Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (1 μ.μ.)

 
Αν στο προηγούμενο κεφάλαιο μετά βίας μπαίναμε στο κεφάλι του Μπλουμ, σε ετούτο εδώ μετά βίας βγαίνουμε. Είναι η ώρα του φαγητού. Αυτή είναι η χειρότερη ώρα της ημέρας. Ζωτικότητα. Μουντή, σκυθρωπή: τη μισώ αυτή την ώρα. Αισθάνομαι σαν να με κατάπιαν και με έφτυσαν. Στις «Λαιστρυγόνες» ο μαγνητισμός μεταξύ ύφους και λεξιλογίου για τον οποίον μιλούσαμε τις προάλλες, παίρνει ασύλληπτες διαστάσεις. Ο Τζόυς μας μαγειρεύει, μας σερβίρει, μας μπουκώνει, μας χορταίνει και μας προκαλεί εμετό, με πεντανόστιμες και λιγωτικές μεταφορές του λόγου! Όλα έχουν να κάνουν με το φαγητό. Το κεφάλαιο έιναι γραμμένο με εξαιρετικά θερμιδοφόρες λέξεις.
 
Δε σας κρύβω ότι στις πρώτες σελίδες του κεφαλαίου κάπως βαρέθηκα, το θεώρησα λίγο υποτονικό, μέτριο, ειδικά έπειτα από την τεχνική πρωτοτυπία και αρτιότητα του «Αίολου». Το διάβαζα άκεφος. Στην πορεία το πράγμα έφτιαξε, σαν κυρίως πιάτο που έσβησε την άνοστη γεύση ενός αδιάφορου ορεκτικού. Όταν μάλιστα διάβασα ότι το κρασί Βουργουνδίας που απολαμβάνει ο Μπλουμ έδιωξε την πρότερη ακεφιά του (Η απαλή φωτιά του κρασιού άναβε τις φλέβες του. Το ήθελα πολύ. Αισθανόμουν τόσο άκεφος), επηρέασμενος και από την δύναμη με την οποία φορτίζει ο Τζόυς τις λέξεις του, πίστεψα ότι οι πρώτες 15 σελίδες ήταν όντως γραμμένες άκεφα για να μπορούν να αντικατοπτρίζουν και την ακεφιά του ήρωά τους! Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Αν ίσχυε όμως, δε θα ήταν ωραίο;
 
Διαβάζοντας τον Οδυσσέα είναι εκπληκτικό πόσο εύκολα αιχμαλωτίζεσαι από δύο αντιτιθέμενες σκέψεις: στο βιβλίο αυτό δεν συμβαίνει τίποτα/στο βιβλίο αυτό συμβαίνουν τα πάντα! Ο Μπλουμ θέλει να φάει κάτι στα όρθια πριν πάει στην βιβλιοθήκη να ψάξει σχετικά με την διαφήμιση του Κλειδιά. Αυτό είναι το «τίποτα» του κεφαλαίου. Όσοι θέλετε να μάθετε πώς χωράει το «πάντα» μέσα στο «τίποτα» πρέπει να διαβάσετε το βιβλίο του Τζόυς. Το «πάντα» του Τζόυς είναι υπεράνω κάθε περιγραφής. Ας το προσπαθήσουμε όμως. Όταν ο Μπλουμ εισέρχεται στο εστιατόριο του Μπάρτον, αφήνεται σε νοερές περιγραφές αηδίας για όσα αντικρίζει εκεί – οι εικόνες που βλέπει, εικόνες συνηθισμένων ανθρώπων να γευματίζουν συνηθισμένα, του προκαλούν αναγούλα (κάτι που αισθάνεσαι μέσω της γραφής) και φθάνουν από τα ψημένα και άνοστα φαγητά πίσω στην διαδικασία παρασκευής ή σφαγής των κάποτε ζωντάνων υλικών τους. 
 
 
 
[...] Οδυνηρό για τα ζώα επίσης. Ξεπουπούλιασμα και αφαίρεση εντοσθίων από τα πουλερικά. Φουκαριάρικα ζωντανά εκεί στην κρεαταγορά να περιμένουν τον πέλεκυ να σχίσει στα δύο το κρανίο τους. Μούου. Κακόμοιρα μοσχάρια που τρέμουν. Μέε. Τρεκλίζοντα μοσχαράκια. Μοσχαρήσιο κρέας και λάχανο τηγανητό. Κουβάδες χασάπηδων με τρεμουλιαστά πνευμόνια. Πιάσε αυτό το στήθος από το τσιγκέλι. Φλαπ. Ωμό κεφάλι και ματωμένα κόκκαλα. Γδαρμένα με γυάλινα μάτια αρνιά κρεμασμένα από τα λαγόνια τους, προβατομουσούδες τυλιγμένες με αίματα στο χαρτί κλαψουρίζοντας πηχτό αίμα από τη μύτη πάνω στο πριονίδι. Τ' απομεινάρια για πέταμα. Μην πιάνεις αυτά τα κομμάτια, νεαρέ.
 
Θυμάστε πώς μας συστήθηκε ο Μπλουμ στο τέταρτο κεφάλαιο; Πάνω από το τηγάνι να αδημονεί για το χοιρινό νεφρό (θα προτιμούσε αρνίσιο αλλά δεν μπόρεσε να βρει στην αγορά) που τσιτσίριζε – σχεδόν νιώθαμε το ρίγος της ηδονής που καταλαμβάνει έναν καλοφαγά όταν οσφραίνεται το έδεσμα του πόθου του! Προς τι λοιπόν η παραπάνω μετραστροφή; Ο Τζόυς ίσως θέλει να μας παρουσιάσει με αυτόν τον τρόπο, ένα ηθικό δίλημμα που αντιμετωπίζουν πολλοί άνθρωποι, όταν θέλουν αφ' ενός να γευτούν νόστιμες μαγειρεμένες σάρκες χωρίς αφ' ετέρου να γαρνίρονται με τις ματωμένες τύψεις να ουρλιάζουν στο πιάτο τους, από τον άδικο πόνο που προκάλεσαν σε ζωντανά πλάσματα.
 
Αυτές οι σκέψεις του Μπλουμ έρχονται σε ελαφρά σύγκλιση με κάποιες άλλες σκέψεις που έκανε πριν μπει στο εστιατόριο, όταν είδε στον δρόμο τον ποιητή Τζωρτζ Γουίλλιαμ Ράσσελ (τον οποίο καθόλου δεν εκτιμούσε ο Τζόυς) να βγαίνει από ένα χορτοφαγικό εστιατόριο και οδηγήθηκε μέσα απο την απροθυμία αυτών των ανθρώπων να γευτούν κρέας, να κάνει μια σύνδεση μεταξύ φαγητού και τέχνης. 
 
Τέτοιοι είναι όλοι αυτοί οι αιθέριοι άνθρωποι της λογοτεχνίας. Ονειροπαρμένοι, νεφελώδεις, συμβολιστές. Είναι εστέτ. Δεν θα με εξέπληττε αν μάθαινα πως είναι αυτό το είδος της τροφής που παράγει τα παρόμοια κύματα του εγκεφάλου τα ποιητικά. Για παράδειγμα από κάποιον από αυτούς τους αστυφύλακες που ιδρώνουν ιρλανδικό στιφάδο στα πουκάμισά τους δεν θα μπορούσες να στείψεις ούτε μια γραμμή ποίησης. Ούτε και που ξέρουν τι είναι ποίηση.
 
Τελικά ο Μπλουμ φεύγει αηδιασμένος από το εστιατόριο του Μπάρτον και καταλήγει να απολαμβάνει ένα ποτήρι κρασί Βουργουνδίας και ένα απλό σάντουιτς με μουστάρδα και τυρί, στο μαγαζί του Ντέιβιντ Μπάυρν, εμπόρου οινοπνευματωδών και κρασιών. Ο Μπλουμ για ακόμα μια φορά αναμιγνύει τα υλικά της ιρλανδικής ιστορίας σε μια συνταγή για χύτρα που είναι έτοιμη να εκραγεί! Όταν ο Μπλουμ βλέπει από μακριά στον δρόμο τον αδελφό του σπουδαίου Παρνέλ, σκέφτεται, Αδελφός μεγάλου άνδρα: αδελφός του αδελφού του. Ο μεταφραστής μάς επεξηγεί το νόημα της φράσης. Θεωρείται ότι, αν ο ένας αδελφός είναι πολύ έξυπνος, ο άλλος σε αντιστάθμιση δεν θα είναι. Αμέσως το μυαλό μας πηγαίνει στον αδελφό του Τζόυς, Στανίσλαο, για τον οποίο ο ίδιος ο Τζέημς Τζόυς κρατούσε αμφίθυμη και ελαφρώς υποτιμητική στάση. Μπορεί η λογοτεχνική ιστορία (και όλες οι άλλες, αυτοί οι καταραμένοι εφιάλτες!) να απέδειξε ότι ο Στανίσλαος ήταν απλώς... αδελφός του αδελφού του, όμως ο Ρίτσαρντ Έλμαν, μέσα από αναρίθμητα περιστατικά και γεγονότα, μας πληροφορεί ότι ο Στανίσλαος για αρκετό καιρό και με εξαιρετική διεισδυτικότητα, έκρινε σωστά την σκέψη του... μεγάλου άνδρα και τον βοήθησε ουσιωδώς όταν η εξαιρετική ευφυία του δεύτερου τον έκανε να φέρεται χαζά.
 
Και φυσικά ο Τζόυς, δε θα μπορούσε να ολοκληρώσει κεφάλαιο δίχως να αφήσει μια μικρή αλλά αρκούντως χολερική παρατήρηση για το αγαπημένο του θέμα. Στην αναφορά που γίνεται στον παγανιστή ιρλανδό βασιλιά Κόρμακ ο οποίος πνίγηκε τρώγοντας κάτι, μια ευλογοφανής απάντηση για τον θάνατό του είναι και η ακόλουθη: Ο Άγιος Πατρίκιος τον προσηλύτισε στον χριστιανισμό. Όμως δεν μπόρεσε να το καταπιεί αυτό ολόκληρο. Όλο αυτό το όργιο των λογοτεχνικών γεύσεων βρίσκει την ολοκλήρωση στο σημείο που οι θύλακες της στοματικής κοιλότητας μπλέκονται αρμονικά με τις ερεθισμένες εγκεφαλικές συνάψεις. Ποτέ δεν ξέρεις ποιανού τις σκέψεις μασάς. Αυτή η φράση είναι η συμπύκνωση όλου του Οδυσσέα. Να την θυμάστε σαν μότο σε κάθε σελίδα που διαβάζετε και ειδικότερα στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο, εκεί που ο Σαίξπηρ θα διεκδικήσει μερικές μασημένες σκέψεις.
 
Επιτρέψτε μου για το τέλος να σας σερβίρω και ένα γλυκόπικρο επιδόρπιο αλλά θα σας ζητήσω ο καθένας να το χωνέψει με τις δικές του δυνάμεις. Μπορείτε ακόμα και να μην το φάτε, αν νιώθετε ήδη σκασμένοι.
 
Δαγκώνει περισσότερο απ' όσο μπορεί να μασήσει. Είμαι και εγώ σαν αυτόν; Ας βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .