Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 π.μ.)

 
Εκκλς 7. Σπίτι του Μπλουμ. 8 η ώρα το πρωί. Με τη μυρωδιά ενός τηγανιτού χοιρινού νεφρού μάς συστήνεται ο σπουδαιότερος ήρωας της παγκόσμιας λογοτεχνίας! Διαβάζουμε τις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου περισσότερο με τις ρινικές απολήξεις μας παρά με τα οπτικά μας νεύρα. Ο εβραίος, από πατέρα, ουγγρικής καταγωγής Λεοπόλδος Μπλουμ ετοιμάζει πρωινό στην κουζίνα του σπιτιού του, για την γυναίκα του Μόλλυ που χουζουρεύει ακόμα στο κρεβάτι αλλά και για τον ίδιο.  
 
[...] Είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πρότυπο αυτό ήταν ο Ετόρε Σμιτζ, του οποίου ο παππούς καταγόταν από την Ουγγαρία, είχε το ίδιο μουστάκι που ο Τζόυς έδωσε στον Μπλουμ και, ακριβώς όπως και ο Μπλουμ, είχε σύζυγο και θυγατέρα. (...) Ο Σμιτζ ήταν από πολλές απόψεις διαφορετικός από τον Μπλουμ. Είχε όμως παντρευτεί Χριστιανή, είχε αλλάξει το όνομά του (έστω και αν το είχε κάνει για λογοτεχνικούς λόγους), γνώριζε κάπως τα εβραϊκά έθιμα και είχε την φιλικά ειρωνική ματιά του Μπλουμ για τη ζωή. Ο Τζόυς δεν μπορούσε να υποφέρει τα εσωτερικά όργανα των βοοειδών και των πουλερικών, ενώ ο Σμιτζ, όπως και ο Μπλουμ, τρελαινόταν γι' αυτά. Βέβαια ορισμένες απ' αυτές τις ομοιότητες είναι μικρές, αλλά ο Τζόυς είχε μάτι αράχνης.
 

 
Στην σύντομη εξόρμησή του προς το κοντινό κρεοπωλείο, συναντά εκεί και γλυκοκοιτάζει την υπηρέτρια του γειτονικού σπιτιού και εύχεται να επισπεύσει ο κρεοπώλης τις διαδικασίες ώστε να την ακολουθήσει στον δρόμο της επιστροφής. Ο κύριος Μπλουμ έδειξε γρήγορα. Για να προλάβει και να περπατήσει πίσω της, αν πήγαινε αργά, πίσω από τα κουνιστά καπούλια της. Ευχάριστο να βλέπει κανείς πρώτο πράγμα το πρωινό. Βιάσου να πάρει ο διάολος. Εδώ βλέπουμε τις πρώτες «άσωτες» σκέψεις του Μπλουμ (οι οποίες στο επόμενο κεφάλαιο θα αποκτήσουν πιο σαφές και ξεκάθαρο «σώμα») που έρχονται σε αντιπαράθεση με την αμέσως επόμενη σκηνή, μόλις επιστρέφει δηλαδή στο σπίτι και βρίσκει δύο γράμματα, ένα από την κόρη του Μίλλυ και ένα ακόμα που φέρει την αγενή (για τον άντρα περισσότερο, μιας παντρεμένης γυναίκας) ένδειξη στο φάκελο, «Κυρία Μάριον Μπλουμ». Το κεντρί της ζήλιας τον τρυπά. Το χτυποκάρδι του έπεσε αμέσως. Θρασύς γραφικός χαρακτηρας. Κυρία Μάριον. Το γράμμα προς την Μόλλυ προέρχεται από τον Μπλέιζες Μπόυλαν, ερωτικό αντίζηλο του Μπλουμ, που φέρνει το πρόγραμμα μιας όπερας στην οποία η Μόλλυ θα τραγουδήσει. 
 
Στο γράμμα της Μίλλυ και στις αντιδράσεις του Μπλουμ κατά την ανάγνωσή του βλέπουμε την αμφίδρομη σχέχη αγάπης που έχει δημιουργηθεί μεταξύ τους. Ο Μπλουμ παρουσιάζεται ως ένας τρυφερός και ανήσυχος πατέρας που βλέπει την έφηβη κόρη του να κάνει τα πρώτα μοναχικά της βήματα στη ζωή. Η Μίλλυ δουλεύει σε ένα φωτογραφείο στο Μάλλινγκαρ και ετοιμάζεται για ένα πικνικ με φίλους και έναν νεαρό σπουδαστή που γνώρισε, τον Μπάννον.
 
Ε, λοιπόν: αυτή ξέρει να προσέχει τον εαυτό της. Αλλά αν όχι; Όχι, τίποτα δεν συνέβη. Φυσικά θα μπορούσε. Περίμενε τέλος πάντων μέχρι να συμβεί. Ένα ακατέργαστο κομμάτι αγαθών. Τα λεπτοκαμωμένα πόδια της να ανεβαίνουν τρέχοντας τις σκάλες. Ωριμάζει τώρα. Ματαιόδοξη: πολύ.
 
Πολύ νωρίς στο βιβλίο, ο Τζόυς προαναγγέλει την εμφάνιση της Μίλλυ, ήδη από το πρώτο κεφάλαιο, σε μια συζήτηση στην οποία συμμετέχει και ο Στέφανος.
 
- Ακόμη εκεί; Πήρα μια κάρτα από τον Μπάννον. Λέει ότι βρήκε ένα γλυκό νεαρό πλάσμα εκεί κάτω. Τη φωνάζει φωτοκόριτσο.
 

 
Το συγκεκριμένο κεφάλαιο είναι μια πρώτη γνωριμία των αναγνωστών με τον σύγχρονο Οδυσσέα. Περισσότερο υπαινίσσονται πράγματα και γεγονότα παρά λέγονται ευκρινώς. Η Μόλλυ καθ' όλη τη διάρκεια του κεφαλαίου δεν φεύγει από το κρεβάτι της, παραπέμποντας νοερά στην ομηρική Καλυψώ και στο νησί της, από όπου εξουσίαζει τον Οδυσσέα. Ο Μπλουμ φαίνεται να είναι δέσμιος της «εξουσίας» της φέρνοντάς της πρωινό στο κρεβάτι, ανοίγοντας τις κουρτίνες, ψάχνοντας και σηκώνοντας ένα πεταμένο βιβλίο από το πάτωμα από το οποίο θέλει να τον ρωτήσει για την «δυσνόητη» έννοια της λέξης «μετεμψύχωση». Αν για να συγκροτήσει την εξωτερική εικόνα της Μόλλυ Μπλουμ ο Τζόυς αξιοποίησε ψήγματα από την κυρία Τσανς, τη σινιόρα Σάντος, τη σινιόρα Πόπερ και την κόρη του Ματ Ντίλον, για τον τρόπο σκέψης της το πρότυπο το είχε κατ' οίκον. Η Νόρα Τζόυς διέθετε ένα ανάλογο χάρισμα πυκνής, δηκτικής έκφρασης, κάτι που ενθουσίαζε τον Τζόυς όσο και τον Μπλουμ. Όπως και η Μόλλυ, δεν συμπαθούσε τη διανόηση· και ακριβώς όπως και η Μόλλυ ήταν προσκολλημένη στον άντρα της χωρίς να αισθάνεται δέος γι' αυτόν. Όταν εκείνος της εξηγεί την έννοια της λέξης «μετεμψύχωση» εκείνη ξεσπά:  
 
- Ω, διάβολε! είπε αυτή. Πες το μας με απλά λόγια
 
Ο Οδυσσέας θεωρήθηκε βλάσφημο και άσεμνο βιβλίο στην εποχή του αλλά μιας και ο Τζόυς είχε αποφασίσει να φέρει στο φως κάθε κρυφή και ποταπή ανθρώπινη συμπεριφορά, δεν είχε χρόνο να ακούει τις αντιτιθέμενες φωνές, ειδικά εκείνες που δεν είχαν διαβάσει το βιβλίο. Όταν βάζει την Μόλλυ να λέει για ένα βιβλίο που μόλις έχει τελειώσει, Δεν είναι τίποτα άσεμνο σ' αυτό, είναι σαν να αποφαίνεται για την αθωότητα ολόκληρου του Οδυσσέα! Ο Μπλουμ κατουράει, αποπατεί, αυνανίζεται, καταβροχθίζει, μικρολογεί, κοκορεύεται, είναι δουλικός. Είναι λάγνος, δειλός, μηχανορράφος. Είναι όμως, επίσης, ευγενής, τολμηρός, γενναιόδωρος, αγαπά, είναι αξιοπρεπής. Τη μια στιγμή συλλογίζεται την αυτοκτονία του πατέρα του και τον θάνατο του μωρού αγοριού του και την άλλη κάνει σαν λιμασμένος για ένα κομμάτι τυρί ή «χαλβαδιάζει» τα πισινά μιας κοπέλας στον δρόμο. Αυτά μας λέει ο Ελευθέριος Ανευλαβής στην εισαγωγή του και ο Μπλουμ προς άμεση επιβεβαίωση, μας τραβολογάει στην τουαλέτα μαζί του, όπου νιώθουμε και μεις την ηδονή που προσφέρει το παρατεταμένο κράτημα ενός γεμάτου εντέρου πριν την εκκένωση. Όχι μεγάλη βιασύνη. Κράτα το λίγο. (...) Στα μισά, με την τελευταία αντίσταση να υποχωρεί, άφησε το έντερό του να αδειάσει αθόρυβα καθώς διάβαζε, διαβάζοντας ακόμη υπομονετικά, ενώ εκείνη η χθεσινή ελαφρά δυσκοιλιότητα είχε φύγει τελειώς. Θαρρείτε πως πια είναι απίθανο να διαβάσετε αυτό το συγκεκριμένο απόσπασμα πάνω από μια αχνίζουσα λεκάνη; Συνέχισε το διάβασμα, καθισμένος ήρεμα πάνω από την ίδια του τη μυρωδιά που ανέβαινε. Το γεγονός ότι σκουπίζεται με την εφημερίδα που διαβάζει, είναι ένα πρώιμο εύγλωττο σχόλιο για όσα θα ακολουθήσουν στο κεφάλαιο «Αίολος»!
 
Η εβραϊκότητα του Μπλουμ υπερτονίζεται όσο εκείνος βρίσκεται στο μαγαζί του εβραίου κρεοπώλη Ντλούγκατζ και παρατηρεί τυχαία μια εφημερίδα που προορίζεται για τύλιγμα των κρεάτων, πάνω στην οποία διαβάζει μια διαφήμιση για μια πρότυπη φάρμα στην παραλίμνια περιοχή της Τιβεριάδας. Αφήνεται σε μια ονειροπόληση γεμάτη βουκολικές και νοσταλγικές αναμνήσεις ενός χαμένου Παράδεισου για να καταλήξει σε μια αντίστροφη πορεία (απαλείφοντας το Καθαρτήριο) στην τωρινή Κόλαση.
 
Ο παλιότερος λαός. Περιπλανήθηκε πολύ μακριά σ' όλη τη γη, αιχμαλωσία στην αιχμαλωσία, πολλαπλασιαζόμενος, θνήσκων, γεννοβολώντας παντού. Κείτεται εδώ τώρα. Τώρα δεν θα μπορούσε να αποδώσει άλλο πια. Νεκρός: μιας γριάς γυναίκας: το γκρίζο ζαρωμένο μουνί του κόσμου. Αφανισμός.
 
 
Το κεφάλαιο Καλυψώ είναι μια εξαιρετική εισαγωγή στα θέματα και στα μοτίβα που θα αξιοποιήσει ο Τζόυς για την σκιαγράφηση του «καθημερινού» του ήρωα. Θέλοντας να μας καλοπιάσει, ο Τζόυς χρησιμοποιεί μια στρωτή γραφή και μια πλοκή που μεγαλώνει την αγωνία μας για την συνέχεια. Μην επαναπαύεστε όμως, οι Λωτοφάγοι που ακολουθούν, ενδεχομένως να σας κάνουν να τα ξεχάσετε όλα!

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .