Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Viva Las Vegas


 
Δυο χρόνια τώρα ποντάρουμε στην πανδημία και χαΐρι δεν είδαμε. Όπως συμβαίνει και στα καζίνα, οι πολλοί δεν ξέρουν την τύφλα τους (ενώ ισχυρίζονται ότι είναι ειδικοί!) και επιπλέον ποντάρουν διαρκώς στην τύχη τους (που σπανίως είναι καλή) ενώ οι λίγοι που ξέρουν πώς παίζεται το παιχνίδι, ποντάρουν πάντα στους άλλους – και την άγνοιά τους. Στη θεωρία παιγνίων όλοι καλοί είμαστε (θεωρητικά πάντα), στην πράξη δεν μας βγαίνουν τα νούμερα – απόψε τουλάχιστον ποντάρετε πάνω από τις 35000, σίγουρα κερδίζει (τις εντυπώσεις). […] «26. Επειδή το σύνολο των νούμερων της ρουλέτας είναι το 666, ο διαβόητος δαιμονικός αριθμός του Θηρίου της Αποκαλύψεως, μερικοί, όπως ο Χ.Ψ., τον εξορκίζουν με τον σταυρό, που αποτελείται από την μεσαία κολόνα και την τραβέρσα 10-11-12. Εάν τα στοιχήματά του είναι επί μακρόν ανεπιτυχή, ενισχύει την οριζόντια δοκό του σταυρού με την τραβέρσα 13-14-15∙ και, εάν πάλι εξακολουθήσει να χάνει, κάνει τον σταυρό του και φεύγει! 
 
Όταν κερδίζει, κάνει τον σταυρό του και πάλι».
 
Όταν πριν από πολλά χρόνια είχα διαβάσει το υπέροχο βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη «Ο Χορός των Ρόδων» είχα ενθουσιαστεί γιατί εκτός των άλλων προτερημάτων του είχε καταφέρει να μου μεταδώσει μια ανέμελη και ανάλαφρη όψη των ενδότερων ενός καζίνου. Χωρίς βέβαια να λείπουν οι προσωπικές τραγωδίες που στεγάζονται εντός του, ένιωθα ότι βγάζει στην επιφάνεια τον εθισμό των παικτών στην πιο γκροτέσκα εκδοχή τους. Αρκετές φορές έχω πειστεί ότι θα μπορούσα να ήμουν και εγώ ένας τέτοιος (μ)εθισμένος παίκτης (αν είχα τα λεφτά ή την επιδεξιότητα του Τζόυς στον δανεισμό) γιατί με έλκει έντονα αυτός ο κόσμος – και τα τζάμπα ποτά και φαγητά στο καζίνο! Θα κατέθετα και εκεί την πιο αστεία περσόνα μου περιμένοντας να αποκομίσω κάποιο ισχνό όφελος αν και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο – γιατί όπως συμβαίνει και στη ζωή, η περιρρέουσα δύσθυμη κατάσταση σού απονεκρώνει κάθε χαρά, τουλάχιστον μέχρι να βρεις κουράγιο για το επόμενο ποντάρισμα.
 
Έτσι, όταν βρήκα το βιβλίο του Ηρακλή Λογοθέτη «Σημειώσεις από τη ρουλέτα» έπαιξα τα ρέστα μου και το αγόρασα – τρόπος του λέγειν, 3 ευρώ το βρήκα. Με έναν ενδεικτικό του περιεχομένου και τιμιότατο υπότιτλο, «για όλους και για κανέναν», το βιβλίο χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, σε προσκαλεί με χαρά στα δύο πρώτα μέρη και σε πετάει όξω με τις κλωτσιές στα δύο τελευταία. Στο παιχνίδι της ανάγνωσης (όπως και της γραφής) πρέπει να ξέρεις ή να έχεις το ένστικτο να αποχωρείς εγκαίρως. Εδώ, η γραφή των δύο τελευταίων μερών δεν είναι περιττή αλλά η ανάγνωσή τους, για πολλούς αναγνώστες, ίσως ναι – μονά ή ζυγά, ο καθένας ποντάρει για λογαριασμό του. «Η ογκούμενη προσδοκία ακόμα μεγαλύτερου κέρδους σέρνει το χορό μέχρι τελικής πτώσεως, γιατί οι άνθρωποι αρέσκονται να βαδίζουν στην πανωλεθρία οραματιζόμενοι θριάμβους»
 


Το πρώτο μέρος είναι το καλωσόρισμά μας στην Αίθουσα των Στεναγμών και η θυσία μας μπροστά στο μηχανικό ζώο που γουργουρίζει στο κέντρο της, τη ρουλέτα. Ο συγγραφέας μάς ξεναγεί εκεί μέσα με όπλα την εναργή του παρατηρητικότητα και την κατά αρκετά διαστήματα υψηλή λογοτεχνία του (παρά την κάποια οίηση στην γραφή που διέκρινα αλλά που δεν έφτασε να με ενοχλήσει ανεπανόρθωτα). Το δεύτερο μέρος είναι συνέχεια του πρώτου, με την διαφορά ότι την υψηλή λογοτεχνία την δανείζεται από άλλους που έχουν γράψει στα έργα τους για τα καζίνα και τη ρουλέτα, ιδιαιτέρως και ποικιλοτρόπως. Ζέμπαλντ, Γιούνγκερ, Μαίτερλινκ, Πύντσον, Μαλρώ, Ντοστογιέφσκι, έπαιξαν και είτε κέρδισαν είτε έχασαν – λογοτεχνικά και μη.
 
[…] «Ένας πρώην γκαλερίστας αναλύει τον μανιώδη και εκστατικό τρόπο με τον οποίο έπαιζε μερόνυχτα ολόκληρα ο Φράνσις Μπέικον. Συνδέει μάλιστα τη θεματική του σφαγείου που χαρακτηρίζει αυτόν τον ανατόμο της φρίκης με το χασάπικο της ρουλέτας που, εξαιρώντας το κρέας, παίρνει από τους πελάτες μόνο τα κόκαλα».
 
Το τρίτο μέρος του βιβλίου μοιάζει σαν ύστερα από απανωτά χαμόγελα της τύχης, εκείνη ξαφνικά να παγώνει, μαζί και το χαμόγελό σου, και όσο η χασούρα της απόλαυσης που γεννούσε ένα μέχρι πρότινος ευφρόσυνο βιβλίο συνεχίζεται, αναρωτιέσαι πώς θα ξεφύγεις από αυτή την κατάσταση στην οποία έχεις βρεθεί, με τις λιγότερες απώλειες. Ο Ηρακλής Λογοθέτης συνθέτει εκεί μια θεωρία των παιγνίων γύρω από τη ρουλέτα, «Προλεγόμενα σε μια μελλοντική θεωρία της ρουλέτας» την ονομάζει, και οι ορισμοί και οι περιπλεγμένες θεωρίες έχουν την τιμητική τους. Ο συγγραφέας προκρίνει εδώ τη μεθοδικότητα απέναντι στο (επιφανειακά) ευχάριστο χάος των προηγούμενων κομματιών, έτσι φρόντισε να είσαι μεθοδικός ή τουλάχιστον να δείχνεις ότι δεν είσαι καθόλου, για να περάσεις σχετικά καλά με αυτό το μέρος. «Η προγραμματική έλλειψη μεθοδικότητας συνιστά, και αυτή, μια μέθοδο: γιατί, φυσικά, προοπτικώς θεωρούμενο, κάθε απρόοπτο μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε μικρής διάρκειας παιχνίδι – ή να μην εμφανιστεί». 
 


Το τέταρτο μέρος (παράρτημα περισσότερο) είναι 37, όσα και τα νούμερα της ρουλέτας, επιτόπιες παρατηρήσεις του συγγραφέα και των τρόπων και των αποτελεσμάτων που φέρνουν κάποιοι συγκεκριμένοι παίκτες που έχει βάλει στο στόχαστρο. Νομίζω ότι αυτό το κεφάλαιο θα έπρεπε να προηγείται της θεωρίας των παιγνίων έτσι ώστε ο αναγνώστης να αντιληφθεί και να χωνέψει την σταδιακή μετάβαση από την λογοτεχνία της αρχής σε κάτι πιο εξειδικευμένο που αναλύεται στα επόμενη μέρη. Μικρό μειονέκτημα αυτού του τέταρτου μέρους είναι το γεγονός ότι επειδή ο αναγνώστης δεν έχει μπροστά του τον «χάρτη» της ρουλέτας και της διάταξης των νούμερων δεν μπορεί να παρακολουθήσει τα πονταρίσματα που κάνουν τα υπό παρατήρηση υποκείμενα στην προσπάθειά τους να κερδίσουν. Μια εκτύπωση του «χάρτη» θα έλυνε διαμιάς το όποιο πρόβλημα – ήδη η μισή απεικόνισή του στο εξώφυλλο, διώχνει το μισό άγχος του αναγνώστη, ήταν τόσο απλό.
 
Η γενική έκδοση της «Sestina» είναι πολύ καλή και αν σας κεντρίζει η αψυχολόγητη ψυχολογία του παίκτη μπορείτε να αναζητήσετε το βιβλίο, σίγουρα θα βρείτε κάποιες όμορφες ιδέες. Εγώ κρατώ την πυκνή και πλούσια σε μεταφορές γλώσσα του συγγραφέα (με επιφύλαξη, για την οίηση που αρνείται κάποιες φορές να μετουσιωθεί σε ποίηση) και ίσως διαβάσω και κάποιο άλλο βιβλίο του στο ριψοκίνδυνο μέλλον.
 
«Η πρόληψη, ως αρρώστια ερασιτεχνική, ξεφεύγει από κάθε επαγγελματική θεραπεία».
 
Υ.Γ. 2022 Όπως έχετε παρατηρήσει για τα υστερόγραφα χρησιμοποιώ το 2666 και μόνο πριν από την αλλαγή του χρόνου το αλλάζω με την νέα χρονολογία. Τίποτα τυχαίο! Σωστά μαντέψατε, έτσι χτίζεται η φήμη ενός κριτικού στην Ελλάδα – στα ψέματα. Καλή χρονιά, λοιπόν… όλα στο κόκκινο, μην τα βλέπετε μαύρα! 😊 
 
 
Σημ.: Αν δεν σας αρέσουν οι ZZ Top, για εσάς του λαϊκούς υπάρχει και ο Θέμης Αδαμαντίδης. 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Το Δώρο

Θα μπορούσε ο Στέφανος Ξενάκης να είναι ο Στέφανος Δαίδαλος του σήμερα; Ή να το αλλάξω κάπως για να ’χουμε καλό ρώτημα: θα μπορούσε ο Τζέημς Τζόυς (μαζί και οι όποιες καλλιτεχνικές μεταμορφώσεις του) να γίνει ένας motivational speaker της σημερινής εποχής; Κανείς πλέον (αν υποθέσουμε ότι μπορούσε κάποτε) δεν διαβάζει τον «Οδυσσέα». Δεν μπορεί να αντέξει ότι αυτό το βιβλίο τον περιγράφει, ακόμα και σήμερα ή και περισσότερο σήμερα, τόσο καλά παρά την μοναδικότητα του κάθε ανθρώπου. Του αφιερώνει μία μέρα τον χρόνο, την σημερινή (παρόλο που άλλαξε η μέρα, το blogger έμεινε σταθερά πίσω!), και μετά τον στέλνει αδιάβαστο. Αν κάποιος όμως του σερβίρει για πρωινό όμορφες φράσεις με γαρνιτ ούρα υπέροχα σκίτσα, τότε μπορεί να νιώσει στιγμιαία χαρά και να βελάζει σαν ανέφελο πρόβατο στα λιβάδια του χρόνου. 

Μην περιμένετε και πολλά από το τέλος του κόσμου

Κάθε Πρωτοχρονιά, αφού έχει αποσοβηθεί κατά ένα μέρος του ο προκαταρκτικός οικογενειακός όλεθρος, επιστήμονες βρίσκουν την ώρα να μας ενημερώσουν πόσα δευτερόλεπτα κινήθηκε μπροστά (μην τρέφετε αυταπάτες ακόμα και όταν σας λένε ότι κινήθηκε και προς τα πίσω) το Ρολόι της Αποκάλυψης – δεν τελειώνει άλλο αυτή η Ιστορία! Ο κόσμος μας είναι γεμάτος από μικρά καταστροφικά τέλη, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων της κυκλοφορίας, που σχεδόν πάντα είναι αδύνατο να αποτρέψεις και περισσότερο να αποφύγεις. Τι μένει στο τέλος, λοιπόν; Να τα απολαύσεις, μάλλον. Και ο πιο διασκεδαστικός τρόπος ήταν πάντοτε μέσω της τέχνης. «Με αυτά στο μυαλό της η κυρία Βαλασία έκλεινε τα μάτια της και παραδιδόταν στην αγκαλιά του ύπνου, γνωρίζοντας ότι το επόμενο πρωί, στις 05:30, θα ξυπνούσε από τον ήχο που θα παρήγαγε το ξυπνητήρι της, το οποίο της υπενθύμιζε σε καθημερινή βάση ότι η δημιουργία μιας καταστροφής είναι εξίσου σημαντική υπόθεση με την καταστροφή μιας δημιουργίας» . 

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερ...

Αποδοχή cookies

«Ευτυχώς, αν θέλει κάποιος να βρει μεστές απόψεις για καλά βιβλία, υπάρχουν ήδη πολύ αξιόλογα βιβλιοφιλικά μπλογκ, όπως το κορυφαίο, του Librofilo ή το αγαπημένο του, του Μαραμπού» . Να ξέρετε ότι όταν μου δίνουν γλυκό, έστω και σε μορφή βιβλίου, το αποδέχομαι αμέσως. Επίσης, να ξέρετε ότι ενίοτε μπορεί να γράφω για βιβλία που δεν έχω διαβάσει, όλοι το κάνουμε αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα, αλλά ποτέ δεν γράφω για βιβλίο που δεν μου άρεσε προφασιζόμενος το αντίστροφο∙ όλοι το κάνετε και αυτό, απλώς οι περισσότεροι εντελώς αποτυχημένα. Το βιβλίο είναι δώρο της συγγραφέα, καλής διαδικτυακής φίλης, και η άποψή μου για αυτό ολότελα υποκειμενική – ξέρω, απανωτά σοκ! – και ουδεμία σχέση έχει με την αντικειμενική κριτική που από καιρό θα έπρεπε να γίνει αντικείμενο κριτικής, τουλάχιστον στην Ελλάδα. Από το να μασήσω τα λόγια μου, θα προτιμήσω τα μπισκότα. «Όχι πως δεν ήταν επηρεασμένος και από το ιστολόγιο «Πιπέρι και σπασμένες γραμμές» με τις λαχταριστές αναρτήσεις σχετικά ...

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Βαρύ περιστατικό

Συγγραφείς με χιούμορ δεν χαίρουν ιδιαίτερης εκτίμησης, θεωρώ, από το αναγνωστικό κοινό. Ποιος ξέρει πόσα ελαττώματα πασχίζει να κρύψει πίσω από αυτό, θα σκέφτονται, και δεν μπορεί, κάποιο ελάττωμα θα έχει να κάνει σίγουρα και με την συγγραφή. Επίσης το χιούμορ αξιώνει ευφυΐα και το κοινό δεν θέλει να περνιέται για ηλίθιο. Ο Άμπροουζ Μπιρς με τις διάσημες σατιρικές ιστορίες του και τα σκωπτικά λήμματα θα μπορούσε να θεωρηθεί ένας τέτοιος∙ καλός για να χαμογελάμε πού και πού, μας κάνει ενίοτε και τον έξυπνο, αλλά δεν πειράζει, καλή καρδιά. Ίσως να ήταν έτσι – αν και δεν συμμερίζομαι καθόλου αυτή την άποψη – αν δεν έγραφε τα διηγήματα από τις εμπειρίες του στον Αμερικανικό Εμφύλιο. Σκλάβος του για πάντα!    

Kinds of kindness

Τα περισσότερα μαγαζιά έχουν ήδη στολίσει με ελλειμματικό γούστο, οι κουραμπιέδες άρχισαν να ανταγωνίζονται τα μελομακάρονα – και τα δυο μαζί την Dubai chocolate –, η Black Friday με τις ασυναγώνιστες τιμές της θα κοντράρει στα ίσα την αληθινή ύπαρξη του ΑΙ Βασίλη, ο καιρός προσπαθεί να τα βρει με τον απορυθμισμένο θερμοστάτη του και γενικά είμαστε μια ωραία ατμόσφαιρα είμαστε. Και μέσα σε όλα αυτά, οι δημοσιογράφοι, οι αθλητές, η εκκλησία, τα ιδρύματα, οι πολιτικοί (που είναι για τα ιδρύματα) θα δείξουν το καλοσυνάτο πρόσωπό τους στους ταλαίπωρους ετούτου του κόσμου. Και μην ξεχνάμε, ότι κυρίως τα Χριστούγεννα είναι για τα παιδιά – και για όλα εκείνα που γιόρταζε η πρόσφατη «Παγκόσμια Ημέρα κατά της Κακοποίησης των παιδιών». «Πάντοτε, τα Χριστούγεννα έβγαζαν στους ανθρώπους τον καλύτερο αλλά και τον χειρότερο εαυτό τους».    

Ασκήσεις μνήμης

  Τις ασκήσεις ύφους τις κατέκτησε σε βαθμό που λίγοι συγγραφείς φτάνουν , με τις ασκήσεις μνήμης όμως κανείς άνθρωπος δεν τα βγάζει εύκολα πέρα. Όλοι μας γράφουμε autofiction από 8 χρονών – Περιγράψτε μας τα πιο ωραία σας Χριστούγεννα – τα νεύρα μου! Το autofiction πλέον μοιάζει να είναι ένας ευφημισμός για να αποδεχόμαστε κάποιες συγγραφικές μετριότητες ως κάτι παραπάνω από αυτό που είναι. Είναι προσβολή να θεωρείς ότι ο Τζόυς ή ο Σελίν (που επιτέλους σε λίγες μέρες θα εκδοθεί το «Θάνατος επί πιστώσει»∙ Γκάλοπ: ποιο άργησε περισσότερο; Το Μετρό Θεσσαλονίκης ή το βιβλίο του Σελίν;) έγραψαν autofiction. Το ίδιο ισχύει και για τον Καλβίνο στη συγκεκριμένη συλλογή. Δεν θα ξεχάσουμε και αυτά που ξέρουμε! «Μόνο πετώντας πράγματα μπορώ να βεβαιωθώ πως ακόμα δεν έχει πεταχτεί κάτι από μένα, κάτι που ίσως να μην είναι ούτε και θα είναι για πέταμα» .