. Δύσκολες και απαιτητικές έννοιες, που δεν σου πρόσφεραν περιθώριο αφομοίωσης στο τέταρτο της ώρας που διαρκούσε κάθε εισήγηση και στο διαρκές πήγαινε-έλα μεταξύ των αιθουσών, αλλά από την άλλη, γιατί να πας σε ένα ανάλογο συνέδριο αν όχι για να εμπλουτίσεις τις γνώσεις σου και να σημειώσεις και έναν-δυο-τρεις (μόλις ειπώθηκε η φράση, «Ο Τζόυς ως σύμπτωμα», νομίζω γυάλισε το μάτι μου) τίτλους για να στίψεις το μυαλό σου μέχρι το 4ο, που θα γίνει σε δυο χρόνια στην Ρόδο; Επίσης, υπήρχαν εξαιρετικές «λάιτ» εισηγήσεις όπως αυτή για το «Fight Club» και τον συνεχιζόμενο, αν όχι εντεινόμενο, απόηχο του βιβλίου ακόμα και σήμερα, ή τα «Snap tales» της Παρασκευής Καρτάλου, ή η εντυπωσιακή και απολαυστικότατη εισήγηση της Πένυ Φυλακτάκη, «Παλεύοντας με τον εαυτό: η επίδραση της ψυχολογίας του συγγραφέα στη συγγραφική διαδικασία» που παρουσίασε πόσο αλλόκοτο πράγμα μπορεί να είναι ένας συγγραφέας και αποσαφήνισε, δώστε βάση εδώ, την διαφορά (και την κόντρα) μεταξύ συγγραφικής περσόνας και κοινωνικής περσόνας, ασχέτως αν συνυπάρχουν στον ίδιο άνθρωπο – έτσι, αν κάποτε τύχει και με συστήσουν ενωπιόν σας και σας προκαλέσω δυσάρεστες μνήμες, να θυμηθείτε, σας παρακαλώ, ότι ΔΕΝ είμαι σε καμία περίπτωση ο διαδικτυακός κάφρος που γράφει τώρα ετούτα τα λόγια! 

Εδώ Πολύτεχνο, εδώ Πολύτεχνο! Σας μιλάνε οι μεθυσμένοι! Μετά από πέντε campari και ώρες διαυγούς συζήτησης, είναι αναπόφευκτο να καταλήξεις και σε κάποιες totally creepy καταστάσεις. Ευτυχώς, ο ενημερωμένος και ευφάνταστος DJ (αν ήταν συγγραφέας, μάλλον δε θα έβγαζαν ποτέ το βιβλίο του!) κράτησε τα προσχήματα και ελευθέρωσε το κέφι. Όταν έπαιξε δε και μια διασκευή του «Too drunk to fuck» των Dead Kennedys ήταν η ώρα να φύγουμε. Επίσης, μαθεύτηκε ότι μερικοί σύνεδροι πήγαν και ήρθαν από το Bristol δύο φορές σε μόλις μία μέρα – παράξενα πράγματα. Ίσως, να είναι και πληροφορία μέθης αυτή, δεν είμαι σίγουρος. Γι' αυτό που είμαι σίγουρος είναι ότι κάποιοι σύνεδροι δεν είχαν ξεσουρώσει όταν ήρθε η ώρα να μιλήσουν, δεν μπορώ να δώσω άλλη εξήγηση – και για να είμαι σαφής, εδώ περισσότερο μιλάω, για διανοητική μέθη. 
 
Περί campus novels o λόγος. Η μεγαλύτερη συνεισφορά αυτής της εισήγησης ήταν ότι μέσα στο περιορισμένο χρόνο του τετάρτου, κατάφερα να αφομοιώσω την υπερπολύπλοκη πληροφορία ότι τα campus novels είναι βιβλία που συνήθως έχουν ως σκηνικό δράσης έναν ακαδημαικό χώρο! Στη συνέχεια χάζευα στον προτζέκτορα καμιά εικοσαριά τίτλους βιβλίων μαζί με μια μικρή περίληψη, ακριβώς όπως θα έκανα και εγώ ένα βαρετό απόγευμα, μέσα από την ιστοσελίδα της «Πολιτείας». Η εισήγηση αυτή όμως, έπρεπε να διακοπεί στα τρία πρώτα λεπτά, όταν δηλαδή έμαθα ότι το campus novel «Middlemarch» (δεν ήξερα ότι ανήκει σε αυτό το είδος, αν ισχύει, τότε, αυτή είναι η καλύτερη πληροφορία της εισήγησης) είναι... του Τζορτζ Έλιοτ. Ε ναι, Τζορτζ λέει αφού, άντρας τότε! Συγχωρέστε με, μπορεί να είναι επίκαιρο, αλλά δεν θα μπω σε συζητήσεις για την αλλαγή φύλου. Ό,τι πει ο μεταπτυχιακός φοιτητής, που θα έλεγα ότι δεν αξίζει να πάρει πτυχίο, ως τιμωρία τουλάχιστον για ένα σεβαστό χρονικό διάστημα. Εντούτοις, εννοείται πως του αξίζει δικαιωματικά μια παρουσία σε ένα αστείο campus novel! 

Εγώ πάντως ήξερα ότι η/ο Τζορτζ Έλιοτ είναι γυναίκα και όταν είδα ότι υπάρχει μια εισήγηση με θέμα τις γυναίκες συγγραφείς και ηρωίδες, πήγα να παρακολουθήσω. Ε δεν γίνεται, λέω, αδερφές Μπροντέ, Τζορτζ Έλιοτ, Τζέην Ωστεν, Μέλπω Αξιώτη, Μάργκαρετ Άτγουντ που μόλις έχασε το Νόμπελ, έστω και το φαινόμενο Φερράντε (αν και το ψάχνουμε στα «γεννητικά όργανα» ακόμα, θα πάρει καιρό)... σίγουρα, θα έχει τρομερό ενδιαφέρον. Αμ δε! Κυρίως είχε ενδιαφέροντα τρόμο, όταν κατάλαβα ότι το αναλυόμενο κείμενο ήταν το «Φεγγάρι στο νερό» από τις εκδόσεις «Ψυχογιός», με πρωταγωνιστές την Ζαμπέτα (Μάλιστα, κύριε!) και τον Λίνο (κλινική περίπτωση)... ξαδέρφια που ερωτεύονται σφόδρα! Έτρεξα αμέσως στο κυλικείο του ισογείου με διάθεση να λουστώ με την κανάτα του καυτού γαλλικού καφέ για να συνέλθω. Πριν φύγω όμως, πρόλαβα να ακούσω ότι η εισηγήτρια που είχε πάρει συνέντευξη από την συγγραφέα, την είχε ρωτήσει, ποια από τις δύο πόλεις, Τρίκαλα και Βόλος (προφανώς θα ήταν οι «πρωταγωνίστριες» του βιβλίου) θα ήταν άντρας και ποια γυναίκα; Αλλόκοτη ερώτηση τω όντι, για να πάρει την εξίσου αλλόκοτη απάντηση της συγγραφέα ότι τα Τρίκαλα εννοείται θα ήταν άντρας καθώς έχουν ποτάμι που έχει αρσενικό όνομα ή τέλος πάντων της φέρνει κάτι αρσενικό (γουατέβα), ενώ ο Βόλος θα ήταν η γυναίκα καθώς περιβάλλεται από θάλασσα – θηλυκό, χελόου! Θα συμφωνήσω τουλάχιστον για τον Βόλο, αλλά όχι για τον ίδιο λόγο. Θα ήταν γυναίκα επειδή η λέξη «Βόλος» συγγενεύει προκλητικά με την λέξη «κώλος», κάτι που για πολλούς άντρες αποτελεί σαφώς ολόκληρη την Γυναίκα. Όμως, δεν συνεχίζω γιατί ενδέχεται να με πείτε σεξιστή και δεν θέλω. Όχι, δεν είμαι μισογύνης.

Καλές ή κακές, αυτές ήταν οι ειδήσεις του συνεδρίου. Ευχαριστώ που προτιμήσατε εμένα για την ενημέρωσή σας. Αυτό που περισσότερο ανέδειξε το 3ο Διεθνές Συνέδριο Δημιουργικής Γραφής είναι ότι πριν κάνεις μια εισήγηση πρέπει να έχεις βρει τι θα πεις και μετά έναν ελκυστικό τρόπο να το πεις, γιατί, ο αστοιχείωτος συγχωρείται, ο βαρετός αστοιχείωτος, ποτέ! Το ίδιο ακριβώς ισχύει και στα βιβλία που γράφονται, η πληθώρα των οποίων, στην Ελλάδα, πάσχει και από τα δύο νοσήματα... δεν ξέρουν τι να πουν, ούτε και πώς να το πουν! Τα φιλιά μου. Θα σας γράφω (λόγω δημιουργικής γραφής, τι νομίσατε καλέ;) 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Θεατρινισμοί

Τι θέλετε να γίνεται μωρέ στα παρασκήνια του Ολύμπου, λες και δεν ξέρετε. Ο Δίας, τα γνωστά, γαμάει και δέρνει – και ο Μ. Καραγάτσης το ίδιο, λένε μερικά κουτσομπολιά∙ ως λογοτέχνης θα πουν κάποιοι, ίσως και έξω από τα έργα του, θα ισχυριστούν κάποιοι άλλοι που έχουν μελετήσει σε βάθος διάφορα αποσπάσματά του. Γιατί τέτοια ρητορική μίσους ρε Μίτια; Επειδή δεν πήρες ποτέ κανένα βραβείο για το έργο σου; « Φωνές, από τα παρασκήνια – Εμείς κωμωδία δεν ήρθαμε να δούμε; Γιατί μιλούν για ρητορική; – Γιατί δεν υπάρχει τίποτε πιο κωμικό αλλά και πιο δημιουργικό από την παρερμηνεία. Κάνε υπομονή. Σε λίγο θα φτάσουν οι δικοί μας στην πλατεία. Έδιναν… συνέντευξη ως τώρα» . Και μη χιμαιρότερα !