Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Πώς πέρασες τη μέρα σου; - (8 μ.μ.)

 
Μιλάμε ακόμα για Τζόυς; Σίγουρα; Το κεφάλαιο αυτό διχάζει τους αναγνώστες. Μια μεγάλη μερίδα αναγνωστών θα αναφωνήσει: «Επιτέλους, κάτι βατό! Γιατί να μην ήταν έτσι όλος ο Οδυσσέας;» Και μια δεύτερη (που συμπεριλαμβάνει και εμένα) θα σκεφτεί ότι ο συγγραφέας «παραδίνεται» πολύ εύκολα. Μας δίνει ένα κεφάλαιο που δεν παιδεύει καθόλου τον αναγνώστη του και παράλληλα μας δίνει και την εντύπωση ότι ωριμάσαμε (πια), καταλαβαίνουμε με άνεση (μωρέ λες;) περισσότερα απ' ό,τι στην αρχή, έπαψε να είναι και τόσο απαιτητικό χάρη στην αναγνωστική μας εξέλιξη (φευ). Προσοχή όμως με την επαρσή μας, γιατί η πτώση στο επόμενο κεφάλαιο θα είναι οδυνηρή, θα ανοίξει το κεφάλι μας και θα χυθούν τα μυαλά μας πάνω στις σελίδες!
 
Το πρώτο μισό του κεφαλαίου μονοπωλείται από τις σκέψεις της «Ναυσικάς», της Γκέρτυ Μακ Ντάουελ – μιας νεαρής ονειροπόλας γυναίκας που ονειρεύεται τον πρίγκηπα του παραμυθιού. Έχει παρέα τις φίλες της Σίσσυ Κάφφρεϋ (μαζί με τα δυο ζωηρά δίδυμα αδερφάκια της) και την Ήντυ Μπόαρτνμαν (με τον 11μηνών γιο της). Έχουν αράξει στις ακτές του Σαντυμάουντ με την Γκέρτυ να κάθεται κοντά τους αλλά και εμφανώς πολύ μακριά τους, χαμένη καθώς είναι στις ροζ σκέψεις της. Σκέψεις που συνεχώς διαταράσσονται από τα ζωηρά δίδυμα, το κλάμα του μωρού αλλά και την Λειτουργία που ακούγεται από μια κοντινή εκκλησία. Ο Τζόυς σε ένα απόσπασμα ειρωνεύεται εξαιρετικά αυτήν την τρέλα που πιάνει τους γονείς για τα παιδιά τους με τις «ιδιαίτερες»” ικανόητές τους και την αξιοπρόσεκτη «ωριμότητά» τους: 
 

 
- Πες μπαμπά, μπέμπη. Πες μπα μπα μπα μπα μπα μπα μπα.
Και το μωρό έβαζε τα δυνατά του να το πει γιατί ήταν πολύ έξυπνο για έντεκα μηνών όλοι έλεγαν και μεγάλο για την ηλικία του και η προσωποποίηση της υγείας, ένα τέλειο μπουκέτο αγάπης, και σίγουρα θα γινόταν κάποιος μεγάλος, έλεγαν.
- Χαζά ζα ζα ζα χαζά.
 
Η Γκέρτυ Μακ Ντάουελ ξορκίζει γρήγορα την θλίψη για έναν νεαρό ποδηλάτη που συνήθιζε να περνά κάτω από το παράθυρό της αλλά όχι σήμερα, και με νεανική ορμή επικεντρώνει τις αγνές σκέψεις της προς έναν κύριο που κάθεται λίγα μέτρα πιο πέρα και την κοιτάει. Αυτή σχεδόν μπορούσε να δει την αστραπιαία λάμψη θαυμασμού στα μάτια του που της έφερε μούδιασμα σε κάθε της νεύρο. Προοδευτικά, η Γκέρτυ ανυψώνει την μορφή του μυστήριου κυρίου στο ιδανικό του Έρωτα και αφήνεται ολοένα πιο παραδομένη ολοένα πιο πρόθυμη σε εκείνον. Τα σκοτεινά του μάτια καρφώθηκαν πάνω της ξανά ρουφώντας κάθε της καμπύλη, κυριολεκτικά προσκυνώντας στον ναό της. Αν ποτέ υπήρξε ανυπόκριτος θαυμασμός στο παθιασμένο βλέμμα ενός άντρα αυτός βρισκόταν εκεί απέριττος να ιδωθεί στο πρόσωπο εκείνου του ανθρώπου. Είναι για σένα Γερτρούδη Μακ Ντάουελ, και το ξέρεις.
 
Ο μυστήριος κύριος αυνανίζεται καθώς παρακολουθεί την νεαρή Γκέρτυ και η κορύφωση του κεφαλαίου έρχεται ταυτόχρονα με τη δική του. Την ίδια ώρα η Λειτουργία έχει φθάσει στο τέλος της και πυροτεχνήματα σκάνε στον νυχτερινό ουρανό, επακόλουθο της θρησκευτικής γιορτής. Εδώ ο Τζόυς γράφει μία εντυπωσιακά όμορφη σελίδα που δύσκολα αντιστέκομαι να μην αντιγράψω ολόκληρη – αν δεν το κάνω, είναι για να παρατείνω λιγό την ηδονή σας μέχρι να αποφασίσετε να την διαβάσετε:
 
[...] κοιτάξτε, να το, και αυτή έγειρε πίσω ακόμη πιο πολύ να δει τα πυροτεχνήματα και κάτι αλλόκοτο φτερούγιζε στον αέρα, ένα μαλακό πράγμα, μπρος-πίσω, σκοτεινό (...) και το πρόσωπό της είχε πλημμυρίσει με ένα θείο, μαγευτικό κοκκίνισμα από την ένταση του τανύσματος και αυτός μπορούσε να δει τα άλλα της πράγματα (...) και μετά εκείνο πήγε πολύ ψηλά πήγε για μια στιγμή χάθηκε και αυτή έτρεμε σύγκορμη από το να τεντώνεται τόσο πολύ προς τα πίσω που αυτός ειχε πλήρη θέα μέχρι ψηλά πάνω από το γόνατό της (...) αυτή ευχαρίστως θα του είχε φωνάξει με κραυγή πνιγμένη... την κραυγή του έρωτα ενός κοριτσιού (...) Και τότε μια ρουκέτα ξεπετάχτηκε σφυρίζοντας και ω! ύστερα η ρωμαϊκή λαμπάδα έσκασε και ήταν σαν ένας αναστεναγμός από ω! και όλοι φώναζαν ω! ω! σε έκσταση και ξεχύθηκε ένας χείμαρρος βροχής από δέσμη χρυσών μαλλιών και φυλλορρόησαν και αχ! ήταν όλα πράσινα δροσερά αστέρια που έπεφταν χρυσαφένια, ω, τόσο όμορφα, ω, βελούδινα, γλυκά, βελούδινα!
 
Τι μυστήριο και τούτο! Ποιος είναι επιτέλους αυτός ο μυστηριώδης κύριος; Ο Λεοπόλδος Μπλουμ (γιατί αυτός είναι) στεκόταν σιωπηλά μπροστά σε εκείνα τα νεανικά αθώα μάτια. Οποία έκπληξις! Στο δεύτερο μέρος του κεφαλαίου κυριαρχούν οι ενήλικες σκέψεις του Μπλουμ (Μου στράγγισε όλο μου τον ανδρισμό, η μικρή τσουλίτσα) που έρχονται σε αντίθεση με τις εξιδανικευμένες σκέψεις της Γκέρτυ, που πλέον έχει αποχωρήσει καθώς έχει σκοτεινιάσει για τα καλά. Ανακουφισμένος πια, πολιορκείται από σκέψεις για την γυναίκα του Μόλλυ, για την απογευματινή της απιστία, για την κόρη του Μίλλυ, για την ερωμένη του Μάρθα, για τις γυναίκες γενικά, πώς σκέφτονται, πώς ερωτεύονται, για την χαμένη τους νεότητα, για τον «ρόλο» αυτών μέσα στη ζωή.
 
Λίγη ώρα πριν, όταν οι τρεις φίλες ήθελαν να μάθουν την ώρα, μία εξ αυτών η Σίσσυ Κάφφρεϋ κινήθηκε προς τον Μπλουμ για να τον ρωτήσει. Εκείνος τράβηξε βιαστικά το χέρι του από την τσέπη του και αμήχανα άρχισε να παίζει με την αλυσίδα του ρολογιού του. Το ρολόι του όμως είχε σταματήσει στις 16:30, στην ώρα της απιστίας της Μόλλυ. Αργότερα θα σκεφτεί, Περίεργο, το ρολόι μου σταμάτησε τέσσερις και μισή... Ω, αυτός το έκανε. Μέσα της. Αυτή το έκανε. Έγινε. Πιο μετά όμως ξεχνιέται, παρασύρεται από τις σκέψεις και καταλήγει να θυμάται την αρχή του ερωτά του με την Μόλλυ: Ιούνιος ήταν και τότε που την πολιορκούσα. Ο χρόνος επιστρέφει. Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Ο Τζόυς αναθυμάται το πρώτο ραντεβού που είχε με την Νόρα την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904 και το ξαναζεί μέσα από τον ήρωά του τον Μπλουμ που θα ζει για πάντα πια μέσα σε αυτή την ημέρα, την Πέμπτη 16 Ιουνίου 1904! 
 

 
Μια ανάλογη αναφορά γίνεται και όταν ο Μπλουμ σκέφτεται: Καλύτερα να μην κολλήσω εδώ όλη την νύχτα σαν πεταλίδα. Στην ακτή του Σαντυμάουντ υπήρχαν διάσπαρτα βράχια όπου πάνω σε κάποιο από αυτά καθόταν και η Γκέρτυ (Θα ήθελα να ήμουν ο βράχος που κάθισε). Η γυναίκα του Τζόυς ονομαζόταν Nora Barnacle (=πεταλίδα) και όταν την γνώρισε στον πατέρα του εκείνος απάντησε, Ωχ δεν θα ξεκολλήσει ποτέ από πάνω σου! Μπορεί η παρομοίωση του Τζόυς για πεταλίδες σε ένα μέρος διάσπαρτο με παράκτιους βράχους να μοιάζει ως ένα φυσικό συγγραφικό επακόλουθο της πλοκής, όμως, όπως και να' χει, δεν περνάει και τόσο απαρατήρητη από έναν προσεκτικό αναγνώστη.
 
Ο Μπλουμ αφού αναλογίζεται την δύσκολη μέρα που είχε μέχρι στιγμής (δίνοντάς σας και την ευκαιρία να ξαναθυμηθείτε μερικά επεισόδια) αποχωρεί ανακουφισμένος και αναζωογονημένος. Αλλά ήταν όμορφα. Αντίο, αγαπημένη. Ευχαριστώ. Μ' έκανες να νιώσω τόσο νέος. Αρνούμενος όμως να επιστρέψει σπίτι μήπως και χρειαστεί να αντιμετωπίσει την ξύπνια Μόλλυ. Μπορεί να μην έχει κοιμηθεί ακόμα. Το κεφάλαιο Ναυσικά, παρά την αρχική του «ελαφρότητα» με τις ροζ σκέψεις της Γκέρτυ, είναι μια ολική αποτίμηση του έρωτα, του φανταστικού και του πραγματικού, του πνευματικού και του σωματικού. Ένα από τα καλύτερα κεφάλαια του Οδυσσέα, που χάρη στην συγγραφική του «απλότητα» και την μερική αποστασιοποίηση από τα τεκταινόμενα του υπόλοιπου βιβλίου, μπορεί να διαβαστεί και μεμονωμένα χωρίς να χάσει από την λαμπρότητά του. Παρ' όλα αυτά μαθαίνεις κάτι. Βλέπουμε τους εαυτούς μας όπως μας βλέπουν οι άλλοι. Όσο οι γυναίκες δεν μας περιγελούν τι πειράζει;

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .