Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Οι αποσυνάγωγοι


 
Το να γράφεις αλλόκοτη και παράδοξη λογοτεχνία δεν σημαίνει κιόλας ότι δεν έχεις συμβιβαστεί με μια εντυπωσιοθηρική παράσταση και έχεις παγιδευτεί εντός της. Το πιο παράδοξο που συναντάς πλέον σε πολλά λογοτεχνικά έργα είναι ότι τους λείπει η λογοτεχνία! Η λεγόμενη παράδοξη λογοτεχνία συνήθως παίζει επικίνδυνα με τα όρια της γραφικότητας, που υποτίθεται ότι η άλλη, κοινή λογοτεχνία τα αποφεύγει… χαχαχα, μπα σε καλό μου. Κανείς δεν γλυτώνει από την γραφικότητα αν δεν ξέρει τον τρόπο να το πετύχει. Ταρώ ρίχνει και ο Χοντορόφσκι ταρώ και ο Χαϊκάλης, ποντάρετε σωστά τα λεφτά σας. Σχεδόν πάντα, είναι το ίδιο δύσκολο και ψυχοφθόρο να είσαι αποσυνάγωγος όσο και να είσαι επίτιμο μέλος της συναγωγής. «Νόμιζα πως είμαι αυτό που είμαι, αλλά στην πραγματικότητα είμαι ακόμα αυτό που ήμουν. Κι αυτό που ήμουν δεν ξέρω τι είναι. Ίσως κάποια μέρα το μάθω. Τότε θα είμαι αυτό που θα είμαι, αλλά δεν θα είμαι πια αυτό που είμαι τώρα. Και το να πάψω να είμαι αυτό που είμαι τώρα, με φοβίζει και με τρομάζει… Βοηθήστε με, σας παρακαλώ!»  
 
Η Αλμπίνα, η ηρωίδα του βιβλίου τα έχει ολίγον χαμένα∙ το ίδιο και ο ανυποψίαστος αναγνώστης∙ ο δε Χοντορόφσκι το έχει χάσει προ πολλού∙ μόνο η λογοτεχνία φαίνεται να κερδίζει εδώ – δε ξέρω βέβαια πόσους αναγνώστες θα ενδιέφερε κάτι τέτοιο. Το βιβλίο «Η Αλμπίνα και τα αντρόσκυλα» του Αλεχάντρο Χοντορόφσκι (θα επιμένω να τον λέω έτσι, εσείς να τον λέτε Γιοντορόφσκι) είναι η αποθέωση της πλοκής, είχα καιρό να συναντήσω κάτι ανάλογο όπου η πλοκή να είναι με σιγουριά το όχημα της λογοτεχνίας και όχι όπως συνηθίζεται ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Ξέρω, η πλοκή δεν χρειάζεται να είναι αναγκαία συνθήκη της λογοτεχνίας αλλά μερικές φορές, εφόσον προσποιείστε ότι είναι καλοδεχούμενη στα έργα σας, ας είναι τουλάχιστον ικανή, γαμώ την τρέλα μου, ματώνουν τα μάτια μας ρε σεις. Δεν υπάρχει λόγος να προσπαθήσω να περιγράψω όσα συμβαίνουν στο βιβλίο του. Τα λέει όλα η ένδειξη πάνω αριστερά στο εξώφυλλο∙ «φανταστικό μυθιστόρημα» αντί για «μυθιστόρημα φαντασίας» που συνηθίζεται σε ανάλογες περιπτώσεις. Ο Χοντορόφσκι δεν γράφει ένα μυθιστόρημα που βασίζεται απλώς στη φαντασία αλλά γράφει κάτι αλλολότελα φανταστικό, μια αξιοζήλευτη ιδιότητα που έχουν θαυμάσει όσοι έχουν δει έστω μια από τις ταινίες του. Ωστόσο, όσο παράξενα και αν είναι αυτά που περιγράφει, πάντα διατηρεί μια ισορροπημένη λογική που κρατάει ενωμένες και ταυτόχρονα τεταμένες τις συνάψεις των αναγνωστών. Αντιθέτως, η Λεονόρα Κάρινγκτον ούσα Αρχάρια ή πιο έμπειρη θα έλεγε κανείς, προκαλεί απανωτά εγκεφαλικά με τα διηγήματα-ανευρύσματά της, ακούραστα και χωρίς να μας λυπάται. «Η προσποιητή ευαισθησία είναι μια μορφή κόπωσης, είπε το θαυμάσιο πτώμα, κρεμασμένο σε μια ροζιασμένη φτελιά».  
 
Καταλύει τους νόμους της λογικής («Η λογική πρέπει να γνωρίζει εκτός απ’ τη λογική της καρδιάς και κάθε άλλη που ενδεχόμενα μπορεί να υπάρχει»), θεμελιώνει το φιλόξενο σπίτι της φρίκης και μας προσκαλεί με φινετσάτη ειρωνεία να πάρουμε μέρος στη γιορτή της. Τα σύντομα διηγήματα προλαβαίνουν να προκαλέσουν τρόμο για γνωστές και άγνωστες πτυχές του ψυχισμού σας. Προσοχή, η Λεονόρα ξέρει να σκαλίζει Αποκάτω σας και εσείς με τη σειρά σας αν έχετε τις κεραίες ανοιχτές και ένα Ακουστικό κέρας να ενισχύει την αντίληψή σας μπορείτε κάλλιστα να την ακούσετε. Λογοτεχνικά η «Αρχάρια» κινείται κάπου ανάμεσα στα παραπάνω βιβλία, και το γεγονός ότι πρόκειται για διηγήματα (με ό,τι αυτό συνεπάγεται) μπορεί να αποτρέψει κάποιους αναγνώστες να ασχοληθούν μαζί της. Και είναι πολύ κρίμα. Αν λοιπόν είστε και εσείς αρχάριοι, προτιμήστε το «Ακουστικό κέρας» για να κάνετε γνωριμία με τον υπέροχο κόσμο της.  
 
[…] «– Ώστε δε θέλετε να μείνετε μαζί μας, να γίνετε σαν κι εμάς;  
Παραπατώντας στην αρχή, άρχισα να τρέχω, να τρέχω κατατρομαγμένη. Φτάνοντας απ’ τη σκάλα στην εξώπορτα, δεν μπόρεσα να μην γυρίσω. Την είδα από πάνω που μου κουνούσε το χέρι, ενώ τα δάχτυλά της ξεκολλούσαν ένα ένα κι έπεφταν κάτω σα μικροί διάττοντες.»
 
Χοντορόφσκι και Κάρινγκτον δίνουν τις καλύτερες αποκρυφιστικές παραστάσεις τους και εγώ τους παρακολουθώ συνεπαρμένος, ενώ δεν με ενδιαφέρουν καν αυτά τα θέματα. Αν αυτό δεν είναι λογοτεχνία, δεν ξέρω τι άλλο μπορεί να είναι. Τέρμα ψυχαγωγικοί, απίστευτα αστείοι, υπέροχα προσωπικοί. Ωραίο δωράκι και το κόμικ «Η τρελή της Σακρέ-Κερ» – ο τύπος είναι τρελάρας, τι να λέμε τώρα. Αναζητήστε τα και μπείτε στο περιθώριο μαζί τους. Αποσυνάγωγοι των γιορτώνε τώρα είναι η σωστή περίοδος να δείξετε το θάρρος σας! Η μετάφραση για τον Χοντορόφσκι είναι από τον Αχιλλέα Κυριακίδη για τις εκδόσεις «Bibliotheque» και για την Κάρινγκτον από τον Γιάννη Βαρβέρη για τις εκδόσεις «Ύψιλον» και οι δύο συντονισμένες αρκούντως με την τρέλα των συγγραφέων. Τέλος, αν θέλαμε να μιλήσουμε με λογοτεχνικά μεγέθη και να είμαστε ακριβείς, θα λέγαμε ότι ο Αλεχάντρο Χοντορόφσκι σε σχέση με την Λεονόρα Κάρινγκτον είναι… Son of a Bitch – woke-woke situation!  
 
Υ.Γ. 2666  Μέρος του βιβλίου του Χοντορόφσκι έχει να κάνει με μια πέτρινη καραβέλα, εν είδει Κιβωτού, μέσα στην έρημο, επανδρωμένη με πανομοιότυπα αγάλματα του Αγίου Πέτρου∙ μια εικόνα που δεν μπόρεσε να με αποτρέψει από το να κάνω συνειρμούς με μια άλλη εξίσου ζοφερή αλλά και πιο κοντινή πραγματικότητα. Κιβωτός ενός παιδιού μπορεί και πρέπει να είναι μόνο η φαντασία και η 93χρονη παιδική ψυχή του Χοντορόφσκι δεν σταμάτησε να μας το υπενθυμίζει.

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .