Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Viva Las Vegas


 
Δυο χρόνια τώρα ποντάρουμε στην πανδημία και χαΐρι δεν είδαμε. Όπως συμβαίνει και στα καζίνα, οι πολλοί δεν ξέρουν την τύφλα τους (ενώ ισχυρίζονται ότι είναι ειδικοί!) και επιπλέον ποντάρουν διαρκώς στην τύχη τους (που σπανίως είναι καλή) ενώ οι λίγοι που ξέρουν πώς παίζεται το παιχνίδι, ποντάρουν πάντα στους άλλους – και την άγνοιά τους. Στη θεωρία παιγνίων όλοι καλοί είμαστε (θεωρητικά πάντα), στην πράξη δεν μας βγαίνουν τα νούμερα – απόψε τουλάχιστον ποντάρετε πάνω από τις 35000, σίγουρα κερδίζει (τις εντυπώσεις). […] «26. Επειδή το σύνολο των νούμερων της ρουλέτας είναι το 666, ο διαβόητος δαιμονικός αριθμός του Θηρίου της Αποκαλύψεως, μερικοί, όπως ο Χ.Ψ., τον εξορκίζουν με τον σταυρό, που αποτελείται από την μεσαία κολόνα και την τραβέρσα 10-11-12. Εάν τα στοιχήματά του είναι επί μακρόν ανεπιτυχή, ενισχύει την οριζόντια δοκό του σταυρού με την τραβέρσα 13-14-15∙ και, εάν πάλι εξακολουθήσει να χάνει, κάνει τον σταυρό του και φεύγει! 
 
Όταν κερδίζει, κάνει τον σταυρό του και πάλι».
 
Όταν πριν από πολλά χρόνια είχα διαβάσει το υπέροχο βιβλίο του Αντώνη Σουρούνη «Ο Χορός των Ρόδων» είχα ενθουσιαστεί γιατί εκτός των άλλων προτερημάτων του είχε καταφέρει να μου μεταδώσει μια ανέμελη και ανάλαφρη όψη των ενδότερων ενός καζίνου. Χωρίς βέβαια να λείπουν οι προσωπικές τραγωδίες που στεγάζονται εντός του, ένιωθα ότι βγάζει στην επιφάνεια τον εθισμό των παικτών στην πιο γκροτέσκα εκδοχή τους. Αρκετές φορές έχω πειστεί ότι θα μπορούσα να ήμουν και εγώ ένας τέτοιος (μ)εθισμένος παίκτης (αν είχα τα λεφτά ή την επιδεξιότητα του Τζόυς στον δανεισμό) γιατί με έλκει έντονα αυτός ο κόσμος – και τα τζάμπα ποτά και φαγητά στο καζίνο! Θα κατέθετα και εκεί την πιο αστεία περσόνα μου περιμένοντας να αποκομίσω κάποιο ισχνό όφελος αν και θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο – γιατί όπως συμβαίνει και στη ζωή, η περιρρέουσα δύσθυμη κατάσταση σού απονεκρώνει κάθε χαρά, τουλάχιστον μέχρι να βρεις κουράγιο για το επόμενο ποντάρισμα.
 
Έτσι, όταν βρήκα το βιβλίο του Ηρακλή Λογοθέτη «Σημειώσεις από τη ρουλέτα» έπαιξα τα ρέστα μου και το αγόρασα – τρόπος του λέγειν, 3 ευρώ το βρήκα. Με έναν ενδεικτικό του περιεχομένου και τιμιότατο υπότιτλο, «για όλους και για κανέναν», το βιβλίο χωρισμένο σε τέσσερα μέρη, σε προσκαλεί με χαρά στα δύο πρώτα μέρη και σε πετάει όξω με τις κλωτσιές στα δύο τελευταία. Στο παιχνίδι της ανάγνωσης (όπως και της γραφής) πρέπει να ξέρεις ή να έχεις το ένστικτο να αποχωρείς εγκαίρως. Εδώ, η γραφή των δύο τελευταίων μερών δεν είναι περιττή αλλά η ανάγνωσή τους, για πολλούς αναγνώστες, ίσως ναι – μονά ή ζυγά, ο καθένας ποντάρει για λογαριασμό του. «Η ογκούμενη προσδοκία ακόμα μεγαλύτερου κέρδους σέρνει το χορό μέχρι τελικής πτώσεως, γιατί οι άνθρωποι αρέσκονται να βαδίζουν στην πανωλεθρία οραματιζόμενοι θριάμβους»
 


Το πρώτο μέρος είναι το καλωσόρισμά μας στην Αίθουσα των Στεναγμών και η θυσία μας μπροστά στο μηχανικό ζώο που γουργουρίζει στο κέντρο της, τη ρουλέτα. Ο συγγραφέας μάς ξεναγεί εκεί μέσα με όπλα την εναργή του παρατηρητικότητα και την κατά αρκετά διαστήματα υψηλή λογοτεχνία του (παρά την κάποια οίηση στην γραφή που διέκρινα αλλά που δεν έφτασε να με ενοχλήσει ανεπανόρθωτα). Το δεύτερο μέρος είναι συνέχεια του πρώτου, με την διαφορά ότι την υψηλή λογοτεχνία την δανείζεται από άλλους που έχουν γράψει στα έργα τους για τα καζίνα και τη ρουλέτα, ιδιαιτέρως και ποικιλοτρόπως. Ζέμπαλντ, Γιούνγκερ, Μαίτερλινκ, Πύντσον, Μαλρώ, Ντοστογιέφσκι, έπαιξαν και είτε κέρδισαν είτε έχασαν – λογοτεχνικά και μη.
 
[…] «Ένας πρώην γκαλερίστας αναλύει τον μανιώδη και εκστατικό τρόπο με τον οποίο έπαιζε μερόνυχτα ολόκληρα ο Φράνσις Μπέικον. Συνδέει μάλιστα τη θεματική του σφαγείου που χαρακτηρίζει αυτόν τον ανατόμο της φρίκης με το χασάπικο της ρουλέτας που, εξαιρώντας το κρέας, παίρνει από τους πελάτες μόνο τα κόκαλα».
 
Το τρίτο μέρος του βιβλίου μοιάζει σαν ύστερα από απανωτά χαμόγελα της τύχης, εκείνη ξαφνικά να παγώνει, μαζί και το χαμόγελό σου, και όσο η χασούρα της απόλαυσης που γεννούσε ένα μέχρι πρότινος ευφρόσυνο βιβλίο συνεχίζεται, αναρωτιέσαι πώς θα ξεφύγεις από αυτή την κατάσταση στην οποία έχεις βρεθεί, με τις λιγότερες απώλειες. Ο Ηρακλής Λογοθέτης συνθέτει εκεί μια θεωρία των παιγνίων γύρω από τη ρουλέτα, «Προλεγόμενα σε μια μελλοντική θεωρία της ρουλέτας» την ονομάζει, και οι ορισμοί και οι περιπλεγμένες θεωρίες έχουν την τιμητική τους. Ο συγγραφέας προκρίνει εδώ τη μεθοδικότητα απέναντι στο (επιφανειακά) ευχάριστο χάος των προηγούμενων κομματιών, έτσι φρόντισε να είσαι μεθοδικός ή τουλάχιστον να δείχνεις ότι δεν είσαι καθόλου, για να περάσεις σχετικά καλά με αυτό το μέρος. «Η προγραμματική έλλειψη μεθοδικότητας συνιστά, και αυτή, μια μέθοδο: γιατί, φυσικά, προοπτικώς θεωρούμενο, κάθε απρόοπτο μπορεί να εμφανιστεί ακόμα και σε μικρής διάρκειας παιχνίδι – ή να μην εμφανιστεί». 
 


Το τέταρτο μέρος (παράρτημα περισσότερο) είναι 37, όσα και τα νούμερα της ρουλέτας, επιτόπιες παρατηρήσεις του συγγραφέα και των τρόπων και των αποτελεσμάτων που φέρνουν κάποιοι συγκεκριμένοι παίκτες που έχει βάλει στο στόχαστρο. Νομίζω ότι αυτό το κεφάλαιο θα έπρεπε να προηγείται της θεωρίας των παιγνίων έτσι ώστε ο αναγνώστης να αντιληφθεί και να χωνέψει την σταδιακή μετάβαση από την λογοτεχνία της αρχής σε κάτι πιο εξειδικευμένο που αναλύεται στα επόμενη μέρη. Μικρό μειονέκτημα αυτού του τέταρτου μέρους είναι το γεγονός ότι επειδή ο αναγνώστης δεν έχει μπροστά του τον «χάρτη» της ρουλέτας και της διάταξης των νούμερων δεν μπορεί να παρακολουθήσει τα πονταρίσματα που κάνουν τα υπό παρατήρηση υποκείμενα στην προσπάθειά τους να κερδίσουν. Μια εκτύπωση του «χάρτη» θα έλυνε διαμιάς το όποιο πρόβλημα – ήδη η μισή απεικόνισή του στο εξώφυλλο, διώχνει το μισό άγχος του αναγνώστη, ήταν τόσο απλό.
 
Η γενική έκδοση της «Sestina» είναι πολύ καλή και αν σας κεντρίζει η αψυχολόγητη ψυχολογία του παίκτη μπορείτε να αναζητήσετε το βιβλίο, σίγουρα θα βρείτε κάποιες όμορφες ιδέες. Εγώ κρατώ την πυκνή και πλούσια σε μεταφορές γλώσσα του συγγραφέα (με επιφύλαξη, για την οίηση που αρνείται κάποιες φορές να μετουσιωθεί σε ποίηση) και ίσως διαβάσω και κάποιο άλλο βιβλίο του στο ριψοκίνδυνο μέλλον.
 
«Η πρόληψη, ως αρρώστια ερασιτεχνική, ξεφεύγει από κάθε επαγγελματική θεραπεία».
 
Υ.Γ. 2022 Όπως έχετε παρατηρήσει για τα υστερόγραφα χρησιμοποιώ το 2666 και μόνο πριν από την αλλαγή του χρόνου το αλλάζω με την νέα χρονολογία. Τίποτα τυχαίο! Σωστά μαντέψατε, έτσι χτίζεται η φήμη ενός κριτικού στην Ελλάδα – στα ψέματα. Καλή χρονιά, λοιπόν… όλα στο κόκκινο, μην τα βλέπετε μαύρα! 😊 
 
 
Σημ.: Αν δεν σας αρέσουν οι ZZ Top, για εσάς του λαϊκούς υπάρχει και ο Θέμης Αδαμαντίδης. 

Σχόλια

«A good reader, a major reader, an active and creative reader is a rereader»

En passant

  Το «Αν πασάν» είναι ένας σκακιστικός κανόνας, περιθωριακός και άγνωστος αλλά ιδιαιτέρως αποτελεσματικός και σημαντικός. Στις αρχικές τους κινήσεις, τα πιόνια έχουν το δικαίωμα να κινηθούν ένα ή δύο τετράγωνα μπροστά. Αν επιλέξουν να κινηθούν δύο τετράγωνα μπροστά και ένα αντίπαλο πιόνι βρίσκεται σε τέτοια θέση ώστε να μπορούσε να το αιχμαλωτίσει αν το πιόνι που κινήθηκε δυο τετράγωνα αποφάσιζε να κινηθεί μόνο ένα, τότε, έχει το δικαίωμα να το αιχμαλωτίσει και σε αυτή την περίπτωση που κάνει δύο βήματα. Έχουμε δηλαδή, αν πασάν... αιχμαλωσία εν τη διελεύσει. Είναι δυσνόητο στην περιγραφή αλλά αρκετά ξεκάθαρο στην πράξη. Βέβαια, όταν είσαι αρχάριος σκακιστής και το συναντήσεις πρώτη φορά σε ηλεκτρονική παρτίδα, τότε πείθεσαι ότι κάποιο «bug» έχει η ιστοσελίδα, ότι σε χακάρανε ή ότι άρπαξες όλες τις ιώσεις του κυβερνοχώρου. Τα βιβλία του Ναμπόκοφ, μου προσφέρουν την ισχυρή εντύπωση ότι αποτελούν ένα συνεχές λογοτεχνικό en passant, σε αιχμαλωτίζουν εν τη διελεύσει.

Στα χαμένα

Ρε μπελά που βρήκα! Να είναι ένα βιβλίο σχετικά ευχάριστο, να έχει πράγματα που γενικά ταιριάζουν με το γενικότερο γούστο μου και εγώ να το αντιμετωπίζω σαν ταινία του Μπέλα Ταρ – τον ατελείωτο ένα πράμα. Είχε καιρό να μου συμβεί κάτι ανάλογο, σηκώνει και η επιστήμη τα χέρια της ψηλά! Έβαλα σφήνα την ανάγνωση για να προλάβω την ταινία του Λάνθιμου – την οποία κατάφερα να δω χθες, 17 Δεκεμβρίου, στην επίσημη πρεμιέρα της – και ακόμα να το τελειώσω. Λίγες σελίδες ακόμα που διαβάζονται παράλληλα με αυτές τις γραμμές που γράφονται. Τουλάχιστον η ταινία ήταν πολύ καλή και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του βιβλίου ήταν ακριβώς αυτό∙ ήξερες από την αρχή ότι θα γίνει μια καλή ταινία. Το βιβλίο πάλι, δεν ήξερε τι ήθελε να είναι, και μέσω ανομοιόμορφων αφηγήσεων, για μένα τουλάχιστον κατέληξε να είναι χάσιμο χρόνου. «Η πιο προφανής ανωμαλία της (…) είναι η απόλυτη έλλειψη οποιασδήποτε ανωμαλίας».

Με ανώμαλους δεν μιλάω

  Ανωμαλία είναι να μην μπορεί μια γυναίκα να κυκλοφορεί άφοβα στους δρόμους, ανωμαλία είναι να πιστεύεις ότι τα εμβόλια σκοπό έχουν να προκαλέσουν περισσότερο κακό από ό,τι καλό, ανωμαλία είναι να νομίζεις ότι η λογοτεχνία σε κάνει καλύτερο άνθρωπο, ανωμαλία είναι ακόμα το προφιτερόλ να έχει μόνο ένα σουδάκι μέσα, ανωμαλία είναι και ότι ο «Πατάκης» εξακολουθεί να μην εκδίδει Χέρμαν Μέλβιλ. Και πόσες ακόμα ανωμαλίες! Με τελευταία εκείνη του Ερβέ Λε Τελιέ, ενός συγγραφέα που αγάπησα οριστικά από ένα και μόνο βιβλίο του που είχα διαβάσει κάποτε, το «Όλα τα μανιτάρια τρώγονται», η ουλιπιανή έμπνευση που είχε οραματιστεί το facebook χρόνια πριν από τον δημιουργό του. Κάθε φορά που μπαίνετε στο facebook και αντικρίζετε την ερώτηση «Τι σκέφτεσαι;», ικανή να σας παρασύρει ασυγκράτητα να μας εμπιστευτείτε τις επικές σας μπούρδες, σχεδόν πάντα χωρίς καθόλου φιλτράρισμα και ουσία, να θυμάστε ότι ο Τελιέ κάποτε το έκανε… χίλιες φορές καλύτερα από εσάς, πιο δημιουργικά και κυρίως με περισσότερο χι

Οδηγίες προς ναυτιλλομένους

Τώρα το πλοίο έχει σαλπάρει και πλέον δεν μπορείς να αφήσεις αυτό το καταπληκτικό βιβλίο από τα ηλιοψημένα χέρια σου∙ εγκαταλείψτε αυτό το κλισέ να βουλιάξει και να πνιγεί όπως του αξίζει. Νόμιζα ότι είχα αφήσει το «ναυτικό» μου παρελθόν ( Καββαδίας , Μέλβιλ , κλπ) σχεδόν οριστικά πίσω – χωρίς να σημαίνει ότι δε θα τους ξαναδιάβαζα για το μεγάλο λογοτεχνικό τους εκτόπισμα – και σκεφτόμουν αν θα έπρεπε να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, ειδικά όταν έχω τόσα άλλα αδιάβαστα στο αμπάρι. Όμως μου το έκαναν δώρο, το ξεκίνησα για κλείσιμο μιας κατά τ’ άλλα απάνεμης αναγνωστικής χρονιάς και ένα πελώριο κύμα μέσα στο μυαλό με ξαναχτύπησε με δριμύτητα. Στο μικρό εκδοτικό καράβι που είναι η χώρα μας και όλοι κοιτάνε ποιος θα φαγωθεί στην πορεία ( «Άκουσε κάποιους ναυαγούς να λένε ψιθυριστά πως έπρεπε να τραβήξουν κλήρο και “να θανατώσουν έναν άντρα για να σωθούν οι υπόλοιποι”» ) και εν μέσω μιας αποικιοκρατικής καταγραφής αναγνωστικών λιστών με αρκετή δόση μυθομανίας και εν είδει πρωτοχρονιάτ

D’ ye see him?

Όλα τριγύρω αλλάζουν κι όλα τα ίδια μένουν. Ο Σύριζα πιο οπισθοδρομικός από ποτέ ετοιμάζεται για την νέα εποχή του, οι υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι κάνουν jump scares από κάθε γωνιά με το πιο creepy χαμόγελό τους και εσύ νιώθεις ότι θες να πας ξαφνικά και διακαώς για καφέ με έναν random συμμαθητή της Α' λυκείου παρά να ακούσεις το πρόγραμμά τους και οι καιροί νερό θα φέρουν πάλι στην βασανισμένη Θεσσαλία, έτσι λένε αυτοί που ξέρουν. Μόνο το «Βιβλιοκαφέ» του Πατριάρχη Φώτιου έκλεισε λόγω ανεξέλεγκτου πληθωρισμού – 4,20 ο διπλός εσπρέσο, πού πάμε ωρέ; Παρ’ όλα αυτά οι αναρτήσεις του παρέμειναν να θαλασσοδέρνονται στο ίντερνετ και μια δική μου έτυχε και ξεβράστηκε μπροστά μου . Πω πω μπόχα!! Δεν θέλω να την ακουμπήσω καν! Τέλος πάντων, εσείς μπορεί να βρείτε ότι διαθέτει ακόμα κάποιο ψαχνό. Αν όμως πιστεύετε ότι αλλάξατε μέσα σε όλα αυτά τα χρόνια έστω και λίγο, δε θα έπρεπε να της ρίξετε ούτε ματιά!

DiFullness

Δε διαβάζω κόμιξ – η δήλωση αυτή είναι παρόμοια με το «Δεν έχω δει ποτέ Φιλαράκια » το 2023. Έχω διαβάσει μέσα στα χρόνια κάποια επιλεκτικά αλλά δεν μπορώ να πω ότι τα προτιμώ. Είναι ακριβό χόμπι, αρκετές φορές η ιστορία μου φαίνεται αδιάφορη και η εικονογράφηση φτωχή και γενικά θα έλεγα ότι δεν είναι το φλιτζάνι του τσαγιού μου. Όμως εδώ είπα να κάνω μια εξαίρεση γιατί πίνω νερό στο όνομα του Χοντορόφσκι . Δεν ειν’ καλ’ αυτός ο άνθρωπος, πάει και τελείωσε. Αυτή η κριτική έχει σκοπό να θυμίζει κάπως δελτίο τύπου – τι παράξενο, αλήθεια, συνήθως στην Ελλάδα μας έμαθαν τα δελτία τύπου να θυμίζουν κάπως κριτικές! – τίποτα βαθύ και ευφάνταστο εδώ, εξάλλου η συνηθισμένη φαντασία χάνεται όταν έρχεται αντιμέτωπη με μεγαλοφυΐες σαν εκείνες του Χοντορόφσκι και του Moebius. Όλοι οι πολιτισμένοι γαλαξίες γύρω μας έχουν φευγάτα κόμιξ σαν το Ινκάλ, εμείς σε καμιά βδομάδα θα έχουμε το κόμικ για τον Ζορμπά – και μετά απορούμε γιατί δεν κάνουμε εξωγαλαξιακή καριέρα.

Ο θάνατος σου πάει πολύ

Υπήρχε κάποτε εκείνη η σειρά ταινιών θρίλερ (νομίζω ακόμα υπάρχει, μα να μην ξέρουν πότε πρέπει να πεθαίνει μια ωραία ιδέα) με τον πιο εύστοχο, θεωρώ, ελληνικό τίτλο « Βλέπω τον θάνατό σου » όπου σε μία καθορισμένη λίστα ανθρώπων κάποιος έβλεπε το τελεσίδικο όραμα και έσπαγε την αλυσίδα θανάτου και το έργο τότε έπαιρνε τρομακτική κατεύθυνση. Χωρίς το σπλάτερ και με περισσότερη φαντασία και στοχασμό, η Μαρία Γιαγιάννου βλέπει τον θάνατό μας μέσα στα κοινωνικά δίκτυα και συγκεκριμένα μέσα στο facebook – που είναι και το γηραιότερο μέσο, ok boomer! «Το νήπιο άκουσε την φράση “πρόσω ολοταχώς” ως “μπρος ολοταφώς”, ένα ολίσθημα που μαρτυρά την αμφισημία των πραγμάτων και της γλώσσας που τα αναπαριστά. Μπορεί εξίσου να σημαίνει “Μπρος όλο το φως” και “Μπρος όλα τάφος”» .

Η φάση είναι κρίντζι

  Όπως θα σας έλεγε και ο θείος που κάθεται με την νεολαία κάθε Τσικνοπέμπτη, «Η φάση είναι κρίντζι», δηλώνει μία κατάσταση εξαιρετικά αναληθοφανή που σε παγώνει και σε κάνει να ανατριχιάζεις από την αμηχανία λες και κάποιος όλη την ώρα λέει κρύα αποτυχημένα αστεία χωρίς σταματημό και έλεος. Ο Λέων Τολστόι – back to back ανάρτηση με Τολτσόι, δε σας χάλασε! – επιφυλάσσει αυτή την τιμητική θέση του θείου για τον Σαίξπηρ και τα έργα του, με κύριο στόχο τον «Βασιλιά Ληρ». «Αυτό είναι το τόσο γνωστό έργο. Όσο κακό και να παρουσιάζεται στην αφήγησή μου, την οποία προσπάθησα να κάνω όσο τον δυνατόν πιο ουδέτερη, θα πω χωρίς δισταγμό πως στο πρωτότυπο το έργο είναι ακόμα χειρότερο» . Εν συντομία, δεν κάνει για δραματουργός το παιδί ! Θα σφαχτούμε και σε αυτό το γιορτινό τραπέζι, πάνω απ’ όλα η παράδοση!

Εργοστάσιο εφιαλτών

Μπορεί τον τελευταίο μήνα όλοι να καληνυχτίζουν τον Κεμάλ αλλά ο ύπνος αποδεικνύεται ενίοτε πολύ δύσκολη κατάσταση. Ο Μέλβιλ έλεγε ότι θα «άξιζε να έχουμε γεννηθεί μόνο και μόνο για να κοιμόμαστε» (όπως μας θυμίζει ο Αλέξανδρος Ζωγραφάκης σε ένα ποστ στο προφίλ του στο facebook , ο οποίος όμως οδηγεί τον συλλογισμό και σε άλλα ομιχλώδη μονοπάτια που έχουν περπατήσει και άλλοι σπουδαίοι συγγραφείς ) αλλά μόνο ένας ξύπνιος άνθρωπος μπορεί να καταλάβει τι εφιαλτικός κόσμος δύναται να υπάρξει όταν εμείς κλείνουμε τα μάτια και το ίνσταγκραμ κάθε βράδυ. Και αυτός είναι ο νευρολόγος που γράφει ετούτο το υπνωτιστικό βιβλίο. «Βλέπεις κανονικά πράγματα να συμβαίνουν, αλλά δεν είναι πραγματικά. Είναι πλάσματα της φαντασίας σου. Είναι η φαντασία σου που σε πηγαίνει στα πιο τρελά μέρη και σου τα δείχνει μπρος στα μάτια σου. Έχω δει δαιμονικές μορφές μες στο δωμάτιό μου, κι όταν βλέπω αυτά τα πράγματα, νομίζω πώς βρίσκομαι στη Κόλαση» . Κρατήστε τα μάτια σας ανοιχτά∙ διαβάζοντάς με! 

Μισή εντροπία δική μου

  Το να διαβάζεις αδιαμεσολάβητα Πύντσον είναι ένας ανελέητος και μακράς διαρκείας διανοητικός καύσωνας για τον οποίο κανένα επικαιροποιημένο ή μη δοκίμιο δεν μπορεί να σε προειδοποιήσει επαρκώς∙ και το δοκίμιο του Θανάση Μήνα, παρά τις αρετές του, κάνει ακριβώς αυτό. Το συγκεκριμένο δοκίμιο στηρίζεται σε ένα δίπολο: το εξώφυλλο ανεβάζει ψηλά τις προσδοκίες του αναγνώστη και το τίμιο οπισθόφυλλο τις καταποντίζει – σύμφωνα με έναν απόκρυφο νόμο της θερμοδυναμικής που γνωρίζουν Εκείνοι και ίσως και Εγώ, το αποτέλεσμα τείνει τελικά προς την αταξία. Σχετικό χάος, συγυρισμένο ωστόσο!